You are currently viewing Ο Ταξιάρχης και το Μέγα Ρεύμα Κωνσταντινουπόλεως

Ο Ταξιάρχης και το Μέγα Ρεύμα Κωνσταντινουπόλεως

  • Reading time:74 mins read

«Εάν προς κατοικία ανθρώπων η φύσις όρισε τόπους τινάς εκλεκτούς, ολίγοι των εν τη οικουμένη δύνανται να φιλονικήσουν τα πρωτεία προς το ακρωτήριο του Μεγάλου Ρεύματος …» (Σκ. Βυζάντιος). Ένα οδοιπορικό στον χρόνο και στην πολυκύμαντη ιστορία του ιερού ναού Παμμεγίστων Ταξιαρχών και της Κοινότητας Μεγάλου Ρεύματος Βοσπόρου.

 

Η Ιστορία του ναού

Ως πρώτος χριστιανικός ναός του Μεγάλου Ρεύματος αναφέρεται γενικά και αόριστα μεν από τον ιστορικό Ευσέβιο από την Καισαρεία της Παλαιστίνης, συγκεκριμένα δε από τον Ερμεία τον Σωζόμενο, ο οποίος πέθανε γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ. Ο Ευσέβιος πέθανε το 340 μ.Χ. Και οι δύο ως ιδρυτή του ναού αναφέρουν τον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Ο Ερμείας λίγο αργότερα γράφοντας την εκκλησιαστική ιστορία του καθορίζει αναλυτικότερα τις εκκλησίες που έκτισε ο Μέγας Κωνσταντίνος ο Iσαπόστολος. Να τι γράφει: «… περισσότερο δε λαμπρός ναός εφαίνετο τόσον εις τους ξένους όσον και εις τους εντοπίους, καθώς όλοι το ομολογούν, η εκκλησία που κτίσθηκε εις το μέρος που άλλοτε ονομάζονταν “Εστίαι”. Ο τόπος δε αυτός είναι το χωρίον το οποίον τώρα ονομάζεται “Μιχαήλιον”».

 

Ονομάσθηκε δε έτσι επειδή πίστευαν ότι εκεί εμφανιζόταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και όσοι τον επικαλούνταν εύρισκαν θεραπεία. Μετά από εννιακόσια και περισσότερα χρόνια ο Νικηφόρος ο Κάλλιστος επαναλαμβάνει τα γραφόμενα του Σωζομένου. Ο Βυζαντινός χρονογράφος Θεοφάνης (9ος αι.) γράφει τα εξής σχετικά με το ναό του Μεγ. Ρεύματος «…τότε δε τον ναό της Αγίας Σοφίας, και των Αποστόλων, και του Αρχαγγέλου εν τω Ανάπλω, ο φιλόχριστος βασιλεύς Κωνσταντίνος ωκοδόμησε …». Από τις μαρτυρίες αυτές φαίνεται ότι πράγματι επρόκειται περί εκκλησίας που χτίσθηκε στο χωριό Μέγα Ρεύμα… Δεν γνωρίζουμε με ποιο ρυθμό και σε ποιο μέγεθος κτίσθηκε ο ναός εκείνος.

 

Το τέμπλο του ναού με την εικόνα του Ταξιάρχη Μιχαήλ

Περισσότερα γνωρίζουμε για τον ναό του Μεγ. Ρεύματος τον οποίο έχτισε ο Μ. Ιουστινιανός. Περιγράφεται από τον ιστορικό Προκόπιο. Αυτός αναφέρει: «Την υπό του Αυτοκράτορος εκείνου γενομένην μεγέθυνσιν του προς την παραλίαν εδάφους (όπου σήμερα η αποβάθρα και τα εκατέρωθεν αυτής σπίτια), αφού μέρος της θάλασσας γεμίσθηκε με πέτρες. Με την επέκταση αυτή προς την θάλασσαν του εδάφους διευρύνθηκε όχι μόνον η προκυμαία, αλλά και η παρά τον ναό (προς νότο) έκταση, όπου ευρίσκετο, καθώς και σήμερα, η αγορά του χωριού. Ύστερα από την αγορά η αυλή της εκκλησίας (και σήμερα η ίδια αυλή με τον ανθόσπαρτο κήπο της) να περικυκλώνει με τους τοίχους της τον εντός αυτής ναό». Ο Προκόπιος με την περιγραφή του αυτή μας δίνει να καταλάβουμε ότι ο ναός του Ιουστινιανού κτίσθηκε στην τοποθεσία περίπου του σημερινού ναού.

 

Το εικονοστάσι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών

Ο ναός αυτός του Ιουστινιανού, ο μεγαλοπρεπής και στέρεος, που έχει το σχήμα και το σχέδιο του ναού Σεργίου και Βάκχου και που μοιάζει και με τον ναό του Προδρόμου, διατηρήθηκε -με επισκευές κατά καιρούς, ως των παραμονών της Αλώσεως.

Μετά την καταστροφή του μεγάλου εκείνου ναού οι Μεγαρευμιώτες, όσοι επέζησαν μετά την 29η Μαΐου 1453, δεν θα έμεναν χωρίς οίκο λατρείας. Άλλωστε υπήρχαν αρκετά παρεκκλήσια. Όταν ο Γύλλιος, πέρασε από το χωριό Μιχαήλιον, βρήκε μόνο ερείπια και τάφρους. Υπήρχε όμως ο νέος ναός ο οποίος κτίσθηκε ευθύς μόλις συμπληρώθηκε ένας αριθμός νέων συνοικιστών του χωριού οι οποίοι ενώθηκαν με τους παλαιούς Μεγαρευμιώτες που επέζησαν. Ο νέος ναός είναι εκείνος τον οποίο 126 χρόνια μετά από την Άλωση είχε επισκεφθεί ο ιερέας της εδώ Γερμανικής Πρεσβείας Στ. Γερλάχιος (Gerlasch). Στο Ημερολόγιό του γράφει «σήμερα είμαι στον Άγιον Άγγελον (δηλ. το Μιχαήλιον), χωρίον στον Βόσπορον, επάνω από τον βασιλικόν κήπον όπου υπάρχει μία μεγάλη δεξαμενή (σιτέρνα) νερού, και επάνω στον λόφον αμπέλια».

 

 

Το περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού

Κατόπι προσθέτει ότι έξω από το χωριό υπάρχει μικρή εκκλησία στο όνομα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Γιατί λέγει έξω από το χωριό; Κατά πάσα πιθανότητα η παραλία ήταν τότε ακατοίκητη και τα σπίτια βρίσκονταν, καθώς φαίνεται από την αφήγηση του Γερλάχιου, προς τα μέρη όπου είναι ο κήπος του Χοσχόση, ο Γενή-Μαχαλές και η Αγία Κυριακή. Επομένως η θέση της παλαιάς εκκλησίας, όπου κτίσθηκε και η μικρή, που βρήκε ο Γερμανός ιερέας, φαίνονταν έξω από τα σπίτια. Μικρή δε η εκκλησία εκείνη γιατί λίγοι ήταν μετά τον νέο συνοικισμό οι κάτοικοι. Άλλωστε, οι Σουλτάνοι δεν επέτρεπαν τότε να κτίζονται ευρύχωρες εκκλησίες, και όσες κτίζονταν έπρεπε να στηρίζονται επάνω σε τοίχους ή σε ερείπια τοίχων βυζαντινών εκκλησιών.

 

Γενική άποψη από το εσωτερικό του ναού

Ο Γερλάχιος περιγράφει τις εικόνες που είχε η εκκλησία εκείνη. «Πολλάς εύρον», λέγει «του Χριστού, της Θεοτόκου, του Ιωάννου του Βαπτιστή, του πατρός και της μητρός του Προδρόμου, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, των Αγίων Γεωργίου και Δημητρίου, του Αγίου Ονουφρίου που είχε μακρυά γένεια και έμοιαζε του Αγι Βασίλη, του Αγίου Χρυσοστόμου του Αγίου Αθανασίου πατριάρχου Αλεξανδρείας».

 

Ο άμβωνας και η εικόνα του Ταξιάρχη Μιχαήλ

 

Την εκκλησία την οποία επισκέφθηκε ο Γερλάχιος, κατά πάσαν πιθανότητα ανέκτησε και ανακαίνισε ο Μανολάκης, ο Καστοριανός (Μάνος), ο πανίσχυρος κατά τον δέκατο έβδομο αιώνα. Στο συνοδικό γράμμα που εκδόθηκε από τον πατριάρχη Καλλίνικο του Ακαρνάνος και αφορά το «εν Κωνσταντινουπόλει σχολείον (την Μεγάλη του Γένους Σχολή)», διαβάζουμε τα εξής λόγια για τον φιλόμουσο και ευσεβή αυτόν ομογενή: «και γαρ αυτός ο της σοφίας εραστής εν άρχουσι κύρ Μανουήλ, κατά τους μικρόν έμπροσθεν χρόνους θεόθεν, συν άλλοις μεν τοις αλλαχού παρ’ αυτόν φιλεργηθείσι φροντιστηρίοις των γραμμάτων, εξετέλεσε και εις Κωνσταντινούπολιν την αξιέπαινον, ην προειρήκαμεν σχολήν».

Μία πλάκα που ήταν άλλοτε χωμένη μέσα στον τοίχο του περιβόλου της εκκλησίας -τώρα τοποθετημένη στον κήπο της εκκλησίας- ναφέρει τα εξής: «Η παρούσα οικοδομή ανεκαινίσθη παρά του εντιμοτάτου και ενδοξοτάτου εν άρχουσιν υιού κυρού Μανουήλ εκ Καστοριάς Υπείρου ψυχικής αυτού σωτηρίας ΑΧΟΖ (1677) ΜΗΝΙ ΜΑΪΩ».

 

Ακολουθία του ιερού Ευχελαίου, Μεγάλη Τετάρτη

 

Η Σταύρωση, Μεγάλη Πέμπτη στον ναό

Η πλάκα αυτή κατά το 1900 και ίσως ακόμη παλαιότερη ήταν, όπως αναφέρθηκε, χωμένη στην ανατολική πλευρά του τοίχου που περιβάλλει τον ναό. Ο μακαρίτης Μ. Γεδεών απατηθείς από την πλάκα αυτή, χωρίς να δει στους κώδικες της Κοινότητας ότι δύο φορές κάηκε ο ναός του Μεγάλου Ρεύματος, όταν έληγε ο l8ος αιώνας (1797 και 1798), χωρίς να παρατηρήσει έξω από το ιερό βήμα την επιγραφή: «Κτήτορας ο μέγας Θεόδωρος Βίκος από Κοστάντζικο από την επαρχία το Σισάκο …» κ.τ.λ., χωρίς να προσέξει σε όλα αυτά, έγραφε: «Ο ναός του Μεγ. Ρεύματος, ώς οικοδομή, οία φαίνεται σήμερον εστίν έργον του 17 αιώνος, ως δείκνυσιν επιγραφή σωζομένη κ.λπ. ..».

 

Από τον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής και την Αναστάσιμη ιερά ακολουθία

Στον ναό του Καστοριανού, ο οποίος στο μεταξύ είχε επισκευασθεί, έγιναν εκλογές και χειροτονίες πατριαρχών και αρχιερέων. Κατά τον μήνα Μάιο του 1767 σε πανήγυρη, στην οποία συμμετείχε πολύς κόσμος, καθώς γράφει ο Σέργιος Σέργιος ο Μακραίος, στο ναό των Ασωμάτων στο Μέγα Ρεύμα: «Την ιεράν εκτελών πατριαρχικήν λειτουργίαν ο αγιώτατος Πάπας και Πατριάρχης (Αλεξανδρείας) Ματθαίος χειροτονεί ιδίοις χειρί αρχιερέα και Πατριάρχην τον κυρ Κυπριανόν. Την 20 Ιουνίου του 1783 τον Κυπριανόν προς Κύριον εκδημήσαντος … προεβιβάσθει εις τον αγιώτατον θρόνον Αλεξανδρείας ο Μετρών επίσκοπος Γεράσιμος, γενομένης της μεταθέσεως εν τω Ναώ των Ασωμάτων, κειμένω κατά το Μ. Ρεύμα …».

 

Ο Χριστός Παντοκράτωρ στον τρούλο

Από τα ανωτέρω εξάγεται ότι ο ναός του Καστοριανού ανακαινίσθηκε κατά το έτος 1796. Ένα έτος περίπου μετά από την ανακαίνιση του 1796, η εκκλησία του Μεγάλου Ρεύματος κάηκε καθώς και το παρεκκλήσιο της Αγίας Παρασκευής. Η Εκκλησία κτίσθηκε εκ νέου και δαπανήθηκαν για το σκοπό αυτό, όπως αναφέρουν οι κώδικες, 77.249 γρόσια. Η ανοικοδόμηση έγινε πλήρης κατά τον Φεβρουάριο του 1798. Αλλά το ίδιο έτος, κατά την εορτή της Αγίας Τριάδος, νέα πυρκαγιά αποτέφρωσε εντελώς τον μόλις ανοικοδομηθέντα ναό.

 

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στον ναό

Ο μετά την πρώτη πυρκαγιά ανοικοδομηθείς ναός κτίσθηκε μεγαλύτερος σε διαστάσεις από τον προηγούμενο. Ο μετά την δεύτερη πυρκαγιά κτισθείς ναός ήταν πράγματι λαμπρός, καθώς μας πληροφορεί ένα χρυσόβουλο του αυθέντου Αλεξάνδρου Νικολάου Σούτσου, ηγεμόνα της Μολδαβίας, που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1801. Από την ιδία πηγή πληροφορούμαστε ότι ο ναός του 1799 (o δεύτερος) είχε και παρεκκλήσιο τιμώμενο στο όνομα του Αγίου Κωνσταντίνου. Το παρεκκλήσιο αυτό δεν υπάρχει σήμερα.

 

 

Ο ιερός ναός του Ταξιάρχη στο Μέγα Ρεύμα και ο προαύλιος χώρος του

Λόγος γίνεται πάντως για τους δύο αρχιτέκτονες Ιωάννη και Κομνηνό και για την απόλυτη πληρεξουσιότητα που είχε δοθεί εκ μέρους των ευγενέστατων αρχόντων και των «εγχωρίων» του Μεγάλου Ρεύματος στην επιτροπή της ανέγερσης. Κατά τα έτη 1845-46, με καψιμάλη τον Νικόλαο Σκόρδα, έλαβε χώρα μια αρκετά μεγάλη επισκευή. Η επισκευή έγινε με συνεισφορά ατόμων και εσναφιών. Από άτομα εισπράχθηκαν γρόσια 1.184,20, από τα οποία τα 500 έδωσε ο Σόφιαλης Χαζάραγας.

 

«Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί…», θυμιάζοντας την ιερά εικόνα των Αγγέλων

Μετά 50 περίπου έτη από την επισκευή αυτή χτίσθηκε ο πράγματι περικαλλής και μέγας ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών που είναι εφάμιλλος προς τους ωραιότερους ναούς της Πόλεως, των ναών της Αγίας Τριάδος Πέρα, Αγίας Τριάδος Χαλκηδόνος και Παναγίας Ελπίδος Κοντοσκαλίου. Είναι ένα από τα κτήρια που τιμούν τους Μεγαρευμιώτες και προκαλούν τον θαυμασμό των ξένων. Όλοι οι κάτοικοι συνετέλεσαν, άλλοι με το χρήμα και άλλοι με την εργασία των χειρών τους, από ευλάβεια, στο να αποτελειωθεί ο ναός αυτός. Ο μακαρίτης Δημοσθένης Νικολαΐδης με ενθουσιασμό και ακούραστη δραστηριότητα εργάσθηκε για την οικοδομή του σημερινού ναού.

 

Ο ναΐσκος της Αγίας Παρασκευής υπενθυμίζει την μετά την πυρκαγιά του 1798 (Ιανουάριος 1799) κατάσταση. Το παρεκκλήσιο αυτό, δεν αφιερώθηκε στην Αγία Παρασκευή την από την Ρώμη καταγομένη (26 Ιουλίου), αλλά στην Αγία Παρασκευή την Νέα, την επονομαζόμενη «Επιβατιανή». Της αγίας αυτής το λείψανο ως το 1642 εφυλάσσετο στον πατριαρχικό ναό, όπου μεταφέρθηκε από το Βελιγράδι. Κατόπιν όμως, δηλαδή το 1642 ο ηγεμών της Μολδαβίας Βασίλειος Βοεβόδας, ξοδέψας 300 πουγγειά, την έφερε από την Κωνσταντινούπολη ως στο Γιάσι με καπουτζήμπασι. Επειδή δε, οι ηγεμόνες της Μολδαβίας και Βλαχίας είχαν πολλούς δεσμούς με το Μέγα Ρεύμα, η εκεί Αγία Παρασκευή είναι όχι η παλαιά η μνημονευόμενη κατά τον μήνα Ιούλιο, αλλ’ η Νέα από την περιοχή Ιπποβατών πλησίον της Σηλυβριάς. Γι’ αυτό ορθά ο Μ. Γεδεών σημειώνει στο εορτολόγιο Κωνσταντινουπολίτου προσκυνητού, την 14 Οκτωβρίου – Παρασκευής της Νέας. Άγνωστη παραμένει η ακριβής χρονολογία της μεταθέσεως της ιερά πανηγύρεως του Παρεκκλησίου στην 26η Ιουλίου.

 

Το Αγίασμα της Αγίας Παρασκευής στο Μέγα Ρεύμα

Το παρεκκλήσιο εκτίσθη κατά τον 18ο αιώνα και πολύ πιθανόν από την οικογένεια Ρακοβίτζα, η οποία πρώτη είχε απολύσει χρυσόβουλο για χρηματική βοήθεια του Ι. ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Ο Γερλάχιος μας περιέγραψε μερικές εικόνες του ναού του 1565. Οι άλλες εικόνες των δύο ναών του 1797 και 1798 κάηκαν, περισώθηκαν μόνο μερικοί δίσκοι, κατσιά (θυμιατά κοντά), δισκοπότηρα, o μεγάλος κώδικας και μερικά παλαιά άμφια που όλα αυτά φυλάσσονταν στο υπόγειο (γκιαργκίρι) της εκκλησίας. Επίσης σώθηκε και η επί του τέμπλου της τοποθετημένη εικόνα της Μαυρομωλίτισσας που εγκαίρως μετακομίσθηκε.

 

Η Παναγία Μαυρομωλίτισσα

Στον Μεγάλο Κώδικα καταγράφονται τα άμφια και ιερά σκεύη κατά την 1η Φεβρουαρίου 1708: 5 χρυσά πετραχήλια, 7 φαιλόνια χρυσά, 10 φελώνια από αυθεντικά καβάδια (οι ηγεμόνες διοριζόμενοι περιεβάλλοντο με καβάδια υπό του βεζίρη), 10 φαιλόνια παλαιά, 3 Ευαγγέλια ασημωμένα, μία ρόκα πολυελαίου με το σιδηρό της δράμια 3.600 και 35 χιλιάδες δράμια ασημικά, εν δισκοπότηρο μεγάλο με το δισκάριό του και με την λαβίδα του, αφιέρωμα του μακαριστού Μιχαήλ Βόδα.

 

Γενική άποψη του ναού με την Παναγία Μαυρομωλίτισσα

 

Στη σελίδα 15 του Μεγάλου Κώδικα καταχωρίζεται «είς το μεγάλο Ευαγγέλιο μερεμέτι και γιαλτίζι γρ. 18, επί Δημητρίου Σκαναβή». Από τα άμφια και τα ιερά σκεύη διασώθηκαν όσα δεν εφθάρησαν εντελώς και όσα φυλάχτηκαν στο υπόγειο «κεβγκίρη». Ο μεγάλος αέρας, το μεγάλο Ευαγγέλιο, το μεγάλο δισκοπότηρο και άλλα σώζονταν ως τις μέρες που έγραψε στο βιβλίο του ο Μητρ. Ηλιουπόλεως Γεννάδιος, δηλαδή το 1948.

 

Το Μέγα Ρεύμα και ο ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών

Στην καρδιά της Πόλης, στο Πέρα η μανία των βανδάλων δεν είχε προηγούμενο στην Ιστορία της Ανθρωπότητας. Το 1955, όπως όλοι οι ναοί της Πόλης έτσι και ο ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, της Αγίας Παρασκευής, του Προφήτη Ηλία, και τα αγιάσματα παρεκκλήσια της Αγίας Κυριακής, του Αγίου Νικολάου, της Αναλήψεως, του Αγίου Ιωάννου, η εκκλησία «του Αυθέντος», η Αγία Βλαχέρνα, ο Άγιος Ονούφριος και άλλα, δεν γλύτωσαν από το μένος του όχλου που τα λεηλάτησε και τα κατέστρεψε στο πέρασμά του κατά το μαρτυρικό για τους ρωμιούς της Πόλης διήμερο της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955.

 

Το λεηλατημένο Πέραν, 6-7 Σεπτεμβρίου 1955

 

 

Η Κοινότητα Μεγάλου Ρεύματος

 

 

Το Μέγα Ρεύμα και οι ακτές του Βοσπόρου από ψηλά

Ο Ελληνισμός της Πόλης με φιλότιμες προσπάθειες έκλεισε και αυτές τις πληγές.. Αλλά και μετά από τον Μεγάλο ξεριζωμό του (1964-1985) από την γη των προγόνων του, σήμερα έχει ανακαινίσει τους περισσότερους ναούς, χάρη στις προσπάθειες που καταβάλλει ο Πατριάρχης του κ. Βαρθολομαίος, η Ιερά σύνοδος και οι ελάχιστοι εναπομείναντες αδελφοί μας. Σε έναν τόπο πράγματι μαγευτικό που έχει όλες τις καλλονές της φύσης, σε μία κοιλάδα στρωμένη κάτω από ένα γραφικό λόφο -κοιλάδα που φθάνει ως την παραλία του Βοσπόρου- βρίσκεται το περίφημο ιστορικό χωριό του Βοσπόρου, το Μέγα Ρεύμα (τουρκιστί Αrnavutköy).

 

 

 

Το Μέγα Ρεύμα από τον Βόσπορο

Από την κορυφή του λόφου, όπου οι γηραιοί γιγάντιοι πλάτανοι, που είδαν πολλές εκατοντάδες ετών, κάτω από την σκιά των οποίων ξεκουράζονταν πότε πότε και η ξακουσμένη Θεοδώρα, σύζυγος του Μ. Ιουστινιανού, και το Αγίασμα του Προφ. Ηλία, ακατάπαυστα τρέχει o μικρός ποταμός. Διασχίζει τη χαράδρα που σχηματίζουν oι δύο παράλληλοι λόφοι και διατρέχει το νοτιανατολικό μέρος του χωριού.

 

 

Παλαιά ξύλινα Ελληνικά αρχοντικά στο Μέγα Ρεύμα

Ο Ρ. de Tchihetchef μελέτησε τα στρώματα της γης που παρουσιάζει το έδαφος του Μεγάλου Ρεύματος, ιδίως δε το βραχώδες στρώμα και βρήκε κάποια αναλογία μεταξύ της φύσεως των βράχων του χωριού και των πορφυρών λίθων του δασώδους βουνού Esterel της γαλλικής Προβηγκίας παρά τις θαλάσσιες Άλπεις. Όλα τα γύρω του χωριού υψώματα, ήταν κατάλληλα γι’ αμπελοφητεία.

Ο Γερμανός ιερεύς της Γερμανικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη Στέφανος Γερλάχιος (Gerlach), όταν επισκέφθηκε το χωριό, τον Ιούνιο του 1576, περιγράφει τις ωραίες και πυκνές αμπελοφυτείες του προαστίου αυτού του Βοσπόρου (Weinwachs). Για αμπελώνες στα υψώματα του Μ. Ρεύματος γίνεται λόγος και σε ένα τουρκικό έγγραφο, που χρονολογείται από το έτος 975, Εγίρας (1568), που απολύθηκε από τον Σουλτάνο Σελήμ τον Β’ (Arnavutköy bağlarι).

 

Το Μέγα Ρεύμα με το κανάλι και τα παλαιά Ελληνικά
ξύλινα αρχοντικά που δεσπόζουν στον Βόσπορο

Για τα ίδια «αμπέλια», που υπήρχαν και προ της Αλώσεως, μας πληροφορούν και οι δύο Κώδικες της κοινότητας, μικρός και μεγάλος, όπου συναντάμε τα σχετικά προς τον τρυγητό, τα έξοδα που πλήρωνε η κοινότητα κατά την περίσταση αυτή σε Τούρκο υπάλληλο κ.ά. Κατά το πρώτο ήμισυ του περασμένου αιώνα υπήρχε και το μέχρι σήμερα φέρον το όνομα «αμπέλι του Πατριάρχου», που ανήκε άλλοτε εις τον εδώ επί πολλά έτη κατοικήσαντα πρώην Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνστάντιο τον Β’ (1859), στον οποίον και τσαΐρι, όπως αναφέρουν οι Κώδικες, νοίκιαζε η κοινότητα για τα άλογά του.

 

Από το 1803 περίπου η μυρωδάτη φράουλα άρχισε λίγο – λίγο να αντικαθιστά τα σταφύλια των αμπελιών. Η εισαγωγή της φράουλας οφείλεται στην ηγεμονική οικογένεια των Υψηλάντων, η οποία είχε πολλούς δεσμούς με το Μέγα Ρεύμα.

Ως τα προς την θάλασσα μέρη του χωριού, όπου και το ρεύμα, αναφέρονται σχετικά οι Στράβωνας και Πολύβιος. Ο πρώτος ομιλών γενικά για τον Βόσπορο αναφέρει τα «δύο πελάγη», το της Προποντίδας και το του Ευξείνου Πόντου. Το στενό (ο Βόσπορος) το οποίο ενώνει τις δύο θάλασσες έχει δύο άκρες, την ευρωπαϊκή και την ασιατική. Κατά τον Πολύβιο (2ο π.Χ. αι.) «το στόμα», δηλ. το στενό που ενώνει τον Πόντο και την Προποντίδα, έχει μήκος 120 σταδίων. Και σε άλλο μέρος της ιστορίας του ο ίδιος Έλληνας ιστορικός γράφει για τον Βόσπορο, από τον οποίον περνούν τα πλοία, αφήνοντας να εννοήσουμε τον θαλάσσιο πλούτο των Βυζαντινών.

 

Ιδιαιτέρα αυτά εφαρμόζονται στους κατοίκους του Μ. Ρεύματος, όπου, εκτός της υλικής ευτυχίας για τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα του Βοσπόρου, υπήρχαν και υπάρχουν τα στοιχεία εκείνα της φύσεως που μεταβάλλουν τον τόπο αυτό σε ευδαίμονα κατοικία, σε επίγειο παράδεισο. Έχοντας αυτά υπ’ όψιν ο αείμνηστος Σκ. Βυζάντιος, επισκεφθείς πολλές φορές τον Βόσπορο -μαθητής της σχολής Kuruçeşme- έγραψε τις γεμάτες από ποιητική έξαρση γραμμές: «Εάν, λέγει, προς κατοικία ανθρώπων η φύσις όρισε τόπους τινάς εκλεκτούς, ολίγοι των εν τη οικουμένη δύνανται να φιλονικήσουν τα πρωτεία προς το ακρωτήριο του Μεγάλου Ρεύματος».

Το φαινόμενο το οποίο παρατήρησε ο πολυμαθής και σε όλα τέλειος ειδικός κατά την εποχή του φιλόσοφος Αριστοτέλης, φαινόμενο που παρατηρείται σε όλο τον Βόσπορο, είναι το εξής: Σε ορισμένη του έτους εποχή τα ψάρια εμβαίνουν στη Μαύρη Θάλασσα, σε άλλο πάλιν ορισμένο καιρό βγαίνουν από τον Πόντο και κατευθύνονται προς την Προποντίδα (τον Μαρμαρά). Το πέρασμα αυτό που γίνεται από το στενό του Βοσπόρου παρουσιάζει ένα περίεργο και ευχάριστο θέαμα. Μαγευτικότατο είναι για τον θεατή που στέκεται στο Μέγα Ρεύμα (Akintiburnu).

 

 

 

 

Το ακρωτήρι Akintiburnu στην Ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, άλλοτε και σήμερα

Περί της ονομασίας της τοποθεσίας του Μεγάλου Ρεύματος

Για την ονομασία του χωριού αρχαιότερη μαρτυρία έχουμε τα γραφόμενα του ιστορικού Πολύβιου. Είδαμε ότι ο Πολύβιος ομιλεί για άκρα (= ακρωτήριο) της ευρωπαϊκής του Βοσπόρου ακτής, τα οποία είναι κοντά στας «Εστίας». Μας φανερώνει λοιπόν το προχριστιανικό όνομα του χωριού.

Ο ιστορικός Σωζόμενος, που έζησε κατά το πρώτο ήμισυ του πέμπτου μ.Χ. αιώνα, αναφέρει την ονομασία «Εστίαι» ως παλαιά ονομασία του χωριού, το οποίο επί των ημερών του ελέγετο «Μιχαήλιον». Μετά τον Πολύβιο και προ πάντων μετά τον Σωζόμενο, το όνομα «Εστίαι» σαν παλαιά ονομασία του χωριού επαναλαμβάνουν πολλοί συγγραφείς είτε εκκλησιαστικοί είτε λαϊκοί.

 

 

Ο Γάλλος βοτανολόγος και περιηγητής Γύλλιος Πέτρος (Pierre de Gylle, Gyllius) στο περί «Θρακικού Βοσπόρου» σύγγραμμά του αναφέρει το όνομα «Εστίαι», ως αρχαίο που φανερώνει όχι μόνον το ακρωτήριο, αλλά και την γύρω από αυτό περιοχή, όπου το Μιχαήλιον. Για το Μιχαήλιον προσθέτει ότι «οι Γραικοί σήμερον το ονομάζουν Ασωμάτων, από τον περίφημο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ». Ο ίδιος ξεχωρίζει τις ονομασίες «Μιχαήλιον», «Ασωμάτων» και «Μέγα Ρεύμα». Και ο Γερλάχιος κάνει λόγο για την ονομασία του χωριού φέροντος το όνομα των αγίων αγγέλων, των Ασωμάτων. Και ο Γερμανός Μαρτίνος Κρούσιος και ο Λεϋνκλάβιος επαναλαμβάνουν την ίδια ονομασία.

Η ονομασία «Ασωμάτων κώμη» ή «χώρα των Ασωμάτων» απαντά και κατά τους προ της Αλώσεως χρόνους. Ο ιστορικός Γ. Φραντζής μεταχειρίζεται τον ενικό: «Ασώματος». Πότε ακριβώς έπαυσε να χρησιμοποιείται η ονομασία «Μιχαήλιον» δεν γνωρίζουμε, πάντως όμως πολύ πριν την Άλωση η ονομασία αυτή αντικαταστάθηκε από την ονομασία «Χώρα των Ασωμάτων».

 

Το Μέγα Ρεύμα και ο ναός του Ταξιάρχη από τον Βόσπορο

 

Γειτονιά στο Μέγα Ρεύμα

Από τα μέσα του περασμένου αιώνα άρχισε να επικρατεί το όνομα «Μέγα Ρεύμα». Ο  Γύλιος έγραψε ότι επί των ημερών του το χωριό ονομάζονταν «των Ασωμάτων» (1553), δεν παρέλειψε όμως να σημειώσει ότι ονομάζονταν και από τους κατοίκους του, «Μέγα Ρεύμα».

 

Παλαιές κατοικίες στο Μέγα Ρεύμα με θέα στο Βόσπορο

 

Δρόμος στο Μέγα Ρεύμα

Στο Μέγα Ρεύμα εδίδετο και άλλο όνομα από τους αρχαίους ιστορικούς, το όνομα «Ανάπλους». Ο Θεοφάνης κατά τον ένατο αιώνα γράφει «… και του Αρχαγγέλου, (τον ναό) εν τω Ανάπλω ο φιλόχριστος βασιλεύς ωκοδόμησε». Στα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως διαβάζουμε τα ακόλουθα σχετικά: «Ο δε βασιλεύς Κωνσταντίνος ο μέγας ου μόνον οίκους περιφανείς έκτισε αλλά και θείους και ιερούς ναούς πολυτελείς ανεδείματο … και του Αρχαγγέλου του εν τω Ανάπλω και τον εν τω Σωσθένει (Στένη)». Ο Οικ. Πατριάρχης Κωνστάντιος ο από Σιναίου (1831-34) εις την «Κωνσταντινιάδα» αναφέρει τα εξής περί των ονομασιών του Μεγάλου Ρεύματος: «Ο τόπος έπειτα Εστίαι ποτέ, Ανάπλους, Μιχαήλιον, και τα νυν Αρναούτκιοϊ και Μέγα Ρεύμα».

 

 

Το Μέγα Ρεύμα με χιόνια!

Ο Άγγλος Edwin Α. Grosvenor, εις το βιβλίο του «Constantinople», γράφει: «Αρναούτκιοϊ», το χωριό των Αλβανών, ήταν ρημαγμένο κατά το 1468. Κατόπιν ο Μωάμεθ ο Β’ έκαμε τον εποικισμό αυτού με αιχμαλώτους από την Αλβανία, οι οποίοι, αφού στερήθηκαν τον αήττητο αρχηγό τους Σκεντέρ Βέη, δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στα όπλα του Σουλτάνου». Η πληροφορία του Άγγλου συγγραφέα, αν και δεν μας λέει από που την πήρε, φαίνεται αληθινή, καθ’ ότι σε ένα επίσημο τουρκικό έγγραφο του Σελήμ Β’, του μέθυσου, συναντάμε την ονομασία Αρναούτκιοϊ.

 

 

Το φέρον χρονολογία 1568 έγγραφο αυτό δημοσιεύθηκε από τον πρόωρα εκλιπόντα Τούρκο ιστορικό Αχμέτ Ρεφίκ, που αναφέρει στο έργο του «Η Ζωή της Σταμπούλ»: «Για να μη κάμνουν κυνήγι στα αμπέλια του Αρναούτκιοϊ, από τον αυτοκρατορικό οίκο διαταγή προς τον Μποσταντζή μπασή …, ενώ το μέρος που βρίσκεται αριστερά του δρόμου του Χασκιογιού και τα αμπέλια του Αρναούτκιοϊ τυγχάνουν δάσος του αυτοκρατορικού μου οίκου ηκούσθη ότι μερικά άτομα κυνηγούν εκεί. …».

 

Γεώργιος Ζαρίφης, ο ευεργέτης από το Μέγα Ρεύμα

 

Γεώργιος Ζαρίφης (1806-1884)

Ο Γεώργιος Ζαρίφης γεννήθηκε το 1806 στο Μέγα Ρεύμα Κωνσταντινουπόλεως, από πατέρα έμπορο. Πίστευε ιδιαίτερα στην πολιτιστική ακτινοβολία του υπόδουλου ελληνισμού, γι’ αυτό η μεγάλη του αγάπη και ο κύριος στόχος των ευεργεσιών του ήταν η Παιδεία. Βοήθησε για τούτο να ιδρυθεί στο Φανάρι η Μεγάλη του Γένους Σχολή, για ν’ αποτελέσει τη διάδοχο του περίφημου Βυζαντινού Πανεπιστημίου, του «Πανδιδακτηρίου». Δικά του έργα ήταν επίσης τα νηπιαγωγεία της Προύσας και των Θεραπειών. Το μεγάλο του έργο ήταν τα «Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης» (1876), που αποτέλεσαν τον φάρο της ελληνικής παιδείας στη βόρεια Θράκη.

 

Θεοφάνεια στο Μέγα Ρεύμα, 6 Ιανουαρίου 1955

 

Η Αστική Σχολή Μεγάλου Ρεύματος

Οι πρώτες μετά την Άλωση επίσημες πληροφορίες, που αφορούν στην παιδεία στο Μέγα Ρεύμα, εμφανίζονται στον Μεγάλο Κώδικα, το 1752. Δεν υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες για να γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποια ήταν η εκπαίδευση πριν από αυτή την ημερομηνία. Ο Μ. Γεδεών στην πραγματεία του «Παιδεία και πτωχεία παρ’ υμίν» γράφει: «Πρώτη κατά την ηλικίαν εκ των εν τω Βοσπόρω Σχολών η του Μεγάλου Ρεύματος υποδείκνυσιν ίχνη της υπάρξεως αυτής προ του έτους 1750». Επίσης, ο αείμνηστος Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνστάντιος ο Α’ στην «Κωνσταντινιάδα» του αναφέρει την ύπαρξη του Γυμνασίου προς καλλιέργεια των Ελληνικών μαθημάτων στο Μέγα Ρεύμα.

 

Η Αστική Σχολή Μεγάλου Ρεύματος

Το 1797 ιδρύθηκε το «Σχολείο του Βουνού», το οποίο βρισκόταν προς τον ανήφορο που οδηγεί στο Αγίασμα του Προφήτη Ηλία. Το σχολείο λόγω κακής κατασκευής καταστράφηκε το 1818. Από το 1820 η σχολή λειτούργησε σε διάφορα κτήρια και με διάφορες μορφές.

Η σημερινή Αστική Σχολή κτίσθηκε το 1902, το οποίο μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών χρησιμοποιείτο αποκλειστικά ως Αρρεναγωγείο ενώ το κτήριο της λέσχης διατίθετο για το Κοινοτικό Παρθεναγωγείο. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το κτήριο χρησιμεύει ως μικτή σχολή. Με βάση τις πηγές το 1925-1926 η σχολή είχε 225 παιδιά που μαρτυρεί και την πληθυσμιακή ακμαιότητα των ρωμιών της εποχής στο χωριό.

 

Το 1952 ο αριθμός των παιδιών μειώθηκε στα 150, το 1962 ανήλθε στα 200, ενώ υπάρχουν αυξομειώσεις και για παράδειγμα το σχολικό έτος 1957-1958 αριθμούσε 256 γηγενείς Μεγαρευμιώτες μαθητές και μαθήτριες. Έκτοτε ως γνωστό, λόγω της εγκατάλειψης από πολλούς συμπολίτες μας των εστιών τους σε αναζήτηση της τύχης τους σε άλλες χώρες, σταδιακά άρχισε και η συρρίκνωση του αριθμού των παιδιών της σχολής.

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ:kimintenia.com