Επόμενος ομιλητής ήταν ο Πρωτ. Θεμιστοκλής Μουρτζανός, Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας, Παξών & Διαποντίων Νήσων, με θέμα «Σύγχρονες ποιμαντικές προσεγγίσεις στα ιερά μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος: από την παρακολούθηση στην επίγνωση». Ο π. Θεμιστοκλής παρατήρησε ότι «ότι το βάπτισμα και το χρίσμα, σήμερα ταλαιπωρούνται σε μία εκκοσμικευμένη πραγματικότητα και όχι μόνο εξαιτίας της. Ταλαιπωρούνται και εξαιτίας της ποιμαντικής μας αδυναμίας ή και αδιαφορίας να μπορέσουμε να βρούμε τρόπους διεξαγωγής τους, ώστε τόσο τα μυστήρια να μη χάνουν την ιεροπρέπεια στην τέλεσή τους, να αναδύεται το σωτηριολογικό τους περιεχόμενο και νόημα, να μην εκφυλίζονται σε μία μαγική ή, έστω, σε κοινωνική τελετή». Ως αίτια αυτής της ταλαιπωρίας επεσήμανε τηνεκκοσμίκευσή τους, ενταγμένη σε μία εποχή από-ιεροποίησης και από-εκκλησιοποίησης της ζωής των ανθρώπων· την από-ενοριοποίησή τους, αποτέλεσμα της αναδιάταξης της ενορίας, της από-προσωποποίησής της, η οποία δεν έχει να κάνει μόνο με την γεωγραφία της πόλης ή του χωριού, αλλά με την απουσία σχέσης των γονέων με την ενορία και τον ναό· το καίριας σημασίας ζήτημα του αναδόχου. Όσον αφορά στο ζήτημα του νηπιοβαπτισμού, παρατήρησε ότι «ότι η ένταξη στο σώμα του Χριστού και η μετοχή στην ευχαριστία αγιάζει, όχι μαγικά, αλλά συνολικά μία οικογένεια. Διότι αν το βαπτισθέν νήπιο κοινωνεί, στην πραγματικότητα εκφράζει την βούληση όλης της οικογένειας να είναι και να ζει χριστιανικά. Όπως δεν ερωτάται ο άνθρωπος αν θέλει να έρθει στον κόσμο, αν θέλει να επιβιώσει, αν θέλει να είναι ενταγμένος σε συγκριμένη οικογένεια, αν θέλει να μιλά την γλώσσα της καταγωγής του, να ανήκει σε συγκεκριμένη πατρίδα, να έχει συγκεκριμένη υπηκοότητα, αλλά από φιλανθρωπία και αγάπη τόσο η οικογένεια όσο και η πολιτεία του δίδουν την ευκαιρία της ένταξης, του «ανήκειν», ανάλογα και η Εκκλησία δεν μπορεί να αρνηθεί μία τέτοια ένταξη, μόνο και μόνο με βάση το δόγμα της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης. Ο άνθρωπος ανήκει, εκτός από τον Θεό και την χώρα στην οποία γεννιέται και μεγαλώνει, και στην οικογένειά του. Επομένως, ο νηπιοβαπτισμός είναι σημείο του «ανήκειν», ότι ο άνθρωπος δεν υπάρχει για τον εαυτό του και μόνο, αλλά είναι μέλος κοινοτήτων, στενότερων και ευρύτερων».
Αναφερόμενος στο Μυστήριο του Χρίσματος, τόνισε ότι γίνεται μετά την τριπλή κατάδυση στην κολυμβήθρα, «διότι η Εκκλησία το θεωρεί πλήρωση του Βαπτίσματος». Εξέφρασε, όμως, τον προβληματισμό του για το αν και κατά πόσον οι πιστοί αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για δύο ξεχωριστά Μυστήρια.
Ακολούθως, κατέθεσε τις εξής προτάσεις, ώστε τα εν λόγω Μυστήρια να λειτουργήσουν σε εκκλησιοκεντρική προοπτική:Α. Η προετοιμασία των γονέων και του αναδόχου, για το περιεχόμενο των μυστηρίων, Β. Ο θεσμός του αναδόχου δεν μπορεί να έχει ως μοναδική προϋπόθεση την μη τέλεση πολιτικού γάμου, Γ. Η άμεση μετοχή του βαπτισθέντος νηπίου στην θεία κοινωνία, Δ. Η ανάγκη υπενθύμισης στους ποιμένες της σημασίας του μυστηρίου του χρίσματος, Ε. Η ιεροπρεπής τέλεση των μυστηρίων και όχι η αγχωτική και η ταχεία, με μυστική ανάγνωση κάποιων ευχών ή παράλειψή τους, ΣΤ. Ένα σύντομο κήρυγμα, στο τέλος της ακολουθίας, στο οποίο μπορούμε να εξηγήσουμε κάποια από τα κύρια σημεία των μυστηρίων, Ζ. Η ανάγκη για επανεκκλησιοποίηση των μυστηρίων, διά της προσευχής κατά την τέλεσή τους, τόσο από τους ιερείς, όσο και από τον λαό.