You are currently viewing Εντατικά «φροντιστηριακά μαθήματα» για τα ελληνοτουρκικά στην  ΠτΔ εν όψει της επίσκεψης Ερντογάν

Εντατικά «φροντιστηριακά μαθήματα» για τα ελληνοτουρκικά στην ΠτΔ εν όψει της επίσκεψης Ερντογάν

  • Reading time:1 mins read
Του Λάμπρου Τζούμη
Αντιστρατήγου Ε.Α.
Εντατικά «φροντιστηριακά μαθήματα» για τα ελληνοτουρκικά στην κ. ΠτΔ κατά τις διαδοχικές συναντήσεις της με τον Έλληνα πρωθυπουργό και τον ΥΠΕΞ εν όψει της επίσκεψης του Τούρκου προέδρου στην Αθήνα στις 7 Δεκ.
Η κ. ΠτΔ που διακρίνεται για το δυναμικό του χαρακτήρα της από την τόλμη που επέδειξε να καταστρατηγήσει το πρωτόκολλο και να εμφανιστεί στην εξέδρα των επισήμων μετά του συντρόφου της την 25η Μαρ. 2021, στην εμβληματική ημερομηνία του εορτασμού των 200 χρόνων από την ελληνική επανάσταση απέναντι στην οθωμανική αυτοκρατορία, είναι έτοιμη να δείξει την ίδια δυναμικότητα σε περίπτωση που ο Ερντογάν στη συνάντηση τους επαναλάβει το σκηνικό του 2017 και μιλήσει περί αναθεώρησης της συνθήκης της Λωζάννης ή θυμηθεί τον Κολοκοτρώνη και την άλωση της Τριπολιτσάς, όπως έκανε στη Γερμανία που μίλησε περί ολοκαυτώματος ;
Η κ. ΠτΔ διαθέτει άριστα νομικά προσόντα αλλά η θέση του Προέδρου δεν είναι θέση δικαστού και απαιτεί το ανάλογο πολιτικό βάρος. Παρά το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις η θέση έχει διακοσμητικό ρόλο δεν παύει να αποτελεί τη διεθνή φωνή της Ελλάδας.
Στο παρελθόν, ο αείμνηστος Κωστής Στεφανόπουλος κατά τη διάρκεια επίσκεψης του προέδρου των ΗΠΑ, το Νοε. 1999 στο επίσημο γεύμα στο Προεδρικό μέγαρο  εκφώνησε συγκλονιστική ομιλία αναφερόμενος στο Κυπριακό και έκανε εκτενείς αναφορές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις καθώς και στη συνθήκη της Λωζάννης. Τα ελληνικά ΜΜΕ έπλεξαν το εγκώμιο του Προέδρου αναφέροντας πως «οι Αμερικανοί ενοχλήθηκαν». Όλα τα πολιτικά κόμματα της εποχής εκφράστηκαν θετικά για τον λόγο του Προέδρου. Δεν είναι τυχαίο που  ο αείμνηστος Κωστής Στεφανόπουλος συγκαταλέγεται στους πιο επιτυχημένους Προέδρους της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Για λόγους ιστορικής μνήμης στη συνέχεια τα κυριότερα σημεία της ομιλίας του:
«……Κύριε Πρόεδρε…Επωφελούμενος από το μεγάλο προσωπικό ενδιαφέρον σας για την επίλυση του επί 25ετίαν χρονίζοντος Κυπριακού προβλήματος, επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω προς όλους τους παρευρισκομένους ότι το πρόβλημα αυτό προκλήθηκε από την στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στη νήσο, προς αποκατάστασιν, όπως τότε είπε, του διαταραχθέντος από την απόπειρα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου νομίμου πολιτεύματος, ότι έκτοτε και παρά την αποκατάσταση της νομιμότητος συνεχίζει την κατοχή του 38% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και αρνείται να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών.
Επίσης να προσθέσω ότι ο τουρκικός πληθυσμός της νήσου ανήρχετο κατά την εισβολή στο 18% του συνολικού και ο ελληνικός εις το 80%, ότι μετά την εισβολήν το ήμισυ του τουρκικού πληθυσμού εγκατέλειψε την νήσον και αντικατεστάθη από εποίκους μεταφερθέντες από την Ανατολίαν, ότι 180.000 Ελληνοκυπρίων παραμένουν πρόσφυγες, εμποδιζόμενοι να κατοικήσουν στους τόπους της γεννήσεώς τους και να απολαύσουν τις περιουσίες τους, ότι ο κ. Ντενκτάς αρνείται να συζητήσει τις προτάσεις που κατά καιρούς έχουν υποβληθεί και ότι της μιας πλευράς αρνουμένης να υποχωρήσει μερικοί λέγουν ότι ίσως υπάρχει φόβος να κληθεί η άλλη να καλύψει διά των ιδικών της βημάτων την ζητουμένη προσέγγιση.
Κύριε Πρόεδρε,
Εάν το Κυπριακό πρόβλημα πρόκειται να επιλυθεί, πρέπει να επιλυθεί συμφώνως με τις αρχές της Δικαιοσύνης και της Δημοκρατίας. Δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί με την αποδοχήν της στρατιωτικής βίας και των τετελεσμένων. Δεν είναι νοητόν το μελετώμενον δικοινοτικόν πολίτευμα να παραγνωρίσει την συντριπτικήν πλειοψηφίαν των Ελληνοκυπρίων, όπως δεν είναι νοητόν να παραγνωρισθούν τα ατομικά δικαιώματα όλων των Κυπρίων αφού τα δικαιώματα αυτά οπουδήποτε του κόσμου παραβιαζόμενα κινούν όχι μόνον την συμπάθειαν αλλά και την επέμβαση των Δημοκρατικών κρατών. Τέλος, η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ δεν επιτρέπεται να εξαρτηθεί από την προηγούμενη λύση του Κυπριακού προβλήματος. Το ζήτημα αυτό πιστεύω ότι είναι πρωταρχικής σημασίας.
Αλλά υπάρχουν και οι λεγόμενες διαφορές στο Αιγαίο. Ο προσδιορισμός των ορίων της υφαλοκρηπίδος, του μόνου δηλαδή υπαρκτού προβλήματος, θα είχε επιτευχθεί εάν η Τουρκία εδέχετο ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα όπως προβλέπουν οι διατάξεις του δικαίου της θαλάσσης, το οποίον έχει αποδεχθεί και η μεγάλη σας χώρα, οι διεκδικήσεις επί διαφόρων νήσων και νησίδων του Αιγαίου δεν θα έπρεπε ούτε ως σκέψεις να διατυπωθούν, αν η Τουρκία ενθυμείτο τις υποχρεώσεις της τις προκύπτουσες από τη Συνθήκη της Λωζάννης συμφώνως προς τα άρθρα 12 και 16 της οποίας παρητήθη παντός δικαιώματος και οποιουδήποτε τίτλου επί νήσων κειμένων πέραν των τριών μιλλίων από τις ακτές της, με εξαίρεση την Ιμβρο, Τένεδο και τη νήσο των Λαγωών, η απειλή πολέμου δεν επιτρέπεται να διατυπώνεται σε καμιά περίπτωση από τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών, πολύ περισσότερο όταν διατυπώνεται εν σχέσει με την άσκηση δικαιώματος αναγνωριζομένου από το Δίκαιο της Θαλάσσης, όπως είναι η επέκταση των χωρικών υδάτων.
……Η διεθνής κοινότης γνωρίζει πολύ καλά τας διατάξεις του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών. Γνωρίζει το Δίκαιον της Θαλάσσης, γνωρίζει τις ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λωζάννης, όπως γνωρίζει και τα άρθρα των πρωτοκόλλων που υπεγράφησαν μεταξύ Τουρκίας και Ιταλίας για τα Δωδεκάνησα. Η διεθνής κοινότης γνωρίζουσα όλα αυτά και μη λαμβάνουσα θέση, φοβούμαι ότι άθελά της ενισχύει τις αβάσιμες διεκδικήσεις και τις επιθετικές διαθέσεις. Η Ελλάς δεν ζητεί από κανένα να μεσολαβήσει υπέρ αυτής, επικαλείται απλώς το δίκαιον και τη νομιμότητα, διότι πιστεύει ότι βασικό στοιχείο του πολιτισμού μας δεν είναι τόσον η στήριξη των πάσης φύσεως συμφερόντων μας, όσον η στήριξη της νομιμότητος. Ορθότερο θα ήτο αν έλεγα ότι πρωταρχικό συμφέρον όλων είναι η υπεράσπιση της νομιμότητος…..»