Ὑπό Σεβ. Μητροπολίτου Γέροντος Πριγκηποννήσων Δημητρίου
κατά τήν τελετήν ἀναγορεύσεως αὐτοῦ ὡς Ἐπιτίμου Διδάκτορος
Θεολογίας τοῦ ΕΚΠΑ (Ἀθῆναι, 29 Μαϊου 2025)
Μέ αἰσθήματα βαθείας τιμῆς ἀπευθύνομαι πρός ὑμᾶς,
προερχόμενος ἐκ τῆς ἱερωτάτης ἕδρας τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου, τῆς κοιτίδος τῆς καθόλου Ρωμηοσύνης καί τοῦ
Ἑλληνικοῦ Γένους «τοῦ ὁποίου τόν πόνο καί τήν χαρά, τίς σκέψεις καί
τά ὄνειρα, τούς ὀπτασιασμούς καί τήν ἐλπίδα, αὐτή ἤκουσε, αὐτή
ἠσθάνθη, αὐτἠ ἔκλαυσε, αὐτή ἐχάρη, αὐτή ἠγρύπνησε, αὐτή
ἐμαρτύρησε…» (Περιοδικό Ἀναγέννησις, Ἔτος Β΄, τεῦχος 32, σελ. 151,
Κωνσταντινούπολις, 15 Δεκεμβρίου 1920).
Οἱ εὔστοχοι καί εὔχυμοι αὐτοί χαρακτηρισμοί, πού
προσιδιάζουν εἰς τήν ἀκοίμητη μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Κωνσταντινουπόλεως ὑπέρ τῶν τιμαλφῶν τοῦ Γένους μας, ἀνήκουν
εἰς τόν ἐκ τῶν προκατόχων μου, τρίτο κατά σειράν Μητροπολίτη
Πριγκηποννήσων κυρό Δωρόθεο Γεωργιάδη (1946-1974), λογοτέχνη
καί ποιητή Ἱεράρχη καί φίλο τοῦ μεγάλου Κωστῆ Παλαμᾶ.
Ὅταν τούς ἀνέγνωσα μέ συνεκίνησαν πολύ, δι’αὐτό καί
ἠθέλησα -παρά τήν εὐκαιριακά διάφορο συγκυρία κατά τήν ὁποία
ἐλέχθησαν ἀπό τόν μακαριστό Ἀρχιερέα- νά ἀποτελέσουν τό ἔναυσμα
τῆς ἐν συνεχείᾳ ἄκρως περιληπτικῆς ἀναφορᾶς μου εἰς τήν ὄντως
ἀκοίμητη διακονία καί προσφορά τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας
Πατριαρχείου πρός τό Γένος καί τά ἔθνη, τήν σύμμεικτη ἀπό πόνους
καί χαρές, σκέψεις καί ὄνειρα, ὁραματισμούς καί ἐλπίδες.
Σεβαστοί παρόντες,
Κατ’ἀρχήν ἐπιτρέψτε μου νά ὑπενθυμίσω τό προφανές, ὅτι καί
μόνον ἡ ἱστορική διαδρομή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἑνός
θεσμοῦ πνευματικῆς κυρίως λειτουργίας αἰώνων καί ἀναλόγων
πολλαπλῶν προσφορῶν ὄχι μόνον πρός τήν ἄμεσο γεωγραφική
περιοχή τῆς κανονικῆς του δικαιοδοσίας, ἀλλά καί εἰς εὐρυτάτη
κλίμακα, ἐκ τῶν πραγμάτων ὑπερβαίνει τά ὅρια μιᾶς αὐτοκεφάλου
τοπικῆς Ἐκκλησίας, καθώς ἐπίσης καί τά φυλετικά δεδομένα ἑνός
μόνον λαοῦ.
Εἶναι, ἄλλωστε, κοινή ἡ ἱστορική κατάθεσις ἐν προκειμένῳ, ὅτι
ἡ κατ’ἀρχήν τοπική Ἐκκλησία τῆς νέας ἔδρας τῆς ἀχανοῦς Ρωμαϊκῆς
Αὐτοκρατορίας, ἡ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μεταξύ τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων Πρώτης καί Δευτέρας (325-381),
διαμορφώνεται σέ ἡγέτιδα Ἐκκλησία, διά δέ τοῦ 3 ου Κανόνος τῆς
Β΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀποκτᾷ πρεσβεῖα τιμῆς μετά τόν Ἐπίσκοπον
Ρώμης «διά τό εἶναι αὐτήν Νέαν Ρώμην».
Ἡ τιμή αὐτή χαρακτηρίζεται ἀπό τούς εἰδικῶς ἀσχοληθέντας
«ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐξελίξεως τῶν πενῆντα ἐτῶν καί ὥριμος καρπός
τῆς ἱστορικῆς συνειδήσεως τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καί τῶν νέων
συνθηκῶν τῆς Αὐτοκρατορίας» (Σάρδεων Μαξίμου, Τό Οἰκουμενικόν
Πατριαρχεῖον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, ἔκδοσις ΠΙΠΜελετῶν,
Θεσσαλονίκη 1972,σελ. 109). Καί ὅταν ἀναφερώμεθα εἰς τήν ἱστορική
συνείδησι τῶν ἐξελληνισθεισῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, ἐννοοῦμε
ὁλόκληρο ἐκεῖνο τόν πνευματικό κόσμο τῆς Ἀνατολῆς πού
ὠνομάσθηκε Βυζάντιο.
Εἰς τήν συνέχεια διά τοῦ 28 ου Κανόνος της ἡ Δ΄Οἰκουμενική
Σύνοδος ἀπονέμει τά ἴσα πρεσβεῖα εἰς τόν Θρόνον τῆς
Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης, τῆς ὁποίας ὁ Ἐπίσκοπος δέν εἶναι
πλέον μετά τόν Ρώμης, ἀλλά μετά τοῦ Ρώμης, ἀναγνωριζομένης εἰς
αὐτόν καί ὑπερορίου ἐκκλησιαστικῆς ἁρμοδιότητος. Ἔχει, ἄλλωστε,
ἐπισημανθῆ, ὅτι ὁ 28 ος Κανών ἀποτελεῖ τόν «Τόμον» ἱδρύσεως τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Σουηδίας Παύλου, Ἱστορική Εἰσαγωγή
εἰς τούς Κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Στοκχόλμη 1990, σελ.
234).
Κατά συνέπειαν, λοιπόν, ὁμιλοῦντες γιά τό Οἰκουμενικό
Πατριαρχεῖο πρέπει νά γνωρίζουμε, ὅτι ἀναφερόμεθα εἰς τίς
πνευματικές ρίζες ὁλοκλήρου τοῦ Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ, τοῦ ὁποίου
ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανική ἐκκλησιαστική ἔκφρασις δέν ἦταν ἁπλῶς
μία ἐπί μέρους πτυχή παράλληλος πρός τίς τόσες ἄλλες, ἀλλά ἦταν ἡ
πεμπτουσία πού συγκροτοῦσε τήν εἰδοποιό διαφορά τοῦ Βυζαντίου
ἔναντι ὅλων τῶν λοιπῶν πνευματικῶν συστημάτων Ἀνατολῆς καί
Δύσεως.
Κατά ταῦτα, λοιπόν, εἰς τό Βυζάντιο ὁ ἐν γένει δημόσιος βίος καί
ὁ πολιτισμός ἐδομήθη σταδιακῶς γύρω ἀπό δύο ἰσότιμους
παράγοντας ἐξουσίας. Τόν Αὐτοκράτορα καί τόν Πατριάρχη πού ἦσαν
ἐκπρόσωποι καί σύμβολα τῶν Ρωμαίων. Ὁ Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως ἀποτελοῦσε τό θεσμικό πολιτειακό
συμπλήρωμα τῆς ἐξουσίας τοῦ Αὐτοκράτορος μέ πλήρη
ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία στήν ἐπικράτεια πού ἐξουσίαζε, ἀλλά καί
εἰς αὐτήν πού δέν ἐξουσίαζε ὁ Αὐτοκράτωρ. Ἄλλωστε, ὅπως
πληροφορούμεθα, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἴσχυε
ἡ ἀρχή ἡ ἀναγνωρίζουσα εἰς τό Κράτος καί τήν Ἐκκλησία δύο
διακεκριμένες ἐξουσίες, θεόθεν κατηρτισμένες, οὐδεμία τῶν ὁποίων
ἠδύνατο νά ὑπερβῇ πρός βλάβην τῆς ἑτέρας τά ἴδια αὐτῆς ὅρια κατά
τάς ἀμοιβαίας αὐτῶν σχέσεις, αἱ ὁποῖαι ὤφειλαν ἐκ συμφώνου καί ἐν
εἰρήνῃ νά διακανονίζωνται (πρβλ.Δημητρίου Βικέλα, Περί
Βυζαντινῶν, Λονδῖνο 1874, σελ. 88). Ἀκόμη δέ καί τό γεγονός, ὅτι
θεσμικῶς τόσο ὁ Πατριάρχης ὅσο καί ὁ Αὐτοκράτωρ «ἐλέῳ Θεοῦ»
ἀπηυθύνοντο πρός τόν κοινόν λαόν τους, προσέδιδε εἰς τήν σχέσιν
τῶν δύο αὐτῶν ἐξουσιῶν μία ἰδιαίτατα πνευματική, δηλαδή
μυστηριακή ἀλληλεγγύη, ἀλλά καί ξεχωριστό κῦρος καί ἀσφαλῶς
ἀμοιβαία ὠφέλεια.
Μέ αὐτήν τήν ἱστορική ἀλληλεγγύη, ἄλλωστε, ἡ Βυζαντινή
Αὐτοκρατορία, γιά τά κράτη πού δημιουργήθηκαν στήν Ἀνατολική
Εὐρώπη καί τίς ἀκτές τοῦ Εὔξεινου Πόντου, ὑπῆρξεν ὁ παροχεύς
θρησκείας καί πολιτισμοῦ. Ἐκτός δέ ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία
ἀπετέλεσε τό πολιτιστικό ὑπόβαθρο τοῦ Κράτους, οἱ λαοί πού
ἐγκατεστάθησαν εἰς τίς περιοχές αὐτές, ἀπό τό Βυζάντιο πῆραν τά
στοιχεῖα ἐκεῖνα ἐπί τῶν ὁποίων οἰκοδόμησαν εἰς τήν συνέχεια τήν
κρατική τους ὑπόστασι. Βούλγαροι, Ρῶσοι, Ρουμάνοι, ἀλλά καί
Ἀρμένιοι καί Ἄραβες ἐπηρεάσθηκαν ἀπό τήν θρησκεία, τήν
νομοθεσία, τήν ἐκκλησιαστική τέχνη καί μουσική καί ἀπό ἄλλους ἐπί
μέρους τομεῖς κοινωνικοῦ καί πολιτιστικοῦ βίου.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό, νά ὑπομνησθῇ, ὅτι μέ τήν παρέλευσι τῶν
αἰώνων, ἀπό τοῦ 11 ου καί ἑξῆς, ἐνῷ ἡ γεωγραφική ἔκτασις τῆς
ἐξουσίας τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορος περιωριζόταν ὅλο καί
περισσότερο, δέν συνέβαινε τό ἴδιο καί μέ τήν ἐξουσία τοῦ
Πατριάρχου, τοῦ ἀπό τοῦ 6 ου αἰῶνος ἤδη Οἰκουμενικοῦ καί κατά τήν
παγκοίνως εἰς τήν Ἀνατολή ἀποδεκτή προσηγορία.
Κατά ταῦτα, ἐνῷ κατά τό λυκόφως τῆς ζωῆς τῆς περιβλέπτου
Ἑλληνοχριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας, Βυζαντινό κράτος ἦταν σχεδόν
μόνον ἡ Κωνσταντινούπολις, ἡ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου ἐκτεινόταν σέ ὁλόκληρη τήν Μικρά Ἀσία, στόν χῶρο τῆς
συγχρόνου Ἑλλάδος, τῆς Ρουμανίας, τῆς Βουλγαρίας, ἀλλά καί αὐτῆς
τῆς ἀχανοῦς Ρωσίας.
Ἡ τεράστια αὐτή Σλαβική Χώρα ἀπό τήν ἡμέρα τοῦ
ἐκχριστιανισμοῦ της τόν 10 ο αἰῶνα ἀπετέλεσε ὁλόκληρη, μία ἁπλῆ
Μητρόπολι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Δηλαδή, ἐνῷ ὁ
Βυζαντινός Αὐτοκράτωρ δέν εἶχε ποτέ ἐξουσιάσει πολιτικά τήν Ρωσία,
ὁ Πατριάρχης τήν ἐξουσίαζε πνευματικά καί ἐκκλησιαστικά ἐπί
αῖῶνες, μέχρι σημείου νά ἀναφέρεται εἰς τόν Πατριάρχην ὁ
Αὐτοκράτωρ ὅταν τό κράτος εὑρἰσκετο σέ κατάστασι ἀνάγκης,
προκειμένου νά μεσολαβήσῃ ὑπέρ τῶν συμφερόντων του εἰς τόν Μ.
Ἡγεμόνα τῆς Μόσχας.
Εἶναι χαρακτηριστικό τό παράδειγμα τοῦ Ἕλληνος
Μητροπολίτου Ρωσίας Φωτίου τοῦ Μονεμβασιώτου, εὐνοουμένου
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ματθαίου Α΄ (1397-1410), ὁ ὁποῖος
ὀλίγες δεκαετίες πρό τῆς πτώσεως τοῦ Βυζαντίου ἐδίδασκε τόν ὑπ’
αὐτοῦ κηδεμονευόμενο νεαρό Μ.Ἡγεμόνα τῆς Μόσχας Βασίλειο
Ντιμητρίγιεβιτς γιά τήν ὑπεροχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας ἔναντι
τῆς πολιτικῆς, καί διά τῆς πολλῆς του ἐπιρροῆς ἐπί τοῦ ἡγεμόνος,
εὐκόλως ἐπηρέαζε εἰσηγητικῶς τήν ἡγεσία τῆς μεγάλης αὐτῆς
Μοσχοβιτικῆς Ἡγεμονίας.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό, ἐφ’ ὅσον περί συναλληλίας Βυζαντινοῦ
Κράτους καί Ἐκκλησίας ὁ λόγος, θά πρέπει νά λεχθῇ, ὅτι τό κῦρος καί
τό δέος πού ἀπέρρεε ἀπό τήν βιουμένη ἱερότητα τῶν δύο αύτῶν
μεγάλων ἐξουσιῶν, πολλές φορές ἐτρώθη ἀτυχῶς, ἐπί ζημίᾳ
καθολικῇ ὄχι μόνον τοῦ Βυζαντινοῦ λαοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας του, ἀλλά
καί εἰς βάρος τῆς καθόλου εὐσταθείας τῆς Βυζαντινῆς Κοινοπολιτείας.
Ὁ ἀπαιτητικός λαός τοῦ Βυζαντίου, σεβόταν τόν θεσμικά θεϊκό
συμβολισμό, πού ἐκπροσωποῦσαν ὁ Αὐτοκράτωρ καί ὁ Πατριάρχης,
ἀλλ’ ὄχι κατ’ ἀνάγκην καί τά πρόσωπα, τά ὁποῖα έξ ὑπαιτιότητος
ποικίλων ἐμφύλιων ἐρίδων, οίκείων τῷ Γένει ἡμῶν, πνευματικῶν καί
ἰδεολογικῶν ἀντιθέσεων ἀλλά καί δολοπλοκιῶν, πολλές φορές
εὑρέθησαν ἐκτοπισμένα, ἐκθρονισμένα, ἀφωρισμένα, καθῃρημένα
καί θανατωμένα. Ἄλλωστε, τά ἱερά μοναστηριακά καθιδρύματα, μαζί
μέ τά ἐλάχιστα κατάλοιπα Βυζαντινῶν ὑπέργειων καί ὑποθαλάσσιων
κτισμάτων τῆς ταπεινῆς μου Ἐπαρχίας τῶν Πριγκηποννήσων,
μαρτυροῦν κάπως καί αὐτά γιά τίς συνέπειες τῶν ἐμφύλιων αὐτῶν
διχαστικῶν διχογνωμιῶν.
***
Καί έρχόμεθα εἰς τά μέσα τοῦ 15 ου αἰῶνος. Στίς 29 Μαΐου 1453,
ἀκριβῶς πρίν 572 χρόνια σάν σήμερα, «ἡ Πόλις ἑάλω»! Καί ὁ
Ὀρθόδοξος λαός της, κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος, ἐμφανίζεται πλέον
ἐνώπιον τοῦ κόσμου «ἐν δούλου μορφῇ». Καί πάλιν ὅμως «ἐλέῳ
Θεοῦ» ἀναγεννᾶται διά νά διαδραματίσῃ εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ
Γένους τεραστία πνευματική ἀποστολή.
Ἡ συμφορά, δηλαδή, ἀποκαλύπτει μία ἄλλη δύναμι τῆς
Ἐκκλησίας: Δύναμιν ἤθους καί χρέους.
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, παράλληλα πρός τά θρησκευτικά
του καθήκοντα, ὡς ἡγέτις καί προστάτις Ἐκκλησία τῆς Ὀρθοδοξίας
ἀνέλαβε καί ἐθναρχικό χρέος: Τήν προστασία τοῦ Γένους. Καί τό
προστάτευσε, συνδιᾶζον τήν κατά περίπτωσιν καί κατά περίστασιν
χρῆσι τῆς ὑψηλῆς ἐκ τῶν ἀναγνωριζομένων προνομίων του εὐθύνης
μέ τήν ἀπαραίτητη διάκρισι καί σύνεσι. Μία διάκρισις ὑπενθυμίζουσα
ἐνδομύχως καί διαρκῶς εἰς τόν Προκαθήμενον τῆς Ἐκκλησίας τῶν τοῦ
Χριστοῦ πενήτων, ὅτι διακονεῖ καί μορφώνει ἕνα λαόν, τοῦ ὁποίου ἡ
ἐπιβίωσις ἐξηρτᾶτο ἀπό τήν σχεδόν πάντοτε ἀβεβαία θέλησι τοῦ
κρατοῦντος. Ἐξ οὗ καί ἡ ἀποδιδομένη εἰς τόν Πατριάρχη Παϊσιο τόν Β΄
βιωματική ρῆσις κατά τά τέλη τοῦ 18 ου αἰῶνος: «Ζῶμεν ἡμεῖς οἱ
πτωχοί οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ’ὡς δυνάμεθα».
Μία τετράπτυχη διακονία προσέφερε στό Γένος ἡ ἐθναρχοῦσα
Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία κατά τήν μακρά Ὀθωμανική περίοδο.
Τήν διακονία πίστεως, γλώσσης, μνήμης καί παιδείας.
Καί ἐνῷ ἡ ὑπαρξιακή αὐτή γιά τό Ὀρθόδοξο Γένος διακονία
ἐρρυθμίζετο κατά τά δεδομένα τῆς Ὀθωμανικῆς Πολιτείας, ἐν τούτοις,
ἱστορικά κρινομένη προσέδιδε εἰς τήν Μητέρα Ἐκκλησία τήν
πνευματική ἀξία καί τιμή ἑνός ὀργανισμοῦ λειτουργοῦντος «ὡς
κράτος ἐν κράτει»! Καί αὐτό, διότι μέσα ἀπό τούς διοικητικούς, τούς
κοινωνικούς καί τούς οἰκονομικούς μηχανισμούς τῶν διαφόρων
φάσεων τῆς ζωῆς της κατώρθωνε νά συντηρήσῃ τήν ἰδιαιτερότητα
ἑνός πνεύματος, πού εἶχε τά δικά του σαφῆ γνωρίσματα.
Εἶναι πανθομολογούμενο, ἄλλωστε, ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος
ὑπῆρξε, ὡς ἐκ τούτων, ὁ θεματοφύλαξ τῆς ταυτότητος τοῦ Γένους, τοῦ
ὁποίου ὐπῆρξε τό κρυσφύγετον καί ἡ παραμυθία, ἀσκήσας καί ὑπό
τάς πλέον δυσκόλους συνθήκας τῆς ἱστορικῆς του ὁδοιπορίας τήν
σύνθετη πολιτική διασώσεως καί συντηρήσεως τῆς ἰθαγενείας του μέ
κέντρον πάντοτε τήν θείαν λατρείαν, διά τῆς ὁποίας κυρίως διετήρησε
τήν πλήρη ἐπίγνωσι τῆς κληρονομίας του καί ἡ ὁποία παραμένει
πάντοτε τό κέντρον τῆς ζωῆς του.
Ἐντός τῶν πλαισίων τούτων κινουμένη καί ἐνεργοῦσα ἡ Μητέρα
Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἀκόμη καί σημεῖον ἀναφορᾶς καί ἄλλων Ἐκκλησιῶν
καί λαῶν, διαβιούντων ἐντός τοῦ χώρου τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας.
Ὑπῆρξεν, ὡς γνωστόν, κέντρον ἱεραποστολικῆς καί ἀνιδιοτελοῦς
ἐκπολιτιστικῆς προσφορᾶς πρός τούς Σλαβικούς λαούς καί
μακροχρονίου προστασίας πρός τά έμπερίστατα τότε πρεσβυγενῆ
Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς.
***
Καί ἔτσι φθάνουμε εἰς τήν ὑπάντησι τοῦ 20 οῦ αἰῶνος, κατά τόν
ὁποῖο ἡ ἀκατάληπτος πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ἀνατολή του σχεδόν
ἐπιφυλάσσει καινούργια δεινά γιά τήν ἕδρα τοῦ Θρόνου καί τό
σύνολον τοῦ Γένους. Ἡ ἀνατολή τοῦ νέου αἰῶνος ἐσήμανε καί τήν
δύσι τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας.
Παρά τόν κλονισμό ὅμως ἐκ τῶν ἀνωμάλων συνθηκῶν ζωῆς του
στήν Πόλη, ὁ Θρόνος δέν λησμονεῖ τήν ἐπί θυσίαις ἀνάγκη τῆς
συνεχείας τῆς ἱερᾶς ἀποστολῆς του ὡς Πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας. Ἐξ οὗ
καί διά τῶν Πατριαρχικῶν καί Συνοδικῶν Ἐγκυκλίων τῶν ἐτῶν 1902
καί 1904 ἐπί Πατριαρχίας Ἰωακείμ Γ΄ καί 1920 ἐπί Τοποτηρητείας τοῦ
Μητροπολίτου Προύσης Δωροθέου ἐγκαινιάζει περίοδον πολυμεροῦς
συνεργασίας μετά τῶν ὁμοδόξων καί ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν, μετά
τῶν ὁποίων εἶχεν ἀτονίσει ἀπό καιροῦ ἡ ἐπικοινωνία.
Καί διά τῶν Ἐγκυκλίων του αὐτῶν, ἀλλά καί δι’ ἄλλων
σημαντικῶν πανορθοδόξων καί διαχριστιανικῶν πρωτοβουλιῶν καί
προσυνοδικῶν διεργασιῶν, καθ΄ὅλην τήν κατά διαστήματα συνέχειαν
τοῦ παρελθόντος αἰῶνος καί μέχρι σήμερα, τό Οἰκουμενικόν
Πατριαρχεῖον διερμηνεύει τήν θελήματι Θεοῦ ἑτοιμότητά του πρός
ἀπρόσκοπτον οίκουμενικήν συνεργασίαν διακονίας τῆς Ὀρθοδοξίας,
τοῦ Χριστιανισμοῦ καί συνόλου τοῦ πάσχοντος κόσμου, παρά τίς
ἐπισυμβάσες τραγικές συνέπειες τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς γιά
τήν ἕδρα τοῦ Θρόνου καί τήν ἱστορική κληρουχία του στήν Μ. Ἀσία,
τόν Πόντο καί τήν Ἀνατολική Θράκη. Συνεχίζεται δέ ἡ μεγάλη αὐτή
προσπάθεια πάντοτε μέ ὀλίγους ἀπό ἡμετέρας πλευρᾶς.
Πάντοτε ὅμως ἐν βιώσει, ὅτι «τό εἰδικόν βάρος» τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου δέν σταθμίζεται μέ τό πλῆθος τῶν
πιστῶν, οὔτε μέ τήν κατά κόσμον εὐεξία, ἐφ’ ὅσον ἡ Πρωτόθρονος
Ἐκκλησία εἶναι ὁ κατ’ἐξοχήν θεματοφύλαξ τῶν παραδόσεων τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς πατρῲας εὐσεβείας.
Σύνοδοι ἐνδορθοδόξων διευθετήσεων, παγκόσμια συνέδρια
εἰρήνης καί ἀνοχῆς, ποιμαντικές μέριμνες γιά τήν διασπορά τῶν
Ὀρθοδόξων λαῶν, ἐπίσημοι Θεολογικοί Διάλογοι καί ἀδιάκοπες
πρωτοβουλίες ἀπετέλεσαν τό πλαίσιο τῆς συνεχοῡς καί ἐπιπόνου
κατά χρέος μερίμνης της.
Ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως ἐπί
Πατριαρχίας Ἀθηναγόρου τό ἔτος 1965.
Ἡ παγκόσμιος ἀνεπανάληπτος περιοδεία τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης,
εἰρήνης καί ἑνότητος τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου (1987-1991), διά τῆς
ἱλαρᾶς μορφῆς τοῦ ὁποίου παγκοίνως προεβλήθη ἡ
σταυροαναστάσιμος ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ πολυμερής καί παγκοσμίως ἐκτιμωμένη ἐπἰμονος
προσπάθεια τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου ὡς Προκαθημένου τῆς
Μητρός Ἐκκλησίας, πρός ἀνάδειξιν, σύν ἄλλοις, τῆς ἀπό ἐτῶν
βιουμένης οἰκολογικῆς κρίσεως, ἡ ὁποία ἄνευ ὑπερβολῆς, κατά τούς
πλέον εἰδήμονας διεθνῶς, ἀπειλεῖ πλέον τήν γῆ μας, δηλαδή τήν
δημιουργίαν τοῦ Θεοῦ, μέ σταδιακή αὐτοκαταστροφή, καθώς καί
Ἡ ὑπερπεντηκονταετής διορθόδοξος προσπάθεια συγκλήσεως
Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν ὁποίαν ἐν τέλει ἠξιώθη νά
8
συγκαλέσῃ καί νά προεδρεύσῃ αὐτῆς, παρά τήν ἐπί σκοπῷ ἀπουσίαν
τεσσάρων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὁ δι ’ὅλου τοῦ Ἀρχιερατικοῦ καί
Πατριαρχικοῦ βίου του ὑπέρ τῆς πραγματώσεὠς της μοχθήσας
Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, εἶναι ὀλίγες ἀπό τίς πλεῖστες ὅσες
πρωτοβουλίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, οἱ ὁποῖες ἀσφαλῶς
δέν μποροῦν νά ἀριθμηθοῦν εἰς τό σύνολόν τους ἐντός μιᾶς λίαν
συντόμου προσλαλιᾶς.
Παρά ταῦτα, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, νοιώθω, ὅτι ἀναμένει πολλά
ἀκόμη ἀπό τήν καθόλου Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Τήν Ἐκκλησία τοῦ
Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ. Καί μάλιστα κατά τόν ἐν
ταραχαῖς ἀρξάμενο εἰκοστό πρῶτο αἰῶνα. Τόν αἰῶνα τῆς Ὀρθοδοξίας,
ὅπως ἔχει ἀναφερθῆ.
Ἡ ἀνθρωπότης κατά τό ἤδη συμπληρωθέν πρῶτο τέταρτο τοῦ
αἰῶνός μας βιώνει καθημερινῶς ὅλο καί περισσότερο τίς συνέπειες
τῶν ἐπιθετικῶν μεθόδων πλουτισμοῦ, τῶν πολεμοχαρῶν
συμφερόντων καί τῆς συνεχοῦς διευρύνσεως τῆς παγμοσμίου
ἀνισότητος πρός ζημίαν καί διασάλευσιν τῆς εἰρήνης τοῦ κόσμου.
Γι’αὐτό καί διλημματικά ἀντιμετωπίζει τά μεγάλα ἐπιτεύγματα τοῦ
νῦν καιροῦ, κόστους ἑκατοντάδων δισεκατομμυρίων καί
ἀμφιλεγομένης ὅμως ἐπί τοῦ παρόντος καθολικῆς ὠφελιμότητος.
Ὁ λόγος περί τῶν βιοηθικῶν καί τῶν τεχνολογικῶν
κατακτήσεων καί κρίσεων, τῶν παρεμβάσεων ἐπί τοῦ ἀνθρωπίνου
γενετικοῦ ὑλικοῦ, περί τῶν διλημμάτων τῆς γενετικῆς ἐπιστήμης καί
τῆς τεχνητῆς νοημοσύνης, τοῦ συγκρουσιακῶς ἐξελισσομένου αύτοῦ
θαύματος, ἐντός εἰσαγωγικῶν, τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, τήν εὐφυΐα τοῦ
ὁποίου ἔχει ἤδη ἐν πολλοῖς ὑπερβῆ κατά τούς πλέον εἰδικούς
ἐπιστήμονας παγκοσμίως (Geoffrey Hinton καί John Hopfield, Νόμπελ
Φυσικῆς, 2024), οἱ ὁποῖοι εὐθαρσῶς ἀναφέρονται καί εἰς τήν
ἀπαιτουμένη προσπάθεια μειώσεως τῶν μελλοντικῶν ἐπιπτώσεων
τῶν τυχόν ἀνεξελέγκτων δυνατοτήτων καί ἐφαρμογῶν τοῦ
συγκεκριμένου ἐπιτεύγματος τῆς σήμερον.
Εἶναι ἀπαραίτητος, λοιπόν, ὁ κεκαθαρμένος καί λυτρωτικός
λόγος τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπ’αὐτῶν, πού θά θέτῃ ἀπαράσαλευτα ὅρια
ζωῆς, ὅπως ὁ Θεός ἔθεσε ἐπί τῶν στοιχείων τῆς δημιουργίας τοῦ
κόσμου.
9
Τό «κεκαθαρμένος λόγος» παραπέμπει εἰς τόν Ἅγιο Γρηγόριο
τόν Θεολόγο, πού τόν ἐβίωσε καί τόν ἐκήρυξε στήν Πόλι τό 379 ἀπό τό
Ναΰδριο τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, αὐθνετικά παρηγορῶν τόν πιστό λαό
του, πού ἐδιώκετο ἀπό τούς ἀρειανούς: «Οὗτοι ἔχουσι τούς οἴκους,
ἡμεῖς τόν Ἔνοικον∙ οὗτοι θράσος, ἡμεῖς πίστιν∙ οὗτοι χρυσόν καί
ἄργυρον, ἡμεῖς λόγον κεκαθαρμένον», ἔλεγε (ΘΗΕ, Τόμ. Δ΄, σελ. 718,
Ἀθήνα 1964∙ PG 36, λόγος 33, σσ. 213-247 καί ΕΠΕ 2, σσ. 117-119).
Ὁ Ἔνοικος τοῦ Ναϋδρίου ἐκείνου καί ὅλων τῶν ἀνά τούς αἰῶνας
Ὀρθοδόξων Ναῶν ὅπου γῆς, εἶναι ὁ Ἀληθινός Θεός τῶν Πατέρων μας.
Εἶναι ὁ ἀναληφθείς εἰς τούς οὐρανούς Χριστός, «ὁ ἀγαπήσας ἡμᾶς καί
δούς παράκλησιν αἰωνίαν καί ἐλπίδα ἀγαθήν ἐν χάριτι» (Β΄Θεσ.
2,16).
Εὐχή καί προσδοκία μας εἶναι, ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
μας μέ τόν ἔμπυρο καί ἐμπειρικό λόγο της, αὐτοῦ τοῦ μεγέθους τήν
παραμυθία νά προσφέρῃ καί σήμερα εἰς τόν ἄνθρωπο τοῦ διχάζοντος
αὐτόν ταραγμένου καιροῦ μας, πού διψᾷ γιά τήν ἐμπειρική
ἐπιβεβαίωσι τοῦ λόγου τῆς αἰωνίου ἀγάπης καί ἀληθείας Χριστοῦ.
Ἀμήν.
Σᾶς εὐχαριστῶ.