You are currently viewing Ο Χριστόδουλος της καρδιάς μας – Κεφάλαιο 1

Ο Χριστόδουλος της καρδιάς μας – Κεφάλαιο 1

  • Reading time:1 mins read

Ο Χριστόδουλος της καρδιάς μας

Η γέννηση, η πορεία και το δραματικό τέλος του

Οκτώ χρόνια από τον θάνατό Του.

Του Σωτήρη Μ. Τζούμα

1. ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Στην Κυψέλη, κοντά στην Εκκλησία της Αγίας Ζώνης. 6 Ιανουαρίου 1939, ημέρα των Αγίων Θεοφανείων.

Οι ορθρινές καμπάνες των μεγαλόπρεπων Ναών των Αθηνών,καλούν τους ευλαβείς προσκυνητές στην τελετή του Μεγάλου Αγιασμού και του Αγιασμού των Υδάτων. Η γυναίκα του Παναγιώτη Παρασκευαΐδη, η ευσεβής οικοδέσποινα Βασιλική, στο άκουσμα της γλυκόηχης καμπάνας, κάνει τον Σταυρό της κι ασυναίσθητα στρέφει ευλαβικά το βλέμμα, προς το μέρος του γειτονικού Ιερού Ναού της Αγίας Ζώνης:

«Συγχώραμε Χριστέ μου, που σήμερα δεν θα μπορέσω να τιμήσω τη χάρη σου».

Εκείνες τις ημέρες περίμενε παιδί και έπρεπε να παραμένει κλινήρης! Μετά από έξι αποτυχημένες εγκυμοσύνες, από την απόκτηση του πρώτου παιδιού της,του Γιάννη, πριν από 13 ολόκληρα χρόνια , περίμενε και πάλι παιδί. Η εγκυμοσύνη της, όμως, ήταν δύσκολη και έπρεπε να είναι προσεκτική.

Δεν πρόφθασε η ευσεβής μάννα να αποτελειώσει τα λόγια της τούτα και την ίδια στιγμή η κυρά Μαρία, η γειτόνισσά της, ξεπροβάλλει φωναχτά από το διπλανό σπίτι:

–«Βασιλική,Βασιλική..!”

–«Τι τρέχει;» ρωτά εκείνη τρομαγμένη. Κι η κυρά Μαρία, κάπως ανήσυχη της απαντά:

–«Ξύπνησα από ένα περίεργο όνειρο σήμερα. Δεν ήταν ίδιο με τ’άλλα. Ήταν ζωντανό, πολύ ζωντανό και παράξενο ημέρα που είναι. Είδα ότι είχες γεννήσει αγόρι. Επήρα λοιπόν κουφέτα και τα έβαλα σ’ένα μεταξωτό μαντήλι, με μια χρυσή λίρα και ήλθα να ράνω το παιδί και να του ευχηθώ. Στη θέση, όμως, του νεογέννητου, είδα ένα αγόρι μεγάλο-μεγάλο, έως τεσσάρων χρόνων, με μιαν άσπρη ποδίτσα, να έχει σταυρωμένα τα χέρια του· και να περπατάει στο δωμάτιο. Παραξενεύτηκα και είπα με το νου μου.

–Μπα, τόσο μεγάλο γεννήθηκε το παιδί της Βασιλικής;

Ένοιωσα μια αλλοιώτικια ευωδιά μοσχολιβάνου, να ξεχύνεται σ’όλο το δωμάτιο και το σπίτι, που έφθανε μέχρι τα βάθη της καρδιάς μου. Την ίδια στιγμή άκουγα και ολόγλυκες ψαλμωδίες. Λιτανεία σκέφθηκα, περνάει! Και αμέσως έτρεξα στο μέρος του δρόμου. Δεν πρόφθασα να κάνω λίγα βήματα και την ίδια στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας Δεσπότης, ντυμένος με μία ολόχρυση φορεσιά. Μαζί του ερχόταν διάκοι και παπάδες ψάλλοντας. Ο Δεσπότης εζύγωσε κοντά στο παιδάκι, το ευλόγησε και το φίλησε. Έβγαλε το χρυσό εγκόλπιό του, το κρέμασε στο στήθος του μικρού, το πήρε στην αγκαλιά του και δείχνοντας το στους παπάδες φώναξε:

–Άξιος! Άξιος!

Σ’αυτές τις ψαλμωδίες ξύπνησα ανατριχιασμένη.

Λοιπόν σου λέγω, ότι θα γεννήσεις καλά, θα κάμεις ένα υγιέστατο αγοράκι και θα γίνει Δεσπότης».

Η σεμνή Βασιλική Παρασκευαίδη Σταυροκοπήθηκε!

— Μπα σε καλό σου βρέ Μαρία μου.. Τί να πώ .. Ο,τί θέλει ο Θεός ας γίνει”, της είπε.

Αυτά μας εδιηγείτο ο αείμνηστος Μεγάλος Αρχιεπίσκοπός μας Χριστόδουλος, κάθε φορά που θυμότανε τα παιδικά του χρόνια.

Στις 17 Ιανουαρίου, ημέρα της γιορτής του Αγίου Αντωνίου, ο χαρμόσυνος ήχος των καμπάνων συναντάται με το πρώτο κλάμμα του νεογέννητου αγοριού, στο νοσοκομείο Ελενα. Μόλις γεννήθηκε το παιδί και το ετοίμασε η μαία πήρε το χεράκι του, το φίλησε και από τα χείλη της κύλησαν τούτες οι λέξεις:

–«Να σου φιλήσω το χέρι κι όταν γίνεις Δεσπότης, αγόρι μου».

Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε. Κι όταν για πρώτη φορά ο Χριστόδουλος ήλθε ως Αρχιερεύς να λειτουργήσει στην Αθήνα, στον Προφήτη Ηλία Παγκρατίου, όπου ήταν η περιοχή που εμεγαλούργησε με το πνευματικό έργο του , η απλοϊκή εκείνη γυναίκα, κυρτωμένη από τα χρόνια, βαθειά συγκινημένη και δακρυσμένη ήλθε στην Εκκλησία, ύψωσε ταπεινά το χέρι της, για να πάρει το αντίδωρο από τα χέρια του και με τρεμάμενη φωνή του φώναξε:

–«Και να που μ’αξιώνει ο Θεός, αυτή τη στιγμή να σου φιλήσω το χέρι Δεσπότη μου».

Τον πλησίασε και με δάκρυα πολλά έβρεξε το Δεσποτικό του χέρι και ευλαβικά το φίλησε. Ήταν το πρώτο παιδί, που από τα χέρια της ήλθε στον κόσμο.

Απ’αυτή τη στιγμή αρχίζει να γράφεται η Ιστορία του μικρού Χρήστου, του μετέπειτα Χριστόδουλου (Παρασκευαίδη).

Από μικρό παιδί, δείχνει μία ακατανίκητη κλίση στην ιερωσύνη.

«Από μικρό παιδάκι, μας εδιηγείτο συχνά ο ίδιος, αισθανόμουν τη μεγαλύτερη ηδονή να πηγαίνω στην Εκκλησία και να βλέπω από κοντά τους ιερείς. Ήταν τότε μεγάλοι άνθρωποι, άγιοι και επιβλητικοί, οι ιερείς μας”.

Τον ευχαριστούσε στο σπίτι, αντί για παιγνίδι, να κάνει μόνος του λειτουργίες και λιτανείες, παριστάνοντας τον Ιερέα.

Τελειώνει το Δημοτικό Σχολείο και το Γυμνάσιο- Λύκειο της εποχής, στη Λεόντειο, με άριστα. Είναι ο καλύτερος μαθητής και τα Γαλλικά τα μιλούσε σαν μητρική γλώσσα.

Οι Freres, oι πατέρες που δίδασκαν και είχαν την ευθύνη του σχολείου δεν προλαβαίνουν να στέλνουν συγχαρητήρια για το μικρό Χρήστο Παρασκευαίδη,στους γονείς του.

Στην Κυψέλη μένει με την μητέρα του, τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο κατά 13 χρόνια αδελφό του Γιάννη.

Η βαθειά κλίση του για το ιερατικό στάδιο εμφανίσθηκε νωρίς και πάντα τον ακολουθεί. Εκτός από την μητέρα του, οι λοιποί συγγενείς του και κυρίως ο πατέρας του, αντιδρούν για την κλίση του αυτή, ίσως για να φανεί με την αντίδρασι τούτη η γνησιότητα της. Η σφοδρή όμως επιθυμία του μικρού Χρήστου ,αποδεικνύεται ως «Θεία κλήσις», που μπροστά της υποκύπτει οποιαδήποτε αντίδραση.

Η γνωριμία του και η πνευματική συναναστροφή του με τον δόκιμο Ιεροκήρυκα πατέρα Καλλίνικο Καρούσο(ιδρυτή της αδελφότητας “Χρυσοπηγή” και μετέπειτα Μητροπολίτη Πειραιώς),υπήρξε καθοριστική για την περαιτέρω πορεία του.

Έτσι, για να κάνει τη χάρη στον επίμονο πατέρα του Παναγιώτη, που ήθελε να τον καμαρώσει δικαστή ή πανεπιστημιακό καθηγητή, δίνει εξετάσεις στη Νομική Αθηνών,στην οποία περνάει επιτυχώς μέσα στους τρείς πρώτους. Παράλληλα περιβάλλεται το Μοναχικό σχήμα και χειροτονείται διάκονος το 1961, από τον δυναμικό και πνευματικό Μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών Διονύσιο. Από τη Νομική Σχολή αποφοιτά ένα χρόνο αργότερα και γράφεται στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο Χριστόδουλος,εκτός από τις πανεπιστημιακές του σπουδές έχει αρχίσει το ιεραποστολικό έργο.

Ακολουθώντας τους πατέρες Καλλίνικο Καρούσο και Αμβρόσιο Λενή( νύν Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας) μεταβαίνουν στα Αγια Μετέωρα και εγκαθίστανται στη Μονή Βαρλαάμ. Σε λίγο προστίθεται στην αδελφότητα και ο μέχρι πρότινος Μητροπολίτης Κίτρους Αγαθόνικος Φατούρος. Η Μονή Βαρλαάμ μετατρέπεται σε κέντρο πνευματικότητας και ιεραποστολής. Απ´όλη τη Θεσσαλία μεταβαίνουν χιλιάδες πιστοί στη Μονή Βαρλαάμ, για λειτουργηθούν και να ακούσουν το θείο κήρυγμα των Πατέρων της Μονής.

Σε λίγο, ο φθόνος αρχίζει να ροκανίζει τα θεμέλια της φωτισμένης αυτής αδελφότητας.

Ο σκληρός και αυστηρός Μητροπολίτης Τρίκκης Διονύσιος, οδηγείται σε αντιπαράθεση με τον Καλλίνικο και μοιραία με όλη την Αδελφότητα.

Έτσι οι τρείς πατέρες Καλλίνικος, Αμβρόσιος και Χριστόδουλος αποφασίζουν να αποχωρήσουν από τα Μετέωρα.

Στη συνέχεια μεταβαίνουν στο Παγκράτι όπου δραστηριοποιούν εκ νέου την Αδελφότητα που είχε ιδρύσει ο Γέροντας Καλλίνικος , την “Χρυσοπηγή”.

Το δεύτερο σκαλοπάτι στην ιεραρχία του κλήρου το ανεβαίνει σε λίγα χρόνια, το 1965 και πριν πάρει το πτυχίο της Θεολογίας( 1967).

Ο τότε ισχυρός και λόγιος μητροπολίτης Κίτρους Βαρνάβας,δεν θέλει να χάσει τον Χριστόδουλο και τον χειροτονεί σε πρεσβύτερο, και ταυτόχρονα του απονέμει το οφίκιο του αρχιμανδρίτη. Ο Βαρνάβσς είχε ξεχωρίσει από νωρίς τον νέο φέρελπι κληρικό Χριστόδουλο και ήθελε να τον εντάξει, εξ αρχής, στην ομάδα κληρικών που προστάτευε και προωθούσε για την επόμενη ημέρα.

Αυτή την όμορφη περίοδο της ζωής του την αφιερώνει ο Χριστόδουλος στην πνευματική σπορά .

Το προσκλητήριο σάλπισμα της Εκκλησίας, τον βρίσκει στην πρώτη γραμμή.

Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος Α´,με εντολή του, αποσπά κατόπιν κληρώσεως, όλους τους νέους Ιεροκήρυκες στην επαρχία και μάλιστα στις εσχατιές της Ελληνικής επικράτειας. Ο Αρχιμανδρίτης Χριστόδουλος Παρασκευαίδης, αποσπάται στη θέση του ιεροκήρυκος της Ιεράς Μητροπόλεως Κιλκισίου. Εδώ υπηρετεί για λίγο διάστημα, δίπλα στον φλογερό και ρηξικέλευθο Μητροπολίτη Χαρίτωνα. Σε λίγο,και μετά από την δοκιμασία ειδικών εξετάσεων–προφορικών και γραπτών– έρχεται πρώτος από όλους τους συμμετέχοντες και του ανατίθενται καθήκοντα Γραμματέως της Συνόδου.

Ο ίδιος ο Χριστόδουλος, αργότερα διηγείται ότι το μεγαλύτερο σχολείο της ζωής του ήταν το διάστημα που υπηρέτησε στη Σύνοδο. Από το 1967 έωσ το 1974. Ευτύχησε μάλιστα να υπηρετήσει κοντά σε δύο Αρχιεπισκόπους( Ιερώνυμο Ά και Σεραφείμ) και να διδαχθεί και από τους δύο τα καλύτερα αποστάγματα της σοφίας και εμπειρίας τους.

Ο Χριστόδουλος πολύ γρήγορα εξελίσσεται σε δεξιό βραχίονα του τότε σπουδαίου Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α ´, ο οποίος υπήρξε μεγάλος οραματιστής. Με εξαίρεση τον τρόπο εκλογής του και κάποιες αδόκιμες και αβασάνιστες αποφάσεις του τις οποίες έλαβε παρασυρόμενος και αυτός Απο κακός συμβούλους , ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α ´ ήταν ο αναμορφωτής της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με τις αλλαγές που επέφερε στη διοίκηση της Εκκλησίας και στους κανονισμούς διοίκησης,άλλαξε ριζικά την πορεία της και έτσι πορεύεται μέχρι σήμερα.

Ο Ιερώνυμος Α ´, είχε εκτιμήσει τις γνώσεις και τα ταλέντα του Χριστόδουλου και τον εμπιστευότανε τυφλά και να σκεφτεί κανείς ότι ο Χριστόδουλος ήταν μόνο 28 ετών.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, έλεγε στους άμεσους συνεργάτες του, ότι όταν συμπλήρωνε ο Χριστόδουλος την εκ του νόμου προβλεπόμενη ηλικία , θα τον προήγαγε εγκαίρως σε Μητροπολίτη.

Επιπλέον λίγοι γνωρίζουν ότι τις περίφημες επιστολές που ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έγραψε και απηύθυνε στο τότε δικτατορικό καθεστώς και προσωπικά στον Γεώργιο Παπαδόπουλο, οι οποίες έγιναν ευρύτερα γνωστές μετά την παραίτησή του( από την δημοσίευσή τους στο βιβλίο του ” Το Δράμα ενός Αρχιεπισκόπου”,) υπαγορεύοντο από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, στον τότε Γραμματέα Χριστόδουλο που τις έγραφε με ταχύτητα στη γραφομηχανή.

Όταν παραιτήθηκε ο Ιερώνυμος Α ´ , εξελέγη Αρχιεπίσκοπος ο από Ιωαννίνων Σεραφείμ. Μία εκλογή που εξέπληξε τους πάντες την εποχή εκείνη. Ο Σεραφείμ ήταν ένας άνθρωπος που ενώ δεν το έδειχνε εκ πρώτης όψεως, έμελλε να εξελιχθεί ως τον ισχυρότερο και μακροβιότερο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, τον τιμονιέρη εκείνο που οδήγησε την Εκκλησία της Ελλάδος μέσα από συμπληγάδες σε ασφαλές λιμάνι.

Ο Χριστόδουλος ευθύς ως ανέλαβε ο Σεραφείμ τα καθήκοντά του, του υπέβαλε την παραίτησή του για να τον διευκολύνει.

Ο Σεραφείμ τον κάλεσε αμέσως στο γραφείο του και με το γνωστό ύφος , του είπε:

— Ποιός σου είπε να φύγεις απ´αυτή τη θέση σου, βρε παλληκάρι; Εγώ σε χρειάζομαι! Κι η Εκκλησία σε χρειάζεται! Κι εσύ θέλεις να την κοπανήσεις;; Δεν γίνεται… Μείνε εκεί που είσαι και τη μάχη θα τη δώσουμε μαζί!

Πράγματι ο Χριστόδουλος με την εμπειρία που είχε πλέον αποκτήσει,”φορτώθηκε” ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης, της νέας τάξης πραγμάτων της διοίκησης της Εκκλησίας στη Σύνοδο.

Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ τον εμπιστεύεται εξ αρχής τυφλά και δεν υπογράφει κανένα υπηρεσιακό έγγραφο ,αν προηγουμένως δεν το έχει δεί ο Χριστόδουλος.

Ένα μεσημέρι και ενώ ο Χριστόδουλος γράφει πυρετωδώς τα πρακτικά της Συνόδου της Ιεραρχίας που εκείνη την εποχή συνεδρίαζε πρωί και απόγευμα, για να προλάβει να τελειώσει τη θεματογραφία, τον πλησιάζει ο πανίσχυρος τότε Μητροπολίτης Κορίνθου Παντελεήμων(Καρανικόλας) και του λέγει στοργικά:

— Κάνε λίγη υπομονή ακόμη Χριστοδουλάκι… Έρχεται και η δική σου η σειρά!

— Τί εννοείτε Γέροντα, του λέγει σαστισμένος ο Χριστόδουλος..

— Περίμενε και θα δείς!Του απαντά ο Γέρων Κορίνθου!

Πράγματι μία εβδομάδα μετά κι ενώ ο Χριστόδουλος ήταν στη Μονή της Χρυσοπηγής στο Καπανδρίτι κι έχτιζε μαζί με τους άλλους πατέρες ένα μαντρότοιχο, του τηλεφωνεί ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ και του ζητεί να μεταβεί αμέσως, στην εξοχική του κατοικία στον Μαραθώνα! Ο Χριστόδουλος τρόμαξε με αυτή την αναπάντεχη πρόσκληση, δεδομένου ότι είχε φύγει από τον Αρχιεπίσκοπο μερικές ώρες νωρίτερα και δεν είχε αφήσει πίσω του κάποια εκκρεμότητα. Ο Χριστόδουλος πήγε ως όφειλε στον Αρχιεπίσκοπο και ήταν τότε που άκουσε την απόφαση του Σεραφείμ που τον άφησε άφωνο:

— Άκουσε ρε παλληκάρι, του είπε! Το διάστημα αυτό σε γνώρισα καλά! Είσαι ικανός και άξιος κληρικός με πολλά τάλαντα! Πιστεύω ότι ήλθε η ώρα να προαχθείς κι εσύ σε Μητροπολίτη. Κάνουμε τόσους και τόσους που δεν έκαναν και τίποτα σπουδαίο για την Εκκλησία κι εσύ που γράφεις τα πάντα κι είσαι στο πόστο σου κάθε μέρα συνεπής και μάλιστα από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός, κάθεσαι και βλέπεις τους άλλους να ανεβαίνουν. Το είπαμε και με τους άλλους αδελφούς οι οποίοι συναινούν όλοι γιαυτό το γεγονός! Έχεις εργασθεί σκληρά και σου αξίζει.

Ο Χριστόδουλος επί τω ακούσματι και μόνον του αγγέλματος αυτού, λιποθύμησε! Δεν το περίμενε!

Όταν συνήλθε ζήτησε από τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ να προηγηθεί ο Γέροντάς του, ο Καλλίνικος και μετά να πάρει σειρά αυτός!

— Ο Σεραφείμ θύμωσε!

Δεν γίνονται αυτά, του λέγει! Οι Αρχιερείς αποφάνθηκαν υπέρ εσού! Θα έλθει και η ώρα του Καλλίνικου αργότερα…

— Ο Χριστόδουλος έσκυψε εδαφιαίως και πήρε την ευχή του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος στο μεταξύ τον ρώτησε κάτι τελευταίο:

— Δε μου λές πού θάθελες να πάς.. Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου την Καρδίτσα, για Θεσσαλιώτιδος ή στο Βόλο ,που έχει και θάλασσα; Λέγε τώρα γιατί πρέπει να το κλείσουμε αυτό απόψε και να ενημερώσω και τους άλλους Αρχιερείς!

— Ε, να πάω στον Βόλο Μακαριώτατε ,που έχει και θάλασσα.. Του απάντησε…

— Α ρε πονηρέ…Εντάξει… Να πάς στην Δημητριάδος που έχει και θάλασσα! Καλορίζικος!

Ο Χριστόδουλος έφυγε από τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ με ανάμικτα συναισθήματα. Από τη μία πετούσε από τη χαρά του και από την άλλη δεν ήξερε πώς θα το πεί στον Γέροντά του Καλλίνικο!

Και δεν έκανε λάθος!

Όταν έφτασε στη Μονή και είπε τα καλά νέα, τότε ήλθε η ώρα να λυποθυμήσει ο Καλλίνικος, όχι βέβαια από τη χαρά του αλλά από τη στενοχώρια του, που ο Χριστόδουλος θα γινότανε Μητροπολίτης πριν απ´ αυτόν!

Ο Χριστόδουλος επεχείρησε να τον παρηγορήσει και να του πεί ότι έρχεται και η δική του ώρα , όπως ακριβώς του είπε ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ.

1974.

Στις 11 Ιουλίου, σε ηλικία 35 ετών,εκλέγεται Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρου και στις 14 Ιουλίου, χειροτονείται Επίσκοπος, στην Παναγίτσα φαλήρου, στην οποία υπηρετεί ως Ιερατ. Προϊστάμενος. Στην θέση τούτη άστραψε σ’όλους τους τομείς η πολύπλευρη και πολυσχιδής προσωπικότητά του.

Συνεχίζει την εθνική του δράση και προσφορά ως αρχιερεύς. Η εκλογή του σε Μητροπολίτη Δημητριάδος κι Αλμυρού,αποτελεί σταθμό για την πολυκύμαντη ζωή του. Η άφιξή του στο Βόλο, συνοδεία του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ και η ενθρονιστήριος τελετή στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου Βόλου έγραψαν ιστορία. Εδώ στον όμορφο Βόλο, δίδει τον εαυτό του θυσία στο βωμό της Κοινωνίας της Μαγνησίας και όλης της Θεσσαλίας. Δουλεύει σκληρά για την αγαπημένη του Μητρόπολη μέχρι τις 28 Απριλίου 1998.

Την ημέρα αυτή η Ιεραρχία της Εκκλησίσς τον τιμά για τα ταλέντα και την προσφορά του και τον εκλέγει Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, μέσα από μία καθαρή και έντιμη διαδικασία. Είναι ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος Αρχιεπίσκοπος, χωρίς την άνωθεν παρέμβαση της Πολιτείας.

Κεφάλαιο 2