You are currently viewing Ακοινωνησία, Παραπλανητική Αναφορά στους Ιερούς Κανόνες

Ακοινωνησία, Παραπλανητική Αναφορά στους Ιερούς Κανόνες

  • Reading time:20 mins read
Του ΑΡΧ. Δρ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑ
ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ
ΣΕ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΩΡΙΑ, ΓΙΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΔΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΕΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ
Σε έγγραφο που εκδόθηκε στις 20 Φεβρ. 2017, στη μητρόπολη Ναυπάκτου, και που αφορά σε πειθαρχική δίωξη κληρικού – ιερομόναχου, (βάσει του μεταξικού νόμου 5383/32), με εντολή του μητροπολίτη Ναυπάκτου, αναγράφεται ότι:
«…Όλα τα ανωτέρω αποτελούν παραπτώματα τα οποία σαφώς προβλέπονται και ρητώς τιμωρούνται από τους Θείους και Ιερούς Κανόνες Ι΄ και ΛΘ΄ των Αγίων Αποστόλων, Ε’ της Α΄ Οικουμενικής, κλπ κλπ …».
Αυτά, τα «παραπτώματα», σχεδόν πανομοιότυπα για κάθε κατηγορούμενο, κατάντησαν να είναι σχεδόν μόνιμα αναφερόμενα, και ανεξάρτητα από την αλήθεια κάποιων πραγματικών περιστατικών, που κανένας δεν μπαίνει στον κόπο να ελέγξει. Κυρίως, στην περιγραφή των, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων και τις έννοιες: «καταφρόνηση, απείθεια, στρηνιασμό, ακοινώνητος, υπακοή, σκανδαλισμό».
Θα δείξουμε όμως τελικά, μέσα από τα κείμενα των Ι. Κανόνων, ότι αποτελεί μάλλον κακόβουλη παρερμηνεία και αυθαίρετη εφαρμογή στην πράξη, η επίκληση αλλά και η χρήση των ως άνω Ι. Κανόνων, και των άλλων Ι. Κανόνων, για την πειθαρχική δίωξη κατά κληρικών, βάσει του απαρχαιωμένου επί δικτατορίας νόμου του έτους 1932, που χρησιμοποιεί ακόμα σήμερα η Εκκλησία Ελλάδος, ως νπδδ.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει κανείς, παρατηρώντας ότι, η εφαρμογή αυτή των Ι. Κανόνων, γίνεται με ευκολία και ανέλεγκτα, από την εκκλησιαστική Διοίκηση, κυρίως όταν δεν μπορεί να βρεθεί κάποια σοβαρή και βέβαιη αληθινή κατηγορία, εναντίον κάποιου κληρικού, που τελικά στοχοποιείται και διώκεται άδικα, δήθεν ως ανυπάκουος – ακοινώνητος, ενώ ο αληθής και πραγματικός λόγος της δίωξης, είναι εντελώς διαφορετικός, από τον προβαλλόμενο κατά την πειθαρχική διαδικασία.
Αυτό μάλιστα που προκαλεί ιδιαίτερα την κακή εντύπωση, είναι επίσης το γεγονός ότι επιμελώς παραλείπεται η λεπτομερής αναφορά στα συγκεκριμένα κείμενα των Ιερών Κανόνων, που αναφέρονται ότι ΤΑΧΑ, τα παρέβη ο υποψήφιος για να διωχθεί κληρικός. Απλά αναγράφονται για τις εντυπώσεις, οι τίτλοι και οι αριθμοί των Ι. Κανόνων, χωρίς όμως αναλυτικά να προστίθεται και το περιεχόμενο του κειμένου, που αν κανείς το δει, θα καταλάβει αμέσως την παραπληροφόρηση.
Ανατρέχοντας λοιπόν, στις πηγές, στα κείμενα των Ιερών Κανόνων, που παραπέμπει ο κατήγορος – μητροπολίτης, με έκπληξη διαπιστώνει κανείς, ότι κανένας από αυτούς τους Ι. Κανόνες δεν αναφέρεται στα παραπτώματα της πειθαρχικής δίωξης. Η αναγραφή των ως άνω Ι. Κανόνων, ελέγχεται είτε ως κακόβουλη, είτε ως εσφαλμένης εφαρμογής, ή άλλως ελλιπούς αιτιολογίας, ή αυθαίρετης ερμηνείας, και πάντως άσχετης εντελώς με τα πραγματικά περιστατικά.
Κλασικό παράδειγμα περίπτωσης της εσφαλμένης εφαρμογής και αυθαίρετης αναγωγής και ερμηνείας των Ιερών Κανόνων, είναι η εκτός νομοθετικής πρόβλεψης επιβαλλόμενη τελικά στην πράξη, ως πειθαρχική ποινή ( πνευματικού χαρακτήρα «επιτίμιο»)  της «ακοινωνησίας». Από πουθενά όμως δεν προκύπτει ότι, οι Ιεροί Κανόνες ή οι νόμοι του ελληνικού Κράτους, στηρίζουν και  ενισχύουν την αυθαίρετη αυτή τακτική, των όσων επιμένουν ακόμη, στο να επιβάλουν ως πειθαρχική ποινή το επιτίμιο – «ακοινωνησία», επικαλούμενοι άσχετους Ιερούς Κανόνες, και μάλιστα χωρίς να τηρείται κάποια προβλεπόμενη διαδικασία. Ούτε κάν και αυτή του νόμου των εκκλησιαστικών δικαστηρίων του ν. 5383/1932.
Ιδιαιτέρως μάλιστα επικαλούνται αρκετοί τον όρο ακοινώνητος, ο οποίος πράγματι αναφέρεται στους Ιερούς Κανόνες. Όμως, τι άραγε εννοούν οι Ιεροί Κανόνες κάτω από την λέξη αυτή;
Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι, οι Κανόνες, όταν αναφέρουν τον όρο  ακοινώνητος, τον ταυτίζουν ουσιαστικά με τον όρο  αφωρισμένος,  που μάλιστα αφορά στην ποινή του αφορισμου, πού ήδη έχει επιβληθεί σε κάποιον.
Αυτά ακριβώς, λέγει ο σπουδαίος ερμηνευτής των Ιερών Κανόνων και μεγάλος Κανονολόγος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης:
«Το όνομα, ακοινώνητος,… δηλοί τον μήτε κοινωνούντα, μήτε συνιστάμενον και προσευχόμενον με τους πιστούς εν εκκλησία, αλλά αφοριζόμενον από αυτούς, και ευγαίνοντα έξω της εκκλησίας και προσευχής. Καί συνεχίζει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, καί λέει ότι 
ακοινώνητοι, είναι οι Χριστιανοί οι οποίοι μόνοι τους αυτοαφωρίσθηκαν με το να μη κοινωνούν των αχράντων Μυστηρίων του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, παρ’ όλον ότι πολλοί από αυτούς πηγαίνουν στην Θεία Λειτουργία.
Ακοινώνητοι είναι οι Χριστιανοί οι οποίοι μόνοι τους σταμάτησαν να πηγαίνουν στην Εκκλησία, και δεν προσεύχονται μαζί με τους άλλους Χριστιανούς στην Θεία Λειτουργία.
Ακοινώνητοι είναι οι Χριστιανοί, οι οποίοι μόνοι τους, αποκόπηκαν από την Εκκλησία και δεν έχουν καμία σχέση και καμία επικοινωνία, και το δηλώνουν παντού.
Ακοινώνητοι είναι οι Επίσκοποι που αφωρίσθηκαν από του Επισκόπους. Οι Πρεσβύτεροι που αφωρίσθηκαν από τους Πρεσβυτέρους, οι Διάκονοι από τους Διακόνους κλπ.»….
Αυτούς τους αφορισμένους, οι Ιεροί Κανόνες τους ονομάζουν «ακοινώνητους».
Οι Ιεροί Κανόνες πράγματι ιδρύουν την ποινή του αφορισμού. Όμως, δεν υπάρχει κανένας Ιερός Κανόνας, που να ιδρύει, την ποινή της ακοινωνησίας (όπως έχει καταντήσει) και μάλιστα ως όπλο κατά Κληρικών και Μοναχών.
Κατωτέρω παρουσιάζονται κείμενα που παραπέμπουν διάφοροι, που όμως συνήθως «χρησιμοποιούνται», κακόβουλα, για να υποστηρίξουν την τάση γιά απολυταρχική εξουσία κάποιων Μητροπολιτών και την κανονικότητα του καθ’ όλα αντικανονικού ΤΑΧΑ «επιτιμίου» της ανύπαρκτης ποινής της ακοινωνησίας: 
 
Κανονες των Αγίων Αποστόλων.
Παραπέμπουν στον Κανόνα ι’ (10)
 
Κανὼν ι’ (10):Περὶ τοῦ συνευχομένου ἀκοινωνήτῳ.
Εἴ τις ἀκοινωνήτω κἀν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω.
Ο Ιερός αυτός Κανόνας μιλάει για κείνον πού συμπροσεύχεται με αφορισμένο, να αφορίζεται κι αυτός. (Πάντως αφορισμένοι δεν υπάρχουν σήμερα).
Δεν είναι ευσταθεί κατά την άποψή μας, ότι ο Ιερός αυτός Κανόνας στηρίζει τις όποιες απολυταρχικές, αυθαίρετες, παράνομες και αντικανονικές διοικητικές εξουσίες, Μητροπολιτών, ή και τα λεγόμενα «εκκλησιαστικά δικαστήρια» του ν. 5983/32, ή τις καταδίκες και τις καθαιρέσεις αξίων και κοινωνικά δραστήριων Ιερομονάχων.
Δεν αληθεύει, το ότι ο Ιερός αυτός Κανόνας μιλάει για ίδρυση και επιβολή της ποινής της ακοινωνησίας. Είναι τελείως άσχετος με το θέμα.
Παραπέμπουν στον Κανόνα ιβ’ (12)
 
Κανὼν ιβ’:

Περὶ τοῦ δεξαμένου τὸν ἄδεκτον.
Εἴ τις κληρικὸς ἢ λαϊκὸς ἀφωρισμένος, ἤτοι ἄδεκτος. ἀπελθὼν ἐν ἑτέρᾳ πόλει προσδεχθῇ ἄνευ γραμμάτων συστατικῶν, ἀφοριζέσθω καὶ ὁ δεξάμενος καὶ ὁ δεχθείς.
Ο Ιερός αυτός Κανόνας λέει, ότι αν, κάποιος αφορισμένος, κληρικός ἢ λαϊκός, πάει σε κάποια πόλη και τον δεχθεί κάποιος άλλος, να αφορισθούν κα οι δύο. Πάντως αφορισμένοι δεν υπάρχουν σήμερα.
Δεν αληθεύει ότι ο Ιερός αυτός Κανόνας στηρίζει τα  «εκκλησιαστικά δικαστήρια», και τις καταδίκες και τις καθαιρέσεις αξίων και δραστήριων Ιερομονάχων.
Και πάντως ο Ιερός αυτός Κανόνας ΔΕΝ μιλάει για ακοινωνησία. Δεν λέει τίποτα για ίδρυση και επιβολή ποινής ακοινωνησίας. Είναι τελείως άσχετος με το θέμα.
Παραπέμπουν στον Κανόνα λθ΄
Κανὼν λθ’:

Ἐπὶ τῷ ἐπισκόπῳ κείσθωσαν τὰ τῆς ἐκκλησίας.
Οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι ἄνευ γνώμης τοῦ ἐπισκόπου μηδὲν ἐπιτελείτωσαν, αὐτὸς γάρ ἐστιν ὁ πεπιστευμένος τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου καὶ τὸν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν λόγον ἀπαιτηθησόμενος.
Ο Ιερός αυτός Κανόνας μιλάει γενικά για την πειθαρχία στον επίσκοπο εκείνο, ο οποίος όμως σύμφωνα με τους άλλους Ιερούς Κανόνες φέρεται με αγάπη σαν καλός πατέρας.
Πολλοί Κανόνες των Αγίων Αποστόλων και άλλοι Ιεροί Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων, αναφέρονται σε κακούς επισκόπους και προβλέπουν πολλά γιαυτούς, ακόμα και καθαίρεση και αφορισμό και πάντως όχι την υποταγή των Μελών της Εκκλησίας σ’ αυτούς. Οι Ιεροί Κανόνες συνιστούν υπακοήν μόνο σε επισκόπους πού αγαπούν τους Χριστιανούς, σαν πατέρες αληθινοί.
 
Δεν είναι αληθές, ότι ο Ιερός αυτός Κανόνας λθ΄, στηρίζει τις όποιες ασύδοτες και απολυταρχικές διοικητικές εξουσίες, ή και τα λεγόμενα «εκκλησιαστικά δικαστήρια», του νόμου 5383/32.
Ο Ιερός αυτός Κανόνας δεν αναφέρει απολύτως τίποτε για επιβολή της ποινής της ακοινωνησίας. Είναι τελείως άσχετος με το θέμα.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΌΔΟΥ
Παραπέμπουν στον Κανόνα Ε΄ :
Κανὼν ε’ (5):

Τοὺς ἀφωρισμένους μὴ δέχεσθαι παρ’ ἄλλων ἐπισκόπων.
Περὶ τῶν ἀκοινωνήτων γεγονότων, εἴτε τῶν ἐν κλήρῳ, εἴτε τῶν ἐν λαϊκῷ τάγματι, ὑπὸ τῶν καθ’ ἑκάστην ἐπαρχίαν ἐπισκόπων, κρατείτω ἡ γνώμη, κατὰ τὸν κανόνα τὸν διαγορεύοντα, τοὺς ὑφ’ ἑτέρων ἀποβληθέντας ὑφ’ ἑτέρων μὴ προσίεσθαι. Ἐξεταζέσθω δὲ, μὴ μικροψυχίᾳ, ἢ φιλονεικίᾳ, ἢ τινι τοιαύτῃ ἀηδὶᾳ τοῦ ἐπισκόπου, ἀποσυνάγωγοι γεγένηνται. Ἵνα οὖν τοῦτο τὴν πρέπουσαν ἐξέτασιν λαμβάνοι, καλῶς ἔχειν ἔδοξεν, ἑκάστου ἐνιαυτοῦ, καθ’ ἑκάστην ἐπαρχίαν δὶς τοῦ ἔτους συνόδους γίνεσθαι· ἵνα κοινῇ πάντων τῶν ἐπισκόπων τῆς ἐπαρχίας ἐπὶ τὸ αὐτὸ συναγομένων, τὰ τοιαῦτα ζητήματα ἐξετάζηται, καὶ οὕτως οἱ ὁμολογουμένως προσκεκρουκότες τῷ ἐπισκόπῳ, κατὰ λόγον ἀκοινώνητοι παρὰ πᾶσιν εἶναι δόξωσι, μέχρις ἂν τῷ κοινῷ τῶν ἐπισκόπων δόξῃ τὴν φιλανθρωποτέραν ὑπὲρ αὐτῶν ἐκθέσθαι ψῆφον. Αἱ δὲ σύνοδοι γινέσθωσαν, μία μὲν πρὸ τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἵνα πάσης μικροψυχίας ἀναιρουμένης, τὸ δῶρον καθαρὸν προσφέρηται τῷ Θεῷ· δευτέρα δὲ περὶ τὸν τοῦ μετοπώρου καιρόν.
Δηλαδή, εδώ λέει, ότι δεν πρέπει οι Επίσκοποι να δέχονται τους αφορισμένους, αλλ’ όμως, συμπληρώνει, ότι πρέπει να εξετάζουν πρώτα αν τούς αφόρισε ο Επίσκοπός τους, από εμπάθεια και κακία (“αηδία επισκόπου“). (Πάντως αφορισμένοι δεν υπάρχουν σήμερα).
Ούτε αυτός ο Κανόνας, στηρίζει τις απολυταρχικές εξουσίες επισκόπων, ή και τα λεγόμενα «εκκλησιαστικά δικαστήρια», του νόμου 5383/32, και δεν αναφέρει απολύτως τίποτε για επιβολή της ποινής της ακοινωνησίας. Είναι τελείως άσχετος με το θέμα.
Παραπέμπουν στον Κανόνα ις’ (16):
Κανὼν ις’ (16):

Περὶ τοῦ ἐπιμένοντος τῇ τοιαύτῃ μεταβάσει.
Ὅσοι ῥιψοκινδύνως, μήτε τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ πρὸ ὀφθαλμῶν ἔχοντες, μήτε τὸν ἐκκλησιαστικὸν κανόνα εἰδότες, ἀναχωρήσωσι τῆς ἰδίας ἐκκλησίας, πρεσβύτεροι, ἢ διάκονοι, ἢ ὅλως ἐν τῷ κανόνι ἐξεταζόμενοι, οὐδαμῶς δεκτοὶ ὀφείλουσιν εἶναι ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ· ἀλλὰ πᾶσαν αὐτοῖς ἀνάγκην ἐπάγεσθαι χρή, ἀναστρέφειν εἰς τὰς ἑαυτῶν παροικίας· ἢ, ἐπιμένοντας, ἀκοινωνήτους εἶναι προσήκει. Εἰ δὲ καὶ τολμήσειέ τις ὑφαρπάσαι τὸν τῷ ἑτέρῳ διαφέροντα, καὶ χειροτονῆσαι ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἐκκλησίᾳ, μὴ συγκατατιθεμένου τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, οὗ ἀνεχώρησεν ὁ ἐν τῷ κανόνι ἐξεταζόμενος, ἄκυρος ἔστω ἡ χειροτονία.
Μιλάει για Κληρικούς πρεσβυτέρους, ἢ διακόνους, πού φεύγουν από την εκκλησία τους και πάνε σε άλλη εκκλησία και επιμένουν να μένουν εκεί. Και λέει να είναι αφορισμένοι.
Καμία δηλαδή σχέση, δεν έχει, ούτε αυτός ο Κανόνας, με τις διοικητικές εξουσίες επισκόπων, ή και τα λεγόμενα «εκκλησιαστικά δικαστήρια», του νόμου 5383/32, και δεν αναφέρει απολύτως τίποτε για επιβολή της ποινής της ακοινωνησίας. Είναι τελείως άσχετος με το θέμα.
Της Β΄ ΟΙκουμενικής Συνόδου
Παραπέμπουν στον Κανόνα ς’  (6):
Κανὼν ς’ (6):

Τίνες ἂν εἶεν οἱ κατηγοροῦντες ἐπισκόπους;
Ἐπειδὴ πολλοὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν εὐταξίαν συγχεῖν καὶ ἀνατρέπειν βουλόμενοι, φιλέχθρως καὶ συκοφαντικῶς αἰτίας τινὰς κατὰ τῶν οἰκονομούντων τὰς ἐκκλησίας ὀρθοδόξων ἐπισκόπων συμπλάσσουσιν, οὐδὲν ἕτερον, ἢ χραίνειν τὰς τῶν ἱερέων ὑπολήψεις, καὶ ταραχὰς τῶν εἰρηνευόντων λαῶν κατασκευάζειν ἐπιχειροῦντες· τούτου ἕνεκεν ἤρεσε τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει συνδραμόντων ἐπισκόπων, μὴ ἀνεξετάστως προσίεσθαι τοὺς κατηγόρους, μηδὲ πᾶσιν ἐπιτρέπειν τὰς κατηγορίας ποιεῖσθαι κατὰ τῶν οἰκονομούντων τὰς ἐκκλησίας, μηδὲ μὴν πάντας ἀποκλείειν. Ἀλλ’ εἰ μὲν τις οἰκείαν τινὰ μέμψιν, τοὐτέστιν ἰδιωτικήν, ἐπαγάγοι τῷ ἐπισκόπῳ, ὡς πλεονεκτηθείς, ἢ ἄλλο τὶ παρὰ τὸ δίκαιον παρ’ αὐτοῦ πεπονθώς, ἐπὶ τῶν τοιούτων κατηγοριῶν μὴ ἐξετάζεσθαι, μήτε πρόσωπον τοῦ κατηγόρου, μήτε τὴν θρησκείαν. Χρή γὰρ παντὶ τρόπῳ, τό τε συνειδὸς τοῦ ἐπισκόπου ἐλεύθερον εἶναι, καὶ τὸν ἀδικεῖσθαι λέγοντα, οἵας ἂν ᾖ θρησκείας, τῶν δικαίων τυγχάνειν. Εἰ δὲ ἐκκλησιαστικὸν εἴη τὸ ἐπιφερόμενον ἔγκλημα τῷ ἐπισκόπῳ, τότε δοκιμάζεσθαι χρή τῶν κατηγορούντων τὰ πρόσωπα· ἵνα, πρῶτον μὲν αἱρετικοῖς μὴ ἐξῇ κατηγορίας κατὰ τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ὑπὲρ ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ποιεῖσθαι. Αἱρετικοὺς δὲ λέγομεν, τοὺς τε πάλαι τῆς ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντας, καὶ τοὺς μετὰ ταῦτα ὑφ’ ἡμῶν ἀναθεματισθέντας· πρὸς δὲ τούτοις, καὶ τοὺς τὴν πίστιν μὲν τὴν ὑγιῆ προσποιουμένους ὁμολογεῖν, ἀποσχίσαντας δὲ, καὶ ἀντισυνάγοντας τοῖς κανονικοῖς ἡμῶν ἐπισκόποις. Ἔπειτα δὲ, καὶ εἴ τινες τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἐπὶ αἰτίαις τισὶ προκατεγνωσμένοι εἶεν καὶ ἀποβεβλημένοι, ἢ ἀκοινώνητοι, εἴτε ἀπὸ κλήρου, εἴτε ἀπὸ λαϊκοῦ τάγματος, μηδὲ τοιούτοις ἐξεῖναι κατηγορεῖν ἐπισκόπου, πρὶν ἂν τὸ οἰκεῖον ἔγκλημα πρότερον ἀποδύσωνται. Ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς ὑπὸ κατηγορίαν προλαβοῦσαν ὄντας, μὴ πρότερον εἶναι δεκτοὺς εἰς ἐπισκόπου κατηγορίαν, ἢ ἑτέρων κληρικῶν πρὶν ἂν ἀθῴους ἑαυτοὺς τῶν ἐπαχθέντων αὐτοῖς ἀποδείξωσιν ἐγκλημάτων. Εἰ μέντοι τινὲς μήτε αἱρετικοί, μήτε ἀκοινώνητοι εἶεν, μήτε κατεγνωσμένοι, ἢ προκατηγορημένοι ἐπί τισι πλημμελήμασι, λέγοιεν δὲ ἔχειν τινὰ ἐκκλησιαστικὴν κατὰ τοῦ ἐπισκόπου κατηγορίαν, τούτους κελεύει ἡ ἁγία σύνοδος, πρῶτον μὲν ἐπὶ τῶν τῆς ἐπαρχίας πάντων ἐπισκόπων ἐνίστασθαι τὰς κατηγορίας, καὶ ἐπ αὐτῶν ἐλέγχειν τὰ ἐγκλήματα τοῦ ἐν αἰτίαις τισὶν ἐπισκόπου· εἰ δὲ συμβαίη ἀδυνατῆσαι τοὺς ἐπαρχιώτας πρὸς διόρθωσιν τῶν ἐπιφερομένων ἐγκλημάτων τῷ ἐπισκόπῳ, τότε αὐτοὺς προσιέναι μείζονι συνόδῳ, τῶν τῆς διοικήσεως ἐκείνης ἐπισκόπων ὑπὲρ τῆς αἰτίας ταύτης συγκαλουμένων· καὶ μὴ πρότερον ἐνίστασθαι τὴν κατηγορίαν, πρὶν ἢ ἐγγράφως αὐτοὺς τὸν ἶσον αὐτοῖς ἐπιτιμήσασθαι κίνδυνον, εἴπερ ἐν τῇ τῶν πραγμάτων ἐξετάσει συκοφαντοῦντες τὸν κατηγορούμενον ἐπίσκοπον ἐλεγχθεῖεν. Εἰ δέ τις καταφρονήσας τῶν κατὰ τὰ προδηλωθέντα δεδογμένων, τολμήσειεν ἢ βασιλικὰς ἐνοχλεῖν ἀκοάς, ἢ κοσμικῶν ἀρχόντων δικαστήρια, ἢ οἰκουμενικὴν σύνοδον ταράσσειν, πάντας ἀτιμάσας τοὺς τῆς διοικήσεως ἐπισκόπους, τὸν τοιοῦτον τὸ παράπαν εἰς κατηγορίαν μὴ εἶναι δεκτόν, ὡς καθυβρίσαντα τοὺς κανόνας, καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν λυμηνάμενον εὐταξίαν.
Ο Ιερός αυτός Κανόνας λέει, να μη γίνονται αποδεκτές κατηγορίες εναντίον των Επισκόπων, από αιρετικούς.
Καμία δηλαδή σχέση, δεν έχει, ούτε αυτός ο Κανόνας, με τις απολυταρχικές διοικητικές εξουσίες επισκόπων, ή και τα λεγόμενα «εκκλησιαστικά δικαστήρια», του νόμου 5383/32, και δεν αναφέρει απολύτως τίποτε για επιβολή της ποινής της ακοινωνησίας. Είναι τελείως άσχετος με το θέμα.
ΤΗΣ Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Παραπέμπουν στον Κανόνα δ’ (4):

Κανὼν δ’ (4):

Ὥστε μὴ συνιστᾷν μονὴν ἀνὲν ἐπισκοπικῆς γνώμης.
Οἱ ἀληθῶς καὶ εἰλικρινῶς τὸν μονήρη μετιόντες βίον, τῆς προσηκούσης ἀξιούσθωσαν τιμῆς. Ἐπειδή δέ τινες τῷ μοναχικῷ κεχρημένοι προσχήματι, τάς τε ἐκκλησίας, καὶ τὰ πολιτικὰ διαταράσσουσι πράγματα, περιϊόντες ἀδιαφόρως ἐν ταῖς πόλεσιν, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ μοναστήρια ἑαυτοῖς συνιστᾷν ἐπιτηδεύοντες, ἔδοξε, μηδένα μὲν μηδαμοῦ οἰκοδομεῖν μηδὲ συνιστᾶν μοναστήριον, ἢ εὐκτήριον οἶκον, παρὰ γνώμην τοῦ τῆς πόλεως ἐπισκόπου· τοὺς δὲ καθ’ ἑκάστην πόλιν καὶ χώραν μονάζοντας, ὑποτετάχθαι τῷ ἐπισκόπῳ, καὶ τὴν ἡσυχίαν ἀσπάζεσθαι, καὶ προσέχειν μόνῃ τῇ νηστείᾳ, καὶ τῇ προσευχῇ, ἐν οἷς τόποις ἀπετάξαντο, προσκαρτεροῦντες· μήτε δὲ ἐκκλησιαστικοῖς, μήτε βιωτικοῖς παρενοχλεῖν πράγμασιν, ἢ ἐπικοινωνεῖν, καταλιμπάνοντας τὰ ἴδια μοναστήρια, εἰ μήποτε ἄρα ἐπιτραπεῖεν διὰ χρείαν ἀναγκαίαν ὑπὸ τοῦ τῆς πόλεως ἐπισκόπου· μηδένα δὲ προσδέχεσθαι ἐν τοῖς μοναστηρίοις δοῦλον ἐπὶ τὸ μονάσαι, παρὰ γνώμην τοῦ ἰδίου δεσπότου· τὸν δὲ παραβαίνοντα τοῦτον ἡμῶν τὸν ὅρον, ὡρίσαμεν ἀκοινώνητον εἶναι, ἵνα μὴ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ βλασφημῆται. Τὸν μὲν τοι ἐπίσκοπον τῆς πόλεως, χρὴ τὴν δέουσαν πρόνοιαν ποιεῖσθαι τῶν μοναστηρίων.

Ο Ιερός αυτός Κανόνας μιλάει για εκείνους πού ιδρύουν Μοναστήρι, χωρίς την γνώμη του Επισκόπου ή πού φεύγουν από τα Μοναστήρια τους και γυρίζουν στις πόλεις και εκεί δημιουργούν προβλήματα. Αυτοί λέγει πρέπει να αφορίζονται.
 Καταλήγει όμως, σέ έναν όρον για τον Επίσκοπο: ότι ο Επίσκοπος πρέπει να φροντίζει και να λαβαίνει πρόνοια γιά τά Μοναστήρια (και όχι βέβαια, να αδιαφορεί, ούτε να τα καταδιώκει για παράνομα έσοδα..).
Πάντως, ούτε αυτός ο Κανόνας, σχετίζεται με τις διοικητικές εξουσίες επισκόπων, ή και τα λεγόμενα «εκκλησιαστικά δικαστήρια», του νόμου 5383/32, και δεν αναφέρει απολύτως τίποτε για επιβολή της ποινής της ακοινωνησίας. Είναι τελείως άσχετος με το θέμα.
Παραπέμπουν στον Κανόνα η’ (8):
«Τους κληρικοὺς των πτωχοτροφείων, και μοναστηρίων, υποτάσσεσθαι τω επισκόπῳ».
Ο Ιερός αυτός Κανόνας μιλάει για τους κληρικούς, ότι πρέπει να υποτάσσονται και να υπακούν, στον επίσκοπο. (Υποτίθεται και εξυπακούεται στον καλό Επίσκοπο, όπως τον προβλέπουν oι  Ιεροί Κανόνες).
Είναι μια γενικόλογη τοποθέτηση, που βέβαια δεν αναφέρεται καθόλου σε παράνομες και αντικανονικές απολυταρχικές εξουσίες μητροπολιτών και στα λεγόμενα «εκκλησιαστικά δικαστήρια», του νόμου 5383/32, και δεν λέει απολύτως τίποτε για επιβολή της ποινής της ακοινωνησίας. Είναι τελείως άσχετος με το θέμα.
Παραπέμπουν στον Κανόνα ιη΄ (18).
Κανὼν ιη’ (18):

Περὶ συνωμοσίας κληρικῶν κατὰ τῶν οἰκείων ἐπισκόπων, ἢ συγκληρικῶν.
Τὸ τῆς συνωμοσίας, ἤ φατρίας, ἔγκλημα καὶ παρὰ τῶν ἔξω νόμων πάντῃ κεκώλυται, πολλῷ δὴ μᾶλλον ἐν τῇ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίᾳ τοῦτο γίνεσθαι ἀπαγορεύειν προσήκει. Εἴ τινες τοίνυν κληρικοί, ἢ μονάζοντες, εὑρεθεῖεν συνομνύμενοι, ἢ φατριάζοντες, ἢ κατασκευὰς τυρεύοντες ἐπισκόποις, ἢ συγκληρικοῖς, ἐκπιπτέτωσαν πάντῃ τοῦ οἰκείου βαθμοῦ.
Ο Ιερός αυτός Κανόνας μιλάει συγκεκριμένα για τις συ­νο­μω­σί­ες και ίντριγκες, σε βάρος των καλών επισκόπων ή των καλών ιερέων.
Καμία απολύτως συνάφεια ή συσχετισμός, με εξουσίες και πειθαρχικά δικαστήρια και μάλιστα με τα περί ποινής ακοινωνησίας.
Παραπέμπουν στον Κανόνα κ΄ (20):
Κανὼν κ’ (20):

Περὶ τῶν δεχομένων ἐπισκόπων ξένους κληρικοὺς.
Κληρικοὺς εἰς ἐκκλησίαν τελοῦντας, καθὼς ἤδη ὡρίσαμεν, μὴ ἐξεῖναι εἰς ἄλλης πόλεως τάττεσθαι ἐκκλησίαν· ἀλλὰ στέργειν ἐκείνην, ἐν ᾗ λειτουργεῖν ἐξ ἀρχῆς ἠξιώθησαν, ἐκτὸς ἐκείνων, οἵτινες ἀπολέσαντες τάς οἰκείας πατρίδας ἀπὸ ἀνάγκης, εἰς ἄλλην ἐκκλησίαν μετῆλθον. Εἰ δέ τις ἐπίσκοπος μετὰ τὸν ὅρον τοῦτον, ἄλλῳ ἐπισκόπῳ προσήκοντα δέξοιτο κληρικόν, ἔδοξεν ἀκοινώνητον εἶναι καὶ τὸν δεχθέντα, καὶ τὸν δεξάμενον, ἕως ἂν ὁ μεταστὰς κληρικὸς εἰς τὴν ἰδίαν ἐπανέλθῃ ἐκκλησίαν.
Καμία απολύτως συνάφεια ή συσχετισμός, με πειθαρχικά δικαστήρια και μάλιστα με τα περί ποινής ακοινωνησίας.
Ο Ιερός αυτός Κανόνας λέει ότι αν κάποιοι Επίσκοποι δεχθούν Κληρικό από άλλη εκκλησία χωρίς την συγκατάθεση του Επισκόπου της άλλης Εκκλησίας, πρέπει να αφορίζεται.
Παραπλανητική λοιπόν και άσχετη και η επίκληση του συγκεκριμένου κανόνα.
Παραπέμπουν στον Κανόνα κγ΄ (23):
Κανὼν κγ’ (23):

Περὶ τοῦ μὴ διατρίβειν ἐν τῇ τοῦ Κωνσταντίνου τοὺς ἄλλοθεν ἀκοινωνήτους κληρικούς.
Ἦλθεν εἰς τάς ἀκοὰς τῆς ἁγίας συνόδου, ὡς κληρικοί τινες καὶ μονάζοντες, μηδὲν ἐγκεχειρισμένοι ὑπὸ τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, ἔστι δ’ ὅτε καὶ ἀκοινώνητοι γενόμενοι παρ’ αὐτοῦ, καταλαμβάνοντες τὴν βασιλεύουσαν Κωνσταντινούπολιν, ἐπὶ πολὺ ἐν αὐτῇ διατρίβουσι, ταραχὰς ἐμποιοῦντες, καὶ θορυβοῦντες τὴν ἐκκλησιαστικὴν κατάστασιν, ἀνατρέπουσί τε οἴκους τινῶν. Ὥρισε τοίνυν ἡ ἁγία σύνοδος, τοὺς τοιούτους ὑπομιμνήσκεσθαι μὲν πρότερον διὰ τοῦ ἐκδίκου τῆς κατὰ Κωνσταντινούπολιν ἁγιωτάτης ἐκκλησίας ἐπὶ τῷ ἐξελθεῖν τῆς βασιλευούσης πόλεως· εἰ δὲ τοῖς αὐτοῖς πράγμασιν ἐπιμένοιεν ἀναισχυντοῦντες, καὶ ἄκοντας αὐτοὺς διὰ τοῦ αὐτοῦ ἐκδίκου ἐκβάλλεσθαι, καὶ τοὺς ἰδίους καταλαμβάνειν τόπους.
Ο Ιερός αυτός Κανόνας μιλάει για κάποιους αφορισμένους Κληρικούς, που πήγαιναν και δημιουργούσαν προβλήματα στην Κωνσταντινούπολη. Αποφασίζει να διωχθούν από την Κωνσταντινούπολη.
Σε καμία περίπτωση δεν συσχετίζεται ούτε αυτός ο Κανόνας με τα ως άνω.
της Αντιοχείας
Παραπέμπουν στον Κανόνα β’ (2):
Κανὼν β’ (2):

Περὶ τῶν καταφρονούντων τῆς ἐν ἐκκλησίᾳ εὐχῆς, ἢ καὶ τῆς θείας εὐχαριστίας, τοῖς τε ἀκοινωνήτοις κοινωνούντων.
Πάντας τοὺς εἰσιόντας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τῶν ἱερῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μὴ κοινωνοῦντας δὲ εὐχῆς ἅμα τῷ λαῷ ἢ ἀποστρεφομένους τὴν ἁγίαν μετάληψιν τῆς εὐχαριστίας κατά τινα ἀταξίαν, τούτους ἀποβλήτους γίνεσθαι τῆς Ἐκκλησίας, ἕως ἂν ἐξομολογησάμενοι καὶ δείξαντες καρποὺς μετανοίας καὶ παρακαλέσαντες τυχεῖν δυνηθῶσι συγγνώμης, μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις, μηδὲ κατ’ οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοῖς μὴ τῇ ἐκκλησίᾳ συνευχομένοις, μηδὲ μὴ συναγομένοις. Εἰ δὲ φανείῃ τις τῶν ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, ἢ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας.
Ο Ιερός αυτός Κανόνας μιλάει ειδικά, για όσους περιφρονούν την προσευχή στην Εκκλησία και την Θεία Κοινωνία, και διατάζει να τούς αποβάλλουν από την εκκλησία, δηλαδή να αφορίζονται. Και για Κληρικούς πού θα έχουν σχέση με αυτούς, να αφορίζονται και αυτοί.
Πάλι λοιπόν, είναι τελείως άσχετη η αναφορά του συγκεκριμένου ιερού Κανόνα.
Παραπέμπουν στον Κανόνα ιζ’ (17):
Κανὼν ιζ’ (17):

Ὁ μὴ δεχόμενος τὴν ἐγχειρισθεῖσαν αὐτῷ ἐκκλησίαν ἐπίσκοπος, ἀκοινώνητος.
Εἴ τις ἐπίσκοπος, χειροθεσίαν ἐπισκόπου λαβὼν καὶ ὁρισθεὶς προεστᾶναι λαοῦ, μὴ καταδέξοιτο τὴν λειτουργίαν, μηδὲ πείθοιτο ἀπιέναι εἰς τὴν ἐγχειρισθείσαν αὐτῷ ἐκκλησίαν, τοῦτον εἶναι ἀκοινώνητον, ἕως ἂν ἀναγκασθεὶς καταδέξοιτο ἢ ὁρίσοι τι περὶ αὐτοῦ ἡ τελεία σύνοδος τῶν κατὰ τὴν ἐπαρχίαν ἐπισκόπων.
Ο Ιερός αυτός Κανόνας λέει πολύ συγκεκριμένο θέμα. Ότι ο Επίσκοπος που δεν θέλει να πάει στην Επισκοπή που του έδωσαν, να αφορίζεται.
Καμία αναφορά σε κάτι άλλο. Άσχετη και η χρήση αυτού του Κανόνα, για τις διώξεις κληρικών με ασύδοτη εξουσία επισκόπων και με την ποινή της ακοινωνησίας.
Της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου
Παραπέμπουν στoν Κανόνα λδ΄ (34)
Κανὼν λδ’:

Περὶ συνωμοσίας κληρικῶν κατὰ τῶν οἰκείων ἐπισκόπων καὶ συγκληρικῶν.
Καὶ τοῦτο δὲ τοῦ ἱερατικοῦ κανόνος σαφῶς διαγορεύοντος, ὡς τὸ τῆς συνωμοσίας, ἤ φατρίας ἔγκλημα καὶ παρὰ τῶν ἔξω νόμων πάντῃ κεκώλυται, πολλῷ δὲ μᾶλλον ἐν τῇ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίᾳ τοῦτο γίνεσθαι ἀπαγορεύειν προσήκει· καὶ ἡμεῖς παραφυλάττειν σπουδάζομεν, ὡς εἴ τινες κληρικοί, ἤ μοναχοὶ εὑρεθεῖεν ἤ συνομνύμενοι, ἤ φατριάζοντες, ἤ κατασκευὰς τυρεύοντες ἐπισκό-πων, ἤ συγκληρικῶν, ἐκπιπτέτωσαν πάντῃ τοῦ οἰκείου βαθμοῦ.

 

Ο Ιερός αυτός Κανόνας μιλάει συγκεκριμένα για τις συ­νο­μω­σί­ες σε βάρος επισκόπων ή ιερέων.
Άσχετη και η χρήση αυτού του Κανόνα, για ασύδοτες εξουσίες και μάλιστα περί της ακοινωνησίας ως ποινής.
ΤΗΣ ΛΑΟΔΙΚΕΙΑΣ
Παραπέμπουν στον Κανόνα νζ΄
Κανὼν νζ’:

Ἐν ταῖς κώμαις οὐ καθίστανται ἐπίσκοποι, ἀλλὰ περιοδευταί.
Ὅτι οὐ δεῖ ἔν ταῖς κώμαις καὶ ἐν ταῖς χώραις καθίστασθαι ἐπισκόπους, ἀλλὰ περιοδευτάς. Τοὺς μέν τοι ἤδη προκατασταθέντας, μηδὲν πράττειν ἄνευ γνώμης τοῦ ἐπισκόπου τοῦ ἐν τῇ πόλει, ὡσαύτως δὲ καὶ τοὺς πρεσβυτέρους μηδὲν πράττειν ἄνευ τῆς γνώμης τοῦ ἐπισκόπου.

 

Ο Ιερός αυτός Κανόνας μιλάει για την μη τοποθέτηση επισκόπων ακόμα και στα χωριά, αλλά κι αν ακόμα έχουν τοποθετηθεί τέτοιοι επίσκοποι, αυτοί και οι πρεσβύτεροι πρέπει να συνεργάζονται με τον επίσκοπο της Μητροπόλεως.
Και στον Κανόνα αυτό δέν υπάρχει καμία αναφορά για απολυταρχικές εξουσίες επισκόπων και πειθαρχικές διώξεις ιερέων, μέ την ποινή της ακοινωνησίας.
ΤΗΣ ΣΑΡΔΙΚΗΣ
Παραπέμπουν στον Κανόνα ιδ΄
Κανὼν ιδ’ (14):

Ἐὰν παρ’ ὀξυχόλου ἐπισκόπου ἐκβληθῇ κληρικός τις τῆς ἐκκλησίας, ἀνακρινέσθω τὸ πρᾶγμα ὑπὸ τοῦ μητροπολίτου, ἢ, τούτου ἀπόντος, ὑπὸ τοῦ τῆς πλησιοχώρου ἐπαρχίας.
Ὅσιος ἐπίσκοπος εἶπε· Τὸ δὲ πάντοτέ με κινοῦν ἀποσιωπῆσαι οὐκ ὀφείλω. Εἴ τις ἐπίσκοπος ὀξύχολος εὑρίσκοιτο, ὅπερ οὐκ ὀφείλει ἐν τοιούτῳ ἀνδρὶ πολιτεύεσθαι, καὶ τραχέως ἀντικρὺ πρεσβυτέρου ἢ διακόνου μιμηθείς, ἐκβαλεῖν ἐκκλησίας αὐτὸν ἐθελήσοι, προνοητέον ἐστὶ μὴ ἀθρόον τὸν τοιοῦτον κατακρίνεσθαι καὶ τῆς κοινωνίας ἀποστερεῖσθαι. Πάντες ἐπίσκοποι εἰρήκασιν· Ὁ ἐκβαλλόμενος ἐχέτω ἐξουσίαν ἐπὶ τὸν ἐπίσκοπον τῆς μητροπόλεως τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας καταφυγεῖν, εἰ δὲ ὁ τῆς μητροπόλεως ἄπεστιν, ἐπὶ τὸν πλησιόχωρον κατατρέχειν καὶ ἀξιοῦν, ἵνα μετὰ ἀκριβείας αὐτοῦ ἐξετάζηται τὸ πρᾶγμα, οὐ γὰρ χρὴ μὴ ὑπέχειν τάς ἀκοὰς τοῖς ἀξιοῦσιν. Κἀκεῖνος δὲ ὁ ἐπίσκοπος, ὁ δικαίως ἢ ἀδίκως ἐκβαλῶν τὸν τοιοῦτον, γενναίως φέρειν ὀφείλει, ἵνα ἡ ἐξέτασις τοῦ πράγματος γένηται καὶ ἢκυρωθῇ αὐτοῦ ἡ ἀπόφασις ἢ διορθώσεως τύχῃ. Πρὶν δὲ ἐπιμελῶς καὶ μετὰ πίστεως ἕκαστα ἐξετασθῇ, ὁ μὴ ἔχων τὴν κοινωνίαν πρὸ τῆς διαγνώσεως τοῦ πράγματος ἑαυτῷ οὐκ ὀφείλει ἐκδικεῖν τὴν κοινωνίαν. Ἐὰν δὲ συνεληλυθότες τῶν κληρικῶν τινες, κατίδωσι τὴν ὑπεροψίαν καὶ τὴν ἀλαζονείαν αὐτοῦ, ἐπειδὴ οὐ προσῆκόν ἐστιν ἢ μέμψιν ἄδικον ὑπομένειν, πικροτέροις καὶ βαρυτέροις ῥήμασιν ἐπιστρέφειν τοῦτον ὀφείλουσιν, ἵνα τῷ τὰ πρέποντα κελεύοντι ὑπηρετῶνται καὶ ὑπακούωσιν. Ὥσπερ γὰρ ὁ ἐπίσκοπος τοῖς ὑπηρέταις εἰλικρινῆ ὀφείλει τὴν ἀγάπην καὶ τὴν διάθεσιν παρέχειν, τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ οἱ ὑποτεταγμένοι ἄδολα τοῖς ἐπισκόποις τὰ τῆς ὑπηρεσίας ἐκτελεῖν ὀφείλουσιν.
Ο Ιερός αυτός Κανόνας μιλάει κυρίως, για τον κακό Επίσκοπο, εκείνον δηλαδή που φέρεται στους πρεσβυτέρους και στους διακόνους, ως τύραννος «οξύχολος» (αυτός που θυμώνει εύκολα, είναι οξύθυμος και ευέξαπτος). Και περιγράφει ότι αν ο «οξύχολος» αυτός επίσκοπος διώξει κάποιον, τότε αυτός πρέπει να ζητήσει την βοήθεια άλλων Επισκόπων.
Και προτρέπει ότι ο μεν καλός επίσκοπος να αγαπάει ακόμα και τους υπηρέτες του, αλλά και αυτοί να αγαπούν τον καλόν και όχι «οξύχολον» και τύραννο επίσκοπο.
Υποταγή πρέπει μόνο σε επίσκοπο, πού αγαπάει τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους, και τους άλλους, σαν πατέρας αληθινός.
  Δέν σχετίζεται ο Κανόνας, με τα περί της ακοινωνησίας, ως ποινής.
Της Καρθαγένης
Παραπέμπουν στον Κανόνα κθ’ (29):
Κανὼν κθ’:

Εἴ τις ἀπὸ κοινωνίας ὢν, πρὸ τοῦ ἀκουσθῆναι κοινωνῆσαι τολμήσοι, αὐτὸς καθ’ ἑαυτοῦ τὴν καταδίκην προήγαγεν.
Ὁμοίως ἤρεσε συμπάσῃ τῇ συνόδῳ, ἵνα ὁ διὰ ρᾳθυμίαν αὐτοῦ ἀπὸ κοινωνίας γενόμενος, εἴτε επίσκοπος εἴτε οἱοσδήποτε κληρικός, ἐὰν ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἀκοινωνησίας αυτοῦ, πρὸ τοῦ ἀκουσθῆναι, εἰς κοινωνίαν τολμήσῃ, αὐτὸς καθ’ ἑαυτοῦ τῆς καταδίκης τὴν ψῆφον ἐξενηνοχέναι κριθῇ.

 

Ο Ιερός αυτός Κανόνας λέει ότι όποιος αφορισμένος, πριν απολογηθεί, τολμήσει να κοινωνήσει, να καταδικάζεται. Καμία αναφορά στις εξουσίες του επισκόπου και καμία σχέση με τα περί της ποινής της ακοινωνησίας.
Παραπέμπουν στον Κανόνα θ’ (9):
Κανὼν θ’:

Περὶ τῶν κατ’ ἀξίαν τῶν οἰκείων ἀτοπημάτων ἐκ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συλλόγου ἐκβαλλομένων.
Αὐγουστῖνος ἐπίσκοπος, τοποτηρητής τῆς Νουμιδικῆς χώρας, εἶπε· Τοῦτο ὁρίσαι καταξιώσατε, ὥστε τοὺς ἀξίως τῶν οἰκείων ἐγκλημάτων ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας διωχθέντας, ἐάν τις ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος δέξηται εἰς κοινωνίαν, καὶ αὐτὸς ἔτι μὴν τῷ ἴσῳ ἐγκλήματι ὑπεύθυνος φανῇ, ἅμα τοῖς τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου τὴν κανονικὴν ψῆφον ἀποφεύγουσιν. Ἀπὸ πάντων τῶν ἐπισκόπων ἐλέχθη· Πᾶσιν ἀρέσκει.
Ο Ιερός αυτός Κανόνας μιλάει για τούς Επισκόπους πού συμφωνούν με εκείνους, πού δικαίως αφορίσθηκαν και διατάζει να αφορίζονται κι αυτοί.
Άσχετη η επίκληση του Κανόνα, στα περί απολυταρχικών εξουσιών των επισκόπων και στα της ποινής της ακοινωνησίας ζητήματα.
Παραπέμπουν στον Κανόνα οθ’ (79):
Κανὼν οθ’:

Περὶ τῶν μὴ φροντιζόντων κληρικῶν ἐντὸς ἐνιαυτοῦ πρᾶξαι τὸ ἴδιον πρᾶγμα.
Πάλιν ὡρίσθη, ἵνα, ὁσάκις κληρικῶν ἐλεγχθέντων καὶ καταθεμένων τινὰ ἐγκλήματα, εἴτε διὰ τὸ τῆς ἐκκλησίας ὄνειδος, εἴτε διὰ τὴν αἰδεσιμότητα, ὧν χάριν τούτοις φειδὼ γίνεται, εἴτε διὰ τὴν ἀλαζόνα τῶν αἱρετικῶν καὶ ἐθνικῶν ἐπιγαυρίασιν, ἐὰν ὡς εἰκὸς ἐπαγωνίσασθαι τῷ ἰδίῳ πράγματι καὶ τῆς ἰδίας ἀβλαβείας φροντίσαι θελήσωσιν, ἐντὸς ἀκοινωνησίας ἐνιαυτοῦ ποιήσωσιν. Ἐὰν δὲ ἐντὸς ἐνιαυτοῦ τὸ πρᾶγμα αὐτῶν καθᾶραι καταφρονήσωσι, μηδεμία τούτων τοῦ λοιποῦ φωνὴ παντελῶς προσδεχθείη.
Ο Ιερός αυτός Κανόνας λέει ότι εάν ὁ αφορισμένος επί ένα χρόνο δεν θελήσει να απολογηθεί, να μη γίνει δεκτή ποτέ η απολογία του.
Και γι αυτόν τον Ιερό Κανόνα, είναι παρομοίως, άσχετη η επίκληση και παραπομπή των  όσων υπερασπίζονται τις ασύδοτες διοικητικές εξουσίες  και την ποινή της ακοινωνησίας.
ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Παραπέμπουν στον Κανόνα πε΄:
«Μὴ τοίνυν καταδεξώμεθα συναπόλλυσθαι τοῖς τοιούτοις, αλλὰ φοβηθέντες τὸ βαρὺ κρίμα καὶ τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς ἀνταποδόσεως τοῦ Κυρίου πρὸ ὀφθαλμῶν λαβόντες, μὴ θελήσωμεν ἀλλοτρίαις ἁμαρτίαις συναπόλλυσθαι. Εἰ γὰρ μὴ ἐπαίδευσεν ἡμᾶς τὰ φοβερὰ τοῦ Κυρίου, μηδὲ αἱ τηλικαῦται πληγαὶ εἰς αἴσθησιν ἡμᾶς ἤγαγον, ὅτι διὰ τὴν ἀνομίαν ἡμῶν ἐγκατέλιπεν ἡμᾶς ὁ Κύριος καὶ παρέδωκεν εἰς χεῖρας βαρβάρων καὶ ἀπήχθη αἰχμάλωτος εἰς τοὺς πολεμίους ὁ λαὸς καὶ παρεδόθη τῇ διασπορᾷ, διότι ταῦτα ἐτόλμων οἱ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ περιφέροντες, εἰ μὴ ἔγνωσαν, μηδὲ συνῆκαν, ὅτι διὰ ταῦτα ἤλθεν ἐφ᾿ ἡμᾶς ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ· τίς ἡμῖν κοινὸς πρὸς τούτους λόγος; Ἀλλὰ διαμαρτύρεσθαι αὐτοῖς καὶ νυκτὸς καὶ ἡμέρας καὶ δημοσίᾳ καὶ ἰδίᾳ ὀφείλομεν, συνεπάγεσθαι δὲ αὐτῶν ταῖς πονηρίαις μὴ καταδεχώμεθα, προσευχόμενοι μάλιστα μὲν κερδῆσαι αὐτοὺς καὶ ἐξελέσθαι τῆς παγίδος τοῦ πονηροῦ. Ἐὰν δὲ τοῦτο μὴ δυνηθῶμεν, σπουδάσωμεν τὰς γοῦν ἑαυτῶν ψυχὰς τῆς αἰωνίου κατακρίσεως περισώσασθαι.».
Ο Ιερός αυτός Κανόνας μιλάει για τους αμαρτωλούς εννοώντας όλους, επισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους, μοναχούς, λαϊκούς, τους οποίους πρέπει να σώσουμε. Αν δεν μπορέσουμε, τότε, τουλάχιστον ας σώσουμε τον εαυτό μας.
Ο Μ. Βασίλειος εδώ, δεν στηρίζει με τον ιερό Κανόνα, τις διοικητικές εξουσίες, Μητροπολιτών, ή και τα λεγόμενα «εκκλησιαστικά δικαστήρια», που λειτουργούν ως πειθαρχικά όργανα. 
Ούτε βέβαια, ο Ιερός αυτός Κανόνας μιλάει για την ακοινωνησία.
Περί παραπλανητική ερμηνείας των κειμένων της  Αγίας Γραφής
Ορισμένοι πάλι, προκειμένου να στηρίξουν την απολυταρχική θρησκευτική εξουσία, αυθαίρετα και παραπλανητικά παραπέμπουν στο Ιερό Ευαγγέλιο, παρερμηνεύοντας τα λόγια του Χριστού, στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο 10,16: «Ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί· ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με».
Εδώ, μιλάει για τους Μαθητές και Αποστόλους, για τους οποίους ο ίδιος ο Χριστός ζητάει από εμάς να τους ακούμε και να μη τους αθετούμε. Όμως, αυτά θα ίσχυαν, εφ’ όσον οι Απόστολοι θα ήταν όπως τους δίδαξε ο Χριστός, άγιοι και υπηρέτες και δούλοι μέσα στην Εκκλησία (Ματθ.20,26): «εκείνος, που θέλει να γίνη μεταξύ σας μεγάλος, να είναι υπηρέτης σας, και εκείνος, που θέλει να είναι μεταξύ σας πρώτος, αυτός να είναι δούλος σας, όπως ακριβώς ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να υπηρετηθή αλλά να υπηρετήση και να δώση την ζωή του λύτρον δια πολλούς». «ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος, και ος αν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος».
Και εφ’ όσον ο κάθε ένας τους θα αγαπάει τον Θεό και τους συνανθρώπους του, κατά το (Μαρκ. 12,30): « να αγαπάς τον Κύριον τον Θεόν σου με όλην σου την καρδιά και με όλην σου την ψυχήν και με όλην σου την διάνοιαν και με όλην σου την δύναμιν. Αυτή είναι η πρώτη εντολή. Η δεύτερη είναι αυτή, Να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτόν σου. Δεν υπάρχει εντολή μεγαλύτερη από αυτές». «Αγαπήσεις Κυριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου. αύτη πρώτη εντολή· και δευτέρα ομοία, αύτη· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. μείζων τούτων άλλη εντολή ουκ έστι»,
και κατά το «Αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάν. 14,34), και μάλιστα κατά το (Ματθ.5,44): «αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς».
Αν δεν τα κάνουν αυτά οι διάδοχοι των Αποστόλων (επίσκοποι και ιερείς), τότε υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στην Εκκλησία του Χριστού. 
Ως χριστιανοί, είμαστε υποχρεωμένοι να αθετούμε όλους τους σύγχρονους επίορκους   (ιερείς, ή μοναχούς, ή επισκόπους), όταν δεν αγαπούν αλλά μισούν και διώκουν τους χριστιανούς και μάλιστα τους μοναχούς ή κληρικούς, που τους θεωρούν εχθρούς, και παραβαίνουν τα λόγια που ο Κύριος είπε: το «Αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάν. 14,34), και μάλιστα στο (Ματθ.5,44): «αγαπάτε τους εχθρούς υμών».
Τέλος ο Χριστός μας προέτρεψε στο να μην ακούμε και να αθετούμε τους “τυφλούς”  ηγέτες/οδηγούς, και να τους αφήνουμε φεύγοντας από αυτούς, λέγοντας: 
 «αφήστε τους αυτούς. Είναι τυφλοί οδηγοί τυφλών. Και αν ένας τυφλός οδηγεί έναν άλλον τυφλόν, θα πέσουν και οι δύο σε βόρθρο», «άφετε αυτούς· οδηγοί εισι τυφλοί τυφλών· τυφλός δε τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται» (Ματθ.15,14).
Πάντως είναι ψέματα ότι ο Χριστός μιλάει (στο χωρίο Λουκ 10,16 Ο ακούων υμών εμού ακούει…), για να στηρίξει τις όποιες διοικητικές θρησκευτικές εξουσίες, ή και τα λεγόμενα πειθαρχικά «εκκλησιαστικά δικαστήρια» ή και τις καταδίκες και τις διώξεις αξίων αγωνιζόμενων κληρικών. Και πάντως δεν λέει τίποτα απολύτως, για ίδρυση και επιβολή πειθαρχικής ποινής ακοινωνησίας. Η επίκληση του αγιογραφικού χωρίου, σε περιπτώσεις διώξεων ιερέων, είναι παραπλανητική εντελώς και μάλλον δείχνει ασέβεια πρός τόν Χριστόν καί τό Ι. Ευαγγέλιο.
Επίσης, ορισμένοι, παραπέμπουν στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο 20, 22-23: «και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς· Λαβετε Πνεύμα άγιον· αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται».
Ο Χριστός, στο χωρίο αυτό, μιλάει για τους Αποστόλους, στους οποίους έδωσε το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος, να συγχωρούν τις αμαρτίες των ανθρώπων.
Oι Άγιοι Απόστολοι αφού πήραν το χάρισμα αυτό, το μετέδωσαν με την χειροτονία στους διαδόχους τους επισκόπους – ιερείς και αυτοί στους διαδόχους τους μέχρι σήμερα και έτσι οι επίσκοποι – ιερείς τελούν τα Μυστήρια και συγχωρούν τις αμαρτίες των ανθρώπων.
Το χάρισμα, όμως αυτό του Αγίου Πνεύματος, δεν το έχει μόνο ένας ιερέας η ένας επίσκοπος. Το έχουν όλοι οι επίσκοποι και οι ιερείς. Και άρα, όλοι μπορούν να συγχωρήσουν τα αμαρτήματα εκείνα, που από τυχόν κακία ή άλλο λόγο, ένας δεν τα συγχώρεσε για λόγους εμπαθειών, κακιών, προκαταλήψεων, φιλοχρηματίας, κλπ.
Έτσι, π.χ. οποιαδήποτε αμαρτία δεν την συγχωρεί ένας Επίσκοπος-Μητροπολίτης – Ιερέας, μπορεί να την συγχωρεί ένας άλλος Επίσκοπος-Μητροπολίτης – Ιερέας, οποιασδήποτε Μητροπόλεως, η οποιασδήποτε Ενορίας, η ο Πνευματικός οποιουδήποτε Μοναστηριού.
Έτσι, π.χ. οποιεσδήποτε αμαρτίες, ή «επιτίμια», αρνείται και δεν τα «λύνει» ένας επίσκοπος, ή ιερέας, μπορεί με το Άγιο Πνεύμα, να τα λύσει και τα συγχωρέσει, ένας άλλος που θέλει. Ακόμα και το επιτίμιο της ακοινωνησίας. Όλα συγχωρούνται και λύνονται, δια του Αγίου Πνεύματος.
Δίνοντας το χάρισμα της συγχωρήσεως, ο Χριστός στους Αγίους Αποστόλους, τους είπε και κάτι άλλο. Είπε, ότι αν τελικά δεν συγχωρήσουν τις αμαρτίες των ανθρώπων, δεν πρόκειται να συγχωρεθούν ούτε οι αμαρτίες των Αποστόλων:
«Εάν συγχωρέσετε εις τους ανθρώπους τις αμαρτίες που έχουν κάνει, θα συγχωρήση και σας ο Πατέρας σας ο ουράνιος. Εάν όμως δεν συγχωρήτε τους ανθρώπους, τότε ούτε και ο Πατέρας σας θα συγχωρήση τις αμαρτίες σας». «Εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος· εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών», (Ματθ. 6,14).
Επίσης, αυτό το χάρισμα της συγχωρήσεως, το έδωσε ο Χριστός και σε όλους τους πιστούς χριστιανούς, μοναχούς, λαϊκούς, λέγοντας:
«Προσέχετε τους εαυτούς σας. Εάν αμαρτήσει σε σένα ο αδελφός σου, να τον επιτιμήσης και εάν μετανοήση, συγχώρησέ τον. Και εάν επτά φορές την ημέραν αμαρτήσει σε σένα και επτά φορές την ημέραν επιστρέψη σ’ εσένα και σου πη, «Μετανοώ», συγχώρησέ τον». «Προσέχετε εαυτοίς. εάν αμάρτη εις σε ο αδελφός σου, επιτίμησον αυτώ· και εάν μετανοήση, άφες αυτώ· και εάν επτάκις της ημέρας αμάρτη εις σε και επτάκις της ημέρας επιστρέψη προς σε λέγων, μετανοώ, αφήσεις αυτώ» (Λουκ 17,3).
Επίσης ο Χριστός είπε να προσευχόμαστε όλοι οι Κληρικοί και οι Λαϊκοί, στον Ουράνιο Πατέρα μας λέγοντάς του:
«Πάτερ ημών ο εν τοις Ουρανοίς… «συγχώρησε τις αμαρτίες μας, όπως και εμείς συγχωρούμε εκείνους που μας έχουν κάνει αμαρτίες». «Εάν συγχωρέσετε εις τους ανθρώπους τις αμαρτίες που έχουν κάνει, θα συγχωρήση και σας ο Πατέρας σας ο ουράνιος. Εάν όμως δεν συγχωρήτε τους ανθρώπους, τότε ούτε και ο Πατέρας σας θα συγχωρήση τις αμαρτίες σας». «Εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος· εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών». (Ματθ. 6, 11-15).
Επίσης ο Χριστός είπε και για τους λαϊκούς, την παραβολή του αγνώμονα δούλου, ζητώντας και από τους λαϊκούς, να συγχωρούν τις αμαρτίες των άλλων ανθρώπων:
«Καὶ μέ οργή ὁ κύριός του τὸν παρέδωκε στοὺς βασανιστές, ἕως ὅτου ἐπιστρέψῃ ὅλα τα χρέη. Ἐτσι καὶ ὁ Πατέρας μου ὁ οὐράνιος θὰ σᾶς συμπεριφερθῇ, ἐὰν ὁ καθένας σας δὲν συγχωρεί μὲ ὅλην σας τὴν καρδιά τίς αμαρτίες στους συνανθρώπους του». «Και οργισθείς ο κύριος αυτού παρέδωκεν αυτόν τοις βασανισταίς έως ου αποδώ παν το οφειλόμενον αυτώ. Ούτω και ο πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφώ αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών» (Ματθ. 18,34).
«Και όταν στέκεσθε να προσευχηθήτε, συγχωρήστε εάν έχετε κάτι εναντίον οιουδήποτε, δια να συγχωρήση τας αμαρτίας σας και ο Πατέρας σας, ο Ουράνιος. Αλλ’ εάν σεις δεν συγχωρήτε, ούτε ο Πατέρας σας θα συγχωρήση τας αμαρτίας σας». «Και όταν στήκετε προσευχόμενοι, αφίετε ει τι έχετε κατά τινος, ίνα και ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς αφή υμίν τα παραπτώματα υμών. ει δε υμείς ουκ αφίετε, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Μαρκ.11,25).
Θα ήταν ύβρις, το να υποστηρίξει κανείς στην εποχή μας, ότι ο Χριστός τα είπε όλα αυτά, (στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο 20, 22-23), για να στηρίξει τάχα τις διοικητικές – πειθαρχικές εξουσίες, κάποιων θρησκευτικών ηγετών, επισκόπων ή άλλων, ή ότι τα είπε, για να θεμελιώσει τα λεγόμενα πειθαρχικά όργανα – «εκκλησιαστικά δικαστήρια» και τις καταδίκες και τις καθαιρέσεις πολλές φορές αξίων και αγίων κληρικών ή μοναχών.
Είναι τελείως άσχετα όλα τα ως άνω αγιογραφικά χωρία, με την επιβολή της ακοινωνησίας, ως πειθαρχικής ποινής, σε κληρικούς ή μοναχούς.
Ορισμένοι πάλι, παραπέμπουν στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή (14, 40): «πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω».
Εδώ μιλάει ο Απόστολος Παύλος, για τα όσα αλλοπρόσαλλα γινόντουσαν μέσα στην συγκέντρωση των Χριστιανών στο θέμα της γλωσσολαλιάς. Ο κάθε ένας έλεγε δυνατά οτιδήποτε του ερχόταν στον νου και τα περισσότερα λόγια ήταν ακατανόητα. Και ο Απόστολος ζητάει να τελούνται οι συνάξεις και οι Θείες Λειτουργίες ήρεμα, σωστά και ωραία, χωρίς τις ξαφνικές φωνές και τα ακατανόητα που έλεγαν μερικοί.
Σήμερα, η χριστιανική Εκκλησία είναι οργανωμένη και οι Θείες Λειτουργίες κλπ. τελούνται ήρεμα, σωστά και ωραία. Επίσης υπάρχουν κρατικοί Νόμοι, που ρυθμίζουν και καθορίζουν τις αρμοδιότητες, τα δικαιώματα αλλά και τις υποχρεώσεις του κάθε μητροπολίτη, ιερέα, μοναχού, πιστού, των ενοριών, μητροπόλεων, μοναστηριών κλπ. οργανισμών.
Ο Απόστολος Παύλος βέβαια δεν τα είπε όλα αυτά, (στο Α Κορ. 14,40), για να στηρίξει τάχα τις διοικητικές εξουσίες, κανενός. Ούτε βέβαια τα είπε για να στηρίξει τα λεγόμενα «εκκλησιαστικά δικαστήρια», ή την επιβολή της ποινής της ακοινωνησίας.
Ορισμένοι επίσης, παραπέμπουν στην προς Εβραίους επιστολή (13, 17): 
 «Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε· αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών ως λόγον αποδώσοντες· ίνα μετά χαράς τούτο ποιώσι και μη στενάζοντες· αλυσιτελές γαρ υμίν τούτο».
Εδώ μιλάει καθαρά ο Απόστολος Παύλος, για τους πνευματικούς πατέρες, θρησκευτικούς ηγέτες – επισκόπους και ιερείς εκείνους, ή μοναχούς, ή πιστούς, οι οποίοι έχουν αναλάβει πνευματική ευθύνη άλλων, και πράγματι αγρυπνούν για την σωτηρία των ψυχών των πνευματικών τους παιδιών. Ζητάει από αυτά να εμπιστεύονται και να υπακούουν στους πνευματικούς πατέρες αυτούς. Βέβαια δεν εννοεί τους αδιάφορους εκείνους θρησκευτικούς ηγέτες, που δεν είναι πατέρες, ή που δεν αγρυπνούν πράγματι για την σωτηρία των ψυχών των πνευματικών τους παιδιών.
Αυτοί δεν είναι Πατέρες. Είναι λύκοι άρπαγες όπως τους ονομάζει ο ίδιος ο Χριστός (Ματθ.7,15):
 «Προσέχετε τους ψευδοαποστόλους, οι οποίοι σας έρχονται με ένδυμα προβάτων, ενώ μέσα τους είναι λύκοι αρπακτικοί», «Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς υμάς εν ενδύμασι προβάτων, έσωθεν δε εισιν λύκοι άρπαγες».
Είναι λύκοι βαρείς όπως τους ονομάζει ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος λέγοντας (Πραξ. 20, 29): «Μετά την αναχώρησίν μου θα μπουν μεταξύ σας λύκοι άγριοι και δεν θα φεισθούν το ποίμνιον, και μέσα από την Εκκλησία, από σας τους ιδίους θα ανεβούν σε θέσεις, άνδρες οι οποίοι θα διαστρέφουν την αλήθειαν δια να παρασύρουν τους μαθητάς ώστε να τους ακολουθήσουν». «Εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς εις υμάς μη φειδόμενοι του ποιμνίου· και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών».
Γι αυτούς τους κακούς θρησκευτικούς ηγέτες/οδηγούς ο Χριστός προέτρεψε, να μη πειθόμαστε σ’ αυτούς και να μην υπακούουμε:
«αφήστε τους αυτούς. Είναι τυφλοί οδηγοί τυφλών. Και αν ένας τυφλός οδηγεί έναν άλλον τυφλόν, θα πέσουν και οι δύο σε βόρθρο», «άφετε αυτούς· οδηγοί εισι τυφλοί τυφλών· τυφλός δε τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται» (Ματθ.15,14).
Ο Απόστολος Παύλος δεν λέει τίποτα, στο Εβρ. 13,17, για να στηρίξει τάχα τις απολυταρχικές εξουσίες, ή, και τα λεγόμενα πειθαρχικά όργανα – «εκκλησιαστικά δικαστήρια» και τις καταδίκες και τις καθαιρέσεις αξίων και αγίων κληρικών. Ούτε βέβαια, λέει τίποτα, για ίδρυση και επιβολή ποινής ακοινωνησίας προς κληρικούς ή μοναχούς ή λαϊκούς.
Αρα, καταδεικνύεται, περίτρανα και αδιαμφισβήτητα, ότι οι ανωτέρω συγκεκριμένες παραπομπές στους Ιερούς Κανόνες και στά λόγια της Αγίας Γραφής, όπου γίνονται, για να στηρίξουν κατηγορία του ακοινώνητου,  είναι εντελώς ατυχείς, αναληθείς, και γίνονται μάλλον, για να παραπλανούν τους αδαείς ή αυτούς που δέν γνωρίζουν τί ακριβώς λένε οι Ιεροί αυτοί Κανόνες καί τά χωρία της Αγίας Γραφής.
Ο Χριστός είπε πρός όλους μας: « Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς», (Ιωάν. 8,32), πού σημαίνει «Γνωρίστε την αλήθεια και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει», (από τά ψεύδη και την παραπλάνηση των «ψευδολόγων»).