You are currently viewing Διαυλείας Γαβριήλ: Ο λό­γος του Μητροπολίτη Ιωαννίνων ήταν πάν­τοτε καί­ριος, στι­βα­ρός και κρυ­στάλ­λι­νος

Διαυλείας Γαβριήλ: Ο λό­γος του Μητροπολίτη Ιωαννίνων ήταν πάν­τοτε καί­ριος, στι­βα­ρός και κρυ­στάλ­λι­νος

  • Reading time:1 mins read

Ακολουθεί ο επικήδειος λόγος που εκφώνησε εκ μέρους της Ι.Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος ο Αρχιγραμματέας της, Επίσκοπος Διαυλείας Γαβριήλ:

ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΛΟΓΟΣ

πρός τόν ἀοίδιμο

Μη­τρο­πο­λί­τη Ἰωαννίνων

κυ­ρό Θεόκλητο (Σετάκη)

(1930-2014)

Ἐκφωνηθείς ἀπό τόν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Διαυλείας κ. Γαβριήλ,

Ἀρχιγραμματέα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

 

Μα­κα­ρι­ώ­τατε Πά­τερ καί Δέ­σποτα, σε­πτέ προ­κα­θή­μενε τῆς ἁγι­ω­τά­της Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λά­δος,

Σε­βα­σμι­ώ­τατε ἅγιε ἐκ­πρό­σωπε τῆς Αὑ­τοῦ Θει­ο­τά­της Πα­να­γι­ό­τη­τος τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­άρ­χου,

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι ἅγιοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς,

Σε­βα­στοί πα­τέ­ρες καί ἀγα­πη­τοί ἐν Χρι­στῷ ἀδελ­φοί,

Ἀξι­ό­τι­μοι ἐκ­πρό­σω­ποι τῶν πο­λι­τι­κῶν, στρα­τι­ω­τι­κῶν, δι­κα­στι­κῶν, ἐκ­παι­δευ­τι­κῶν καί ὑπολοίπων ἀρ­χῶν,

Ἀγαπητέ πεν­θη­φόρε λαέ τοῦ Κυ­ρίου τῆς Ἱε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λεως Ἰω­αν­νί­νων,

Μέ αἰ­σθή­ματα βα­θυ­τά­της συγ­κι­νή­σεως καί τι­μῆς, ἡ Ἐκ­κλη­σία τῆς Ἑλ­λά­δος προ­πέμ­πει σή­μερα κα­τώ­δυ­νος πρός τήν ἀγήρω μα­κα­ρι­ό­τητα τόν ἐπι­φανῆ καί πο­λύ­τι­μον Αὐ­τῆς θε­ρά­ποντα, ἀοί­διμο Μη­τρο­πο­λίτη Ἰω­αν­νί­νων κυρό Θε­ό­κλητο, ἕναν ἀπό τούς σπουδαιότερους Ἱεράρχες τῆς νεώτερης ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἱστο­ρίας μας. Ὁ κοι­μη­θείς Γέ­ρων κα­τέ­λιπε τήν ἰδιαίτερη προ­σω­πική του σφρα­γίδα στό πνευ­μα­τικό πη­δά­λιο τῆς ἱστο­ρι­κῆς καί εὐ­λο­γη­μέ­νης αὐ­τῆς Μη­τρο­πό­λεως, τήν ὁποία δι­α­ποί­μανε ἐπί τεσ­σα­ρά­κοντα σχε­δόν ἔτη. Καί μόνο τό γε­γο­νός ὅτι εἶχε τήν εὐ­λο­γία νά δι­α­δε­χθεῖ τόν ἀεί­μνη­στο Ἀρ­χι­ε­πί­σκοπο Σε­ρα­φείμ στή Μη­τρό­πολη Ἰω­αν­νί­νων καί νά μα­θη­τεύ­σει στό πλευρό του ὡς στε­νός συ­νερ­γά­της, κα­τα­δει­κνύει πολλά. Πρω­το­στά­τησε σέ ποι­κί­λες δι­α­πρε­πεῖς πτυ­χές τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς δρά­σεως, στήν ὑπη­ρε­σία τριῶν δι­α­δο­χι­κῶν Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­πων. Δι­ε­κρίθη γιά τή βα­θειά θε­ο­λο­γική παι­δεία καί τήν εὐ­ρεῖα γνώση τῶν οἰ­κο­νο­μι­κῶν. Κατά τήν πο­λυ­ετῆ ἀρ­χι­ε­ρα­τική του δι­α­κο­νία, ἐκ­προ­σώ­πησε τήν Ἐκ­κλη­σία στό Δι­οι­κη­τικό Συμ­βού­λιο τῆς Ἐθνι­κῆς Τρα­πέ­ζης –θέση στήν ὁποία συμ­με­τέ­χει δι­και­ω­μα­τικά ὁ ἑκά­στοτε Μη­τρο­πο­λί­της Ἰω­αν­νί­νων, λόγῳ τῶν σπου­δαίων κλη­ρο­δο­τη­μά­των τῆς πε­ρι­ο­χῆς δι­και­ο­δο­σίας του–, καί χρη­μά­τισε Πρό­ε­δρος τῆς Δι­οι­κού­σης Ἐπι­τρο­πῆς τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Κεν­τρι­κῆς Ὑπη­ρε­σίας Οἰ­κο­νο­μι­κῶν. Ἡ χα­ρι­σμα­τική του προ­σω­πι­κό­τητα, ἡ πνευ­μα­τική δράση του ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σία, τό πλού­σιο συγ­γρα­φικό ἔργο, ἡ δι­α­κε­κρι­μένη προ­σφορά ἀπό ἐπι­τε­λι­κές θέ­σεις, ἀνα­δει­κνύ­ουν τήν πο­λύ­πλευρη δυ­να­μική καί δη­μι­ουρ­γική δράση πού ἀνέ­πτυξε κα­τα­δα­πα­νώ­με­νος μέ ὅλες του τίς δυ­νά­μεις στήν ὁδό τῆς δι­α­κο­νίας καί τόν ἀμ­πε­λώνα τοῦ Κυ­ρίου.

Ὁ μα­κα­ρι­στός Μη­τρο­πο­λί­της Ἰω­αν­νί­νων κυ­ρός Θεόκλη­τος Σε­τά­κης γεν­νή­θηκε τό 1930 στή Θεσ­σα­λο­νίκη. Με­γά­λωσε στήν Κρήτη, ὅπου καί ὁλο­κλή­ρωσε τήν ἐγ­κύ­κλιο παι­δεία. Φοίτησε στή Θε­ο­λο­γική Σχολή τοῦ Πα­νε­πι­στη­μίου Ἀθη­νῶν καί στήν Ἀνωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιῶς. Τό 1958 ἀφο­σι­ώ­θηκε στόν ἱερό κλῆρο, χει­ρο­το­νή­θηκε Δι­ά­κο­νος καί ὑπη­ρέ­τησε στόν Πα­νε­πι­στη­μι­ακό Ναό μέ­χρι τήν εἰς Πρε­σβύ­τε­ρον χει­ρο­το­νία του ἐν ἔτει 1960. Στή συνέχεια δι­ατέ­λεσε μό­νι­μος στρα­τι­ω­τι­κός ἱε­ρεύς ὥς τό 1968, ὑπη­ρε­τών­τας στήν Ἀνα­το­λική καί Κεν­τρική Μα­κε­δο­νία. Ἔκτοτε ἀνέ­λαβε Πρω­το­σύγ­κελ­λος τῆς Ἱε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λεως Ἰω­αν­νί­νων, στό πλευρό τοῦ ἀει­μνή­στου με­τέ­πειτα Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Ἀθη­νῶν καί πά­σης Ἑλ­λά­δος κυροῦ Σε­ρα­φείμ. Μη­τρο­πο­λί­της τῆς γε­ρα­ρᾶς καί ἱστο­ρι­κῆς Μη­τρο­πό­λεως Ἰω­αν­νί­νων ἐξε­λέγη τό 1975, εἰς δι­α­δο­χήν τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Σε­ρα­φείμ.

Δη­μο­σί­ευσε στόν τύπο πλῆ­θος θε­ο­λο­γι­κῶν καί φι­λο­σο­φι­κῶν δο­κί­μιων καί ἀνέ­πτυξε εὐρύ συγ­γρα­φικό ἔργο. Με­ταξύ τῶν με­λε­τῶν του δι­α­κρί­νουμε τήν Εἰ­σα­γωγή στήν Τρα­γω­δία τοῦ Εὐ­ρι­πίδη Ἰφι­γέ­νεια ἐν Αὐ­λίδι καί τόν Ἀκά­θι­στο Ὕμνο. Ἡ λι­παρά του καλλιέργεια, ἡ εὐ­θύ­τητα τοῦ χα­ρα­κτήρα του, οἱ δι­οι­κη­τι­κές του ἱκα­νό­τη­τες, ἡ ἀνι­δι­ο­τέ­λεια, ἡ ἰδι­αί­τερη ἀφο­σί­ωση μέ τήν ὁποίαν ὑπη­ρέ­τησε τόν μα­κα­ρι­στό Σε­ρα­φείμ καί «τό ἀνε­πτυ­γμέ­νον αἴ­σθημα τῆς εὐ­γνω­μο­σύ­νης, πρά­γμα σπά­νιον διά τούς πολ­λούς καί ἴδιον μό­νον διά τούς γεν­ναί­ους», κατά τά λό­για τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ πα­τρός του, τόν κα­τέ­στη­σαν ἄξιο καί ἱκανό συ­νε­χι­στή τοῦ ἔρ­γου τοῦ τόσο ση­μαν­τι­κοῦ προ­κα­τό­χου του σέ μίαν ἐξέ­χουσα Μη­τρό­πολη μέ πλού­σια πα­ρά­δοση καί ἱστο­ρία.

Ὁ ἀοί­δι­μος Ἱε­ράρ­χης ὑπῆρξε ἄν­θρω­πος τόν ὁποῖο, θά ἔλεγε κα­νείς, ἀδι­κοῦσε κά­ποτε ἡ ἁδρά του φυ­σι­ο­γνω­μία καί ἡ ἀμε­σό­τητα τοῦ ἤθους του, γι­ατί δέν τόν ἐν­δι­έ­φερε νά ὑπο­κρί­νε­ται, ἀλλά ἡ οὐ­σία τῆς ἐπι­σκο­πι­κοῦ λει­τουρ­γή­μα­τος, πέ­ραν τῆς ἐξυ­πη­ρε­τή­σεως κο­σμι­κῶν ἤ προ­σω­πι­κῶν σκο­πι­μο­τή­των. Ὅπως ση­μει­ώ­νει ἐν­δει­κτικά καί πάλι ὁ μα­κα­ρι­στός Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Σε­ρα­φείμ, τά ποι­κίλα πνευ­μα­τικά του χα­ρί­σματα ἀπευ­θύ­νον­ταν σέ «ἐκεί­νους πού θέ­λουν νά βλέ­πουν τά πρά­γματα μέ πρί­σμα εὐ­ρύ­τη­τος, καί ὄχι στε­νό­τη­τος καί ὑπο­κρι­σίας».

Ὁ λό­γος του ἦταν πάν­τοτε καί­ριος, στι­βα­ρός καί κρυ­στάλ­λι­νος. Εὔ­τολ­μος ἀλλά καί σώ­φρων, ἐξέ­φραζε ἀπό­ψεις μέ σύ­νεση, εὐ­θύ­τητα καί γνη­σι­ό­τητα, καί οἱ θέ­σεις του εἶ­χαν πάν­τοτε ση­μαί­νουσα δι­εισ­δυ­τι­κό­τητα καί βα­ρύ­τητα. Ἀξί­ζει νά πα­ρα­θέ­σουμε ἕνα ἀπό­σπα­σμα ἀπό συ­νέν­τευξή του στόν τύπο, στό ὁποῖο ἐμ­βρι­θῶς δι­α­βλέπει τίς ρί­ζες τῆς ση­με­ρι­νῆς κρί­σεως: «Ἡ πρα­γμα­τική ταυ­τό­τητα τοῦ Ἕλ­ληνα ἦταν συ­νυ­φα­σμένη μέ τήν ἀνα­ζή­τηση τῆς ὀν­το­λο­γίας τῶν πρα­γμά­των καί ὄχι μέ τήν ἐπι­φα­νει­ακή πε­ρι­γραφή τῶν φαι­νο­μέ­νων. Ἔτσι, ὁδη­γοῦσε τόν ἑαυτό του ἀπέ­ναντι στά πρά­γματα γνω­ρί­ζον­τάς τα σέ βά­θος καί τά δι­έ­κρινε σέ χρη­στά καί ἄχρη­στα. Σή­μερα, μέ τήν πε­ρι­γρα­φική αὐ­τῶν προ­σπέ­λαση, τά δι­α­κρί­νει σέ χρή­σιμα καί ὠφέ­λιμα καί ὁδη­γεῖ­ται στόν ρευ­στό δρόμο ἑνός εἴ­δους ὠφε­λι­μι­στι­κοῦ κα­τα­να­λω­τι­κοῦ εὐ­δαι­μο­νι­σμοῦ. Ἐάν ἐν­τά­ξει τήν ταυ­τό­τητά του σ’ αὐ­τήν τή δι­α­δι­κα­σία, σί­γουρα θά τήν ἀπο­λέ­σει, γι­ατί τό ὠφέ­λιμο καί τό χρή­σιμο εἶ­ναι ρευ­στό καί ἑπο­μέ­νως ἐπιρ­ρε­πές εἰς ἀπόρ­ρι­ψιν».

Καλ­λι­έρ­γησε ἰδι­α­ζόν­τως τόν ἱερό πνευ­μα­τικό δε­σμό μέ τό σε­πτό Κέν­τρο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξίας, τόν Οἰ­κου­με­νικό Θρόνο. Κατά τούς λό­γους τοῦ ἰδίου, «πα­ρα­μέ­νει ὁ θε­μα­το­φύ­λαξ τῆς πα­ρα­δό­σεως τῆς Ἐκ­κλη­σίας, ἡ ἐγ­γύ­ηση τῆς ἑνό­τη­τος καί ἡ Μή­τηρ ὅλων τῶν ὀνο­μα­ζο­μέ­νων αὐ­το­κε­φά­λων Ἐκ­κλη­σιῶν, οἱ ὁποῖες δη­μι­ουρ­γή­θη­καν ἀπό τήν ἰδι­κήν Του κέ­νω­σιν καί τε­λοῦν ὑπό ἔγ­κρι­σιν τῆς μελ­λού­σης νά συ­νέλθῃ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. Δι­α­φυ­λάτ­τει τήν οἰ­κου­με­νι­κό­τητα τῆς Ἐκ­κλη­σίας καί μαρ­τυ­ρεῖ τήν Κα­θο­λι­κό­τητα τῆς πί­στεώς Της. Δέν ἔχουμε τί­ποτα ση­μαν­τι­κότερο ἀπό τό Πα­τρι­αρ­χεῖο μας, ὡς Γέ­νος, στήν Οἰ­κου­μένη».

Στή Μη­τρό­πολη Ἰω­αν­νί­νων ἐξε­τι­μήθη ἰδι­α­ζόν­τως, τόσο ἀπό τόν λαό ὅσο καί ἀπό τούς κοι­νω­νι­κούς καί πο­λι­τι­κούς φο­ρεῖς, ὡς ὁ μα­χη­τι­κός καί λό­γιος Ἱε­ράρ­χης, ὁ ὁποῖος μέ τή χα­ρι­σμα­τική πα­ρου­σία καί τό ἔργο του ἔφερε τήν Ἐκ­κλη­σία πλη­σι­έ­στερα στήν κοι­νω­νία καί τά προ­βλή­ματά της. Εἶ­ναι ἄλ­λω­στε ἀνάγκη ζω­τι­κῆς ση­μα­σίας Ἐκ­κλη­σία καί Πο­λι­τεία νά πο­ρεύ­ον­ται ἐν ἀγάπῃ καί ὁμο­νοίᾳ, ὥστε νά ὑπη­ρε­τοῦν ἀπό κοι­νοῦ τόν λαό καί τή χώρα μας. Ὁ ἐκλι­πών Γέ­ρων, ἀν­τα­πο­κρι­νό­με­νος στίς ἀπαι­τή­σεις τῶν και­ρῶν, συν­δύ­ασε τήν βα­θειά θε­ο­λο­γική γνώση μέ τήν εὐ­ρύ­τητα σκέ­ψεως στόν χει­ρι­σμό φλε­γόν­των ζη­τη­μά­των. Πα­ρέ­δωσε πλου­σία ποι­μαν­τική καί κοι­νω­νική πα­ρα­κα­τα­θήκη, στήν ὁποία συγ­κα­τα­λέ­γον­ται, με­ταξύ ἄλ­λων, ἡ προ­νοι­ακή μέ­ρι­μνα μέσῳ τῶν ἀγα­θο­ερ­γῶν κα­τα­στη­μά­των τῆς Μη­τρο­πό­λεως καί τῆς πα­ρο­χῆς ὑπο­τρο­φιῶν πρός τούς ἐν­δε­εῖς, κα­θώς καί ἡ ἀδι­ά­λει­πτος λει­τουρ­γία ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν κα­τα­σκη­νώ­σεων, βρε­φο­νη­πι­α­κοῦ στα­θμοῦ καί γη­ρο­κο­μείου.

Ἡ Ἐκ­κλη­σία, βε­βαίως, ὅπως τό­νιζε καί ὁ ἴδιος, «δέν εἶ­ναι φι­λαν­θρω­πικό ἵδρυμα οὔτε εἶ­ναι αὐ­τός ὁ ρό­λος της». Ὁμοίως, δέν εἶ­ναι οὔτε θρη­σκευ­τική πα­ρά­ταξη πε­ρι­ο­ρι­σμένη στή στε­νωπό τῶν ἰδεῶν της. Ἡ Ἐκ­κλη­σία πο­ρεύ­ε­ται μέσα στήν ἱστο­ρία, ἀλλά δέν εἶ­ναι ἐκ τοῦ κό­σμου τού­του. Ἔργο της εἶ­ναι νά προσ­λά­βει τόν κό­σμο καί νά τόν με­τα­μορ­φώ­σει. Κα­θώς δι­α­νύ­ουμε τήν Ἁγία καί Με­γάλη Ἑβδο­μάδα, ἀξί­ζει νά μνη­μο­νεύ­σουμε τούς λό­γους ἐπι­φα­νοῦς ἐπι­σκό­που τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Θρό­νου ἀπό ὁμι­λία τοῦ ἰδίου τοῦ μακαριστοῦ Ἱεράρχου, στόν Πα­τρι­αρ­χικό Ναό τοῦ Ἁγίου Γε­ωρ­γίου στό Φα­νάρι: «Εἰς τό πρό­σω­πον τοῦ Χρι­στοῦ, διά τῆς ἐνερ­γείας τοῦ ἁγίου Πνεύ­μα­τος, ὑπερ­βαί­νε­ται ἡ φθορά, ὑπερ­βαί­νε­ται ὁ θά­να­τος. … δι­ότι αὕτη εἶ­ναι ἡ λύ­τρω­σις ἐκ τῶν ὁρίων τοῦ κτι­στοῦ. Αὕτη ἡ λύ­τρω­σις, αὕτη ἡ ἀπε­λευ­θέ­ρω­σις εἶ­ναι ἔρ­γον τοῦ ἁγίου Πνεύ­μα­τος συν­τε­λού­με­νον πρῶ­τον εἰς τό πρό­σω­πον τοῦ Χρι­στοῦ, καί ἐν συ­νε­χείᾳ εἰς τούς ἀν­θρώ­πους, πά­λιν ὡς δω­ρεά καί ἐνέρ­γεια τοῦ ἁγίου Πνεύ­μα­τος».

Αὐτή εἶ­ναι ἡ μαρ­τυ­ρία τῆς Ἐκ­κλη­σίας, δι­α­τυ­πω­θεῖσα ἐπί τοῦ Σταυ­ροῦ καί ἀπό τοῦ Πα­να­γίου Τά­φου. Ὁ Χρι­στός, κατά τούς λό­γους τοῦ Μα­κα­ρι­ω­τά­του Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που μας, «δέν πρό­τεινε ἰδέες πού δι­χά­ζουν τούς ἀν­θρώ­πους, ἀλλά “ἤπλωσε τάς πα­λά­μας” ἐπί τοῦ Σταυ­ροῦ “καί ἥνωσε τά τό πρίν δι­ε­στῶτα”. Ὁ Χρι­στός πού με­λί­ζε­ται ἐπί τοῦ θυ­σι­α­στη­ρίου σέ κάθε Θεία Λει­τουρ­γία ἀλλά δέν δι­αι­ρεῖ­ται, καί προ­σφέ­ρει τή δυ­να­τό­τητα πάντες οἱ ἐξ ἑνός πο­τη­ρίου με­τα­λαμ­βά­νον­τες νά γί­νον­ται ἕνα σῶμα».

Ἔναντι τοῦ «φο­βε­ρω­τά­του τοῦ θα­νά­του μυ­στη­ρίου» καί τοῦ βι­αίου δι­α­χω­ρι­σμοῦ τῆς ψυ­χῆς ἐκ τοῦ σώ­μα­τος, ἀνα­γνω­ρί­ζουμε καί τήν ἐπι­θα­νά­τια ἀγω­νία τοῦ Κυ­ρίου γιά τή δι­ά­σπαση τῆς ἁρ­μο­νίας τῆς κτί­σεως καί τόν κα­τα­κερ­μα­τι­σμό τοῦ γέ­νους τῶν ἀν­θρώ­πων. Αὐτή ἡ ἀγω­νία ὀφεί­λει νά κα­θο­ρί­ζει καί τό ἦθος τῆς μαρ­τυ­ρίας μας ἐν τῷ πα­ρόντι βίῳ. Ἀπο­στολή τῆς Ἐκ­κλη­σίας εἶ­ναι νά ἑνώ­νει τούς ἀν­θρώ­πους μέ ἕναν βα­θύ­τατο, μυ­στη­ρι­ακό δε­σμό: «ἵνα ὦσιν ἕν» (Ἰω. 17, 11). «Οὐκ οἴ­δατε ὅτι τά σώ­ματα ὑμῶν μέλη Χρι­στοῦ ἐστιν;», ση­μει­ώ­νει ὁ Ἀπό­στο­λος Παῦ­λος (Α΄ Κορ. 6, 15). Καί ὡς μέ­λος τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Ἀνα­στάν­τος Χρι­στοῦ, τό φθαρτό μας σῶμα κοινωνεῖ καί μετέχει τῆς Χά­ρι­τος τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος, πού ἁγι­ά­ζει ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκ­κλη­σίας, φα­νε­ρώ­νον­τας ὅτι ὁ θά­να­τος δέν εἶ­ναι τό τέ­λος, ἀλλά ἡ ἐν Χρι­στῷ δι­ά­βα­σις πρός τήν «αἰ­ώ­νιον βι­ο­τήν».

«Εἰ γάρ σύμ­φυ­τοι γε­γό­να­μεν τῷ ὁμοι­ώ­ματι τοῦ θα­νά­του αὐ­τοῦ, ἀλλά καί τῆς ἀνα­στά­σεως ἐσό­μεθα. Τοῦτο γινώσκοντες, ὅτι ὁ παλαιός ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη, ἵνα καταργηθῇ τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ· ὁ γάρ ἀποθανών δεδικαίωται ἀπό τῆς ἁμαρτίας. Εἰ δέ ἀπε­θά­νο­μεν σύν Χρι­στῷ, πι­στεύ­ο­μεν ὅτι καί συ­ζή­σο­μεν αὐτῷ, εἰ­δό­τες ὅτι Χρι­στός ἐγερ­θείς ἐκ νε­κρῶν οὐ­κέτι ἀπο­θνῄ­σκει, θά­να­τος αὐ­τοῦ οὐ­κέτι κυ­ρι­εύει. Ὅ γάρ ἀπέ­θανε, τῇ ἁμαρ­τίᾳ ἀπέ­θα­νεν ἐφά­παξ, ὅ δέ ζῇ, ζῇ τῷ Θεῷ» (Ῥωμ. 6, 5-10).

Ὁ μα­κα­ρι­στός Ποι­με­νάρ­χης τῆς Μη­τρο­πό­λεως Ἰω­αν­νί­νων κυ­ρός Θε­ό­κλη­τος κη­ρύσ­σει πρός ἡμᾶς καί μετά θά­να­τον διά τῆς με­γάλης ἀξίας τῆς προ­σφο­ρᾶς του ὑπέρ τῆς Ἐκ­κλη­σίας. Πε­ρι­βλη­θείς τόν σε­βα­σμό καί τήν ἀγάπη λαοῦ καί κλή­ρου, δι­ή­νυσε ἀξίως μα­κρά ἐκ­κλη­σι­α­στική πο­ρεία στά βή­ματα τοῦ σπου­δαίου προ­κα­τό­χου του, προ­σφέ­ρον­τας δα­ψι­λεῖς ὑπη­ρε­σίες ἀπό νευ­ραλ­γι­κές θέ­σεις. Ἡ ἰσχυρή του προ­σω­πι­κό­τητα εἶχε πρω­τα­γω­νι­στική συμ­βολή στή νε­ώ­τερη ἐκ­κλη­σι­α­στική ἱστο­ρία. Ἡ μαρ­τυ­ρία του ὑπῆρξε εὐ­ρεῖα, ἀνυ­πό­κριτη, οὐ­σι­ώ­δης καί με­στή εὐ­λο­γιῶν. Θερ­μῶς δε­ό­μεθα πρός τόν Ὕψι­στο νά ἀνα­παύ­σει τό σε­πτό του σκῆ­νος καί νά συ­να­ρι­θμή­σει τήν μα­κα­ρία ψυχή του με­ταξύ τῶν δι­καίων. Ἄς εἶ­ναι αἰ­ω­νία ἡ μνήμη του.