You are currently viewing Τρία χρόνια από το θάνατο του Ηγουμένου Θεοδώρου  της Μονής Μολυβδοσκεπάστου

Τρία χρόνια από το θάνατο του Ηγουμένου Θεοδώρου της Μονής Μολυβδοσκεπάστου

  • Reading time:2 mins read
Του π. Ηλία Μάκου

Συμπληρώθηκαν τρία χρόνια από το θάνατο του αείμνηστου ηγουμένου Θεοδώρου της Μονής Μολυβδοσκεπάστου στα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Μάλιστα τελέστηκε και μνημόσυνο στη Μονή Μολυβδοσκεπάστου, όπου και ο τάφος του, κοντά στο μνήμα του αλησμόνητου Σεβαστιανού, ο οποίος  ήταν η αιτία και το κίνητρο να βρεθεί και να προσφέρει  στην ακριτική αυτή επαρχία

Πάνε πολλά χρόνια, καλοκαίρι του 1987 ήταν, μαθητές εμείς, που είχαμε γνωρίσει τον αλησμόνητο ηγούμενο π. Θεόδωρο Διαμάντη.

Bιγλάτορας όχι μόνο στην εσχατιά της πατρίδας, αλλά και στα μεθόρια των ανθρώπινων ψυχών, στα περάσματα της λογικής του Θεού. Υπήρξε ένας καλόγηρος στα σύνορα, χωρίς να έχει σύνορα, περιορισμούς και φραγμούς στην αγάπη, η καρδιά του.

Κάθε φορά, που πηγαίναμε στο μοναστήρι να τον συναντήσουμε, μας υποδεχόταν με ένα πλατύ χαμόγελο. Συζητούσαμε για λίγο και χωρίς να προλάβει να πάρει μια ανάσα έτρεχε στο εξομολογητήριο.

Ώρες ολόκληρες εκεί. Άκουγε, συμβούλευε, όχι τυπικά, όχι διεκπαιρεωτικά, αλλά ως γνήσιος και χαρισματικός πατέρας. Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες πρόσωπα, κάθε ηλικίας, κάθε φύλου, κάθε μόρφωσης, βρήκαν ανάπαυση σ’ αυτόν όλα αυτά τα χρόνια.

Έδωσε ανάσα ζωής σε πολλούς νέους ανθρώπους, που αγωνίζονταν να απεξαρτηθούν από διάφορες ουσίες.

Παρότι ήταν αυστηρός με τον εαυτό του δεν ήταν ακραίος με τους άλλους, ήταν επιεικής.

Έτσι σεβόταν και τηρούσε τα δόγματα και τις παραδόσεις της Εκκλησίας, αλλά την ίδια στιγμή, χωρίς να κάνει καμία τυπική παρέκκλιση, γνώριζε, που έπρεπε να έχει το προβάδισμα η αγάπη, η ανθρωπιά, η συναντίληψη.

Είχε μια ισορροπία στη σκέψη και στη συμπεριφορά του, ώστε και αν η ζωή του, που ήταν λιτή και ασκητική, τίποτε δεν άφησε ως περιουσιακό στοιχείο, παρά μόνο τα φτερά των αρετών του, με τα οποία πετούσε πάνω από της γης τα στείρα μονοπάτια, μαρτυρούσε, φώναζε το ζήλο του για την πίστη, έναν ζήλο θυσιαστικό, εν τούτοις δεν ήταν φανατικός. Κατανοούσε, ανεχόταν και συγχωρούσε.

Με αυτή τη θαυμαστή γραμμή του, πάθος και πόθος για το Θεό, αλλά όχι φανατισμός, χάρασσε το δρόμο για να αποφεύγονται ακρότητες επιβλαβείς για τη χριστιανική ζωή.

Και τραβούσε σαν μαγνήτης άτομα κοντά του, μάλιστα νεαρά, κάποια από τα οποία, έμειναν στο Μοναστήρι, όπως οι ιερομόναχοι π. Αρσένιος Μάιπας και ο π. Παΐσιος Κοντοσάκκος.

Ως εργάτης της Ορθοδοξίας μοχθούσε να εξαπλωθεί και να βλαστήσει το έργο του όσο θέλει ο Θεός, αλλά εκείνος έμενε αφανής.

Όσες φορές ανταλλάσσαμε απόψεις μαζί του, όσες φορές τον βλέπαμε δίπλα στο Σεβαστιανό, αλλά και στον διαδοχό του Μητροπολίτη Κονίτσης  Ανδρέα, που τις αρχές και τις αξίες τους ενστερνιζόταν με ενθουσιασμό, όσες φορές πληροφορούμασταν τη βοήθειά του με διάφορους τρόπους προς τους ανθρώπους, είτε αυτοί ήταν Βορειοηπειρώτες, είτε Αλβανοί, είτε κάτοικοι περιοχών της Ελλάδας, πάντα νιώθαμε ότι η πνευματική δυναμικότητά του, συνδυασμένη αρμονικά με την ηρεμία στο πρόσωπό του και στο βλέμμα του, ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της ζωής του.

Φαινόταν η υπεροχή του πνεύματός του πάνω στο σώμα του. Γέμιζε με την πνοή της δικής του καρδιάς την καρδιά των άλλων.

έδωσε τη λεπτή αίσθηση της παρουσίας του Θεού ανάμεσά μας. Μας έδειξε το Θεό. Και αυτό, γιατί η καρδιά του, που πίστεψε αληθινά στον Αναστημένο Κύριο, Τον γεύτηκε μέσα της.

Και όταν ακόμα την κατέτρεχαν πόνοι και αναστεναγμοί, όπως η μακρά περίοδος της ασθένειάς του, δεν ήταν άξενη και μακρινή, αλλά γλυκιά και μοσχοβολούσε.

Η καρδιά του μέχρι το τέλος, με νεανικό ενθουσιασμό, ζητούσε τη θεία συνοδοιπορία. Πάντοτε γέμιζε από φως και πνεύμα.

Και «λάμποντας, αστράπτοντας, ηλλοιωμένος», έψαλε με ευφροσύνη: «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν πνεύμα επουράνιον».

Ήταν στραμμένος πάντοτε όχι προς τη σκοτεινή άβυσσο του «μηδέν». Αλλά προς την ακτινοβολούσα άβυσσο του Θεού.

Γι’ αυτό, χάρη στην αίσθηση-υπεραίσθηση της πίστης του, άκουε και έβλεπε άλλες φωνές και άλλες πραγματικότητες.

Το αόρατο, το ασύλληπτο και το υπερβατικό του ήταν περισσότερο οικείο από το ορατό.