You are currently viewing O Οικουμενικός Πατριάρχης τίμησε τον Ομοτ.Καθηγητή Χρήστο Γιανναρά με το Οφφίκιο του Άρχοντος Μεγάλου Ρήτορος της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας

O Οικουμενικός Πατριάρχης τίμησε τον Ομοτ.Καθηγητή Χρήστο Γιανναρά με το Οφφίκιο του Άρχοντος Μεγάλου Ρήτορος της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας

  • Reading time:2 mins read

Μετά τον εσπερινό της εορτής της Ινδίκτου, κατά τον οποίο χοροστάτησε, στην Ι.Μ.Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή

 
Φωτογραφίες: Νικόλαος Μαγγίνας / Οικουμενικό Πατριαρχείο

Μετά τον εσπερινό της εορτής της Ινδίκτου, κατά τον οποίο χοροστάτησε, στην Ι.Μ.Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή

Με το Οφφίκιο του Άρχοντος Μεγάλου Ρήτορος τίμησε ο Οικουμενικός Πα-τριάρχης Βαρθολομαίος τον διακεκριμένο Ομοτ.Καθηγητή Πανεπιστημίου και συγγραφέα Χρήστο Γιανναρά, μετά το πέρας του Εσπερινού, κατά τον οποίο χοροστάτησε, το απόγευμα του Σαββάτου, 31 Αυγούστου, παραμονή της εορ-τής της Ινδίκτου, στην Ι.Μ.Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή, παρουσία πλήθους Ιε-ραρχών, Αρχόντων Οφφικιαλίων, του Γενικού Προξένου της Ουκρανίας στην Πόλη Ολεκσάντρ Γκαμάν και πιστού λαού.

“Η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία σας απονέμει σήμερον εν τη ιστορική ταύτη Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Ζωοδόχου Πηγής, τω παν-σέπτω ενδιαιτήματι της Παναγίας της Βαλουκλιωτίσσης, διά των χειρών της η-μών Μετριότητος, το αρχοντικόν οφφίκιον αυτής, του Άρχοντος Μεγάλου Ρήτο-ρος”, είπε ο Παναγιώτατος και συνέχισε: “Εν λατρευτική συνάξει και εορτίω α-τμοσφαίρα, η οποία, όπως υμείς γράφετε, «ανθρωπεύει τους ανθρώπους» (Νε-οελληνική ταυτότητα, σ. 217), κατατάσσομεν και υποδεχόμεθα τον νέον Άρχο-ντα Μέγαν Ρήτορα Χρήστον Γιανναράν εις την χορείαν των οφφικιαλίων της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως”.

Αναφερόμενος στους λόγους για τους οποίους η Μητέρα Εκκλησίας της Κων-σταντινουπόλεως τίμησε τον Καθηγητή Γιανναρά ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος επισήμανε:

“Τιμώμεν, Εντιμολογιώτατε, την μεγάλην προσφοράν σας εις την θεο-λογίαν, την φιλοσοφίαν, την παιδείαν και τον πολιτισμόν. Θαυμάζομεν την πλουσιωτάτην συγγραφικήν παραγωγήν σας, η οποία περιλαμβά-νει περί τας εξ δεκάδας σπουδαίων βιβλίων. Αναγνωρίζομεν την διαρκή και ευδόκιμον δημοσίαν μαρτυρίαν σας «περί της εν ημίν ελπί-δος», τον γλαφυρόν λόγον του χαρισματικού ομιλητού και συζητητού, ο οποίος ήγγιζε και εγγίζει τας χορδάς της ψυχής και της διανοίας α-ναριθμήτων ανθρώπων, ημετέρων και θύραθεν, νέων και εν ηλικία, α-πλών και εν εξουσίαις, συνέβαλεν εις την προβολήν των πνευματικών

θησαυρών της Ορθοδόξου ημών παραδόσεως, εβοήθησε τους πι-στούς εις την συνάντησίν των με τον σύγχρονον κόσμον, την κριτικήν αξιολόγησιν του πολιτισμού του και την εκτίμησιν των θετικών προο-πτικών του. Το έργον σας αποτελεί πολύτιμον πνευματικήν παρακατα-θήκην και διά τας επερχομένας γενεάς”.

Στη συνέχεια ο Παναγιώτατος αναφέρθηκε εκτενώς στο συγγραφικό έργο του τιμωμένου και τόνισε:

“Διά την υμετέραν Εντιμολογιότητα, αγαπητέ Άρχων, η θεολογία, εις την αυθεντικήν έκφρασίν της, είναι πάντοτε θεολογία της ελευθερίας. Η ελευθερία είναι σχέσις, είναι η υπέρβασις του «στεγανού ῾εγώ᾽», η προσκόλλησις εις το οποίον είναι η κατ᾿ εξοχήν «ασθένεια προς θάνα-τον, δίχως ελπίδα Ανάστασης», όπως γράφετε (Η ελευθερία του ή-θους, 1970, σ. 211). «Η όντως ζωή ταυτίζεται με την κοινωνούμενη ύπαρξη, την ελευθερία της αγάπης. Η υπαρκτική γνησιότητα, ο κατ᾿ αλήθειαν τρόπος της υπάρξεως, είναι η ελεύθερη αγαπητική αυθυπέρ-βαση και αυτοπροσφορά… Ο,τι είναι αγάπη και ελευθερία από τις ανα-γκαιότητες της φυσικής ατομικότητας, είναι ζωή» (Τα καθ᾿ εαυτόν, σ. 98-99). Είσθε ο εκφραστής και υπερασπιστής της Αληθείας ως «κοι-νωνίας», του «πολιτισμού της σχέσης» (Το προνόμιο της απελπισίας, σ. 117), του «πολιτισμού του προσώπου».

Κατωρθώσατε να διατυπώσετε εις σύγχρονον συναρπαστικήν γλώσσαν, και εν διαλόγω με την φιλοσοφίαν και την επιστήμην, χωρίς εκατέρωθεν μινιμαλισμούς, την αλήθειαν της εκκλησιαστικής εμπειρίας, όπως αυτή εβιώθη εις την παράδοσιν της Ορθοδοξίας, ως μετοχή εις την «καινότητα» της ζωής, η οποία δεν γνωρίζει φθοράν και θάνατον.

Είναι χαρακτηριστικόν ότι εντοπίζετε εις την εκκλησιαστικήν λατρείαν την πεμπτουσίαν της ορθοδόξου μαρτυρίας και την κινητήριον δύναμιν ενός ενεργητικού ρόλου της Ορθοδοξίας εν τω συγχρόνω κόσμω. «Μόνο σωστή λατρεία, τίποτε άλλο, θα ήταν έκρηξη πολιτιστική…. Κο-ρυφαία ποιητικά μορφώματα της γλώσσας που «αι γενεαί πάσαι» των Ελλήνων τα μέλωσιν και τα λειτουργούν. Αρχιτεκτονική, ζωγραφική, διάκοσμος, δραματουργία, μεταποιούν σε πρόταση ζωής πάλη αιώνων φιλοσοφίας και δημιουργικής έμπνευσης – πρόταση ζωής για κάθε άν-θρωπο, οπουδήποτε της γης» (Αόριστη Ελλάδα, σ. 30-31).

Με οξυδέρκειαν και επί τη βάσει θεολογικών κριτηρίων στηλιτεύετε την θρησκειοποίησιν του εκκλησιαστικού γεγονότος. Όντως, όταν η Θεία Λειτουργία παύη να είναι «προσφορά και αναφορά όλων των στοιχείων της κοσμικής σάρκας του βίου μας» εις τον Θεόν, και καθί-σταται «μία θρησκευτική τελετή που αφορά σε συναισθήματα και όχι

στη ζωή μας» (ο.π., σ. 101), τότε αλλοιώνεται η ευχαριστιακή υπόστα-σις και ταυτότης της Εκκλησίας. Ορθώς υπογραμμίζετε ότι «η γνησιό-τητα ή η αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού γεγονότος κρίνεται στη διά-σωση ή στην απώλεια της ενορίας» (Τα καθ᾿ εαυτόν, σ. 94).

Ανεδείξατε διά των συγγραφών σας την κεντρικήν σημασίαν της ασκή-σεως, του «αθλήματος της ασκητικής αυτοπαραίτησης» εις την εκκλη-σιαστικήν ζωήν, της εκουσίας υποταγής του πιστού εις την «καθολική πείρα και ζωή της Εκκλησίας» (Η ελευθερία του ήθους, β´ εκδ. 1989, σ. 141). Γράφετε: «Άσκηση για τους Ορθοδόξους δεν σημαίνει μιάν ατομική γυμναστική της θέλησης, όπως για τον δυτικό πουριτανισμό, ούτε μια ιδεαλιστική εξιδανίκευση της στέρησης, αλλά η άσκηση είναι ένα εκκλησιαστικό γεγονός, κοινωνικό, μια μεταποίηση της ατομικής χρήσης των υλικών αγαθών σε χρήση κοινωνίας, χρήση λειτουργική» (Κριτικές Παρεμβάσεις, σ. 18-19).

Η χριστιανική άσκησις είναι «ευχαριστιακή», είναι «η προσπάθεια επιστροφής στη σωστή χρήση του κόσμου, στην προσωπική σχέση με τον κόσμο» (Η ελευθερία του ήθους, σ. 206). Όπως λίαν ευστόχως υ-πογραμμίζετε, «όσο προσωπικότερος γίνεται ο άνθρωπος στη σχέση του με τον κόσμο, τόσο περισσότερο του αποκαλύπτεται ο προσωπι-κός λόγος του κόσμου». Η φύσις φανερώνεται «ως προσωπική Ενέρ-γεια του Θεού, σοφία και δόξα του Θεού». (Το προνόμιο της απελπι-σίας, σ. 14-15). Εδώ ευρίσκεται και ο λόγος της ενασχολήσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου με το οικολογικόν πρόβλημα και την αντι-μετώπισιν των καταστροφικών διά το φυσικόν περιβάλλον συνεπειών του ατομοκεντρισμού, του ευδαιμονισμού, του συγχρόνου οικονομι-σμού και της τεχνοκρατίας. Η μέριμνα διά το περιβάλλον είναι συνέπεια και προέκτασις της Εκκλησιολογίας και της Ορθοδόξου κοσμολογίας. Η εν Χριστώ ελευθερία και αναφορικώς προς την δημιουργίαν, είναι σχέσις και όχι κτήσις.

Ιδιαιτέρως εκτιμώμεν, Εντιμολογιώτατε, όσα κατεθέσατε εν καιρώ περί του νοήματος της οικουμενικότητος του Πατριαρχείου Κωνσταντινου-πόλεως, τα οποία επεδοκίμαζε και ο πνευματικός ημών Πατήρ, αοίδι-μος Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων, ο οποίος έτρεφε μεγάλην ε-κτίμησιν διά το έργον σας. Εχαρακτηρίσατε τον εθνοφυλετισμόν ως «τη φοβερή αλλοτρίωση της συνειδήσεως της καθολικότητος της Εκκλη-σίας» και εξήρατε το γεγονός ότι «η Κωνσταντινούπολη δεν ευνόησε ποτέ την εθνικιστική στεγανοποίηση του Ελληνισμού και εκπροσώπησε ως το τέλος το δρόμο της πνευματικής και πολιτιστικής καθολικότητας» (Το προνόμιο της απελπισίας, σ. 226-227)”.

Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο Παναγιώτατος, ανέφερε ότι και ο ίδιος έχει μελετήσει τα συγγράμματα του τιμωμένου Καθηγητού και Άρχοντος Οφφικια-λίου του Οικουμενικού Θρόνου.

“Είσθε ο θεολόγος και φιλόσοφος του προσώπου και της ελευθερίας. Ανεδείξατε, ιστορικώς και συστηματικώς, την ταυτότητα και την αλή-θειαν της καθ᾽ ημάς παραδόσεως έναντι του δυτικού ατομοκεντρισμού και της αλλοτριωτικής θρησκειοποιήσεως της εκκλησιαστικής ζωής. Τονίζετε την ενότητα της εκκλησιαστικής μας παραδόσεως, το «αλη-θινά συναρπαστικό φαινόμενο» ότι, «παρά τη διαφορετικότητα των ι-στορικών αφορμών ή και της φιλοσοφικής γλώσσας, οι οντολογικές ‘συνθέσεις’—των Καππαδοκών, του Μαξίμου του Ομολογητή, του Γρη-γορίου Παλαμά—συνιστούν σχολιασμό των πρώτων γραπτών διατυ-πώσεων της εκκλησιαστικής εμπειρίας, σχολιασμό της Γραφής», και το ότι η ανυπέρβλητος βιβλική φράσις «ο Θεός αγάπη εστί» (Α´ Ιωαν. δ´, 16) αποτελεί «σύνοψη και επίκεντρο της οντολογικής προβληματικής των Ελλήνων Πατέρων» (Τα καθ᾽ εαυτόν, σ. 109-110). Όλον σας το έργον επαληθεύει την εύγλωττον διαπίστωσιν του Jacques Lacarrière, ότι διά το Γένος ημών η Ορθοδοξία είναι «το σπίτι μας». Και ημείς οι εν Φαναρίω, φυλάσσομεν αυτόν τον ιερόν οίκον, τον τόπον και τον τρό-πον του βίου της πονεμένης Ρωμιοσύνης, τα «περασμένα» και αξεπέ-ραστα, εν ετέρα μορφή αεί παρόντα «μεγαλεία», που «διηγώντας τα να μην κλαίς», όπως έλεγεν ο αείμνηστος Προκάτοχος ημών Οικουμενι-κός Πατριάρχης Αθηναγόρας. Τα φυλάσσομεν και τα φρουρούμεν νυ-χθημερόν, ανυστάκτως, παραμένοντες αμετακίνητοι εις την Βασιλεύου-σαν, όπου είναι ταγμένη να ζη εις τους αιώνας η Αγία του Χριστού Με-γάλη Εκκλησία, αφορώσα εις τον Ιδρυτήν Αυτής, τον Αρχηγόν και Τε-λειωτήν της πίστεως ημών”.

Στην αντιφώνησή του, ο νέος Άρχων, ευχαρίστησε τον Οικουμενικό Πατριάρχη για την ιδιαίτερη μεγάλη τιμή που του επιφύλαξε. “Το οφφίκιο των “αρχόντων” του Οικουμενικού Πατριαρχείου – σημείωσε ο κ.Γιανναράς – έχει, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, τη σφραγίδα της ιδιαιτερότητας του “πρώτου τη τάξει” θε-σμού στο επισκοπικό σύστημα της Εκκλησίας: Δεν ανακηρύσσει εταίρους, επί-τιμους προκρίτους, επίλεκτους προύχοντες στην πατριαρχική τάξη. Όχι. Απο-νέμει την αναγνώριση “αρχόντων”. “Ο έχω, τούτο σοι δίδωμι”.

Στη συνέχεια πρόσθεσε:

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι “το πάντοτε αναλούμενο και ουδέ-ποτε δαπανώμενο” κεφάλαιο αρχοντιάς του εκκλησιαστικού Ελληνι-σμού. Από που αντλείται ακενώτως το “τζιβαϊρικόν πολυτίμητο” καφά-λαιο αρχοντιάς; Το όρισε η κεφαλή και ποδηγέτης της Εκκλησίας: “Ο

θέλων πρώτος είναι, έστω πάντων έσχατος… Τις γαρ μείζων, ο ανα-κείμενος ή ο διακονών; Ουχί ο ανακείμενος; Εγώ δε ειμι εν μέσω υμών ως ο διακονών”.

Είμαι ευγνώμων για την τιμή, την αγάπη και την εμπιστοσύνη, να με ονοματίζει σήμερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης άρχοντα, κατά τις πα-ραδόσεις του Φαναρίου. Η ιδιαιτερότητα της ευγνωμοσύνης προκύπτει από την ιδιαιτερότητα της ιστορικής στιγμής. Ειδικά σήμερα το Οικου-μενικό Πατριαρχείο αξιώνεται από τον Θεό να ζει το μεγαλείο της άκρας ταπείνωσης, λοιδορούμενο, θλιβόμενο, κακουχούμενο, όχι από εναντί-ους και αντιπάλους, αλλά από τα “κύκλωτης τραπέζης του έκγονά του”.

Ζούμε τη δοκιμασία, τα “έκγονα” της πρωτοκάθεδρης εκκλησιαστικής πατρότητας να διολισθαίνουν στην ευτέλεια των θρησκευτικών αποκυ-ημάτων του εθνικισμού.

Το Πατριαρχείο, για άλλη μία φορά, σηκώνει τον σταυρό προπηλακι-σμών και απειλών της επηρμένης οφρύος των αριθμητικά ισχυρών, βεβαιώνοντας την αρχοντιά του λειτουργήματός του.

Ευχαριστώ και πάλι για την τιμή του οφφικίου, την τιμή της φαναριώτι-κης αρχοντιάς”.

Ακολούθως παρετέθη δεξίωση στον αυλόγυρο της Ι.Μονής, με τη φροντίδα του υπευθύνου αυτής Σεβ.Μητροπολίτη Σασίμων Γενναδίου, κατά την οποία η Φι-λαρμονική του Δήμου Αμφιλοχίας παρουσίασε πρόγραμμα με παραδοσιακά και νεώτερα τραγούδια.