Ηταν μια ζωή γεμάτη, όπως είχε ομολογήσει ο ίδιος αρκετές φορές στις δημόσιες εμφανίσεις του. Μια ζωή ανάμεσα στο καθήκον, τις διεθνείς ισορροπίες, το παράδειγμα, την ασθένεια και την πτώση. Κυρίως μια ζωή, πολλά κεφάλαια της οποίας πρόλαβε να καταγράψει ο ίδιος στα αυτοβιογραφικά απομνημονεύματά του με τίτλο «Ελπίδα»
Μία από τις πρώτες σκηνές στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Φραγκίσκου με τίτλο «Ελπίδα» (στα ελληνικά από τις εκδ. Gutenberg, μτφ. Άννα Παπασταύρου, 2025) είναι ένα ταξίδι που δεν έγινε ποτέ. Αυτό, δηλαδή, που έχασαν ο παππούς και η γιαγιά του καθώς και ο μοναχογιός τους Μάριο στις 11 Οκτωβρίου 1927, καθώς δεν βρήκαν εισιτήριο για το πλοίο «Πριγκίπισσα Μαφάλντα» και το δρομολόγιο από τη Γένοβα στην Αργεντινή. Αν είχαν βρει εισιτήριο, θα συγκαταλέγονταν πιθανότατα στα θύματα του ναυαγίου που συνέβη στα ανοιχτά της Βραζιλίας. Και έτσι δεν θα συνέχιζε τη δική του διαδρομή ο νεαρός Μάριο, που έμελλε να γεννήσει τον Χόρχε –μετέπειτα πάπα Φραγκίσκο. Οι πρόγονοί του τελικά θα φτάσουν στο λιμάνι του Μπουένος Άιρες, τον Φεβρουάριο του 1929, όταν η υφήλιος ζούσε την οικονομική ύφεση: ο παππούς Τζοβάνι – καφεζαχαροπλάστης στο Πιεμόντε της Ιταλίας –, η γιαγιά Ρόζα και ο Μάριο, που θα διεκδικήσουν μια θέση στη Γη της Επαγγελίας. Ο Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, θα γεννηθεί στις 17 Δεκεμβρίου 1936, για να ξεκινήσει η δική του συναρπαστική ιστορία που θα τον οδηγήσει στην εκλογή του ως προκαθήμενου της Καθολικής Εκκλησίας στις 13 Μαρτίου 2013. «Σκληρό πόδι» στο ποδόσφαιρο Οι φίλοι της παιδικής ηλικίας προέρχονται από την πλατεία Μπρουμάνα του Μπουένος Άιρες: «Ήμασταν παιδιά με σάρκα και οστά, σίγουρα όχι άγγελοι. Οι μεγάλοι στη γειτονιά ήταν κι αυτοί κάτι σαν γονείς κοινοί για όλους, μας επέβλεπαν, μας καθοδηγούσαν και μερικές φορές μάς γλίτωναν από μπελάδες». Remaining Time-0:00 Fullscreen Mute Με τους συμμαθητές του στην Εσκουέλα Τέκνικα – πρώτος από δεξιά, όρθιος. (Έκδοση «Ελπίδα», Gutenberg, μτφ. Άννα Παπασταύρου, 2025) Από την περίοδο εκείνη προέρχεται και η αγάπη για το ποδόσφαιρο. «Ανέκαθεν μου άρεσε να παίζω ποδόσφαιρο, και δεν έχει σημασία που δεν ήμουν και τίποτα σπουδαίο. Στο Μπουένος Άιρες, κάτι σαν κι εμένα τους έλεγαν “pata dura”, σκληρό πόδι. Όπως θα λέγαμε εμείς, είχα δύο αριστερά πόδια […] Αν ως ποδοσφαιριστής ή μπασκετμπολίστας υστερούσα, ως οπαδός ήμουν αδιαμφισβήτητος. Με τον πατέρα και τα αδέλφια μου Όσκαρ και Αλμπέρτο πήγαινα να δω τη Σαν Λορέντσο στο Βιέχο Γκασόμετρο, το γήπεδο που γαλούχησε όλους εμάς τους cuervos, τα κοράκια, παρατσούκλι που μας έδωσαν οι οπαδοί της αντίπαλης ομάδας λόγω του μαύρου ράσου των Σαλεσιανών». Σαν τον Ματθαίο του Καραβάτζο Ιερέας χειροτονείται στις 13 Δεκεμβρίου του 1969. Μετά το πτυχίο Χημείας στην Εσκουέλα Τέκνικα, την ένταξή του στο τάγμα των Ιησουιτών το 1958 και τον πανεπιστημιακό τίτλο στη Φιλοσοφία από το Κολέγιο Μάξιμο Σαν Χοσέ στο Σαν Μιγκέλ ντε Τουκουμάν. Από τότε ο Φραγκίσκος κρατάει τον ορισμό που θεωρεί ότι τον περιγράφει καλύτερα: «Είμαι αμαρτωλός. Αυτός είναι ο πιο ορθός ορισμός. Και δεν είναι τρόπος του λέγειν, λεκτικό κατασκεύασμα, στοιχείο λογοτεχνίας, θεατρική ατάκα. Είμαι σαν τον Ματθαίο στον πίνακα του Καραβάτζο: ένας αμαρτωλός στον οποίο έστρεψε το βλέμμα Του ο Κύριος. Και αυτό ακριβώς είπα όταν με ρώτησαν αν δεχόμουν την εκλογή μου στην παπική έδρα: “Είμαι αμαρτωλός, όμως εμπιστεύομαι την απεριόριστη ευσπλαχνία και υπομονή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και αποδέχομαι σε πνεύμα μετανοίας”». «Ένας πάπας κουτσός» στον ρώσο πρέσβη Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία καταλαβαίνει ότι η σκιά της παλιάς φονικής Ευρώπης απλώνεται πάνω από την Ευρώπη της εποχής μας. Και αποκαλύπτει την επίσκεψή του στον εκπρόσωπο του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν. «Πήγα προσωπικά στη ρωσική πρεσβεία κοντά στην Αγία Έδρα. Πρώτη φορά Πάπας έκανε κάτι τέτοιο. Το γόνατό μου δεν είχε πάψει να μου κάνει πείσματα, έτσι στον πρέσβη Αβντέεφ παρουσιάστηκε ένας Πάπας κουτσός για να εκφράσει όλη του την αγωνία. Ικέτεψα να σταματήσουν τους βομβαρδισμούς, ευχήθηκα έναν διάλογο, πρότεινα διαμεσολάβηση του Βατικανού, δηλώνοντας ότι προσφέρομαι να πάω στη Μόσχα το συντομότερο, αρκεί μονάχα ο Πούτιν, τον οποίο είχα ήδη συναντήσει τρεις φορές στη διάρκεια της παπικής μου θητείας, να άφηνε ένα παραθυράκι ανοιχτό σε διαπραγματεύσεις… Ο ουκρανικός λαός δεν είναι μονάχα ένας λαός που υπέστη μια εισβολή, είναι ένας μαρτυρικός λαός, κυνηγημένος ήδη από τα χρόνια του Στάλιν με μια γενοκτονία που προκλήθηκε από την πείνα, γνωστή ως Χολοντομόρ, η οποία άφησε πίσω της εκατομμύρια θύματα». Η αγάπη για τον Ντοστογιέφσκι Είχε δημοσιοποιήσει και παλιότερα την ανακάλυψη του Ντοστογιέφσκι ως ενός από τους συγγραφείς που τον γοήτευσαν σε νεανική ηλικία μαζί με τον Χέλντερλιν. Στην αυτοβιογραφία αναφέρει: «Αγάπησα πολύ τον Ντοστογιέφσκι, από μικρός. Στον θρησκευτικό κόσμο του, η μοίρα των ηρώων του παίζεται στη συμμετοχή τους στον λαό ή στην απομόνωση τους από αυτόν. Και το θεμελιώδες στοιχείο που δίνει ταυτότητα στον λαό είναι το Ευαγγέλιο». Ο παππούς στον πόλεμο Ο Χόρχε έχει από πρώτο χέρι μια μαρτυρία για το τι εστί πόλεμος. Και αυτή προέρχεται από τον παππού του, ο οποίος συμμετείχε το 1916 – 1918 στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο: Την εποχή που χειροτονήθηκε ιερέας. (Έκδοση «Ελπίδα», Gutenberg, μτφ. Άννα Παπασταύρου, 2025) «Ο παππούς πήρε αριθμό μητρώου 15.543· ο εξεταστής γιατρός τον περιέγραψε ως έναν νεαρό άνδρα με στρογγυλό πιγούνι (σαν το δικό μου) και σουβλερή μύτη, «καφετζή» στο επάγγελμα. Η κατάσταση του θώρακά του δεν είχε αλλάξει, όμως αυτή τη φορά για τους στρατολόγους δεν έδειχνε να αποτελεί εμπόδιο. Στις αρχές Ιουλίου του 1916 κατατάχθηκε στο 78ο τάγμα πεζικού, που στρατοπέδευε στο Καζάλε Μονφεράτο, και από ‘κει τον Νοέμβριο τον έστειλαν στην πρώτη γραμμή, στον Πιάβε και τον Ιζόντσο, στα σύνορα μεταξύ Ιταλίας και Σλοβενίας, βόρεια της Γκορίτσια, στην περιοχή του όρους Σαμποτίνο….Ο παππούς πέρασε στα χαρακώματα πολλούς, πάρα πολλούς μήνες, μέσα στη δίνη μαχών που γίνονταν ολοένα και πιο σκληρές… Ο παππούς μου μίλησε για τη φρίκη, τον πόνο, τον φόβο, την παράλογη ματαιότητα του πολέμου που αλλοτριώνει. Αλλά και για τα επεισόδια συναδέλφωσης μεταξύ των εχθρικών στρατευμάτων, μεταξύ ταγμάτων αποτελούμενων και στα δύο μέτωπα από αγρότες, εργάτες, κόσμο ταπεινό που αντάλλασσε δυο λόγια, με χειρονομίες και μιμήσεις, ή με τα λίγα που μπορούσε να πιάσει απ ᾽ τη γλώσσα του άλλου». Το «Λα Στράντα» του Φελίνι Ξεχωριστό κεφάλαιο αποτελεί η σχέση με τον κινηματογράφο, όπου περιλαμβάνονται οι ταινίες των Ροσελίνι, Παζολίνι και Φελίνι. Ειδικά αυτός ο τελευταίος: «Τον Φελίνι μου, των παιδικών μου χρόνων, μέχρι τη Γλυκιά Ζωή, τον αγάπησα πάρα πολύ. Και με το Λα στράντα, που το είδα όταν ήμουν δεκαοκτώ χρόνων, κυριολεκτικά ταυτίζομαι. Σε μια κομβική σκηνή, ο νεαρός ακροβάτης, που πιθανότατα αντιπροσωπεύει την πιο φραγκισκανική μορφή του, ο Τρελός, λέει στην αποσβολωμένη Τζελσομίνα, την τρομπετίστα, την οποία ενσαρκώνει η Τζουλιέτα Μασίνα: «Εσύ δεν το πιστεύεις, όμως ό,τι υπάρχει σε τούτο τον κόσμο σε κάτι χρησιμεύει. Να, πάρε κείνη κει την πέτρα, για παράδειγμα…» «Ποια;» «Αυτή… Μια οποιαδήποτε…». «Σε τι χρησιμεύει;» «Χρησιμεύει… Μα, πού να το ξέρω εγώ; Αν το ήξερα, ξέρεις ποιος θα ήμουν;» «Ποιος;» «Ο Αιώνιος Πατέρας, που τα ξέρει όλα: πότε θα γεννηθείς, πότε θα πεθάνεις. Ακόμα κι εσύ, ακόμα κι εσύ σε κάτι χρησιμεύεις, με το κλούβιο σου κεφάλι» Η ανακάλυψη της όπερας Από μικρή ηλικία ανακαλύπτει την όπερα χάρη στην πρωτοβουλία της μητέρας του, Ρετζίνα Μαρία Σίβορι, στο σπίτι του Μπουένος Άιρες: «Όλα τα Σάββατα, στις δύο το μεσημέρι, το Radio del Estado, το κρατικό ραδιόφωνο, μετέδιδε όπερα. Τότε η μητέρα μάζευε εμάς τους τρεις πιο μεγάλους και μας έλεγε για τα λιμπρέτα, μας εξηγούσε τα πρόσωπα, τις φωνές, ακόμα και τις πιο αχνές αποχρώσεις τους. Σε καθημερινή στιγμή στο Μπουένος Αϊρες επιβαίνοντας σε μέσο μαζικής μεταφοράς. (Έκδοση «Ελπίδα», Gutenberg, μτφ. Άννα Παπασταύρου, 2025) »Να, η Δεισδαιμόνα ετοιμάζεται να πέσει στο κρεβάτι, έχοντας ένα θλιβερό προαίσθημα. Τώρα, από μια μυστική πόρτα, μπαίνει ο Οθέλλος, την πλησιάζει, τη φιλάει, αλλά… Το νου σας, παιδιά, τώρα θα τη σκοτώσει! Εμείς πεταγόμασταν. Όμως, τώρα έρχεται ο νέος πολεμιστής Ρανταμές, που επιστρέφει νικητής· ακούστε: αρχίζει ο γύρος του θριάμβου! Λες και τους βλέπαμε εκείνους τους Αιγύπτιους πολεμιστές, λες και μπορούσαν να παραταχθούν μπροστά μας από τη μια στιγμή στην άλλη, με όλη τους την εξάρτυση, τις σημαίες κι όλα τα σχετικά. Ήμασταν μαγεμένοι». Η κλασική μουσική «Η κλασική μουσική είναι ένα λουλούδι που το καλλιεργώ από παιδί, και είναι κι αυτό ένα δώρο και μια κληρονομιά της μητέρας. Σούμπερτ, Σοπέν, που από νέος μου άρεσε πάρα πολύ, Βάγκνερ, Μπετόβεν, ακόμα και η τραγική πλευρά της νοσταλγίας, οι μεγάλοι Ρομαντικοί, το «Erbarme dich» του Μπαχ, που κάθε φορά μου φαίνεται και πιο μεγαλειώδες, κι έπειτα ο Μότσαρτ, προφανώς: το «Et Incarnatus est», της Λειτουργίας του σε ντο Ελάσσονα, ξέρει να σε παίρνει από το χέρι και να σε οδηγεί στον Θεό». Η φυλή του Σουδάν που είχε χιούμορ «Οι Ντίνκα, μια φυλή βοσκών από το Νότιο Σουδάν, τους οποίους επισκέφτηκα στο ιεραποστολικό μου ταξίδι, τον Φεβρουάριο του 2023, έχουν μια αντίδραση που σ’ εμάς τους Δυτικούς φαίνεται ασυνήθιστη, απέναντι στο διαφορετικό, στο ξένο, απέναντι στους λευκούς, που πιο σωστά αποκαλούν “κόκκινους”, γιατί κάτω από τον αφρικανικό ήλιο συνήθως τους φαίνονται ξεροψημένοι, κόκκινοι σαν πιπεριές: ενώ αλλού ο ξένος αντιμετωπίζεται με καχυποψία, φόβο, επιφύλαξη, εκείνοι αντιδρούν στο καινούργιο, στο ασυνήθιστο, με χαμόγελο• και μάλιστα, τα μικρά παιδιά με τρανταχτά γέλια. Έκπληξη, αντί για αποφυγή συναναστροφής. Περιέργεια, αντί για προκατάληψη και επιθετικότητα… Γενικότερα, το χαμόγελο γκρεμίζει εμπόδια, δημιουργεί συνδέσεις, φιλοδοξεί να συνδυάσει διαφορετικές πραγματικότητες, συχνά ακόμα και αντίθετες». Η σιωπή μπροστά στην οδύνη Στην ιεραποστολή της Κινσάσα το 2023 ακούει τις μαρτυρίες των ανήλικων κοριτσιών και αγοριών που υφίστανται την τρομακτική βία του εμφυλίου πολέμου στο Κογκό. Όπως εκείνη της Μπιζού Μουκούμπι Κάμαλα: «Είμαι δεκαεπτὰ χρόνων, όμως ο γολγοθὰς του μαρτυρίου μου άρχισε όταν ήμουν δεκατεσσάρων. Συνέβη στο Μουζένγκε, ένα απὸ τα χωριὰ στο έδαφος του Γουαλικάλε. Ενώ πηγαίναμε στο ποτάμι να πάρουμε νερό, συναντήσαμε τους αντάρτες, μας πήγαν στο δάσος, καθένας τους διάλεξε όποια ήθελε. Ο διοικητὴς ήθελε εμένα. Με βίαζε σαν να ήμουν ζώο, πολλὲς φορές, κάθε μέρα, ήταν ένα απάνθρωπο βασανιστήριο. Ήταν μάταιο να φωνάξω, γιατὶ κανεὶς δεν μπορούσε να έρθει να με βοηθήσει. Αυτὸ εξακολούθησε για έναν χρόνο και επτὰ μήνες…». Ο Πάπας μένει σιωπηλός «μπροστά σ’ εκείνη την άβυσσο οδύνης».
ΠΗΓΗ:Protagon.gr