You are currently viewing Στον ιερό Βράχο του Αρείου Πάγου τίμησε η Εκκλησία της Ελλάδος τον ιδρυτή της -✔️Υψηλού θεολογικού επιπέδου η ομιλία του Αρχιμ. Νεκταρίου Καρσιώτη

Στον ιερό Βράχο του Αρείου Πάγου τίμησε η Εκκλησία της Ελλάδος τον ιδρυτή της -✔️Υψηλού θεολογικού επιπέδου η ομιλία του Αρχιμ. Νεκταρίου Καρσιώτη

  • Reading time:4 mins read

Στον ιερό Βράχο του Αρείου Πάγου τίμησε το απόγευμα η Εκκλησία της Ελλάδος τον Απόστολο των Εθνών Παύλο σε ανάμνηση του κηρύγματός του προς τους Αθηναίους.

Στον Μεγάλο Πανηγυρικό Εσπερινό χοροστάτησε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος. Παρέστησαν Αρχιερείς, εκπρόσωποι της Πολιτείας, των σωμάτων ασφαλείας και των ενόπλων δυνάμεων, κληρικοί και λαϊκοί, ενώ τηρήθηκαν όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας κατά της διάδοσης του κορονοϊού covid-19.

Κατά τον Εσπερινό μίλησε ο Αρχιμανδρίτης κ. Νεκτάριος Καρσιώτης, Αρχιερατικός Επίτροπος της ΙΗ Αρχιεπισκοπικής Περιφέρειας και Γραμματεύς Κωδικογράφος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του π. Νεκταρίου Καρσιώτη:

Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΙΣ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΠΑΥΛΟ

Μακαριώτατε Δέσποτα καί σεπτέ Προκαθήμενε
τής καθ Ελλάδα Αγιωτάτης Εκκλησίας,
Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς,
Εντιμότατοι Άρχοντες,
Αγαπητοί Πατέρες καί εν Χριστώ αδελφοί,

Εορτή χαρμόσυνος καί ευφροσύνης έμπλεως είναι η σημερινή ημέρα γιά τήν Αποστολική Εκκλησία τών Αθηνών, καθότι εορτάζεται ο θεμελιωτής Αυτής, ο Απόστολος τών Εθνών, Παύλος ο Ουρανοβάμων.

Η ένθερμος αγάπη καί ο ενδόμυχος πρός Αυτόν σεβασμός μας ωδήγησαν τά διαβήματά μας στόν ιερό τούτο βράχο, ο οποίος γεμίζει μυστικά σήμερα από τήν μορφή καί τήν φωνή τού Παύλου, γιά νά επιτελέσουμε τόν πανηγυρικό Εσπερινό εις ανάμνησιν τού πρώτου εν Αθήναις κηρύγματός του, τό έτος 51, κατά τήν διάρκεια τής δευτέρας Αποστολικής του περιοδείας.

Ο εν λόγω Εσπερινός καθιερώθηκε επισήμως επί τής αρχιεπισκοπείας τού αοιδίμου εκ τών προκατόχων τής Υμετέρας Μακαριότητος, Αρχιεπισκόπου Αθηνών καί πάσης Ελλάδος κυρού Χρυσοστόμου τού Παπαδοπούλου, τό έτος 1925, καί έκτοτε τελείται ετησίως, μέ θλιβερή εξαίρεση τήν περίοδο τών ετών 1941 – 1944.

Τό θέμα πού θά διεξέλθουμε αφορά στήν εν Χριστώ ανακαίνιση, τήν αναγέννηση τού ανθρώπου κατά τόν Απόστολο Παύλο. Στήν προσπάθειά μας αυτή κρίνεται, κατ αρχάς, απαραίτητη η ακροθιγής αναφορά στό κορυφαίο γεγονός τής μεταστροφής τού Αποστόλου κατά τήν πορεία του πρός τήν Δαμασκό, διά τού οποίου επήλθε η πνευματική του ανακαίνιση, η εν Θεώ μεταμόρφωσή του.

Ο εορταζόμενος Απόστολος γεννήθηκε ανάμεσα στά έτη 5 έως 15 μ.Χ. στήν Ταρσό τής Κιλικίας από Ιουδαίους γονείς, έλαβε τό όνομα Σαούλ καί κατείχε από τήν πλευρά τού πατέρα του τό προνόμιο τού Ρωμαίου πολίτη.

Στήν γενέτειρά του σπούδασε, μεταξύ άλλων, τήν ελληνική γλώσσα καί ήλθε σέ επαφή μέ τήν σκέψη καί τήν ζωή τού ελληνισμού, δεδομένου ότι η Ταρσός, μέ τήν ακμάζουσα ιουδαϊκή της παροικία, εθεωρείτο πόλη ελληνικωτάτη, στήν οποία εκαλλιεργούντο συστηματικώς τά γράμματα.

Ο ζήλος, τόν οποίο παιδιόθεν έτρεφε γιά τίς θρησκευτικές παραδόσεις τής Παλαιάς Διαθήκης καί τόν Νόμο, όπως εμπεριέχεται στήν Πεντάτευχο, τόν ωδήγησε στά Ιεροσόλυμα, τήν πρωτεύουσα τού Ιουδαϊσμού, προκειμένου νά μαθητεύσει πλησίον σοφών διδασκάλων.

Στήν πόλη αυτή, συμμεριζόμενος τό μίσος τών ομοεθνών του πρός τούς Χριστιανούς, γιά τούς οποίους πίστευε ότι έθεταν σέ κίνδυνο τήν θρησκεία καί τήν εθνική ελπίδα τού Ισραήλ, κατεδίωκε απηνώς τήν Εκκλησία, συνελάμβανε καί φυλάκιζε τά μέλη της. Ως εκ τούτου, παρέστη στόν λιθοβολισμό τού πρωτομάρτυρος Στεφάνου καί επεδοκίμασε τό φοβερό του μαρτύριο.

Όμως, περί τό έτος 34, καί ενώ πορευόταν πρός τίς συναγωγές τής Δαμασκού, μέ σκοπό νά φέρει στά Ιεροσόλυμα δέσμιους τούς Χριστιανούς πού θά εύρισκε εκεί, τού συνέβη ένα από τά συγκλονιστικώτερα γεγονότα πού είναι δυνατόν νά συμβούν στήν ζωή τού ανθρώπου.

Πλησιάζοντας στήν Δαμασκό, αίφνης τόν περιέβαλε μέ τήν λάμψη του ουράνιο φώς καί, καθώς έπεσε κατά γής, άκουσε φωνή η οποία τού έλεγε «Σαούλ, Σαούλ, τί με διώκεις; – Ποιός είσαι Κύριε; ρώτησε τότε ο νεαρός Παύλος. – Εγώ ειμι Ιησούς, όν σύ διώκεις, αλλά ανάστηθι καί είσελθε εις τήν πόλιν, καί λαληθήσεταί σοι τί σε δεί ποιείν» (Πράξ. 9, 3 – 6).

Ο Παύλος σηκώθηκε από τήν γή, έχοντας προσωρινά απωλέσει τήν όρασή του, καί οι σύντροφοί του τόν ωδήγησαν στήν Δαμασκό «καί ήν ημέρας τρείς μή βλέπων, καί ουκ έφαγεν ουδέ έπιεν» (Πράξ. 9, 9).

Ο Απόστολος, σάν νά μή βρισκόταν στήν ζωή, παρέμεινε επί τρείς ημέρες, όσο καί ο Χριστός στόν τάφο, βυθισμένος σέ αισθητό σκότος καί απέσχε, ως άλλος νεκρός, από τροφή καί νερό, ζωοποιούμενος όμως από τήν δύναμη τής προσευχής (Πράξ. 9, 11).

Κατόπιν θείας προσταγής, τόν επισκέφθηκε ο ευρισκόμενος στήν Δαμασκό Απόστολος Ανανίας, ο οποίος έθεσε τά χέρια του στόν Παύλο γιά νά αναβλέψει καί νά γεμίσει από Άγιο Πνεύμα (Πράξ. 9, 17). Καί ο Παύλος ανέβλεψε οι οφθαλμοί τής ψυχής καί τού σώματός του ενεπλήσθησαν από φώς καί πεπεισμένος γιά τήν Αλήθεια τής φωτοφόρου οράσεως τού Υιού τού Θεού «αναστάς εβαπτίσθη, καί λαβών τροφήν ενίσχυσεν» (Πράξ. 9, 18).

Κατά τήν διάρκεια τών τριών ημερών, οι οποίες μεσολάβησαν μεταξύ τού μυστηριακού θανάτου τού παλαιού Σαούλ, τού Σαύλου, καί τής εν χάριτι πνευματικής ανακαινίσεως τού νέου Παύλου, μέσα στήν ψυχή του, στήν συνείδησή του, κατέρρευσε ολόκληρος ο παλαιός κόσμος καί ανέθαλε ο νέος, η «εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β Κορ. 5, 17), ως απαύγασμα τής ερχομένης Βασιλείας καί πληρότητα τής εν Θεώ νέας ζωής.

Διά τής ακαταλήπτου εμφανίσεως τού Αναστάντος στόν Παύλο, ο πρώην διώκτης ανεγνώρισε εν Αγίω Πνεύματι τόν ζώντα Χριστό ως Υιό τού Θεού καί Θεό τού παντός, έλαβε τήν νέα γέννηση άνωθεν (Ιω. 1, 13. 3, 3) καί έγινε κοινωνός τού θανάτου καί τής Αναστάσεως τού Χριστού. Η θέαση τής θείας φωτοφανείας ανεκαίνισε ριζικά τήν ύπαρξή του, γεγονός γιά τό οποίο ο ερμηνευτής τού Παύλου, άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, έκθαμβος υμνεί τόν Θεό λέγοντας, «Τίς λαλήσει τάς δυναστείας τού Κυρίου; (Ψαλμ. 105, 2). Ποιός μπορεί νά διηγηθεί τά θαυμαστά έργα τής δυνάμεώς σου, Θεέ μου, γιατί δέν άφησες τόν Παύλο νά παραμείνει μακριά σου, αλλά τόν ανέδειξες Απόστολό σου πρός όφελος όλων τών ανθρώπων; Όταν δημιούργησες τά άστρα καί τόν ήλιο, οι Άγγελοί σου σέ δοξολόγησαν μέ μία φωνή δέν σέ ύμνησαν όμως μέ τόση χαρά τότε, μέ όση σέ ανύμνησαν όταν αναδημιούργησες τόν νέο Παύλο πρός χάριν ολοκλήρου τής οικουμένης, ο οποίος έγινε λαμπρότερος από τό φώς τού ηλίου καί έκανε νά λάμψει η γή περισσότερο από τόν ουρανό».

Βεβαίως ο Παύλος, ως τό σκεύος τής εκλογής τού Χριστού (Πράξ. 9, 15), διακρινόταν από τήν νεανική του ηλικία γιά τήν σοβαρότητα καί τήν ειλικρίνεια μέ τίς οποίες αντιλαμβανόταν τήν θρησκεία. Ωστόσο, εάν δέν τόν καλούσε ο ίδιος ο Αναστάς Κύριος καί εάν δέν τόν έχριε Απόστολο καί Κήρυκα τού Ευαγγελίου «εις πάντα τά έθνη» ποτέ, ίσως, δέν θά εισήρχετο στήν Εκκλησία τού Χριστού. Γι αυτό καί γράφει στούς Γαλάτες ότι η μεταστροφή του οφείλεται στήν ευδοκία καί τήν χάρη τού Θεού, ο οποίος τόν είχε επιλέξει «εκ κοιλίας μητρός του» γιά τό αποστολικό έργο (Γαλ. 1, 15-16).

Χάριν αυτού τού έργου ο Απόστολος υπέστη μύρια όσα δεινά, όπως πείνα καί δίψα, γύμνωση καί ναυάγια, φόβους καί κινδύνους, φυλακίσεις καί πληγές, μαστιγώσεις καί ραβδισμούς, λιθοβολισμό καί τήν διαρκή απειλή τού θανάτου (Β Κορ. 11, 23-28) καί όμως όλα τά υπερέβαινε διά τού Χριστού, ο οποίος τού χορηγούσε θεία δύναμη (Φιλ. 4, 13).

Πώς κατανοεί όμως ο Παύλος τήν ανακαίνιση τού ανθρώπου καί γιατί πρέπει κάποιος νά ανακαινισθεί;

Μελετώντας τίς επιστολές του, διαπιστώνουμε ότι στήν θεολογική του σκέψη καί εμπειρία αντιδιαστέλλεται ο παλαιός πρός τόν καινό, τόν νέο, άνθρωπο.

Γράφει στούς Εφεσίους: «Πρέπει νά αποβάλετε τόν παλαιό άνθρωπο τής προτέρας σας ζωής, ο οποίος φθείρεται από τίς απατηλές επιθυμίες σας, καί νά ανανεώνεσθε εσωτερικά σέ όλο τό πνευματικό σας βάθος νά ενδυθείτε τόν νέο άνθρωπο, ο οποίος αναδημιουργήθηκε σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού καί κοσμείται μέ αληθινή δικαιοσύνη καί αγιότητα» (Εφ. 4, 22-24).

Παλαιός είναι ο άνθρωπος πού δέν έχει κάνει τό γενναίο άλμα τής εις Χριστόν πίστεως, γιά νά μή μείνει μόνος επάνω στόν έρημο βράχο αυτού τού κόσμου, παραδομένος στήν κυριαρχία τού θανάτου. Παλαιός είναι ο άνθρωπος πού δέν έχει ενδυθεί τόν Κύριο Ιησού, ως φώς καί ως χάρη, καί δέν έχει ανακαινισθεί, εις ζωήν αιώνιον, από τήν μετοχή του στήν ζωή, τόν θάνατο καί τήν Ανάσταση τού Χριστού.

Καινός, νέος, άνθρωπος είναι, κατά κυριολεξίαν, ο Θεός καί Άνθρωπος Ιησούς Χριστός (Εφ. 2, 15-16), ο νέος Αδάμ, πού δίνει ζωή σέ όλους (Α Κορ. 15, 22. 44-49).

Ο άνθρωπος τώρα, ο οποίος διά τής πίστεως, τής μετανοίας καί τής χάριτος τού Θεού ενώνεται μέ τόν Χριστό, ανανεώνεται κατά τήν εικόνα τού Δημιουργού του, τού Ιησού Χριστού (Κολ. 3, 10-11). Γίνεται «καινή κτίσις», δηλαδή αναδημιουργείται διά τού αίματος καί τού ύδατος πού έρρευσαν από τήν άχραντο πλευρά τού Χριστού, στόν άγιο Γολγοθά. Γίνεται κοινωνός θείας φύσεως (Β Πέτρ. 1, 4), δηλαδή καθίσταται κατά χάριν Θεού άγιος, αιώνιος, άφθαρτος, θεοειδής αγωνίζεται εν τή Εκκλησία εναντίον τής ενεργείας τής αμαρτίας, η οποία βυθίζει τόν άνθρωπο σέ εσωτερικά ερέβη, καί παλεύει εναντίον τού παλαιού ανθρώπου, ο οποίος ζητεί νά κυριαρχήσει επί τού νέου. Ο καινός άνθρωπος πάντως δέν είναι κάτι πού «είναι», αλλά πού αγωνίζεται νά γίνει, νά υπερβεί τόν εκάστοτε εαυτόν του καί νά ομοιωθεί πρός τόν Θεό. Γι αυτό καί δέν αποθαρρύνεται από τίς ενδεχόμενες πνευματικές του ήττες, αφού γνωρίζει τί σημαίνει «πιπτέγερσις».

Στό σημείο αυτό θεωρούμε χρήσιμη τήν αναφορά, μέ κάθε δυνατή συντομία, σέ ωρισμένες εκφάνσεις τής νέας ζωής τού Παύλου, οι οποίες φανερώνουν πώς μπορεί νά βιωθεί από τήν ανθρώπινη συνείδηση η εν Χριστώ ανακαίνιση.

α) Ο Απόστολος, ως αναδημιουργηθείς υπό τού Θεού, ως «καινή κτίσις», παραιτείται από κάθε ανθρώπινη, ατομική ή εθνική κοσμοθεωρία, η οποία ερείδεται επί τού εγωϊστικού φρονήματος, όπως λ.χ. η καύχηση γιά τήν ιουδαϊκή του καταγωγή καί η σοφία ή τά ηθικά επιτεύγματα πού απορρέουν από τήν τήρηση τών νομικών διατάξεων τής Παλαιάς Διαθήκης.

Ενώπιον τού Σταυρού τού Χριστού αισθάνεται νά εκμηδενίζεται κάθε μορφή καυχήσεως, γι αυτό καί διακηρύσσει «εμοί δέ μή γένοιτο καυχάσθαι ει μή εν τώ σταυρώ τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι ού εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τώ κόσμω» (Γαλ. 6, 14).

Βιώνοντας τήν εν Θεώ ανακαίνισή του ως υπέρβαση τού θανάτου καί πρόγευση τής αναστάσεως, καυχάται μόνο γιά τήν άκρα ταπείνωση καί τήν ακατάληπτη αγάπη τού Χριστού, διά τών οποίων ανατρέπεται η λογική τής πεπτωκυίας ανθρωπίνης φύσεως πού, όχι σπάνια, οδηγεί σέ πράξεις ατομικού καί κοινωνικού παραλογισμού καί αλληλοσπαραγμού.

Ο Παύλος είναι εσωτερικά πλήρης από τήν παρουσία τού Χριστού στήν ζωή του, γι αυτό αισθάνεται ότι ο αποστασιοποιημένος από τόν Θεό κόσμος, ως έκφραση τού παλαιού ανθρώπου, έχει πιά νεκρωθεί γι αυτόν καί αυτός γιά τόν κόσμο.

Η καύχηση γιά πλούτο καί δόξα, η τάση κυριαρχίας καί επιβολής επί τών συνανθρώπων καί κάθε άλλη μορφή ματαιοδοξίας είναι φαινόμενα εκτροπής από τήν οδό τών εντολών τού Θεού. Ο Παύλος αποστρέφεται, επίσης, κάθε είδος εγωκεντρικής αυτοδικαιώσεως. Αποδίδει στόν Θεό όλα τά χαρίσματά του, γι αυτό λέγει «χάριτι δέ Θεού ειμι ό ειμι» (Α Κορ. 15, 10).

β) Έπειτα, ο Απόστολος ζεί εξαρτημένος από τό Πνεύμα τού Θεού καί, ως εκ τούτου, είναι ελεύθερος από κάθε υποδούλωση, η οποία προέρχεται από τήν κακώς νοουμένη φιλαυτία καί τήν ιδιοτέλεια, καθότι, όπως ο ίδιος ομολογεί, «όπου είναι τό Πνεύμα τού Κυρίου, εκεί υπάρχει αληθινή ελευθερία» (Β Κορ. 3, 17). Σέβεται τήν ελευθερία τών άλλων ανθρώπων, δεδομένου ότι η ελευθερία δέν είναι μονόδρομη πορεία· μπορείς νά απαιτείς γιά τόν εαυτόν σου ελευθερία, στόν βαθμό πού τήν προσφέρεις στόν άλλον.

Ο Παύλος ακολουθεί τόν Χριστό «ως απελεύθερος Κυρίου» (Α Κορ. 7, 22). Έχει δηλαδή τήν ευγνώμονα συναίσθηση ότι ο ίδιος ο Χριστός τόν απελευθέρωσε από τήν καταδυναστεία τής αμαρτίας, τής φθοράς καί τού θανάτου καί ότι τώρα είναι δούλος Χριστού (Γαλ. 1, 10), δηλαδή αληθινά ελεύθερος.

γ) Αυτή ακριβώς η σχέση του μέ τόν Χριστό μετέβαλε τό ήθος του καί μεταμόρφωσε τήν ύπαρξή του. Από σκληρός καί απάνθρωπος, από διώκτης καί βλάσφημος ανεδείχθη διδάσκαλος τών Εκκλησιών, Απόστολος τών Εθνών, κήρυξ φωτός καί οικονόμος τής χάριτος. Ανήλθε έως τρίτου ουρανού (Β Κορ. 12, 2) καί αγάπησε τόν Χριστό περισσότερο από κάθε άλλον, όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, «ουδείς μάλλον Παύλου τόν Χριστόν ηγάπησεν, ουδείς μείζονα εκείνου σπουδήν επεδείξατο, ουδείς πλείονος ηξιώθη χάριτος».

Γι αυτό προτρέπει τούς πιστούς σέ διαρκή αναζήτηση τού Θεού καί ατέρμονα προσμονή τής χάριτος, τής επισκέψεως καί τής παρακλήσεως τού Χριστού, διά τών οποίων θά συντελεσθεί η μεταμόρφωση καί αναδημιουργία τους, η διαμόρφωση τού ήθους τους καί η απόκτηση τής αληθινής ευσεβείας.

«Καί μή συσχηματίζεσθε – γράφει στούς Ρωμαίους – τώ αιώνι τούτω, αλλά μεταμορφούσθε τή ανακαινώσει τού νοός υμών» (Ρωμ. 12, 2). Ο πιστός οφείλει νά μή συμμορφώνεται μέ τό πνεύμα αυτού τού παροδικού καί προσκαίρου κόσμου, τό οποίο αντιτίθεται στό Πνεύμα τού Θεού, αλλά νά μεταμορφώνεται διά τής ανακαινίσεως τού πνεύματός του, ώστε νά γίνεται, κατά τό δυνατόν, όμοιος μέ τόν Θεό στό ήθος τής αγάπης. «Γίνεσθε ούν μιμηταί τού Θεού – συνιστά ο Απόστολος – ως τέκνα αγαπητά, καί περιπατείτε εν αγάπη, καθώς καί ο Χριστός ηγάπησεν ημάς» (Εφ. 5, 1 – 2).

Γιά τόν λόγο αυτόν, τό χριστιανικό ήθος δέν δημιουργεί, αλλά εκφράζει τόν άνθρωπο. Δέν επιβάλλεται έξωθεν, αλλά είναι απόρροια εσωτερικής αναδημιουργίας, εμπνεύσεως καί εν Θεώ ανακαινίσεως. Όσο πληρέστερα μετέχει κάποιος στήν ζωή τού Χριστού, τόσο εμφανέστερα ακτινοβολεί αυτήν τήν εσωτερική του κατάσταση, η οποία καθορίζει καί διαπλάθει τό ήθος του.

δ) Τέλος, η παύλειος προτροπή «εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. 6, 4), εκδηλώνεται μέ τόν πλέον Χριστομίμητο τρόπο στήν προσφορά τής κατά Θεόν ανιδιοτελούς αγάπης πρός όλους ανεξαιρέτως, ακόμη καί τούς εχθρούς. «Υμάς δέ ο Κύριος – γράφει στούς Θεσσαλονικείς – πλεονάσαι καί περισσεύσαι τή αγάπη εις αλλήλους καί εις πάντας, καθάπερ καί ημείς εις υμάς» (Α Θεσ. 3, 12). Ο Απόστολος εύχεται νά αυξάνει ο Κύριος όλο καί περισσότερο τήν αγάπη μεταξύ τών πιστών, ώστε νά γίνει τόσο μεγάλη, όση η αγάπη τού ιδίου τού Παύλου γιά κάθε άνθρωπο, καί νά διαχέεται η αγάπη αυτή πρός πάντας. Γι αυτό καί συνιστά στούς εν Χριστώ ανακαινισθέντας νά συμμετέχουν στήν χαρά, τόν πόνο καί τήν θλίψη τών συνανθρώπων τους (Ρωμ. 12, 15), αφού «αρχή καί τέλος τής αρετής είναι η αγάπη αυτήν έχει ρίζα, βάση καί κορυφή. Εάν λοιπόν η αγάπη είναι καί αρχή καί πλήρωμα, τί εξισούται πρός αυτήν;» λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας τόν Παύλο.

Τοιουτοτρόπως ο Παύλος ζεί τήν εν Θεώ ανακαίνιση ως συμμετοχή στήν άκρα ταπείνωση καί τήν Ανάσταση τού Χριστού, ως πληρότητα νέας βιοτής, ως ελευθερία από τήν αμαρτία, τόν θάνατο καί τόν παλαιό άνθρωπο, ως μεταμόρφωση όλης τής υπάρξεως καί τού ήθους καί ως άσκηση τής αληθινής, τής ανιδιοτελούς αγάπης.

Η εν Χριστώ ανακαίνιση τού ανθρώπου είναι καρπός τής ενανθρωπήσεως τού Υιού καί Λόγου τού Θεού. Ο άνθρωπος αναδημιουργείται, γίνεται «καινή κτίσις» μέ τήν επενέργεια τού Αγίου Πνεύματος. Στό έργο αυτό καλείται ως συνεργός ο άνθρωπος, δεδομένου ότι η καινή ζωή πού φανέρωσε ο Χριστός στόν κόσμο καλλιεργείται ή αφανίζεται στήν ανθρώπινη υπόσταση, στήν οποία ανήκει τό έσχατο προνόμιο τής ελευθερίας. Ο Απόστολος Παύλος έχει τήν συνείδηση ότι η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, ΕΙΝΑΙ η «καινή κτίσις». Διά τής Εκκλησίας ο άνθρωπος κοινωνεί μέ τόν ενανθρωπήσαντα Λόγο καί, επομένως, μετέχει τού φωτός, τής χάριτος καί τής αθανασίας τού Θεού.

Καινή κτίση, ανακαίνιση, αναδημιουργία σημαίνει, εν τέλει, τήν θέωση τού ανθρώπου, τήν οποία προγεύεται ο πιστός από τήν παρούσα ζωή. Σημαίνει τήν εκπλήρωση τού σκοπού γιά τόν οποίον ήλθε από τήν ανυπαρξία στήν ύπαρξη, δηλαδή τό σύν Θεώ αεί εύ είναι.

Ευχηθείτε, Μακαριώτατε Δέσποτα καί σεπτέ Πρωθιεράρχα τής υπό τού Αποστόλου Παύλου ιδρυθείσης Εκκλησίας, νά συνέχει πάντοτε τήν καρδιά μας ο πόθος τής εν Θεώ ανακαινίσεως καί νά εμπνεόμεθα διηνεκώς από τήν νέα καί παράδοξη ζωή πού έζησε ο Παύλος, η καρδιά τού οποίου ήταν καρδιά τού Χριστού, βίβλος τού Αγίου Πνεύματος καί πλάξ σαρκίνη, στήν οποία εχαράχθησαν οι εντολές τού Θεού.

Ευχηθείτε η ζωή καί τό ήθος μας, οι αγώνες καί οι προσδοκίες μας, νά εναρμονίζονται μέ τό ουράνιο μελώδημα τής αποστολικής του φωνής πού ψάλλει παναρμονίως «Χριστώ συνεσταύρωμαι ζώ δέ ουκέτι εγώ, ζή δέ εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20).

ΓΕΝΟΙΤΟ!

Ρεπορτάζ: Μάκης Αδαμόπουλος
Φωτογραφίες: Χρήστος Μπόνης

)