Του π. Ηλία Μάκου
Ο π. Βησσαρίων, που μόνασε στο Μοναστήρι του αγίου Αγάθωνα στη Φθιώτιδα, είναι ένας σύγχρονος άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κοιμήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1991, που αγοκατατάχτηκε πρόσφατα, και στις 22 Ιανουαρίου 2023 εορτάστηκε για πρώτη φορά η μνήμη του.
Η χριστιανική άσκηση, σαν πνευματικός αγώνας, τον κρατούσε συνεχώς ανοικτό στη χάρη του Θεού. Και αυτός ο ασκητικός του αγώνας δεν ήταν παρά διαρκής πάλη με το πονηρό πνεύμα, αδιάκοπη απόκρουση των δαιμονικών επιθέσεων.
Κατάφερε κάτι σημαντικό ο π. Βησσαρίων: Έδειξε ότι η χριστιανική κοινωνία διαφέρει από την υπόλοιπη κοινωνία και ότι εμείς οι πιστοί δεν πρέπει με την ασυνέπειά μας να παρουσιάζουμε μια πίστη όμοια με τον κόσμο, αλλά πρέπει να παρουσιάζουμε μια πίστη όμοια με την αλήθεια του Χριστού. Διαφορετικά δεν θα μπορέσει ο άνθρωπος να βρει μέσα στην χριστιανική κοινωνία τη σωτηρία.
Τα περιστατικά από τη ζωή του π. Βησσαρίωνα, που ακολουθούν, και τα οποία αναφέρονται στο βιβλίο του αείμνηστου ηγουμένου της Μονής Αγάθωνος αρχιμ. Δαμασκηνού Ζαχαράκη: “Βησσαρίων ο Αγαθωνίτης ο Ελεήμων Πνευματικός”, δείχνουν ξεκάθαρα ότι έβλεπε και ζούσε στη γη όχι τη ζωή του κόσμου, αλλά του Χριστού.
* Τον κάλεσαν να πάει να εξομολογήσει μια γιαγιά σε χωριό του Δομοκού, που ήταν ετοιμοθάνατη. Αυτοκίνητο δεν είχε, βγήκε έξω από τη Μονή και σταμάτησε το πρώτο αγροτικό, που πέρασε. Ο οδηγός αρνήθηκε να τον πάει, γιατί είχε να μαζέψει ελιές στο χωράφι. Ο π. Βησσαρίων επέμενε. Αλλά εκείνος δεν ήθελε. Όμως, όταν του είπε ότι “να πας στο χωράφι, αλλά δεν ξέρω αν φτάσεις”, επειδή ήξερε το διορατικό χάρισμά του π. Βησσαρίωνα, όχι μόνο τον μετέφερε, αλλά και περίμενε να τελειώσει, προκειμένου να τον επιστρέψει πίσω.
*Στη Λαμία τον συνάντησε μια νεαρή γυναίκα και του είπε πως την έδιωξε ο άντρας της από το σπίτι και την απείλησε ότι θα την χωρίσει. Την πήρε και πήγαν αμέσως στο σπίτι, όπου ήταν και ο σύζυγός της, και της είπε: “Ελάτε, δώστε τα χέρια και φιληθείτε και μην αφήνετε τον σατανά να μπει ανάμεσά σας”. Και όλα λύθηκαν…
* Μέχρι, που πέθανε, διακονούσε στη Μονή. Έφτιαχνε καφέδες στους προσκυνητές, καθάριζε τις τουαλέτες, βοηθούσε στα οικοδομικά έργα και με αυτό τον τρόπο δίδασκε. Έκανε το καλύτερο κήρυγμα χωρίς λόγια.
*Ο ηγούμενος της Μονής, ο π. Γερμανός, τον έστειλε στη Μονή Ξενιάς Μαγνησίας, για να πάρει από το ναό της ένα παλιό ευαγγέλιο, που κινδύνευε από τους αρχαιοκάπηλους. Ο π. Βησσαρίων υπάκουσε, αλλά μετά είχε δικαστικές περιπέτειες, γιατί κατηγορήθηκε. Τελικά απαλλάχτηκε, αλλά ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν παραπονέθηκε, δεν ζήτησε το λόγο από τον π. Γερμανό, γιατί τον εξέθεσε σ’ αυτό τον κίνδυνο. Και ο αείμνηστος π. Γερμανός έλεγε: “Τον έβλεπα και τον ντρεπόμουν, παρότι του ζήτησα επανειλημμένως συγγνώμη. Το θεώρησα απλό, αυτό, που του ανέθεσα και δεν σκέφτηκα καθόλου τις πιθανές συνέπειες”.
* Στην Αθήνα, κάποια φορά συνάντησε έναν Λαμιώτη, που είχε το παιδί του άρρωστο, αλλά δεν είχε τριακόσιες δραχμές να αγοράσει τα φάρμακα. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του ο π. Βησσαρίων, χωρίς δεύτερη σκέψη και του έδωσε τριακόσιες δραχμές. Αλλά, μετά από αυτό, δεν είχε να πληρώσει το εισιτήριο να επιστρέψει στη Λαμία. Δεν πρόλαβε να κάνει ένα βήμα και βρήκε μπροστά του μια λίρα, που η αξία της τότε ήταν 300 δρχ.
* Έλεγε: “Υπάρχει μεγάλη φτώχεια έξω. Πολλοί άνθρωποι κυριολεκτικά πεινούν, πρέπει να τους βοηθήσουμε. Κάποιοι από ντροπή κρύβουν το πρόβλημά τους και δεν το δείχνουν. Πρέπει κι αυτούς να τους πλησιάσουμε και να τους βοηθήσουμε και το έργο αυτό να το κρατάμε μυστικό και απόρρητο”.
* Τον επισκέφθηκε ένα ανδρόγυνο από την Αθήνα, που ήταν άτεκνο και με δάκρυα στα μάτια του είπαν να προσευχηθεί για το θέμα τους. Τους πήρε από το χέρι, τους έβαλε να γονατίσουν μπροστά στην Παναγία την Αγάθωνη και να αναπέμψουν ικεσία. Μαζί τους το έκανε και αυτό. Μετά από μήνες του ανακοίνωσαν τα ευχάριστα.
* Όταν αρρώστησε και νοσηλευόταν, εγκρίθηκε και το εφάπαξ, που δικαιούνταν, γιατί είχε βγει στη σύνταξη. Ήξερε ότι θα φύγει και όταν τον ρώτησαν, που θέλει να δοθούν αυτά τα χρήματα, ανέφερε ένα πνευματικό του παιδί, λέγοντας “ξέρει αυτός τι θα τα κάνει”. Κοιμήθηκε ο γέροντας και τα χρήματα, που ήταν στην τράπεζα, είχαν φτάσει με τους τόκους στα 4.5000. δρχ. Όσα χρειαζόταν για να χτιστεί το παρεκκλήσι του αγίου Χαραλάμπους, όπου και προσφέρθηκαν.
***
Ο π. Βησσαρίων έκανε και πνευματικό, έκανε και κοινωνικό αγώνα. Αγωνιζόταν με όλες του τις δυνάμεις μέσω της προσευχής. Έτσι ενισχυόταν και κρατούσε τον εαυτό του σταθερά προσανατολισμένο στην Αγάπη του Θεού και στο θέλημά Του. Ο κοινωνικός του αγώνας πάλι άνοιγε το δρόμο , για να επικρατήσει το θείο θέλημα, η βασιλεία του Θεού, μέσα στη ζωή μας και η δικαιοσύνη.
Δεν έβλεπε μονοδιάστατα τον Χριστιανισμό, είτε ολότελα ξένο προς την πραγματικότητα, και ουσιαστικά ανίκανο να την σώσει, είτε περιορισμένο σε μια στείρα κοινωνική πραγματικότητα, χωρίς την πνοή του Πνεύματος!