You are currently viewing Η γνωμοδότηση του Καθηγητή Κονιδάρη υπέρ Παντελεήμονα Μπεζενίτη

Η γνωμοδότηση του Καθηγητή Κονιδάρη υπέρ Παντελεήμονα Μπεζενίτη

  • Reading time:1 mins read

Η γνωμοδότηση του Καθηγητή Κονιδάρη υπέρ Παντελεήμονα Μπεζενίτη

 
Υπενθυμίζεται ότι υπέρ των απόψεων του πρώην Μητροπολίτη Αττικής Παντελεήμονα, έχει ήδη γνωμοδοτήσει ο Τακτικός Καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι “Η διάταξη του άρθρ. 160 Ν. 5383/1932 ως αντίθετη προς το ισχύον Σύνταγμα πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει ήδηκαταργηθεί, εν πάση δε περιπτώσει πρόκειται για ρύθμιση καταφαvώς αvτικαvovική,αντιεκκλησιολογική και αντισυνταγματική”. Επιχειρηματολογώντας υπέρ της ανωτέρω απόψεως, ο έγκριτος καθηγητής σημειώνει ότι “Οι Ιεροί Κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας έχουν απόλυτο κύρος εντός αυτής. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα να εφαρμόζει αυτούς «απαρασαλεύτως». Δεν επιτρέπεται, συνεπώς, στον νομοθέτη να υποχρεώσει την Ορθόδοξη Εκκλησία να εφαρμόζει νομικές διατάξεις αντιθέτες προς τους Ιερούς Κανόνας, πολλώ μάλλον όταν ήδη το Σύνταγμα της Ελλάδος προνοεί να μη διασπασθεί η δογματική ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες και ιδίως με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη να μην θεσμοθετήσει διατάξεις που να υποχρεώνουν την Εκκλησία να ενεργήσει κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που ορίζουν οι Ι. Κανόνες”.

Θα πρέπει να σημειωθεί πως η γνωμοδότηση Κονιδάρη συμπεριλαμβάνεται στον φάκελο της εκκλήτου προσφυγής που κατέθεσε ο πρώην μητροπολίτης Αττικής Παντελεήμων και οι συνήγοροί τουστο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

“Με το άρθρο 160 του Εκκλησιαστικού Νόμου του 1932 δημιουργείται προφανώς σημαντικό ρήγμα στις διατάξεις για την απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, η οποία στηρίζεται σε σειρά Ι. Κανόνων που δεν είναι δυνατόν να ανατραπούν από τον κοινό νομοθέτη και επομένως καθιστούν τη διάταξη αυτή καταφανώς αντισυνταγματική”.

Συνεχίζοντας, ο καθηγητής κ. Κονιδάρης επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι “Η τυχόν εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου αντιβαίνει, όμως, και στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας και συγκεκριμένα διασπά την ομοιόμορφη μεταχείριση όλων των Αρχιερέων της Ορθόδοξης Εκκλησίαςεντός της ελληνικής επικράτειας, οδηγώντας σε διαφορετική και μάλιστα δυσμενέστερη μεταχείριση τους Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος από εκείνους του κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δηλ. τους Αρχιερείς της ημιαυτόνομης Εκκλησίας της Κρήτης και των εκκλησιαστικώνεπαρχιών της Δωδεκανήσου. Συνεπώς, τυχόν εφαρμογή της διατάξεως σε Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος αντιβαίνει και στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας επειδή διασπά τηνομοιόμορφη μεταχείριση των Αρχιερέων της Ορθόδοξης Εκκλησίας εντός της ελληνικής επικράτειας”.

Σημειωτέον ότι στο πλαίσιο της γνωμοδοτήσεώς του, ο καθηγητής κ. Κονιδάρης καταθέτει την άποψηότι “Ο ισχύων νόμος για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη, ο Ν. 5383/1932, έχει θεσπισθεί κυριολεκτικώς σε μια άλλη εποχή του νομικού μας πολιτισμού, αίτημα δε πάγιο της Εκκλησίας και της επιστήμης ήταν και είναι η αντικατάσταση συνολικώς του προσωρινώς ακόμη ισχύοντος νόμου για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Καταλήγει, μάλιστα, στην διαπίστωση ότι “Ειδικώς προκειμένου για το άρθρ. 160 Ν. 5383/1932, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, είναι προφανές ότι τούτο συνιστά προϊόν ενός ακραίου πολιτειοκρατικού συστήματος, όπου τα όργανα της Εκκλησίας εντέλλονται από τα όργανα της Πολιτείας, στην οποία θεωρούνται ότι είναι υποτελή, να επιβάλλουν σε κληρικούς ποινές και δή βαρύτατες, χωρίς να έχει προηγηθεί εκκλησιαστική δίκη”.