You are currently viewing Ο Χριστόδουλος της καρδιάς μας – Κεφάλαιο 6

Ο Χριστόδουλος της καρδιάς μας – Κεφάλαιο 6

  • Reading time:1 mins read

6. ΕΠΙΚΗΔΕΙΑ

Σκηνές συγκινητικές πλέκονται γύρω από τις τελευταίες μέρες της τελευτής του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου μέχρι και της ύστατης στιγμής, που η ψυχρή ταφόπετρα στο Α ´ Νεκροταφείο των Αθηνών, σκεπάζει το άψυχο σώμα του μεγάλου Πρωθιεράρχη που σημάδεψε δις παντός τις καρδιές μας.

Πιστά όλα τα αγαπητά πνευματικά παιδιά του,κληρικοί και λαϊκοί «ως νεόφυτα κύκλο ελαιών», παρέμειναν γύρω από την επιθανάτια κλίνη του πνευματικού των πατέρα. Έζησαν σ’όλη του την ένταση το τέλος του Γέροντά τους και αυθόρμητα το περιγράφουν.

Παραθέτουμε εδώ μία θαυμάσια σε συναισθηματισμό και ρεαλισμό επικήδεια περιγραφή, γραμμένη από ανώνυμο αυτόπτη μάρτυρα – πνευματικό τέκνο του εκλιπόντος.

Ο ΑΠΡΟΣΚΛΗΤΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ: Ο ΘΑΝΑΤΟΣ!

«Ένα πρωί σαν εχάραξε η Ανατολή βασίλεψαν, Πατέρα μας τα μάτια σου με το αέτιο βλέμμα. Έξι χρόνια πέρασαν από τότε και ακόμα απίστευτο μας φαίνεται πως έφυγες. Βρίσκεσαι ολοζώντανος στη σκέψη και στην καρδιά μας, στη γλώσσα μας και στα όνειρα μας, στη Αρχιρπισκοπή, στη Σύνοδο, στις Κυρισκάτικες θείες λειτουργίες αλλά και στα σπίτια μας, στα βιβλία σου και στις αναμνηστικές φωτογραφίες, που τελευταία Ιδιόγραφα μας επρόσφερες.

Πατέρα μας!

Πώς να σου πω δεν ξέρω μέσα σε τούτο το χαρτί. Νοσταλγική περιπλάνηση στα θλιβερά συμβάντα και έκφραση του πόνου μου θε νάναι τούτες οι γραμμές, φτωχές εκφράσεις, φτωχά ψελλίσματα παιδιού στον τρισμεγάλο του πατέρα. Το είπες, Πατέρα μας και το’κανες. Πέθανες προσευχόμενος μέχρι το τέλος! Η γρανιτένια σου θέληση, η ηρωική σου καρδιά, ο ατρόμητος χαρακτήρας, πάλαιψαν παλληκαρίσια, αψηφώντας τον κίνδυνο, που κρυφόπαιζε τη ζωή σου στα χέρια. Ο ακούραστος πάντα Χριστόδουλος γέρασε ξαφνικά και κουράστηκε ανεπάντεχτα. Ο αδάμαστος οργανισμός σου νικήθηκε από την μεγάλη ασθένεια. αφού αγωνίσθηκε απεγνωσμένα.

«Κουράστηκα βρε παιδιά», μας έλεγε συχνά, «δεν είμαι για τίποτα ” συμπλήρωνε! Και όταν εμείς, διώχνοντας μακρυά το ανεπιθύμητο και πιστεύοντας πάντα στην ατσαλένια σου ψυχοσωματική σου ύπαρξη λέγαμε,

«Δεν είναι αλήθεια Πατέρα μας, ακόμα κάνετε για όλους εμάς μαζί», μας εβεβαίωνες!

Σε τύλιγε σιγά κι αθόρυβα του θανάτου το νήμα, Πατέρα μας. Δεν ήταν δα κι αράγιστο το σκεύος το οστράκινο που’κρυβε μέσα του την μεγάλη και αδάμαστη ψυχή σου.

Μετά την επιστροφή μας από το Μαϊάμι και την αποτυχημένη μεταμόσχευση του ήπατος, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τη ζωή σου.

Παραμονή των Φώτων του 2008, ήσουν στο κρεββάτι της δοκιμασίας, όταν αισθάνθηκες πόνους δυνατούς στο σώμα σου, που το συνταράζανε πάντα δυνατά τα συναισθήματα.Οι πατέρες που σε διακονούσαν Ανθιμος, Επιφάνιος και Ιωαννίκιος υπό το ανύστακτο βλέμμα του Βρεσθένης Θεοκλήτου που ήταν πάντα κοντά σου τις μέρες της δοκιμασίας σου.

Το βλέμμα σου αγκάλιαζε πάντα τον ουρανό και την θάλασσα και τα βουνά μας από εκεί ψηλά, και τα βράδυα, ως μετά τα μεσάνυχτα τα όνειρα και οι οραματισμοί σου, οι χτύποι της καρδιάς και του νού σου, τα αποκυήματα . Αισθανόσουν γι’αυτό κάποια ικανοποίηση κι ήταν ευκαιρία πολύτιμη και ονειρευτή. Δεν καθυστέρησες τίποτε, δεν άλλαξες καθόλου τη μεγάλη πορεία σου ανάμεσα μας.

Μα τα θλιβερά γεγονότα του Γενάρη που συνέβαιναν στον τόπο με τα πολιτικά σκάνδαλα( υπόθεση Ζαχόπουλου, αρχή της υπόθεσης του Βατοπαιδίου) δε σε άφηναν αδιάφορο, αλλά σ’έκαμαν βαθειά να πονέσεις.

Και το πονεμένο σου σώμα Δεσπότη μας,από την επάρατη ασθένεια που χέρια διάνοιξης σου φύτεψαν στα σωθικά σου, σου φώναξε το δύστυχο. Κάποιοι πόνοι οξείς, κάποιες ενοχλήσεις συχνές, που έβαζαν τους άλλους σε σκέψεις κι αγωνίες, εσένα σ’άφηναν ανεπηρέαστο, γιατί ήθελες σαν τον ηρωικόν αγωνιστή να κρατάς τη σημαία ψηλά, να μη λυγάς μπροστά στον κίνδυνο, να μη πέσεις να μη παραδοθείς.

” Οι γενναίοι πίπτουν αλλά δεν κύπτουν”, μας έλεγες!

Ήλθε όμως, η Κυριακή εκείνη, 21 Ιανουαρίου, που το οστράκινο σκεύος της καρδιάς σου κόντεψε να σπάσει. Ήταν η πρώτη σοβαρή ένδειξη που μας έλεγε ότι το τέλος είναι εγγύς.

Ήρθαν οι γιατροί, και σου παρασχέθηκε βοήθεια κι έγιναν οι απαραίτητες ενέργειες για να σε ανακουφίσουν.

Εμενες καθηλωμένος αναγκαστικά στο απέριττο σου κρεββάτι, στο δωμάτιο. Η στοργή μας και η λαχτάρα για τη μακροημέρευσή σου και ο φόβος μας για μεγαλύτερο κακό σε παρακαλούσαν, σου ζητούσαν επίμονα, σου υπεδείκνυαν να παραμείνεις κοντά μας! Δε θέλαμε να σε χάσουμε από κοντά μας Πατέρα μας.

Μα δεν στάθηκε δυνατό να σε κρατήσουν, ούτε η στοργή, ούτε ο φόβος της απώλειας Πατέρα μας!

Οι θείες λειτουργίες και οι εσπερινοί και τα απόδειπνα στο παρεκκλήσιο της Αρχιεπισκοπικής κατοικίας , γίνονταν ανελλειπώς κάθε Κυριακή και κάθε βράδυ! Δεν ήθελες βέβαια επ´ουδενί να σταματήσουν, μα δεν άντεχες κιόλας να γίνωνται χωρίς την προσωπική σου συμμετοχή.Γιαυτό και ζήτησες να μεταφερθούν στον πάνω όροφο και να τελούνται στο προ του δωματίου, όπου διέμενες, χώρο, που ήταν το προσωπικό σου γραφείο. Ήσυχα και ταπεινά με ιερή συγκίνησι, σαν να μη συνέβαινε τίποτε, έψαλλες κι εσύ με τρεμάμενη φωνή τον εσπερινό και το Απόδειπνο με την βοήθεια των συγκέλλων σου.

Αλλά και κατά την θεία λειτουργία, εμνημόνευες επί ώρα Αρχιερείς, Ιερείς , μοναχούς και διακόνους, Διδασκάλους και ευεργέτες, συνεργάτες και συναγωνιστές, άνδρες και γυναίκες, μικρούς και μεγάλους, φίλους, εχθρούς και συκοφάντες, όλους ονομαστικά

«… Και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’όνομα…».

— Έρχομαι να σας βρώ, ψιθύριζες συγκινημένος.

Έκπληκτοι οι λειτουργούντες, αλλά και οι συμπροσευχόμενοι ιερείς και διάκονοι σε παρακολουθούν. Το βλέμμα πλανιέται γύρω , το πρόσωπο φωτίζεται από το όραμα των προτύπων, που στάθηκαν πολύτιμα στο πέρασμα των αιώνων και της ζωής της δικής σου το διάβα, η καρδιά δονείται από τη νοσταλγία του ουρανού. Το προσκλητήριο ετελείωσε. Οι «κεκοιμημένοι» ξανάζησαν για λίγο στην καρδιά και στη γλώσσα σου κι ύστερα όλα ησύχασαν. Εκτός από τους πόνους στο ιερό σώμα σου, το σώμα που τόσο εύκολα και τόσο δυνατά συγκλονίζανε από τα μεγάλα συναισθήματα.

Ήρθε και πάλι ο γιατρός και σας μάλλωσε με σεβασμό κι είπε πως ο Αρχιεπίσκοπος πρέπει να ξέρει να δεσπόζει και να εξουσιάζει τον εαυτό του, να τον κάνει να πειθαρχεί, να κρατηθεί δυνατός στο κρεββάτι. Όλοι παρόντες, όλοι μαζί σου γελαστοί, όλοι με ένα ευχαριστώ στα χείλη, τόσο οι πεθαμένοι μα και οι ζωντανοί. Οι ζωντανοί με κάποιο φόβο γιατί σε χάνουν! Το έχουν πλέον πάρει απόφαση.

«Είμαι άρρωστος παιδιά μου, μας έλεγες όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό και πονώ”.

Και παρά τους πόνους και τη δυσκολία της κατάστασής σου, εσύ επρόσεχες μη σου φύγει η σημαία από τα χέρια, να μη χαμηλώσει η λεβεντιά,να μη μαραθεί η ζωτικότητά σου.

Παρά τους δυνατούς πόνους που σφυροκοπούσαν το σώμα σου εσύ επέμενες να αγνοείς τη δύσκολη κατάστασή σου, μα η καρδιά σου δεν μπορούσε η δύστυχη να ανθέξει πια στην τόση υπερένταση.

Βρισκόμαστε πλέον στην τελευταία εβδομάδα της επίγειας βιοτής σου.20 έως 27 Ιανουαρίου 2008.

Η φωνή σου, η άλλοτε γλυκύτατη φωνή σου, που και νεκρούς ανέστηνε, βγαίνει πλέον με δυσκολία από τον λάρυγγά σου.

Ο επίλογος από τα ύψη σ’έφερε στη γη: «Είμαι άρρωστος παιδιά μου,έλεγες..!

Από το κρεββάτι δεν σηκώνεσαι πια και έχεις βαρύνει ! Μα έχεις την έννοια όλων μας και ερωτάς.

–Εχετε την ευχή μου, παιδιά μου, μας έλεγες, την ευλογία του Θεού. Να προσεύχεσθε παιδιά μου “.

Το κύκνειο άσμα σου, Πατέρα μας ήταν το Μυστήριο του ευχελαίου που τελέσαμε προ της κλίνης σου. Την Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2008, το μεσημεράκι! Τί σύμπτωση αλήθεια! Η τελευταία σου παρουσία σε τελετουργία της Εκκλησίας μας, το Ιερό Μυστήριο του Ευχελαίου.

Αμέσως μετά, συνήλθες για λίγο! Πήρες δύναμη και άρχισες να μιλάς δυνατά και καθαρά. Αναθάρρυσες. Ήθελες να μας δεις όλους και να μας μιλήσεις.

Μετά έπεσες πάλι κατάκοπος.

Έμεινες στο κρεββάτι κι εξακολουθούσες εκεί να προσεύχεσαι νοερώς και να κατεξαντλείς όλες σου τις τελευταίες δυνάμεις, Πατέρα μας, για το έργο Σου, για την Αθήνα, για το Βόλο, για την Ελλάδα μας ολόκληρη.

Η λαμπάδα που όρθια έλυωνε φωτίζοντας, κάτω γερμένη, τώρα εξακολουθούσε αδιάκοπα να φωτίζει.

Ήσουν συνηθισμένος να αγωνίζεσαι και να κερδίζεις, να μάχεσαι και να νικάς. δεν έσκυψες ποτέ μπροστά στον αντίπαλο, δεν άφησες να σε παρασύρει το μοιραίο.

Ήθελες να πεθάνεις προσευχόμενος! Έτσι δεν είπες;

«Μακάριος ο δούλος ον ευρίσκει γρηγορούντα…» έψαλλες. Κι ήρθε ο ολοθρευτής, ο καβαλλάρης. το ίδιο εκείνο βράδυ της Κυριακής, ξημέρωμα Δευτέρας 28 Ιανουαρίου 2008.

Στις 12 την νύχτα, βάρυνες πολύ . Εκλήθη αμέσως ο θεράπων ιατρός και σε είδε. Μας προετοίμασε για το επερχόμενο μοιραίο .

Η αγωνία και η κατάπληξη πίεζε τα στήθη, οι ευχές ικετήριες για την ανάρρωση, τα μάτια δακρυσμένα για το μεγάλο πατέρα που έφευγε.

Ο καθηγητής Διονύσιος Βώρος έμεινε κοντά σου όλη τη νύχτα.

«Η κατάσταση είναι πλέον επικίνδυνος», είχε πεί.Θα περιμένουμε το μοιραίο τέλος”.

Έμεινες μαζί μας τη νύχτα εκείνη, την αποφράδα Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008. Πώς μπορούσες να φύγης; Αναζητούσες και περίμενες τα πνευματικά σου παιδιά, Μητροπολίτες, Αρχιμανδρίτες,διακόνους και
λαϊκούς.

Έχοντας κοντά σου μόνο τον Βρεσθένης Θεόκλητο απ´ όλα τα παιδιά σου Μητροπολίτες θα μπορούσες να πείς: «Λουκάς εστί μόνος μετ’εμού».

Εχαροπάλευες, Πατέρα μας, την Κυριακη το βράδυ.

Η καρδιά μου μάτωσε, όταν ανέβηκα και σε είδα. Ούτε η σκιά του Χριστόδουλου δεν είχε μείνει πλέον.Δεν ήταν ο Χριστόδουλος, αυτό που αντίκρυσαν τα μάτια μου. Η στοργή των πατέρων που σε υπηρετούσαν, ήταν μέχρι το τέλος ζωντανή κι ατόφια. Ήταν όλοι γύρω σου: ο Βρεσθένης Θεόκλητος, ο Πατήρ Θωμάς Συνοδινός,ο πατήρ Επιφάνιος Οικονόμου, οι τρεις διάκονοι, ο Κώστας Πυλαρινός, ο Δημήτρης Φουρλεμάδης.

Ο νοσοκόμος αγωνιζόταν απεγνωσμένα για να αναπνεύσεις, μα τα στήθη τα μεγάλα και παρασημοτιμημένα εκινούντο αργά.

Στις εκκλησιές γίνονται καθημερινά Ιερές Παρακλήσεις κι ο λαός μας παρακολουθεί με κατάνυξη.

Ο γιατρός παραμένει ακόμη κοντά σου, διαβλέπει κίνδυνο, που ούτε από τη δική σου αντίληψη μπορεί να κρυφτεί. Είσαι για πολύ ώρα ήρεμα ακουμπισμένος στα μαξιλάρια, το βλέμμα κάποτε πέφτει στον Εσταυρωμένο χωρίς να μιλάς! Όλοι ξέρουμε, όμως, ότι προσεύχεσαι από μέσα σου «Θεέ μου και Κύριε…» λες!

Μετά τις 2,30 το πρωί βαραίνεις πολύ. Παραμιλάς και ζητάς απεγνωσμένα την ενίσχυσι του ουρανού.

Θέλεις επαφή με τον Παντοδύναμο, αργοπεθαίνεις και διψάς τη ζωή, αναζητάς το φάρμακο της αθανασίας. Στις 4 το πρωί, ανεβαίνει ο παπά Θωμάς με τον Παντοδύναμο και Αθάνατο στο άγιο δισκοπότηρο και σε μεταλαμβάνει, αλλά εσυ πια δεν είσαι μαζί μας, δεν καταλαβαίνεις τίποτα, δεν επικοινωνείς.

Κάποια στιγμή τα χέρια σου, που τόσες φορές υψώθηκαν να ευλογήσουν, τα χέρια σου που τόσες σελίδες έγραψαν κι άφησαν στο πέρασμα σου, τα χέρια σου, που κράτησαν σφιχτά τη σημαία του καθήκοντος, τα χέρια σου, που σφόγγισαν δάκρυα και γλύκαναν πόνους και δέχθηκαν συγχωρητικά τους αμαρτωλούς, που αφήσαν έργα πνοής και Χριστιανικής αναδημιουργίας, τα χέρια σου, που φαίνονταν παντοδύναμα, με κόπο τα υψωσες προς τον Ουρανό τρείς φορές. Άνω σχώμεν τας καρδίας! Λες και τα χείλη σου ψιθύριζαν θρηνητικά, «προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα ουκ έχει τον βοηθούντα».

Λές κι ήταν τα τελευταία σου λόγια.

Γύρω στις 5 το πρωί της Δευτέρας 28 Ιανουαρίου,ακούγονται κομμένες λέξεις προσευχής και ψιθυρισμοί ακατάληπτοι, ώσπου η καρδιά η μεγάλη έπαψε να χτυπά. Ο απρόσκλητος επισκέπτης, ο θάνατος, ήλθε και σε πήρε από κοντά μας. Ο Αρχιδιάκονος Ανθιμος, κατά την τάξη της Εκκλησίας μας, με λυγμούς και δάκρυα στα μάτια,σου κλείνει τα σπινθηροβόλα μάτια και το γλυκύτατο στόμα

Τι και αν στο μικρό τούτο χρονικό διάστημα της αρρώστειας σου κινήθηκαν όλοι προς εσένα; Η ώρα σου είχε έλθει, Πατέρα μας, και τίποτα πια δεν μπορούσε να σε κρατήσει στη ζωή.

Κι έφυγες ξαφνικά από κοντά μας κι εμαύρισε ο ουρανός.

Οι καμπάνες χτυπήσανε λυπητερά κι η σιωπή έπεσε βαρειά στα χείλη και στις καρδιές των ανθρώπων.

Ο ένας μετά τον άλλον φθάσανε έξω από την Αρχιεπισκοπική κατοικία στο Ψυχικό. Οι τηλεοράσεις μετέδωσαν αμέσως την είδηση του θανάτου. Όλοι με την καρδιά σφιγμένη από τον πόνο και της ορφάνιας και τη μοναξιά.

Γρήγορα ετακτοποίησαν πρόχειρα το σεπτό λείψανο σου, εψάλαμε το πρώτο τρισάγιο και στη συνέχεια το μετέφεραν με αυτοκίνητο στο νεκροτομείο προκειμένου να τακτοποιηθεί καταλλήλως για το μεγάλο προσκύνημα του λαού.

Ο θρόνος με το δικέφαλο αετό μένει άδειος. Πόσο σκληρό για μας, που τόσο σε θαυμάζαμε και γέμιζε χαρά η ψυχή μας στην μεγαλόπρεπη παρουσία σου, να σε κηδεύουμε, Πατέρα μας, νεκρό!

Σε μεταφέρουμε μετά την προετοιμασία και αφού σε έντυσαν οι Πατέρες, κατά πως σου άξιζε, στη μεγαλόπρεπη Εκκλησία της Μητροπόλεως Αθηνών. Εσύ κοιμάσαι γαλήνιος και παρά την αλλοίωση των χαρακτηριστικών σου από την ύπουλη ασθένεια, σχεδόν χαμογελάς.

Γύρω σου όμως ένας κόσμος σε κλαίει απαρηγόρητος. Τα μαύρα κρέπια σκεπάσανε τους κρυστάλλινους πολυελαίους και όλα τα φώτα της Εκκλησίας, οι σημαίες μεσίστιες πονούν κι οι καμπάνες θρηνολογούν τον θάνατο σου. το θάνατο του Αρχιεπισκόπου, του Πατέρα, του Αρχηγού, του ηγέτη, του Διδασκάλου, του Εμψυχωτή, του Χριστόδουλου. Διαλαλούν το τέλος μιας μεγάλης ζωής.

 

ΝΕΚΡΩΣΙΜΟΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ

«Βαβαί στύλος μέγας έπεσες της Εκκλησίας και κείσαι νεκρός», Πατέρα μας. Η μεγαλόπρεπη Εκκλησία του Καθεδρικού Ναού των ΑΘηνών πένθημα διακοσμημένη. Το σεπτό σου λείψανο μπροστά στον ορφανεμένο θρόνο. Κοιμάσαι τον αιώνιο ύπνο και χαμογελάς γαλήνιος και μεγαλοπρεπής, αεικίνητε και ακατάβλητε, μεγάλε και σπουδαίε Χριστόδουλε.

Το φέρετρο της Εκκλησίας είναι μάλλον μικρό – όλα μικρά και στενόχωρα ήταν πάντα για την μεγαλωσύνη σου – κι έτσι όπως φαίνεσαι ολόκληρος, με την Αρχιερατική ράβδο και το Ευαγγέλιο, τα χρυσά ωμοφόρια και επιτραχήλιο και τη Μίτρα στην σοφή κεφαλή σου, φαντάζεις στα δακρυσμένα μάτια μας και νεκρός ακόμα, γίγαντας σωστός.

Δεν έχεις λουλούδια γύρω σου. Πένθημες οι λαμπάδες, ακίνητοι φρουροί οι τέσσαρες ιερείς. Τα παράσημά σου τριγύρω και ο κατάλευκος από τα χρόνια και πληγωμένος από τη μεγάλη απώλεια αδελφός σου Γιάννης -13 χρόνια μεγαλύτερος- να μονολογεί:

— Γιατί δεν πήρες εμένα Θεέ μου καλύτερα! Γιατί μας στέρησες αυτό τον γίγαντα;

Ήσυχα, πονεμένα, ευλαβικά, περνούν όλα τα παιδιά σου – έχει αρχίσει το λαϊκό προσκύνημα – για να πάρουν Ευχή και να ασπασθούν το στοργικό σου χέρι. Γρηούλες κυρτωμένες από τα χρόνια, που δόξαζαν ολόχαρες τον Ουράνιο Πατέρα για τον Αρχιεπίσκοπο που αξιώθηκαν να χαίροντσι στα γερατειά τους, γέροντες πολύπειροι και παραδοσιακοί, παλιοί πολεμιστές και θαλασσοδαρμένοι καραβοκύρηδες. Γυναίκες του χωριού και της πολιτείας, μικρομάνες τα μικρά τους από το χέρι κρατώντας, κοπέλλες και παλληκάρια ευγενικά, παιδάκια αθώα και ταπεινά, άνδρες του μόχθου και της πέννας εργάτες, περνούν μπροστά από το σκήνωμα σου, για τελευταία φορά.

Οι ώρες περνούν, οι αναγνώστες Ιερείς διαβάζουν στην Ωραία Πύλη το Ευαγγέλιο. Στο Τρισάγιο ο Βρεσθένης Θρόκλητος, πνίγεται από τους λυγμούς. Ο μόνος που αξιώθηκε από όλους τους αρχιερείς σου να είναι κοντά σου όταν έκλεινες τα μάτια, ο τόσο από σένα ευεργετημένος,αγαπημένος αλλά και αδικημένος Δεσπότης, που θα μπορούσε τούτη την ώρα να πη:

–«Πώς σε κηδεύσω Πατέρα, ή πως σινδόσιν ειλήσω, ή ποία άσματα μέλψω τη ση εξόδω Χριστόδουλε; Μεγαλύνω την δράσιν σου, διακονώ εις την ταφήν σου…».

Το θλιβερό άγγελμα του θανάτου σου, μετεδόθη παντού όπου έπρεπε, όπου περίμεναν με αγωνία, σε στερηές και σε θάλασσες. Τα τηλεγραφήματα συλλυπητήρια άρχισαν να έρχονται πυκνά.

Ο κόσμος παραμερίζει. Τα δάκρυα, οι λυγμοί και οι θρήνοι γεμίζουν τους θόλους του ναού και διακόπτουν συχνά το τρισάγιο που τελείται. Κατώδυνος και συγκινημένος ο Μητροπολίτης Καισαριανής Δανιήλ, δικό σου πνευματικό παιδί και ανάστημα, εγγίζοντας απαλά το νεκρό σου σκήνος,

Η Νομαρχία κατέστρωσε και εδημοσίευσε το πρόγραμμα της κηδείας σου – δημοσία δαπάνη – καθώς και η Αρχιεπισκοπή. Τη νύχτα ήσυχα όσοι βρισκόμαστε κοντά σου, σου ψάλλομε τη νεκρώσιμη ακολουθία εις κληρικούς.

Τα λυρικώτατα τροπάρια, οι υπέροχοι ύμνοι, οι στοχασμοί οι παρήγοροι, τα νοήματά τους, που σαν αμάραντα λουλούδια έκοβες συχνά από το αειθαλές της Εκκλησιαστικής υμνολογίας μας ανθοκήπι και σκορπούσες απλόχερα στου λόγου σου τον καμβά και στων βιβλίων σου τ’ανθόσπαρτα λειβάδια, παίρνουν ένα υποβλητικό χρώμα στο βραδυνό απλό φως της Εκκλησίας και φέρνουν ρίγη στα κορμιά μας.

«Τοιούτος ο βίος ημών αδελφοί! Τούτο επί γης παίγνιον. Ουκ όντας γενέσθαι και γενομένους αναφθαρήναι όναρ εσμέν ουχ ιστάμενον, φύσημα τι μη κρατούμενον, πτήσις ορνέου παρερχομένου, ναύς επί θαλάσσης ίχνος ουκ έχουσα».

Δεν είναι η απαισιόδοξη καρδιά ενός πεσσιμιστού που θρηνολογεί στο τροπάριο τούτο. Φιλοσοφεί στα εγκόσμια ο Ναζιανζηνός Γρηγόριος, για να ανεβάσει ψηλά το νού και την καρδιά μας, στους ουρανούς, όπου τίποτα δεν είναι ρευστό και μεταβλητό, τίποτα εφήμερο, στους ουρανούς, που είναι το λιμάνι των κουρασμένων ποντοπόρων της ζωής, ο τόπος της μισθαποδοσίας.

«Αν ηλέησας άνθρωπε άνθρωπον, αυτός (ό Χριστός) μέλλει εκεί ελεήσαι σε’κάν τινι ορφανά συνεπάθησας, αυτός μέλλει εκεί συμπαθήσαι σε κάν τινά της ανάγκης έσωσας, αυτός εκεί της ανάγκης σε ρύσεται’ κάν γυμνόν εν τω βίω εσκέπασας, αυτός εκεί μέλλει σκεπάσαι σε».

Αυτός, Πατέρα μας, ο Χριστός, που σε δυνάμωσε να κάμεις έργο και ζωή τα συνθήματα αυτά, Εκείνος ας σου ανταποδώσει στη βασιλεία Του. Εμείς δεν κάνομε άλλο παρά να ευχόμαστε δακρύβρεκτοι για την ανάπαυση της ψυχής σου, κοντά στο σκήνος σου μέρα και νύχτα.

Διακόπτονται συχνά τα τελούμενα Τρισάγια από τους θρήνους και τους λυγμούς, που συγκλονίζουν τον κλήρο και τον Λαό. Σε ασπάζονται με περιπάθεια και στοργή, με ευλάβεια και ευγνωμοσύνη. Σε απαλοχαϊδεύουν στο μέτωπο το πονεμενο και ταλαιπωρημενο από την ασθένεια, αλλά καθάριο, στη λευκή γενειάδα, στα χέρια τα στοργικά. Τα πονεμένα παιδιά σου, σπαράζουν από το κλάμα, κάποιος Ιερέας από την Επαρχία λυποθυμά.

«Επί νεκρώ κατάγαγε δάκρυα και πένθησον κατά την αξίαν αυτού”.

Μήπως δεν άξιζες τάχα και συ για τόσους θρήνους πολυσέβαστε Πατέρα;

«Εποίησαν κοπετόν μέγαν» στον νεκρό του Αγίου Στεφάνου η Αποστολική Εκκλησία στα Ιεροσόλυμα. Μα και το δικό σου πυρφόρο κήρυγμα, η παρρησία σου στον αντίπαλο, η φιλανθρωπική σου δράση και διακονία δεν είχαν κάποια ομοιότητα μ’εκείνα του αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου; Γιατί να μη γίνη και για σένα ο κοπετός;

Επένθησε βαρειά, επί 30 ημέρες, τον αρχηγό του το Ισραήλ εκεί στην έρημο. Μα κι η δική σου διακυβέρνηση και πολύμορφη προσφορά για την δόξα του Χριστού και του λαού σου την ευημερία δεν έχει κάτι από τον Μωυσή;

Κατ’αξίαν, λοιπόν, έγιναν όλες αυτές οι αυθόρμητες εκδηλώσεις,Πατέρα μας. Το βαρύ εκκλησιαστικό πένθος, η πένθιμη διακόσμηση των δρόμων, που θα ακολουθούσε η εκφορά σου,μέχρι το Α Νεκροταφείο, ο μεσίστιος σημαιοστολισμός, το πονεμένο μοιρολόγι της καμπάνας, όλη τη μέρα, απ’όλες σχεδόν τις εκκλησίες. Το κλείσιμο των σχολείων της πόλεως, το κλείσιμο των καταστημάτων τις απογευματινές ώρες, η κοσμοσυρροή απ’όλα τα χωρία και τις ενορίες.

Στο προσκύνημα, που εξακολουθεί, πέρασαν τα παιδιά των σχολείων μικρά και μεγαλύτερα, πέρασαν επιστήμονες και ιδιώτες, πέρασαν πλούσιοι και φτωχοί, γνωστοί και άγνωστοι, εχθροί και φίλοι, πιστοί και θρησκευτικά αδιάφοροι. Περνούν, ασπάζονται το χέρι σου και φεύγουν. Μερικοί μένουν και ζητούν να κρατήσουν κάποια θέση. Το σεπτό σου λείψανο τοποθετήθηκε σε βαρύτιμο φέρετρο, ωραίο και αντάξιο στη μεγαλοσύνη σου. Η γαλανόλευκη σημαία μας, που πάντα σου ηλέκτριζε την εθνικά παλλόμενη καρδιά, σκεπάζει απαλά το λείψανο σου.

Το στοργικό χέρι της Μάνας του Στρατιώτη που ήρθε με στολή γεμάτη πόνο και οδύνη για την κοίμηση σου, σκόρπισε λίγα τριαντάφυλλα και μενεξέδες.

Οι ώρες περνούν κι η νεκρώσιμη ακολουθία αρχίζει Ο ναός είναι ασφυκτικά γεμάτος. Άρχοντες και αρχόμενοι και απλός λαός έδωσε το παρών.

Οι χοροί των ψαλτών είναι στο φόρτε τους. Αργά και επιβλητικά, όπως σου ταίριαζε και όπως σου άρεσε, αμίμητε τελετουργέ των ακολουθιών της Εκκλησίας μας ψάλλονται τα τροπάρια και οι ψαλμικοί στίχοι.

Παρ’όλο το πλήθος άκρα ησυχία επικρατεί στο Ναό. Σιωπηλά τα πλήθη παρακολουθούν, όπως ακριβώς ήθελες και επεδίωκες πάντα να γίνεται την ώρα της Θ. Λατρείας.

Προΐσταται τη νεκρωσίμου ακολουθίας ο Οικουμενικός Πατριάρχης που ήλθε ειδικά για σένα από το δεκτό Κέντρο και συμμετέχει ολόκληρη η Ιεραρχία. Ήθελα νάξερα τη βαθύτερη σκέψη σου τούτη την ώρα που τους νοιώθεις όλους από πάνω σου! Όλους εκείνους που σε Σταύρωσαν για δέκα ολόκληρα χρόνια! Ήθελα να ήξερα αν σου δινοπτανε η ευκαιρία κάτι να πείς τί θα έλεγες;;

Οι περισσότεροι κλαίνε, οι υπόλοιποι δακρύζουν και όλοι είναι περίλυποι.

Οι ομιλίες που ακούστηκαν για τη ζωή και το έργο σου είναι μνημεία και πνευματικές παρακαταθήκες!

Από τον Οικουμενικό Πατριάρχη μέχρι τον Δήμαρχο Αθηναίων όλοι σου έπλεξαν το εγκώμιο.

Η Ιερά Σύνοδος όρισε εζήτησε να ακουστεί ο επίσημος για σένα επικήδειος λόγος, από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ανθιμο, που παρά τα σκαμπανεβάσματα που πέρασε η σχέση σας στο τέλος πορεύθηκε καλά κι αγαπημένα .

Ύστερα από το εγκώμιο,του Θεσσαλονίκης Αλησμόνητε πατέρα μας, η συγκίνηση πλημμύρισε τις καρδιές όλων μας!

Ολόψυχα και τώρα και πάντοτε ευχόμεθα στον Κύριο να αναπαύσει την ψυχή σου, να την ξεκουράσεθ από τους κόπους και τους αγώνες της, να ικανοποιήσει την δίψα, τους πόθους και τις νοσταλγίες της, να την περιβάλει με το λευκό χιτώνα της δόξας και της αιώνιας ευτυχίας.

Στο «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν», σε ασπάζονται όλοι, κλήρος και λαός, συγγενείς και γνωστοί, εχθροί και φίλοι. Θρηνολογούν απαρηγόρητοι, σε κλαίνε ορφανεμένα παιδιά, τον αναντικατάστατον Πατέρα.

Όταν ετελείωσε το τροπάριο και ο ασπασμός, έγινε μεγαλόπρεπη, πρωτοφανής η εκφορά όπου χιλιάδες λαού σε περίμενε να σε δει και να σε αποχαιρετήσει.

 

ΝΕΚΡΙΚΗ ΠΟΜΠΗ

«Οι στρατιώτες σηκώνουν το σεπτό σου λείψανο και το τοποθετούν επάνω στο στρατιωτικό αυτοκίνητο, που είναι σκεπασμένο με τη γαλανόλευκη σημαία μας. Το στρατιωτικό τμήμα, που έχει παραταχθή αποδίδει τις τιμές. Η πομπή είναι θρίαμβος σωστός. Εμπρός πηγαίνουν ομάδες μαθητών των Γυμνασίων μας, ακολουθούν τα εξαπτέρυγα, η Φιλαρμονική του Δήμου, του Στρατού, της Αεροπορίας, που παιανίζουν πένθιμα εμβατήρια, ο χορός των ψαλτών και σε δύο στίχους όλος ο Ιερός Κλήρος των Αθηνών. Στη μέση ο Τελετάρχης της εκφοράς κι ακολουθούν ιερείς με τα παράσημά σου.

Ακολουθούν οι αντιπρόσωποι των άλλων Εκκλησιών και των Πατριαρχείων.

Ακολουθούν κατόπιν όλοι οι Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος οι οποίοι πλαισιώνουν τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο που ακολουθεί σε όλη την πορεία.

Πίσω τους ακολουθεί το αυτοκίνητο με το φέρετρο σου.

Ύστερα από έρχεται η πολιτική ηγεσία του τόπου. Ο Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής κι όλοι οι Υπουργοί , ο Αρχηγός της τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευσης Γιώργος Α.Παπανδρέου και όλοι οι επίσημοι και τέλος ο λαός του Θεού.

Η συρροή του πλήθους πρωτοφανής. Τα μπαλκόνια και τα παράθυρα, οι ταράτσες και τα πεζοδρόμια, ασφυκτικά γεμάτα. Το αυτοκίνητο και όλη η πομπή προχωρούν πολύ αργά και έτσι δίδεται στο λαό σου, αείμνηστε Πρωθιεράρχη η ευκαιρία να σε αντικρύσει για τελευταία φορά, να σε ράνει με τα δάκρυά του – δάκρυα αληθινής στοργής και βαθύτατης λύπης – να σου προσφέρη λιβανωτό και λουλούδια ευγνωμοσύνης.

Καθώς περνάμε την Μητροπόλεως και την κεντρική Πλατεία Συντάγματος, απέναντι από τη Βουλή, τα πλήθη σιωπηλά παρακολουθούν, κι η σιωπή αυτή, η βαθειά και παρατεταμένη σιωπή, είναι κάτι το πιο χαρακτηριστικό στην εκφορά σου. Να είναι η ευλάβεια προς το σεπτό σου σκήνωμα, ή η κατάπληξη που επροξένησεν ο θάνατος σου σε μικρούς και μεγάλους;

Να είναι μόνο λύπη βαθειά και μεγάλη ή και απογοήτευση πολλή; Ίσως όλα μαζί.

Στις παλλαϊκές λειτανίες και τις ιερές ακολουθίες ήθελες πάντα την ευλαβική και σιωπηλή στάση και παρακολούθηση τους από τον λαό. Τώρα που αυτό είναι χειροπιαστή πραγματικότητα δεν μπορείς να το απολαύσεις.

Και όμως για σένα, Δεσπότη μας, μένουν βουβά τα στόματα, σιγανασαίνουν τα στήθη, αργοκτυπούν οι καρδιές και γοργοκυλούν τα δάκρυα. Ας είναι για τελευταία φορά να άνοιγες τα μάτια σου, να δείς συγκεντρωμένο το λαό σου, απ’όλες τις τάξεις και τις ηλικίες και τα επαγγέλματα, να τους πης «παιδιά μου”,6 όπως πάντα συνήθιζες και να τους ευλογήσεις. Λίγες φορές, πατέρα μας, είδαν οι δρόμοι και οι Πλατείες μας τόσες χιλιάδες λαού συγκεντρωμένου. Μα και ποτέ η Ελλάδα μας δεν είχε τέτοιο Αρχιεπίσκοπο φλογερό στη δράση του, άφθαστο στη ρητορικότητά του, μεγαλουργό στις συλλήψεις και στα οράματα και μοναδικό στα δημιουργήματά του.

«Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς». Τα καλά έργα, που μ’αυτά εγέμισες την Αθήνα και την Εκκλησία μας, είναι που προκαλούν τις εκδηλώσεις αυτές τις τόσο αυθόρμητες και τιμητικές. Μερικοί ερωτούν στο δρόμο ψιθυρίζοντας. Τον αγαπούσε λοιπόν τόσο πολύ ο κόσμος τον Χριστόδουλο;

Του είχες μιλήσει στη καρδιά του λαού σου, Πατέρα μας. Κι η καρδιά του λαού μένει πάντα μεγάλη και αγνή, ωραία και ειλικρινής.

Σε αγαπούσε στ’αλήθεια ο κόσμος, Πατέρα μας, γι’αυτό και σύσσωμος ο λαός της Ελλάδας αλλά και οι απανταχού Έλληνες , συνοδεύει την εκφορά σου. από τη Μητρόπολη στους δρόμους της Αθήνας και στην Πλατεία, μέχρι το Α Νεκροταφείο.

Δεν ήταν κηδεία νεκρού αυτό που βλέπαμε, αλλ’ένας αληθινός θρίαμβος προς την αιωνιότητα. Πολύ σωστά ψιθύρισε κάποιος κοντά μου: «Αύτη η δόξα της Εκκλησίας, ούτος ο πλούτος της βασιλείας του Θεού».

Η κηδεία σου παίρνει άλλη μορφή. Ψηλά στο αυτοκίνητο ήρεμος κοιμάσαι μέσα στο φόντο τ’ουρανού, στο χρυσοφώς του ήλιου, τα λιγοστά πουλιά να κάνουν γύρους επάνω μας, τα καμπαναριά μέσα από την ολοπράσινη ανοιξιάτικη φύση να θρηνούν απαλόηχα το πέρασμα σου κι ο κόσμος ξωμάχων να τρέχει ευλαβικά κοντά και να σταυροκοπιέται συνέχεια.

Ο Πατριάρχης και οι Αρχιερείς τελούν τρισάγιο, που διακόπτεται συχνά από τους λυγμούς. Δεν θα περάσεις ξανά από τούτες τις πύλες, και τούτους τους χώρους Πατέρα μας τώρα πια που πέρασες τις αψίδες του Ουρανού.

Οι ιερείς σε βαστάζουν στα χέρια με σχισμένη καρδιά και μπαίνουν στο Α Νεκροταφείο. Διάλεξες μόνος σου τον τόπο και τον υπέδειξες για να ταφείς όταν μία μέρα ενώ ήσουν στο Α Νεκροταφείο για κάποια υποχρέωση μας έδειξες ο ίδιος το σημείο που ετάφης..

— Να εδώ θα με βάλλετε εμένα, είπες. Δίπλα στον Σεραφείμ.

Έτσι το θέλησες αυτό και έγινε. Τα καναρίνια, τα τριγώνια και τα περιστέρια σιωπούν καθώς περνά το σκήνωμα σου.

Το φέρετρό σου ανάμεσα στους θρήνους και τις ψαλμωδίες, στα πένθιμα καμπανίσματα και στα καυτά αστείρευτα δάκρυα κατεβαίνει στο μνήμα.

Οι στρατιώτες της φρουράς χαιρετούν με τις ωρισμένες ριπές πολυβόλου από τον Άγιο Γεώργιο και η μουσική επίσης με τον σχετικό δικό της τρόπο. Τιμούν τον άνδρα που εδόξασε και υπηρέτησε την Εκκλησία και το Έθνος ως Επίσκοπος και Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας μας.

Κι εμείς θρηνούμε και τιμούμε τον Πνευματικό Πατέρα , τον αρχηγό και εμπνευστή και προστάτη, τον άνθρωπο που θα μας λείψει πολύ και θα μας μείνει αναντικατάστατος.

Ο Κύριος ας ανάπαυση την ψυχή σου στους κόλπους της Βασιλείας του πολύκλαυστε, αείμνηστε, αλησμόνητε Πατέρα και Δεσπότη μας, Χριστόδουλε.

Αιωνία σου η μνήμη

Κεφάλαιο 5