Του π. Ηλία Μάκου
Απόδημοι, που βρέθηκαν στα χωριά τους το καλοκαίρι, ιδίως τον Δεκαπενταύγουστο, έδωσαν κάποια ζωντάνια σ’ αυτά και ακούστηκαν και παιδικές φωνές στις πλατείες, καθώς σε πολλά δεν μένουν οικογένειες με παιδιά.
Τώρα, όμως, που αρχίζουν και επιστρέφουν στον τόπο κατοικίας και εργασίας τους οι ξενιτεμένοι, αποκαλύπτεται και πάλι η “γύμνια”, η εγκατάλειψη και η ερήμωση πολλών χωριών.
Αν βρεθεί κανείς σε ακριτικά χωριά τον κυριεύει πραγματικά μια απέραντη μελαγχολία από την εικόνα που αντικρίζει, η οποία είναι το ίδιο “πένθιμη” και σε πολλά άλλα χωριά της Ελλάδας.
Τα δημοτικά και τα Γυμνάσια, όπου έχουν απομείνει, κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Γυμνάσιο Νεράϊδας (Μενίνας) στη Θεσπρωτία,το οποίο λειτουργούσε μέχρι σήμερα εδώ και δεκαετίες και ήταν ” πνεύμονας” για τον τόπο, του οποίου ανεστάλη η λειτουργία για το σχολικό έτος 2023-2024, λόγω έλλειψης μαθητικού δυναμικού.
Σύμφωνα με σχετική έρευνα του ΙΟΕΒΕ , αν συνεχιστεί η ίδια τάση, το 2035, θα μειωθούν οι μαθητές στη χώρα κατά 430.000!, δηλαδή το 1/3 όσων είναι σήμερα.
Μια “ταφόπλακα” εγκατάλειψης πλανιέται πάνω από την ύπαιθρο, αλλού μεγαλύτερη, αλλού μικρότερη, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις είναι αποκαρδιωτική η κατάσταση.
Λίγοι αποκαμωμένοι γέροντες, λίγες σκυρτωμένες γερόντισσες και που και που και ορισμένοι μεσήλικες, σχεδόν καθόλου παιδιά, που κάποτε με τα γέλια και τα παιχνίδια τους ομόρφαιναν τα χωριά.
Και όπου υπάρχουν είναι Αλβανικής κατά κανόνα καταγωγής, από γονείς, που κάνουν μεροκάματα.
Οι νέοι δεν έχουν περιθώρια να μείνουν στα χωριά τους, αφού η ενασχόληση με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, όπως λένε, δεν τους αποδίδει πλέον τίποτα και δεν αρκεί για να επιβιώσουν.
Μια γερόντισσα, κανέναν άλλον, με κάτι πουρναρόκλαδα ζαλωμένη, για προσάναμα, βρήκαμε στον άδειο δρόμο χωριού, όπου δεν λειτουργεί ούτε καφενείο!
Και νιώσαμε, από τις λίγες κουβέντες μαζί της, χήρα ήταν και ζούσε μοναχή της, με τα παιδιά της μακριά της, ότι τούτη η απλοϊκή γυναίκα δεν μοιάζει καθόλου με τον συχνά παραφουσκωμένο από ανόητο πρωτευουσιανοεγωϊσμό και τον γεμάτο αγχώδη μέριμνα κόσμο των αστικών κέντρων.
Αισθανθήκαμε, μέσα από την απλότητά της, την ταπεινή αρχοντιά και τον αληθινό πλούτο της επαρχιώτικης καρδιάς.
Και οι παππούδες και οι γιαγιάδες πεθαίνουν μόνοι και κάθε φορά, που λυπητερά χτυπά η καμπάνα, σημαίνει ότι η επαρχία όλο και σβήνει…
Παλαιότερα έβλεπες χωράφια καλλιεργημένα, ενώ κυπροκούδουνα ζώων αντιλαλούσαν στα λαγκάδια, τώρα οι εκτάσεις γέμισαν από αγκαθιές, ενώ τα ζωντανά έχουν μείνει ελάχιστα. Και πουθενά, μα πουθενά, δε βλέπεις τα εξαφανισμένα πια συμπαθέστατα γαϊδουράκια, που ούτε δείγμα τους δεν υπάρχει.
Τα περισσότερα σπίτια είναι ακατοίκητα και ερμητικά κλειστά, ενώ άλλα από αυτά έχουν παραδοθεί στη φθορά του χρόνου.
Όσο και αν δεν το καταλαβαίνουμε, είναι εθνικής, ναι εθνικής, σημασίας θέμα να αναστραφεί αυτή η εγκατάλειψη των χωριών, γιατί “Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα”, όπως έλεγε ένα σύνθημα.
Γι’ αυτό, πρέπει να προληφθεί ο ολικός αφανισμός των χωριών, που, αν δεν υπάρξουν ουσιαστικές παρεμβάσεις, σε λίγο καταφθάνει.
Πολλά είναι τα μέτρα, που μπορούν να παρθούν, με κυριότερα τα κίνητρα για αγροτοτουριστικές επενδύσεις στα χωριά, η πριμοδότηση για επιστροφή οικογενειών, οι προσλήψεις με το στοιχείο της εντοπιότητας, η βελτίωση των υποδομών, η άρση του αποκλεισμού, που έχει να κάνει με την έλλειψη ιατρικής, ταχυδρομικής, τραπεζικής, εκπαιδευτικής πρόσβασης, η εμπέδωση του αισθήματος ασφαλείας με αποτελεσματικότερη αστυνομική φύλαξη, με επανίδρυση στρατιωτικών φυλακίων, όπου χρειάζεται κ. ά.
Δεν μπορούμε να κόβουμε τις ρίζες μας και να αφήνουμε μοιρολατρικά να παρακμάζουν, να αδειάζουν τα χωριά, χωρίς να έχουμε συνέπειες, χωρίς να τιμωρηθούμε από τις ίδιες τις συνθήκες της ζωής.
Πέρα από το γεγονός ότι θα μας καταδιώκει πάντοτε η αγιάτρευτη νοσταλγία, πληρώνουμε τίμημα, ως ένα είδος φυσικής εκδίκησης, όταν αρνούμαστε αυτό, στο οποίο οφείλουμε, αυτό, που είμαστε.
Επιπλέον ο μαρασμός της υπαίθρου, αλλάζει άρδην τα δεδομένα σε γενικότερο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.
Τα χωριά είναι η “ψυχή” της Ελλάδας και είναι αδήριτη ανάγκη να μη γίνει ανεκτό και επιτρεπτό το ξεκλήρισμά τους.