«Υπακοή εις τον Επίσκοπον…», το ρεζουμέ του κηρύγματος του π. Ιωαννίκιου στο Μοναστήρι της Φανερωμένης.
Η υπακοή εις τον Επίσκοπον είναι κατ΄ ουσία συγκατάθεσις εις το Πάθος του Χριστού… Υπακούοντες οι πιστοί εις τον Επίσκοπον, ο οποίος διακονίζει το έργον της λειτουργικής ανοχής των εις τον Θεόν και μετέχοντες εις την υπ΄ αυτού δεδομένην ευχαριστίαν συγκατατίθενται εις το Πάθος του Χριστού, αφανίζουν το κατά κόσμον φρόνημά του και καθίστανται μέτοχοι της βασιλείας του Θεού…».
Με αυτά τα λόγια του ομότιμου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, έκλεισε το 43λεπτο κήρυγμά του, το βράδυ της Κυριακής 2 Απριλίου 2017, μετά το πέρας του εσπερινού στη Μονή Φανερωμένης, ο π. Ιωαννίκιος (Ζαμπέλης) κι ενώ το μισό εκκλησίασμα είχε εγκαταλείψει επιδεικτικά το χώρο του καθολικού της Μονής. Κι ενώ είχε πιαστεί η μέση μας από την ορθοστασία … κι ενώ κάποιοι ιερείς άρχισαν κι αυτοί σιγά-σιγά να κάθονται στα σκαλιά προ του Αγίου Βήματος. «Η υπακοή εις τον Επίσκοπον» ήταν με διάφορες διανθίσεις και επιλεκτικές αναφορές και το ρεζουμέ του όλου κηρύγματός του.
Ο οποίος π. Ιωαννίκιος ήταν μοναχός στη Μονή Φανερωμένης, αποσπασμένος όμως στη Μητρόπολη Λευκάδας και υπεύθυνος του Κέντρου Νεότητας, μέχρι το τέλος του Δεκέμβρη 2016, οπότε και διαγράφτηκε από τη δύναμή της –χωρίς καν να το γνωρίζει αυτό το Ηγουμενοσυμβούλιο της Μονής– για να εγγραφεί ως μοναχός στη Μονή Αγίων Πατέρων Νίκαιας κι ενώ συνεχίζει να βρίσκεται στη Λευκάδα και να απασχολείται στην εδώ Μητρόπολη, σύμφωνα με δημοσίευμα τοπικής εφημερίδας (Τα Καλά Νέα της Λευκάδας, Φύλλο της Τρίτης 21 Μαρτίου 2017).
Ο λόγος της μετεγγραφής του προφανής: να μείνει η Μονή με τέσσερις μοναχούς ώστε να μην μπορεί να εκλέξει αιρετό Ηγουμενοσυμβούλιο. Όμως ο Νομικός Σύμβουλος της Μονής Φανερωμένης, Κωνσταντίνος Γ. Παπαγεωργίου, Δικηγόρος και Επίκουρος Καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης, σημειώνει: «Κάθε Ιερά Μονή της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο Μοναχολόγιο της οποίας είναι εγγεγραμμένοι πέντε (5) τουλάχιστον Μοναχοί, δικαιούται ελεύθερα να εκλέξει τον ισόβιο Ηγούμενό της και τα αιρετά Μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου της. Νόμιμο δικαίωμα εκλογής αιρετής διοίκησης είχε και η Ιερά Μονή Φανερωμένης Λευκάδος προ του έτους 2010 και εξακολουθεί να έχει μέχρι και σήμερα αφού στο Μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής ήταν και είναι εγγεγραμμένοι τουλάχιστον πέντε (5) Μοναχοί».
Το κήρυγμα έγινε στα πλαίσια του καθιερωμένου εσπερινού που τελείται κάθε χρόνο στο Μοναστήρι δυο βδομάδες πριν το Πάσχα, χοροστατούντος του Μητροπολίτη Λευκάδας και Ιθάκης κ. Θεοφίλου, και ήταν επίσης η πρώτη επέτειος του περυσινού επεισοδιακού εσπερινού, την ίδια εποχή, με τα δυο παγκάρια και το «Είστε κλέφτες, κλέβετε την Εκκλησία…», που είχε αναφωνήσει, χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί, μπροστά σε δεκάδες πιστούς ο Μητροπολίτης, ο οποίος χοροστάτησε κι αυτή το φορά, πλαισιούμενος από πλήθος κληρικών της τοπικής Εκκλησίας.
Ήταν η Ε΄ Κυριακή των Νηστειών κατά την οποία τιμάται η μνήμη της οσίας Μαρίας Αιγυπτίας και το καθολικό της Μονής ήταν πλημμυρισμένο από πιστούς που παρακολούθησαν με κατάνυξη και είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν τις εξαίσιες πράγματι ψαλμωδίες του Εσπερινού στο ιστορικό αυτό Μοναστήρι του νησιού μας.
Μετά το πέρας του εσπερινού κι ενώ ο Μητροπολίτης με την ακολουθία του εγκατέλειπαν το χώρο της Μονής μια μεγάλη ομάδα πιστών που είχε συγκεντρωθεί στην κύρια είσοδο του Μοναστηριού θέλησε να επιδώσει δια χειρός του κ. Γεράσιμου Φωκά, προέδρου του Σωματείου Φίλων Μονής Φανερωμένης, ένα υπόμνημα στον Μητροπολίτη, ο οποίος όμως ούτε καν άπλωσε το χέρι του να το πάρει, ενώ είπε: «περάστε από το γραφείο…», εννοώντας, προφανώς, το Μητροπολιτικό Μέγαρο.
Το υπόμνημα αυτό, που υπογράφεται από τον πρόεδρο του Σωματείου Φίλων Μονής Φανερωμένης κ. Γεράσιμο Φωκά και την κ. Αρχοντία Μηχαήλογλου, με την ιδιότητα της Γραμματέως του Σωματείου, αναφέρει:
Σεβασμιώτατε,
Μετά και την δημοσιοποίηση των προσφάτων αποφάσεων του Σ.τ.Ε. που αφορούν την Ιερά Μονή Παναγίας Πεφανερωμένης Λευκάδος, σας καλούμε:
α) να τις εφαρμόσετε ως οφείλετε, και
β) να στηρίξετε ουσιαστικά την Ιερά Μονή και τα μέλη της αδελφότητάς της.
Σας γνωρίζουμε ότι το Σωματείο μας είναι αποφασισμένο, ως υποχρεούται και εκ του Καταστατικού, να συμπαρασταθεί και στηρίξει με κάθε νόμιμο και εκκλησιαστικώς ενδεδειγμένο τρόπο την Ιερά Μονή και τα μέλη της Μοναχικής Αδελφότητος αυτής, στις ποικίλες ανάγκες που αντιμετωπίζει, ώστε οι Μοναχοί να επιτελούν απερίσπαστοι τα Θεάρεστα πνευματικά τους καθήκοντα.
«Η υπακοή εις τον Επίσκοπον…». Μέχρι τώρα ξέραμε ότι μόνο ο προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας διατηρούσε το αλάθητο για τον εαυτό του: το αλάθητο του Πάπα. Που οφείλει το σύνολο της Εκκλησίας να το τηρεί. Για τους δικούς μας Επισκόπους, της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, ξέραμε ότι άνθρωποι είναι κι αυτοί, που μπορούν να υποπέσουν σε λάθη και ατοπήματα – ουδείς αναμάρτητος. Κι η ιστορία μας τουλάχιστον, νεότερη και σύγχρονη, αυτό έχει δείξει.
Για φανταστείτε να υπάκουαν το 1821 οι ξεσηκωμένοι Έλληνες στον τότε προκαθήμενο της Ορθοδοξίας, τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄, που χαρακτήριζε την Επανάσταση ως «αχαριστία […] συνοδευμένη και με πνεύμα κακοποιόν και αποστατικόν εναντίον της κοινής ημών ευεργέτιδος και τροφού, κραταιάς και αηττήτου βασιλείας», που «εμφαίνει και τρόπον αντίθεον» … και είχε αφορίσει τους «ασεβείς πρωταίτιους», Μ. Σούτσο και Α. Υψηλάντη, καλώντας τους πιστούς «να τους μισούν και να τους αποστρέφονται».
Για φανταστείτε, για να έρθουμε λίγο και στα δικά μας μέρη, να υπάκουαν το 1940-44 οι συντοπίτες μας Λευκάδιοι, μεταξύ αυτών και κάμποσοι κατώτεροι κληρικοί, που πολέμησαν τους Γερμανούς κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους -δεκάδες ήταν οι Λευκαδίτες στο 2/39 Σύνταγμα του Μόνιμου ΕΛΑΣ-, στον τότε Μητροπολίτη Λευκάδας Δωρόθεο, «που αντί να συνεγείρει και τονώσει το ηθικό του θρησκευόμενου πληρώματός του, κάτι που με ηρωισμό και αυτοθυσία έκανε ο Παπαστάθης Κτενάς, προσπαθούσε -χρησιμοποιώντας δούρειο ίππο τη θεία πρόνοια- να αποπροσανατολίσει το ενδιαφέρον και αποκοιμίσει τη συνείδηση του πληθυσμού προτρέποντάς τον με εγκύκλιο να μην ενδιαφέρεται ούτε να ακούει τι γίνεται γύρω του»1.
Ο Αρχιμανδρίτης Ιωαννίκιος αφού αναφέρθηκε στην αρχή του κηρύγματός του στο βίο της οσίας Μαρίας Αιγυπτίας χρησιμοποίησε στη συνέχεια διάφορα αποσπάσματα από βίους οσίων και Αγίων για να διανθίσει το λόγο του. Τώρα πως έφτασε στον π. Αρσένιο και στο βιβλίο «Κατάδικος- «ΖΕΚ-18376»», που έχει εκδοθεί στην Ελλάδα από τη Μονή Παρακλήτου στον Ωρωπό, και πια η σύνδεσή του με το όλο νόημα του κηρύγματος δεν πολυκαταλάβαμε. Εκείνο όμως που σαφώς καταλάβαμε είναι ότι ήταν ένα αντικομμουνιστικό παραλήρημα.
«Στο στρατόπεδο ειδικού καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης απ΄ όπου δε γυρίζει πίσω κανείς (σ.σ. τώρα πως γύρισε ο π. Αρσένιος και πέθανε το 1975 είναι αλλουνού παπά Ευαγγέλιο), ανάμεσα σε βαρυποινίτες, εγκληματίες και πολιτικούς κρατουμένους, είναι εγκάθειρκτος και ο π. Αρσένιος, κατά κόσμο Πέτρος Αντρέγιεβιτς Σελτσώφ και τώρα ΖΕΚ-18376». Εκεί λοιπόν θα γνωρίσει, ο π. Αρσένιος, τον άνθρωπο που τον έστειλε στην εξορία, κάποιον της «Τσεκά, τον Αλέξανδρο Παύλοβιτς (σ.σ. είχε και τρίτο όνομα που δεν το συγκρατήσαμε), μέλος του κόμματος από τα δεκαεφτά του χρόνια, που είχε λάβει μέρος στην Οχτωβριανή επανάσταση (σ.σ. της οποίας γιορτάζουμε φέτος τα εκατό της χρόνια), που γνώριζε προσωπικά τον Λένιν και που στα 1920 διοικούσε μεγάλη μονάδα του Κόκκινου Στρατού». Αυτός λοιπόν, ο Αλέξανδρος Παύλοβιτς, έγινε πανίσχυρος όταν μετήχθηκε σε ένα από τα ανώτερα στελέχη της Τσεκά – της μετέπειτα KGB αποσαφήνισε ο ομιλητής. «Έστειλε με την υπογραφή του χιλιάδες στο θάνατο και τώρα τον έστειλαν να πεθάνει στο Ειδικό. Να πεθάνει όπως τόσοι άλλοι που βρέθηκαν εκεί. Ήταν ένα τυπικό θύμα των εκκαθαρίσεων. Συνηθισμένη ιστορία…» κλπ. κλπ.
Ένα ακόμη απόσπασμα, μετά τη γνωριμία, τη στιγμή που ρωτάει ο π. Αρσένιος τον πρώην διώκτη του και τώρα συγκρατούμενό του: «Μα για πέστε μου, γιατί πολεμήσατε; Και τώρα, αφού πολεμήσατε τόσο, κατάπιε και σας και την ιδεολογία σας ετούτο εδώ το στρατόπεδο…». Κι άλλη φορά του εξήγησε: «Εμείς οι δυο γνωριζόμαστε από παλιά… Το 1933 όταν η Εκκλησία γνώριζε σκληρό διωγμό, όταν εκατοντάδες χιλιάδες πιστών χριστιανών εξορίζονταν, όταν οι εκκλησίες με κάποια προσχήματα ή και απροσχημάτιστα σφραγίζονταν, τότε πέρασα για πρώτη φορά στα χέρια σας. Εσείς μου υπογράψατε την καταδικαστική απόφαση και μετά από μερικά χρόνια όταν τύπωσα και κυκλοφόρησα ένα βιβλίο με έπιασαν πάλι και με καταδίκασαν σε θάνατο. Εσείς μετατρέψατε τη θανατική ποινή σε κάθειρξη στο Ειδικό… Μια μυστική φωνή μέσα μου μου έλεγε ότι κάποτε θα συναντηθούμε. Το περίμενα και έγινε»
Τώρα εντάξει ο καθένας ότι θέλει μπορεί διαβάζει, αλλά να τα κηρύττει κιόλας από άμβωνος; Δεν το περιμέναμε αυτό από τον π. Ιωαννίκιο που τον θεωρούσαμε ένα μορφωμένο άνθρωπο της Εκκλησίας και ανοιχτό μυαλό με δίκαιες αξιώσεις για ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα. Αλήθεια αυτά κατηχεί στα πολυάριθμα παιδιά του Κέντρο Νεότητος της Μητρόπολης που έχει την ευθύνη; Είναι γνωστό ότι στη Σοβιετική Ένωση είχε γίνει από νωρίς ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους. Όποιος ήθελε μπορούσε να ασκήσει ελεύθερα τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Απαγορεύονταν βέβαια η θρησκευτική προπαγάνδα και οι όποιες διώξεις είχαν να κάνουν με αντεπαναστατική δράση και όχι με θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Γράφει ο Αναστάσης Γκίκας, κομμουνιστής και χριστιανός από τον Πόντο, στο βιβλίο του «Οι Έλληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2007, σελ. 130-131):
«Εγώ είμαι κομμουνιστής. Και όμως εγώ πήγα στην εκκλησία και είχα βαφτίσει μάλιστα και δώδεκα παιδιά. Το ξέρανε και στο Κόμμα. Στο ερώτημα πως τα βάφτισε αφού, όπως λέγεται, ήταν διωκόμενη η θρησκεία, απαντά: Οι γονείς μου ήταν θρήσκοι και εγώ το ίδιο. Και ήμουν και μέλος του Κόμματος. Δεν απαγορευότανε από το Κόμμα. Αυτό είναι λάθος. Κοιτάξτε, εθελοντικά όποιος ήθελε πήγαινε στην εκκλησία. Δεν διωκότανε επίσημα. Προσπαθούσανε να περάσουνε τον αθεϊσμό μέσα από τα πανεπιστήμια κλπ., αλλά με το ζόρι, βίαια ποτέ. Λέγανε: δεν κάνει να πάτε. Αλλά με το ζόρι ποτέ. Ο ίδιος μάλιστα βάφτισα μέσα στην Μόσχα, σε μια εκκλησία, το παιδί ενός άλλου Έλληνα, επίσης μέλους του Κόμματος. Ήταν οι πρωτοβάθμιες, οι τοπικές οργανώσεις που πρωτοστατούσαν κατά της Εκκλησίας. Από την κεντρική εξουσία δεν είχαν τέτοια εντολή».
Κλείνοντας -μακροσκελές μας βγήκε πάλι το άρθρο αλλά θελήσαμε να τα καλύψουμε όλα αυτά που θεωρήσαμε σοβαρά-, να επαναλάβουμε αυτά που γράφαμε πριν οκτώ περίπου χρόνια – στις 25 Μάη του 2009: «Αχός βαρύς ακούγεται…» από το ιστορικό Μοναστήρι της Φανερωμένης στη Λευκάδα … κι οι μοναχοί, πλαισιωμένοι από μια μεγάλη μερίδα πιστών και το Σωματείο Φίλων της Μονής, δείχνουν αυτή τη φορά να έχουν ταμπουρωθεί για τα καλά στο Μοναστήρι και αν όχι «μολών λαβέ», που δεν ενδείκνυται σίγουρα σε αυτού του είδους τις περιστάσεις, είναι διατεθειμένοι τουλάχιστον να διεκδικήσουν μέχρι τέλος «με όλες τις νόμιμες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες ενώπιον της ποινικής, διοικητικής και αστικής δικαιοσύνης» το δίκιο τους, αφού η ανοχή τους έχει πλέον τελειώσει, όπως έχουν ήδη αναγγείλει προς πάσα κατεύθυνση.
____________________________________
1 Ιωάννης Α. Αναγνώστου, Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ (1941-1944), διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, σελ. 42. Ο συντάκτης χαρακτηρίζει ως αντεθνική τη στάση του τότε Μητροπολίτη Λευκάδας και Ιθάκης, ενώ παραθέτει στη διατριβή του αποσπάσματα της από 4ης Νοεμβρίου 1941 με Αριθ. Πρωτ. 657 σχετικής εγκυκλίου.