Του Αντώνη Η. Διαματάρη/ ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΚΑΣ
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος ενημέρωσε την Ιερά Σύνοδο, όπως αποκάλυψε ο «Εθνικός Κήρυκας», ότι είχε μια κατ’ ιδίαν, μακρά συνάντηση με την υφυπουργό των Εξωτερικών της Ελλάδας, Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, αγαπητή στην Ομογένεια, πρώην πρέσβη της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον, κατά τη διάρκεια της οποίας του εξέφρασε την ανησυχία της κυβέρνησής της -δηλαδή του Πρωθυπουργού- για τις επιπτώσεις που η πορεία του Αρχιεπισκόπου Ελπιδοφόρου έχει στην Ομογένεια της Αμερικής.
Θα γνώριζε ασφαλώς ο οξυδερκής Πατριάρχης μας από την μέχρι τώρα πλούσια πείρα του ότι ήταν πολύ πιθανόν πως αυτές οι εξαιρετικά ευαίσθητες και απόρρητες πληροφορίες θα μπορούσαν να διαρρεύσουν.
Ισως να το έκανε ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο. Για να προετοιμάσει την Ιερά Σύνοδο, τον Αρχιεπίσκοπο Ελπιδοφόρο και την Ομογένεια για επερχόμενες αποφάσεις του.
Επιπλέον, ίσως να το έκανε για να μοιραστεί μαζί τους την ευθύνη της απόφασης της επιλογής του Ελπιδοφόρου -ευθύνη απέδωσε ευθέως επίσης στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση- καθώς και της πιθανής μελλοντικής μετάθεσής του.
Ωστόσο, η ουσία αυτού του σημαντικού -αν όχι ιστορικού- γεγονότος δεν είναι η αποκάλυψη της συνομιλίας του Πατριάρχη με την Υφυπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας στην Ιερά Σύνοδο.
Είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι είχε χρέος να παρέμβει προκειμένου να διαφυλάξει το παρόν και το μέλλον της Ομογένειας.
Πρόκειται για μια πράξη εθνικής σημασίας και μια έμπρακτη απόδειξη ότι η ηγεσία της κυβέρνησης γνωρίζει τον ρόλο και την σημασία του απόδημου Ελληνισμού και ιδιαίτερα της Ομογένειας που έχει για το Εθνος και το χρέος της, επομένως, να διασφαλίσει το μέλλον της, αντί να παραμένει παρατηρητής.
Διασφαλίζοντας τα δικά της συμφέροντα, ταυτόχρονα συμβάλλει τα μέγιστα και στη διασφάλιση των συμφερόντων της Ομογένειας που, πέρα από την αυτονόητη αφοσίωσή της στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της αμερικανικής πατρίδας, έχει συμφέρον να διατηρήσει την ταυτότητά της όπως κάνουν άλλες μειονότητες.
Είχαμε υποστηρίξει στο παρελθόν ότι δεν μπορεί ο Πατριάρχης να αλλάζει αρχιεπισκόπους «σαν τα πουκάμισα». Αυτό, και κανείς δεν το θέλει, και κανέναν δεν συμφέρει.
Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι απόλυτο. Δεν μπορείς να μην διορθώνεις ένα λάθος για να αποφύγεις να το αναγνωρίσεις ως λάθος.
Είχαμε επίσης παράλληλα εκφράσει και την ελπίδα μας ότι ο Αρχιεπίσκοπος θα έβρισκε τις ψυχικές δυνάμεις να αφοσιωθεί στα προβλήματα της Ομογένειας, των κοινοτήτων μας, να δείξει αγάπη, να αγκαλιάσει, να ενώσει την Ομογένεια, να κάνει καλύτερη επιλογή συνεργατών, αντί να είναι προσηλωμένος στο πώς θα γίνει -κάποτε- πατριάρχης. «Η εκκλησιαστική της Αρχή δεν πρέπει να δρα ‘κατοχικά’, διχαστικά» είχαμε υποστηρίξει. «Πρέπει να δρα ενωτικά. Να εμπνέει με το παράδειγμά της. Να συνθέτει. Να συμφιλιώνει. Να ξεχειλίζει από πνευματικότητα», λέγαμε.
Δυστυχώς δεν το έκανε, πιθανόν γιατί δεν θεωρεί ότι εξυπηρετεί τα σχέδιά του.
Είχαμε εκφράσει και την ελπίδα ότι θα κρατούσε τις αναγκαίες αποστάσεις από τις τουρκικές Αρχές στις ΗΠΑ, να στηρίζει μεν το Φανάρι, χωρίς όμως να προκαλεί την Ομογένεια.
Ούτε αυτό το έκανε.
Υπάρχουν χρονικά περιθώρια να το κάνει τώρα; Ποτέ δεν είναι αργά. Αν όχι για τίποτα άλλο, τουλάχιστον για την υστεροφημία του.