You are currently viewing Μεσσηνίας Χρυσόστομος: “Ο ημικεκοιμημένος λέοντας του εθνικισμού”

Μεσσηνίας Χρυσόστομος: “Ο ημικεκοιμημένος λέοντας του εθνικισμού”

  • Reading time:2 mins read

Σε ημερίδα του «Ποταμιού» με θέμα «Πατριωτισμός VS Εθνικισμός» μίλησε ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος.

Ο Σεβασμιώτατος μεταξύ άλλων τόνισε στην εισήγησή του ότι ο εθνικισμός εισφέρει μολυσματικού περιεχομένου χαρακτηριστικά στην κοινωνία με τη διάκριση ανώτερων και κατώτερων εθνών και συμπλήρωσε ότι τα τελευταία γεγονότα αποδεικνύουν ότι το πρόβλημα του εθνικισμού και του εθνοφυλετισμού εμφανίζεται ως ένας «ημικεκοιμημένος λέοντας» που εκδηλώνει τους τριγμούς των οδόντων του και επιβάλλει να είμαστε πιο συνετοί.

Αναλυτικά όσα είπε:

1. Ευθύς εξ αρχής διευκρινίζω, ότι τόσο η εννοιολογική και κατά το περιεχόμενο οριοθέτηση του εθνικισμού όσο και η αντιβολή του προς τον παλαιότατο εθνισμό-πατριωτισμό εντοπίζεται στις απαρχές του 19ου αιώνα, στην διάσταση ενός εθνοφυλετισμού, και μάλιστα στο πλαίσιο της εκκλησια­στι­κης πραγματικότητας, ο οποίος εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την υφιστάμενη προβληματική στο χώρο των Βαλκανίων.

Σημειώνω, επίσης, ότι ο εθνικισμός, είτε «χρωματίζεται» ως φιλελεύθερος ή ως συντηρητικός, είτε ως επεκτατικός ή αποικιοκρατικός, εισφέρει πάντοτε μολυσματικού περιεχομένου χαρακτηριστικά στο κοινωνικό σώμα με την διάκριση «ανωτέρων» και «κατωτέρων» εθνών, την μεθοδολογική καλλιέργεια του σοβινισμού, της περιφρόνησης και εχθρότητας των ατόμων ενός έθνους προς τα άλλα έθνη, και την βίαιη επιβολή διατήρησης και ενίσχυ­σης μιάς εθνικής ταυτότητας βασισμένης σε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως τον πολιτισμό, την γλώσσα, τη φυλή, την θρησκεία και την πιστότητα στην ιστορία των κοινών προγόνων.

Υπ’ αυτήν την έννοια διήκουσα γραμμή του εθνικισμού είναι οι εκδηλώσεις μιάς εξόχως αρνητικής «ηθικής συμπεριφοράς» (προκατάληψη ή μίσος) των πολιτών ενός έθνους έναντι αλ­λων εθνών, μέσω της οποίας δεν επιδιώκεται, ως γνωστόν, η γεφύρωση των διαφορετι­κων στοιχείων και απόψεων που εκφράζονται από τα καταστατικά στοιχεία κάθε έθνους με σκοπό τη συλλογική ευημερία, αλλά επι­ζη­τείται η απάλειψη των ιδιαιτεροτήτων στην προοπτική μιάς ανελεύθερης ομοιογενοποίησης των εθνών, της πρόταξης και επιβολής ενός συγκεκριμένου πολιτικού, κοινωνι­κού και ιδεολογικού κοσμοειδώλου και μοντέλου, το οποίο εξυπηρετεί μονομερώς και αποκλειστικά ένα και μόνο έθνος έναντι όλων των άλλων.

Σε αντικείμενη κατεύθυνση κινείται ο εθνισμός ή ο πατριωτισμός, ο οποίος, παρότι πολλές φορές κακώς συγχέεεται προς τον εθνικι­σμο, εντούτοις στηρίζει την συλλογική ευημερία, γεφυρώνει τις διαφορετι­κες απόψεις μέσα από μία διαδικασία διευθετήσεων, συνομιλιών και διαλό­γου μεταξύ των εθνών, γιαυτό άλλωστε και στον κλασσικό ορισμό του ο πατριωτι­σμος καθορίζεται ως η αγάπη για την πατρίδα, η οποία αναπτύσσεται χωρίς καμμία διάθεση υποτίμησης ή περιφρόνησης άλλου έθνους και κυ­ρίως χωρίς καμμία τάση διεκδίκησης, αδελφικών, ιδεολογικών, ιστορικών ή χαρα­κτηριστικών στοιχείων (π.χ. γλώσσας) των άλλων λαών, κυρίως γειτονικών.

Πράγματι, ο γνήσιος πατριωτισμός οδηγεί σε αβίαστες συγκλίσεις, προάγει τη συνεργασία, ενισχύει την αλλη­λεγγύη, διαφυλάσσει την κοινωνική συνοχή, αποστρέφεται ιδεολογικά την ομογενοποίηση των λαών και την ισοπέδωση των εθνών.
2. Μία επίσης σοβαρή επιβλάβεια του εθνικισμού παρατηρείται, όταν αυτός εκφράζει ή τεχνηέντως υποκρύπτει και έναν αλυτρωτισμό, ως μία διάθεση διεκδίκησης ιστορικών, γεωγραφικών και πολιτιστικών δεδομένων, με το σύνθημα ότι αυτά αποτελούν στοιχεία και μιάς άλλης παράλληλης εθνικής συνείδησης.

Πρόκειται για ένα αφήγημα το οποίο αναπτύ­χθη­κε στη βάση των ιδεών του Ευρωπαικού Διαφωτισμού και κυρίως με την ανάπτυξη μιάς υπερτροφικής κρατικής αυθεντίας, η οποία οδήγησε αφενός στον επανακαθορισμό των σχέσεων Εκκλησίας-Έθνους και αφετέρου στην ανάπτυξη ενός ιδιότυπου εθνικισμού, ο οποίος εκφράστηκε ως εθνοφυλετισμός υπό τον μανδύα μιάς εθνικής Εκκλησίας.

Σημειωτέον, ότι η ίδρυση μιάς εθνικής Εκκλησίας -κυρίως στο χώρο των Βαλκανίων- μετά από κάθε πολιτική ανεξαρτησία, απετέλεσε για τους βαλκανικούς λαούς το επισφράγισμα επιστροφής στην ανεξαρτησία και στην εθνική κυριαρχία τους, ένα οιονεί σύμβολο της απόλυτης ελευθερίας από το πολιτικό κέντρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ταυτόχρονης αυτονόμησης από το εκκλησιαστικό κέντρο της Ανατολής, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έτσι, λοιπόν, κάθε εθνική Εκκλησία αποβαίνει το «όχημα», το μέσον και ο τρόπος εγκαθίδρυσης στη συνείδηση του λαού και του ποιμνίου της κάθε αντίληψης εθνικής συνείδησης, η οποία απετέλεσε την βακτηρία έκφρασης και κάθε εθνοφυλετικής διάθεσης.

Συνακόλουθα, η σύσταση εθνικών εκκλησιών υπό την κρατική οντότητα και η αναγωγή της τοπικής Εκκλησίας σε καθαρά κρατική-εθνική Εκκλησία σήμανε κατά τον ιθ΄ αιώνα και την έξαρση των εθνικισμών στα Βαλκάνια, με αποτέλεσμα ο όρος «έθνος» να εκλαμβάνεται πλέον ως κατηγορία φυλής, να οδηγεί στον ρατσιστικό εθνικισμό και στην απόλυτη έκφρασή του με τον εκκλησιαστικό εθνοφυλετισμό.

Τέτοιας ποιότητας εκκλησιαστικός εθνοφυλετισμός, στηρίζεται στις φυλετικές διακρίσεις, στις εθνικές ομάδες και κράτη, στις διχοστασίες, στα σχίσματα και στις έριδες, με φορέα δε το έθνος-κράτος, του οποίου αποτελεί στοιχείο της εθνικής και κρατικής συνείδησης και οντότητας, προσπαθεί να επιβληθεί και σε άλλα κράτη-έθνη και να καθιερωθεί εκκλησιαστικά και πολιτιστικά στην συνείδηση του έθνους, το οποίο εκπροσωπεί.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα εθνοφυλετικής δράσης Εκκλη­σίας έναντι άλλης Εκκλησίας, με παράλληλες επιδιώξεις πολιτικών σκοπιμοτήτων απετέλεσε η Εκκλησία της Βουλγαρίας, η οποία με τον μανδύα και την δύναμη των Κομιτατζήδων προσπάθησε να επιβάλλει την εθνική συνείδηση των Βουλγάρων στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας (1852-1873).

Δεύτερο παράδειγμα εκκλησιαστικού εθνοφυλετισμού αποτε­λεί η ίδρυση της σχισματικής αυτοπροσδιοριζόμενης ως «Μακεδονικής Εκκλησίας», η οποία δημιουργήθηκε από τον Τίτο με σκοπό την ανάπτυξη και εμπέδωση μακεδονικής συνείδησης στο νεοιδρυθέν τότε κράτος των Σκοπίων.

Και σε αυτήν την περίπτωση εκκλησιαστικού εθνοφυλετι­σμού, δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας το ποικιλλοτρόπως εκδηλούμενο ενδιαφέρον της Βουλγαρικής Εκκλησίας, η οποία, όπως αποδεικνύεται και από τις σύγχρονες εξελίξεις προσπαθεί να διαδραματίσει και πάλι έναν αντίστοιχο προς το παρελθόν της ρόλο, μέσα από τη στήριξη της σχισματικής Εκκλησίας των Σκοπίων (χαρακτηριστικό παράδειγμα η επίσκεψη του Προέδρου της Βουλγαρίας συνοδευόμενος από Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Βουλγαρίας, στα Σκόπια και στην σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων).

Δηλωτική, τέλος, έκφραση ποιότητας εκκλησιαστικού εθνοφυλετισμού ως εθνικού-ρατσιστικού εθνικισμού, με αποχρώσεις φονταμενταλιστικές, συν­τη­ρη­τι­σμού και εσωστρέφειας, η οποία προκαλεί σημαντικές αλυσιδωτές επιπτώσεις στο ζήτημα της εκκλησιαστικής ενότητας των Ορθοδόξων είναι και η κατάσταση που εμφανίζεται στο χώρο της λεγόμενης Διασποράς. Οι εθνικές Εκ­κλησίες διεκδικούν δίκαια εκκλησιαστικά, με βάση εθνολογικά, φυλετικά, γλωσσικά και λειτουργικά των παραδόσεων, στα εκκλησιαστικά εδάφη και μητροπολιτικές επαρχίες της Αμερικής, Αυστραλίας, Ευρώπης, Καναδά κ.α. όπου με ιστορικά και κανονικά κριτήρια αναγνωρίζεται η προεξάρχουσα ευθύνη του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Η αντιμετώπιση του θέματος του εκκλησιαστικού εθνοφυλε­τι­σμού στην ολότητά του αν και είχε προγραμματισθεί να διευθετηθεί και να επιλυθεί οριστικά από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, στην Κρήτη το 2016, εντούτοις ανεβλήθη καθώς τέσσερεις Εκκλησίες (Αντιόχεια, Ρωσία, Γεωργία και Βουλγαρία) δεν υπέγραψαν το συγκεκριμένο θέμα, εξ αιτίας της αποχής τους από τις εργασίες της Συνόδου, δύο δε από αυτές δρούν στο χώρο της Διασποράς με κριτήρια εθνοφυλετικά δημιουργώντας αρκετά προβλήματα.

Τα τελευταία γεγονότα αποδεικνύουν ότι το γενικό­τερο πρόβλημα του εθνικισμού και του εθνοφυλετισμού για την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων εμφανίζεται πλέον ως ένας «ημικεκοιμημένος λέοντας», ο οποίος με διάφο­ρες αφορμές εκδηλώνει «εκών – άκων» τους βρυχμούς και τους τριγμούς των οδόντων του και επιβάλλει σε εμάς να είμαστε περισσότερο προσεκτικοί και συνετοί, γιατί, όπως αποδεικνύεται και από το άμεσο ιστορικό παρελθόν, τα Βαλκάνια αποτελούν διαρκώς εκείνην τη μικρή θρυαλίδα, η οποία όμως μπορεί να γίνει πυριτιδαποθήκη της ευρύτερης περιοχής.