Ἡ εὐαγγελική περικοπή ἀναφέρεται περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη σάν εἰκόνα τῆς κρίσεως. Παρ’ ὅλα αὐτά μᾶς λέγει κάτι οὐσιαστικό· ὄχι γιά τόν θάνατο, τήν καταδίκη ἤ τήν σωτηρία, ἀλλά γιά τήν ζωή.
Ὁ Θεός δέν ρωτάει οὔτε τούς ἁμαρτωλούς οὔτε τούς δίκαιους τίποτε σχετικά μέ τίς πεποιθήσεις τους ἤ μέ τίς λατρευτικές τους συνήθειες· αὐτό πού μετράει ὁ Κύριος εἶναι ὁ βαθμός τῆς ἀνθρωπιᾶς τους· “ἐπείνασα γάρ, καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καί ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καί συνηγάγετέ με, γυμνός καί περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καί ἐπεσκέψασθαί με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καί ἤλθετε πρός με”.
Ἡ παραβολή τῆς κρίσεως θέτει σαφέστατα τό ὅτι θά κριθοῦμε γιά τήν “πολιτεία” μας, γιά τό πῶς δηλ. ζήσαμε ἀνάμεσα στούς ἀδελφούς μας. Καί γιά τήν Ἐκκλησία αὐτή ἡ πολιτεία μας δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ἔξω ἀπό μία χριστοκεντρική τοποθέτηση μέσα στήν ἀδελφική κοινωνία πού εἶναι ἔκφραση μιᾶς ζωῆς, ἡ ὁποία θεμελιώνεται στήν ἕνωση μέ τόν Χριστό ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἡ τελείωση τοῦ πιστοῦ ἐν κοινωνίᾳ εἶναι τό ἀδιάκοπο κήρυγμα τῶν πατέρων. Ἑρμηνεύοντας τήν παύλειο φράση “μιμηταί… Χριστοῦ” ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐρωτᾶ: “Καί πῶς εἶναι δυνατόν, νά γίνουμε μιμηταί Χριστοῦ; Μέ τό νά φροντίζουμε γιά τό κοινό καλό καί νά μή ζητοῦμε τά τοῦ ἑαυτοῦ μας”. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι καί αὐτή ἡ κόλαση στό Γεροντικό νοεῖται ὡς ἀδυναμία διαπροσωπικῆς κοινωνίας: “Οὔκ ἐστι πρόσωπον πρός πρόσωπον θεάσασθαι, ἀλλ’ ὁ νῶτος ἑκάστου πρός τόν ἑτέρου νῶτον κεκόλληται”.
Μέσα στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή ἀναπτύσσεται ἡ γνωστή καινοδιαθηκική κοινωνική κατηγορία τοῦ πλησίον. Ἡ ἔννοια αὐτή τελεσίδικα διαστέλλει τήν ἀνθρώπινη κοινωνία ἀπό τήν ζωϊκή ἤ φυτική. Ἐκεῖ κυριαρχεῖ ἡ βιολογική φύση, πού πάντοτε παράγει τό ἴδιο βιοκοινωτικό ἀποτέλεσμα.
Στήν Ἐκκλησία ὅμως ἡ σχέση εἶναι προσωπική, θεληματική, ὑπεύθυνη. Μέσα στόν Χριστιανισμό ἡ ἔννοια αὐτή δέν γνωρίζει φραγμούς καί ὅρια. Πλησίον εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος. Ἐκφράζει τήν καθολική συναδέλφωση ἐν Χριστῷ. Στόν συνάνθρωπό μας διακρίνουμε τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ἀγαπώντας τόν πλησίον μας, ἀγαπᾶμε τόν Χριστό, τοῦ Ὁποίου κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα.
Σ’ αὐτήν τήν ἔννοια τοῦ πλησίον κρύβεται καί ἡ βαθύτερη σημασία τῆς Χριστιανικῆς ἀγάπης. Δέν ἀγαπᾶμε κατά καθῆκον, ὅπως συνήθως λέμε. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἀναπνοή τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ φυσικός τρόπος τῆς ὑπάρξεώς του. Δέν ἀγαπῶ, λοιπόν τόν πλησίον μου μέ τήν ἔννοια τοῦ οἴκτου, τῆς εὐσπλαχνίας, τῆς ἐλεημοσύνης, ἀλλά τόν ἀγαπῶ, διότι μέσα του εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό, ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ πλησίον στό Εὐαγγέλιο εἶναι πρωταρχικά ἐνεργητική – ἀγαπητική καί ὄχι παθητική. Χωρίς αὐτή τήν κοινωνία μέ τόν πλησίον εἶναι ἀδύνατη ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό καί ἡ σωτηρία.
Μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ πλησίον μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά ξεδιπλωθοῦμε καί νά βγοῦμε ἀπό τόν ἑαυτό μας, νά δραστηριοποιηθοῦμε στήν ἀγάπη καί νά ξεπεράσουμε τόν φόβο, πού ἔχει μέσα του τήν κόλαση, καί μετά νά περάσουμε στό χῶρο τῆς παραδείσιας κοινωνίας. Στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου ὁ χριστιανός δέν βλέπει τό κακό καί τό δαιμονικό πού μετατρέπει τήν ζωή καί τόν κόσμο σέ θάνατο, ἀλλά στό πρόσωπο τοῦ πλησίον καί μάλιστα τοῦ “ἐλάχιστου ἀδελφοῦ” βλέπει τήν ἀληθινή ζωή, τόν Χριστό καί τήν Ἀνάσταση.
Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅταν μιλάει γιά τόν πλησίον, μιλάει γιά τό “μυστήριο τοῦ ἀδελφοῦ”. Ὁ δέ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος, τονίζει μέ ἔμφαση πώς ὅποιος δέν μπορεῖ νά ἀγαπήσει εἶναι οὐσιαστικά “βεβλαμμένος κατά νοῦν”. Ἡ ἀγάπη, λοιπόν, δέν εἶναι ἀδυναμία καί οὔτε δείχνει ἀρρωστημένη κατάσταση ψυχῆς. Ἄρρωστος ψυχικά καί πνευματικά εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῶν “κεκλεισμένων θυρῶν” τοῦ Σάρτρ, ἤ αὐτός πού διαχωρίζει τόν ἑαυτό του ἀπό τούς ἄλλους καί ὑψώνοντας τό δικό του τεῖχος ἀδιαφορεῖ γιά τό τί γίνεται στόν κόσμο.
Ὅμοια καί μιά ἁγιότητα χωρίς Θεό, μιά ἁγιότητα χωρίς ἀγάπη καί χωρίς κοινωνία μέ τόν πλησίον δαιμονοποιεῖ τόν ἄνθρωπο καί τόν καθιστᾶ ξένο καί ἀποκομμένο ἀπό τό κοινωνικό σῶμα. Ἡ πραγματική ἁγιοποίηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι οὐσιαστικά μιά πράξη ἀδελφοποιήσεως.
Ὁ κόσμος, ὅπως μᾶς παρουσιάζεται στή σύγχρονη ζωή, στή σύγχρονη σκέψη καί λογοτεχνία εἶναι ἕνας κόσμος βασικά ἄρρωστος καί “βεβλαμμένος κατά νοῦν” καί ζεῖ τό ἄγχος κάποιας πνευματικῆς ἔνδειας. Ἕνας κόσμος περιχαρακωμένος, ἔγκλειστος καί φυλακισμένος, πού δέν διψάει γιά δικαιοσύνη καί ἐλευθερία, γιά ἁγιότητα καί ἀγάπη. Ἕνας κόσμος φυλακῆς καί ἀπομονώσεως, κόσμος αὐτοερωτισμοῦ καί αὐτοϊκανοποιήσεως. Ἕνας κόσμος παραφροσύνης καί μηδενισμοῦ, αὐτοκαταστροφῆς καί δουλείας.
Ἡ ἀλλοτρίωση πού σήμερα πραγματοποιεῖται σ’ ὅλες τίς μορφές τῆς ζωῆς εἶναι ἐνδεικτική τοῦ κόσμου πού ἔρχεται. Ἀλλά καί ἀποκαλυπτική τῆς ταυτότητος τοῦ ἀνθρώπου τοῦ αὔριο, πού ἀπό σήμερα δημιουργεῖ μιά αὐτοσυνειδησία χωρίς Θεό, χωρίς ἀγάπη καί ἐνάντια σέ κάθε ἔννοια κοινότητας καί κοινωνίας προσώπων.
Ἡ μόνη διέξοδος εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική ζωή καί πράξη, ἡ μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ἡ ζωή μας στόν ὀρθόδοξο χῶρο εἶναι προέκταση τῆς Λατρείας. Εἶναι “λειτουργία μετά τήν λειτουργία”. Ἄν ἡ ζωή μας δέν εἶναι ἄμεσα καί ὀργανικά συνδεδεμένη μέ τήν λατρεία, ἄν δέν εἶναι εὐχαριστία καί δοξολογία, δέν μπορεῖ νά ὀνομάζεται ὀρθόδοξη ζωή. Τότε ἀποδεικνύεται ὅτι καί ἡ κοινωνική μας ζωή δέν εἶναι παρά ἐξωτερική συμβατικότητα, τυπική καί ἀνούσια, πού ἀποβαίνει “εἰς κρῖμα καί κατάκριμα καί ὄχι εἰς σωτηρίαν”.
Τό εὐαγγέλιο τῆς κρίσεως εἶναι μιά χαρμόσυνη εἴδηση. Κρύβει τήν ὑπόσχεση ὅτι ὁ Κύριος θά ἔλθει καί θά περιμαζέψει τά τέκνα του καί ὁ πόνος δέ θά ὑπάρξει πιά καί τό κακό θά σβήσει. Τό μέτρο μέ τό ὁποῖο θά κριθοῦμε θά εἶναι ἡ ἀπόλυτη καί ἀδυσώπητη δήλωση τοῦ Θεοῦ ὅτι μόνο ὁ δρόμος τῆς ἀγάπης καί τῆς προσφορᾶς μετράει καί μάλιστα ὁλοκληρωτικῆς καί ἀψεγάδιαστης. Αὐτός εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Σταυρός Του μαρτυρεῖ τήν πίστη Του στό ἀνθρώπινο γένος καί στόν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, μαρτυρεῖ τήν ἀκατάβλητη ἐλπίδα Του.