You are currently viewing Οι ιεροί κανόνες και το ζήτημα των υπερορίων ενεργειών

Οι ιεροί κανόνες και το ζήτημα των υπερορίων ενεργειών

  • Reading time:1 mins read
Υπό Δρος Αναστασίου Βαβούσκου
Δικηγόρου-Άρχοντος Ασηκρήτη του
Οικουμενικού Πατριαρχείου 

Το διακριτό των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας απασχόλησε την Εκκλησία
από τους πρώτους κιόλας αιώνες, ως απόρροια όχι μόνο της εξαπλώσεώς της
γεωγραφικώς και πληθυσμιακώς αλλά και της αναμείξεως πολλάκις επισκόπων στις
υποθέσεις συναδελφών είτε εκ προθέσεως είτε εξ αμελείας, με αποτέλεσμα
διαφωνίες και τριβές, που είχαν άμεσο αντίκρυσμα στον τρόπο διοικήσεως και
λήψεως αποφάσεων.
Για το λόγο αυτό, επελέγη η λύσης του καθορισμού των ορίων της κανονικής
δικαιοδοσίας και μάλιστα επί τη βάσει δύο στοιχείων, του στοιχείου της κατά τόπον
αρμοδιότητος και του στοιχείου της κατά πρόσωπον αρμοδιότητας.
Ούτως, η κανονική δικαιοδοσία συνδέθηκε καταρχήν με μια καθορισμένη ως προς
τα όρια γεωγραφική περιφέρεια, η δε συνάρτηση αυτή κανονικής δικαιοδοσίας και
εδαφικότητας αποτυπώθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας και στους ιερούς
κανόνες και μάλιστα με δύο τρόπους:
Α) κατά πρώτο λόγο με την μορφή της σαφούς οριοθετήσεως και κατοχυρώσεως της
ασκουμένης εξουσίας εντός καθορισμένων γεωγραφικών ορίων (βλ. 34 ο των
Αποστόλων με τα σύμφωνα ερμηνευτικά σχόλια Ι. Ζωναρά, Θ. Βαλσαμώνος και Α.
Αριστηνού, 6 ο και 7 ο της Α΄ Οικουμενικής, 2 ο της Β΄ Οικουμενικής, 28 ο της Δ΄
Οικουμενικής).
Β) Κατά δεύτερο λόγο με την μορφή απαγορεύσεως υπερβάσεως των ορίων αυτών
μέσω της αναμείξεως στις υποθέσεις άλλης εκκλησιαστικής περιφερείας (βλ. 35 ο
Αποστόλων, 2 ο της Β΄ Οικουμενικής 8 ο της Γ΄ Οικουμενικής, 13 ο της Αντιοχείας).
Βασικός άξονας αυτών των ρυθμίσεων απετέλεσε το δίκαιο των χειροτονιών, το
οποίο κατέστη καταλυτικός παράγοντας της διακρίσεως των ορίων εξουσίας σε όλη
την εξέλιξη του οργανωτικού πλαισίου της Εκκλησίας. Αυτό επισημαίνει ο Ι.
Ζωναράς στο σχόλιο του υπό τον 6 ο κανόνα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, λέγοντας
ότι: «Καί τοσοῦτον βούλεται προέχειν τούς ἐπισκόπους ἐν ταῖς ἐπαρχίαις αὐτῶν,
ὥστε καθόλου δίδωσι τύπον μηδέν χωρίς αὐτῶν εἰς εκκλησιαστικήν διοίκησιν
ἀναφερόμενον γίνεσθαι, ἦς μεῖζον καὶ κυριώτερον ἡ τῶν ἐπισκόπων χειροτονία
ἐστί».

Δευτερευόντως, η έννοια της κανονικής δικαιοδοσίας συνδέθηκε με το στοιχείο της
κατά πρόσωπον αρμοδιότητας, δηλαδή της εξουσίας που προσδιορίζεται με βάση
τα πρόσωπα προς τα οποία κατευθύνεται και τα οποία συνιστούν τους αποδέκτες
των συνεπειών της ασκήσεώς της. Τα πρόσωπα αυτά είναι το σύνολο των μελών
των τριών τάξεων του πληρώματος της Εκκλησίας, τα οποία τελούν υπό την
πνευματική εξουσία εκκλησιαστικής αρχής, ανεξαρτήτως του μονοπρόσωπου ή
συλλογικού χαρακτήρα της ή του εύρους της εδαφικής περιφερείας, η οποία τελεί
υπό την δικαιοδοσία της.
Συμφώνως, λοιπόν, προς την κατά πρόσωπον αρμοδιότητα, οι τάξεις των
πρεσβυτέρων και των διακόνων υπάγονται στην κανονική δικαιοδοσία μονομελούς
εκκλησιαστικού οργάνου, αρχή που υπαγορεύεται από τις θεμελιώδους χαρακτήρα
κανονικές διατάξεις περί χειροτονίας πρεσβυτέρων, διακόνων και των κατώτερων
κληρικών, σύμφωνα με τις οποίες η χειροτονία των ως άνω κληρικών γίνεται από
έναν επίσκοπο (βλ. 2 ος Αποστόλων). Η υπαγωγή αυτή περιλαμβάνει και την
δικαστική κρίση επί των κανονικών παραπτωμάτων των προαναφερθέντων
κληρικών υπό την μορφή του Επισκοπικού Δικαστηρίου (βλ. 31 ο Αποστόλων, 5 ο της
Α΄ Οικουμενικής, 8 ο και 9 ο της Δ΄ Οικουμενικής, 3 ο , 4 ο , 5 ο , 6 ο και 12 ο της Αντιοχείας,
13 ο της Σαρδικής, 10 ο , 11 ο και 123 ο της Καρθαγένης).
Το όργανο δε αυτό φέρει πάντα τον βαθμό του επισκόπου (βλ. 31 ο Αποστόλων, 5 ο
της Α΄ Οικουμενικής, 8 ο και 9 ο της Δ΄ Οικουμενικής, 3 ο , 4 ο , 5 ο , 6 ο και 12 ο της
Αντιοχείας, 13 ο της Σαρδικής, 10 ο , 11 ο και 123 ο της Καρθαγένης), και είναι ειδικότερα
ο επιχώριος επίσκοπος, ήτοι ο επίσκοπος που συνδέεται με τον κληρικό με το
κριτήριο της εντοπιότητας (8 ος της Δ΄ Οικουμενικής).
Όταν επέρχεται η υπέρβαση των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας, τότε έχουμε
την γνωστή «εισπήδηση», δηλαδή την απαγορευμένη από τους ιερούς κανόνες
παραβίαση των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας και την άσκηση εντός αυτής
αρμοδιοτήτων από αλλότριο – εξωχώριο θεσμικό μονοπρόσωπο ή συλλογικό
όργανο της Εκκλησίας, χωρίς όμως να έχουμε αντιστοίχως την τυποποίηση κάποιων
ενεργειών, οι οποίες θα εξειδίκευαν τον όρο «εισπήδηση» και τον καθορισμό
αντιστοίχως και κάποιας ποινής.
Έχοντας υπόψιν αυτά τα δεδομένα, ο όρος «εισπήδηση» εκφράζει την θεσπισμένη
θεμελιώδη αρχή της απαγορεύσεως παραβιάσεως των ορίων κανονικής

δικαιοδοσίας, η οποία εξειδικεύεται κάθε φορά με βάση την χαρακτηριζόμενη ως
εισπήδηση επίδικη ενέργεια. Με άλλες λέξεις, η εισπήδηση δεν αποτελεί κανονικό
παράπτωμα αλλά απαιτείται κανονικό παράπτωμα, για να θεμελιωθεί. Η δράση
ενός θεσμικού οργάνου, μονοπρόσωπου ή συλλογικού, η οποία θα υπερβεί τα όρια
κανονικής δικαιοδοσίας του, χαρακτηρίζεται ως «εισπήδηση» μόνον, εφόσον είναι
αντικανονική και συνεπώς συνιστά αυτοτελές κανονικό παράπτωμα.
Ειδικότερα, περιπτώσεις εισπηδήσεως που προβλέπονται συγκεκριμένως από τους
ιερούς κανόνες είναι η υπερόρια δημόσια διδασκαλία (20 ος της Πενθέκτης), και
ιδίως η υπερόρια χειροτονία, δηλαδή η τέλεση από επίσκοπο ή επισκόπους
χειροτονίας κληρικού εκτός των γεωγραφικώς προσδιορισμένων ορίων της δικής
τους κανονικής δικαιοδοσίας (του επισκόπου ή της Ιεράς Συνόδου αυτών
αντιστοίχως) και εντός των γεωγραφικών ορίων κανονικής δικαιοδοσίας άλλου
επισκόπου ή άλλης Ιεράς Συνόδου.
Ούτως:
α) κατά τον 2 ο κανόνα της Β’ Οικουμενικής: «…Ἀκλήτους δὲ ἐπισκόπους ὑπὲρ διοίκησιν
μὴ ἐπιβαίνειν ἐπὶ χειροτονίᾳ, ἤ τισιν ἄλλαις οἰκονομίαις ἐκκλησιαστικαῖς».
β) κατά τον 13 ο της Αντιοχείας: «Μηδένα ἐπίσκοπον τολμᾶν ἀφ᾽ ἑτέρας ἐπαρχίας εἰς
ἑτέραν μεταβαίνειν, καὶ χειροτονεῖν ἐν ἐκκλησίᾳ τινὰς εἰς προαγωγὴν λειτουργίας,…».
γ) κατά τον 22 ο της Αντιοχείας: «Ἐπίσκοπον μὴ ἐπιβαίνειν ἀλλοτρίᾳ πόλει τῇ μὴ
ὑποκειμένῃ αὐτῷ, μηδὲ χώρᾳ τῇ αὐτῷ μὴ διαφεροῦσῃ, ἐπὶ χειροτονίᾳ τινός, μηδὲ
καθιστᾶν πρεσβυτέρους ἢ διακόνους εἰς τόπους ἑτέρῳ ἐπισκόπῳ ὑποκειμένους,…».
δ) κατά τον 35 ο των Αποστόλων: «Ἐπίσκοπον μὴ τολμᾶν ἔξω τῶν ἑαυτοῦ ὅρων
χειροτονίας ποιεῖσθαι, εἰς τὰς μὴ ὑποκειμένας αὐτῷ πόλεις, καὶ χώρας·…».
Η απαγόρευση των ανωτέρω κανόνων δεν καλύπτει όμως μόνο την
χειροτονία αλλά και κάθε άλλη ιερατική πράξη, όπως προκύπτει από το «γράμμα»
του 2 ου κανόνα της Β’ Οικουμενικής: «ἐπὶ χειροτονίᾳ, ἤ τισιν ἄλλαις οἰκονομίαις
ἐκκλησιαστικαῖς» αλλά και από τα ερμηνευτικά σχόλια υπό τον κανόνα του Θ.
Βαλσαμώνος: «Εἰ δέ δεήσει μεταβῆναί τινα ἐπίσκοπον ἐκ τῆς οἰκείας ἐνορίας πρός
ἑτέραν, διά χειροτονίαν, ἤ ἑτέραν εὔλογον αἰτίαν», του Α. Αριστηνού: «Ὑπερόριος
μηδείς συγχεέτω τάς ἐκκλησίας, μήτε χειροτονῶν, μήτε ἐνθρονίζων» και του
Πηδαλίου: «προστάζει δὲ πρὸς τούτοις, ὅτι καὶ Πατριάρχαι ὁμοῦ, καὶ Μητροπολῖται

νά μὴν ἐπιπηδῶσιν ὑπὲρ τὰς διοικήσεις, καὶ Ἐπαρχίας αὐτῶν διὰ νά χειροτονοῦν, ἢ
ἄλλας ἐκκλησιαστικὰς οἰκονομίας νά ἐπιτελοῦν εἰς τῶν ἄλλων τὰς ἐνορίας».
Η εκτός ορίων τέλεση χειροτονίας ή εν γένει ιερατικής πράξεως δεν συνιστά
παραβίαση ορίων κανονικής δικαιοδοσίας, εφόσον έχει προηγηθεί άδεια του
έχοντος το δικαίωμα να τελέσει την χειροτονία ή την ιερατική πράξη
εκκλησιαστικού οργάνου, είτε αυτό είναι μονομελές (επίσκοπος) είτε συλλογικό
(σύνοδος), όπως ορίζουν:
α) ο 2 ος της Β΄ Οικουμενικής: «Ἀκλήτους δὲ ἐπισκόπους ὑπὲρ διοίκησιν…».
β) ο 13 ος της Αντιοχείας: «εἰ παρακληθεὶς ἀφίκοιτο διὰ γραμμάτων τοῦ τε μητροπολίτου
καὶ τῶν σὺν αὐτῷ ἐπισκόπων, ὧν εἰς τὴν χώραν παρέρχοιτο. Εἰ δὲ μηδενὸς καλοῦντος
ἀπέλθοι ἀτάκτως ἐπὶ χειροθεσίᾳ τινῶν, καὶ καταστάσει τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, μὴ
προσηκόντων αὐτῷ».
γ) ο 22 ος της Αντιοχείας: «εἰ μὴ ἄρα μετὰ γνώμης τοῦ οἰκείου τῆς χώρας ἐπισκόπου».
δ) ο 35 ος των Αποστόλων: «εἰ δὲ ἐλεγχθείη τοῦτο πεποιηκώς, παρὰ τὴν τῶν κατεχόντων
τὰς πόλεις ἐκείνας, ἢ τὰς χώρας, γνώμην,…».
Σε περίπτωση, που η χειροτονία ή εν γένει οποιαδήποτε ιερατική πράξη τελεσθεί
εντός ορίων άλλης κανονικής δικαιοδοσίας, άνευ της αδείας του έχοντος το σχετικό
δικαίωμα οργάνου (επισκόπου ή συνόδου), τότε η χειροτονία αυτή ή εν γένει η
ιερατική πράξη είναι άκυρη, όπως ορίζουν:
α) εμμέσως η Β΄ Οικουμενική μέσω της απαγορεύσεως της υπερόριας χειροτονίας ή
εν γένει ιερατικής πράξεως: «»
β) ευθέως ο 13 ος της Αντιοχείας: «ἄκυρα μὲν τὰ ὑπ᾽ αὐτοῦ πραττόμενα τυγχάνειν».
γ) ευθέως ο 22 ος της Αντιοχείας: «ἄκυρον εἶναι τὴν χειροθεσίαν».
δ) εμμέσως ο 35 ος των Αποστόλων όπως και ο 2 ος της Β΄ Οικουμενικής: «Ἐπίσκοπον μὴ
τολμᾶν…».
Η ακυρότητα της χειροτονίας ή της εν γένει ιερατικής πράξεως οδηγεί περαιτέρω
και σε καθαίρεση του τελέσαντος της υπερόρια χειροτονία ή την εν γένει ιερατική
πράξη, όπως ορίζουν:
α) ευθέως ο 13 ος της Αντιοχείας: «…καὶ αὐτὸν δὲ ὑπέχειν τῆς ἀταξίας αὐτοῦ, καὶ τῆς
παραλόγου ἐπιχειρήσεως τὴν προσήκουσαν δίκην, καθῃρημένον ἐντεῦθεν ἤδη ὑπὸ τῆς
ἁγίας συνόδου».

β) εμμέσως ο 22 ος της Αντιοχείας, επόμενος του 13 ου κανόνα που είναι σαφής: «καὶ
αὐτὸν ἐπιτιμίας ὑπὸ τῆς συνόδου τυγχάνειν».
γ) ευθέως ο 35 ος των Αποστόλων, ο οποίος προβλέπει καθαίρεση και για τον
χειροτονηθέντα: «καθαιρείσθω καὶ αὐτός, καὶ οὓς ἐχειροτόνησεν».
Συμπερασματικώς, οποιαδήποτε ιερατική πράξη, τελούμενη εκτός των ορίων
κανονικής δικαιοδοσίας και εντός ορίων άλλης κανονικής δικαιοδοσίας είναι άκυρη
και οδηγεί σε καθαίρεση αυτού που την τέλεσε, εκτός αν τελέστηκε κατόπιν
προσκλήσεως του έχοντος κανονικώς το δικαίωμα να τελέσει την ιερατική πράξη,
οπότε δεν υφίσταται εισπήδηση.
Εξαίρεση στα ισχύοντα περί κανονικής δικαιοδοσίας συνιστά η περίπτωση
των μοναχών, διότι κατά του 4 ο και 8 ο κανόνες της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου
επιλέγεται ως αποκλειστικό κριτήριο κανονικής δικαιοδοσίας επ’ αυτών το κριτήριο
της εντοπιότητας, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται σαφώς και ρητώς ως αρμόδιος
ο επίσκοπος, εντός της περιφερείας του οποίου βρίσκεται η μονή . Αυτό στην πράξη
σημαίνει ότι η αρμοδιότητα του επιχωρίου επισκόπου με βάση το κριτήριο της
εντοπιότητας παίρνει τη μορφή μιας longa manu potestas (μακρά χειρί εξουσία), η
οποία ακολουθεί το μοναχό και οπουδήποτε εκτός της περιφερείας, όπου κείται η
μονή του.
Ειδική περίπτωση στα ανωτέρω εκτεθέντα περί μοναχών συνιστούν τα
πατριαρχικά σταυροπήγια, των οποίων η ίδρυση εδράζεται επί δικαιώματος των
Πατριαρχών καθιερωθέντος εθιμικώς. Το δικαίωμα αυτό σχετικοποιεί το
περιεχόμενο του 8 ου κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου, δια του οποίου οι μονές
και οι εγκαταβιούντες σ’ αυτές μοναχοί υπήχθησαν υπό την εποπτεία του
επιχωρίου επισκόπου, δηλαδή του επισκόπου, στην περιφέρεια του οποίου
βρίσκεται η μονή. Και τούτο, διότι τα πατριαρχικά σταυροπήγια συνιστούν θύλακα
διακριτής και ξεχωριστής κανονικής δικαιοδοσίας εντός των γεωγραφικών ορίων
κανονικής δικαιοδοσίας άλλων επισκόπων.
Το δικαίωμα αυτό εμφανίζεται υπό δύο μορφές, τόσο ως προνόμιο εκάστου
Πατριάρχη να ιδρύει και να διατηρεί μονές εντός των ορίων της κανονικής
δικαιοδοσίας του οικείου Πατριαρχείου, όσο και ως αποκλειστικό προνόμιο του
Οικουμενικού Πατριάρχη ιδρύσεως και διατηρήσεως μονών και εκτός των ορίων της

δικαιοδοσίας του, ήτοι εντός των ορίων δικαιοδοσίας των άλλων Πατριαρχών,
παράμετρος που δεν θα μας απασχολήσει εδών. Ειδικώτερα :
Το δικαίωμα αυτό εμφανίζεται, κατά πρώτο λόγο, ως προνόμιο των
Προκαθημένων των πέντε πρεσβυγενών Πατριαρχείων. Είναι, δε, αξιοσημείωτο ότι
η σύσταση πατριαρχικών σταυροπηγιακών μονών πήρε ιδιαίτερες διαστάσεις, παρά
το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν ερείδεται σε συγκεκριμένες
κανονικές διατάξεις αλλά σε μακρά και ομοιόμορφη πρακτική που δημιουργεί
δίκαιο, δηλαδή έθιμο, και για τον λόγο αυτό προκαλούσε πληθώρα ενστάσεων και
παραστάσεων διαμαρτυρίας των επιχωρίων επισκόπων και μητροπολιτών προς
τους φορείς τόσον της πολιτειακής όσο και της εκκλησιαστικής εξουσίας, οι οποίοι
θεωρούσαν την άσκηση του δικαιώματος αυτού παραβίαση της κανονικής τους
δικαιοδοσίας. Προσπάθεια να δώσει απάντηση στο δημιουργηθέν ζήτημα έκανε ο
Θ. Βαλσαμών, ο οποίος σε μία ερμηνευτική προσέγγιση του στο 31 ο κανόνα των
Αποστόλων οδηγείται στην κανονικότητα του προνομίου αυτού δια της εμμέσου
εφαρμογής των ιερών κανόνων, των ρυθμιζόντων τα της κανονικής δικαιοδοσίας.
Ισχυριζόμενος ότι η Οικουμένη από πλευράς εκκλησιαστικής διοικήσεως δεν
παραχωρήθηκε σε επισκόπους, αρχιεπισκόπους και μητροπολίτες αλλά στους
Προκαθημένους των πρεσβυγενών Πατριαρχείων, οι οποίοι εντός των ορίων τους
έχουν το δικαίωμα χειροτονίας και κρίσεως των επισκόπων, παρέχει σ’ αυτούς, ως
απόρροια των παραπάνω, και το δικαίωμα της ιδρύσεως εντός των ορίων της
κανονικής δικαιοδοσίας τους πατριαρχικών και σταυροπηγιακών μονών: «Μετά τήν
τοῦ παρόντος κανόνος ἑρμηνείαν, εἰς λόγον ἐλθών μετά τινων ἀρχιερέων,
γογυζόντων διά τά πατριαρχικά σταυροπήγια, ὡς δῆθεν ἀκανονίστως
ἀποστελλόμενα είς τάς ἐνορίας αὐτῶν, κατενόησα δικαίως καί κανονικῶς ταῦτα
γίνεσθαι, καί μάτην τους ἐγχωρίους ἐπισκόπους μέμφεσθαι τήν τούτων ποίησιν.
Ἀπό γάρ τῶν θείων κανόνων οὔτε μητροπολίτῃ, οὔτε ἀρχιεπισκόπῳ, οὔτε ἐπισκόπῳ
ἐνορία ἐδόθη, άλλά τοῖς πέντε πατριάρχαις ἀπενεμήθησαν αἱ ἐνορίαι τῶν
τεσσάρων κλιμάτων τῆς οἰκουμένης, καί διά τοῦτο ἔχουσιν ἐν ταύταις τήν
ἀναφοράν τῶν ὀνομάτων αὐτῶν ἀπό πάντων τῶν ἐν αὐταῖς ἐπισκόπων∙».
Περαιτέρω, το ιδρυόμενο πατριαρχικό σταυροπήγιο παραμένει υπό το αυτό
κανονικό καθεστώς εσαεί, ως τέτοιο δε καθεστώς νοείται η διατήρηση της
υπαγωγής του υπό την κανονική δικαιοδοσία του ιδρύσαντος αυτό Πατριάρχη και η

μνημόνευση του ονόματός αυτού, ως απτή απόδειξη της αναγνωρίσεώς του ως
κανονικού κυριάρχη, ανεξαρτήτως του αν η εκκλησιαστική περιφέρεια εντός των
ορίων της οποίας αυτό κείται, καταστεί αργότερα ανεξάρτητη Εκκλησία κατόπιν
παραχωρήσεως σ’ αυτήν αυτοκεφάλου καθεστώτος από το Οικουμενικό
Πατριαρχείο ή παραχωρηθεί σε ήδη ανεξάρτητη Εκκλησία. Εκτός, αν γίνει ειδική
μνεία και αναφορά στην πράξη, δια της οποίας παραχωρείται το αυτοκέφαλο
καθεστώς, όπως συμβαίνει με τον Ι΄ όρο της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως
του 1928 ή αποσπάται μια εκκλησιαστική περιφέρεια και ενσωματώνεται σε άλλη
ήδη ανεξάρτητη, όπως π.χ. συμβαίνει με την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του
1882.
Κατόπιν των ανωτέρω, έκαστος επίσκοπος ασκεί πλήρη κανονική δικαιοδοσία επί
των μονών, που κείνται εντός των γεωγραφικών ορίων της περιφέρειας του και επί
των μοναχών, που εγκαταβιούν σε αυτές, εξαιρουμένων των πατριαρχικών
σταυροπηγίων, τα οποία αν και ευρίσκονται εντός των γεωγραφικών ορίων της
περιφερείας του συνιστούν θύλακα κανονικής δικαιοδοσίας του μνημονευομένου
σ’ αυτά Πατριάρχη. Αυτό σημαίνει, ότι σε περίπτωση που ο επιχώριος επίσκοπος
αναμειχθεί σε θέματα πατριαρχικού σταυροπηγίου και επιληφθεί αυτών,
παραβιάζει αλλότρια όρια κανονικής δικαιοδοσίας, δηλαδή διαπράττει εισπήδηση,
με αποτέλεσμα – συμφώνως προς τους προαναφερθέντες κανόνες 2 ο της Β΄
Οικουμενικής, 13 ο και 22 ο της Αντιοχείας και 35 ο των Αποστόλων – να είναι άκυρη
οποιαδήποτε ενέργεια του αφορά στην διοίκηση του πατριαρχικού σταυροπηγίου ή
στον έλεγχο του βίου των μοναχών και ο ίδιος να υπόκειται στην ποινή της
καθαιρέσεως. Ακόμη, δε, και αν η αιτία, για την οποία αναμείχθηκε ο επιχώριος
επίσκοπος συνδέεται με ζήτημα, που ο ίδιος έχει την αρμοδιότητα ελέγχου και
εποπτείας, όπως π.χ. ο οικονομικός έλεγχος του πατριαρχικού σταυροπηγίου, οπότε
στην περίπτωση αυτή οφείλει να ασκήσει τον οικονομικό έλεγχο αλλά για τα
περαιτέρω οφείλει να απευθυνθεί στον έχοντα την κανονική δικαιοδοσία
Πατριάρχη. Πολλώ, δε, μάλλον, εάν ο ελεγχόμενος από τον επιχώριο επίσκοπο
Ηγούμενος φέρει και τον βαθμό του επισκόπου, οπότε τίθεται και το θεμελιώδες
κανονικό ζήτημα της αναρμοδιότητας ενός επισκόπου να κρίνει ομοιόβαθμό
κληρικό, ο οποίος μόνο από Σύνοδο κρίνεται και μάλιστα από τη Σύνοδο στην οποία
υπάγεται. Τώρα, αν στην όλη αυτή περιπλεγμένη κανονικώς κατάσταση αναμειχθεί

και η Επαρχιακή Σύνοδος, στην οποία μετέχει ως μέλος ο επιχώριος επίσκοπος, τότε
το όλο ζήτημα της εισπηδήσεως του επιχωρίου επισκόπου παίρνει από πλευράς
κανονικής εκρηκτικές διαστάσεις.
Οφείλω όμως να επισημάνω, ότι όλα τα παραπάνω δεν ισχύουν, αν η ανάμειξη τού
επιχωρίου επισκόπου εδράζεται επί ρητής και σαφούς αδείας, δοθείσης από τον
Πατριάρχη υπό του οποίου την κανονική δικαιοδοσία ευρίσκεται το πατριαρχικό
σταυροπήγιο, οπότε ουδεμία αντικανονικότητα υφίσταται.
Η άδεια αυτή λέγεται Έκδοσις, διά της οποίας επίσκοπος (Μητροπολίτης ή
Πατριάρχης) εκχωρεί σαφώς και ρητώς και ιδίως εγγράφως την άσκηση δικού του
κανονικού δικαιώματος σε άλλον επίσκοπο (Μητροπολίτη ή Πατριάρχη) για μία
φορά και όχι επ’ αόριστον και στο διηνεκές, είτε το εκχωρούμενο δικαίωμα αφορά
σε χειροτονία ή σε οποιαδήποτε άλλη ιερατική πράξη. Η διαδικασία αυτή του
Γράμματος Εκδόσεως έχει επανειλημμένως ακολουθηθεί και είναι συνήθης στα
εκκλησιαστικά θέσμια.
Προς επίρρωσιν των όσων έχω ήδη εκθέσει, θα ολοκληρώσω το παρόν
άρθρο με την αυτολεξεί παράθεση της σημειώσεως της αριθ. 1 του Πηδαλίου κάτω
από το ερμηνευτικό σχόλιο υπό τον 31 ο κανόνα των Αποστόλων: «Ἐπεὶ δὲ ἡ ὑπόθεσις
περὶ Σταυροπηγίων ἐστὶν ἐνταῦθα, ὑποσημειοῦμεν τὸν περὶ τούτων ἐντελῆ, καὶ
διακεκριμμένον λόγον ὡς φαίνεται καθαρῶς εἰς τὴν 235 καὶ 236 σελ. τῆς Γιουρ. Γραικορωμ. τὸ
γὰρ ἐν αὐτῇ σιγίλλιον τοῦ πατριάρχου Γερμανοῦ οὕτω διορίζεται, ὅτι εἰς ἐκεῖνα μόνα τὰ
Μοναστήρια ἢ καθολικὰς Ἐκκλησίας, ἢ εὐκτηρίους οἴκους, πρέπει νά μνημονεύηται
τὸ ὄνομα τοῦ Πατριάρχου, εἰς τοῦ ὁποίου τὰ θεμέλια ἐβάλθη Πατριαρχικὸν
Σταυροπήγιον, ἤτοι σταυρὸς παρὰ τοῦ Πατριάρχου ἀποσταλεὶς∙ καὶ οὕτως ἐπάνω
εἰς τὸν Πατριαρχικὸν αὐτὸν σταυρὸν ἐκτίσθησαν. Εἰς τὰ τοιαῦτα γὰρ κᾀμμία μετοχὴ
δέν εἶναι εἰς τὸν κατὰ τόπον Ἀρχιερέα∙ μήτε ἀπὸ τὰς ἱεροπραξίας, μήτε ἀπὸ
Ἡγουμένου σφραγίδα, μήτε ἀπὸ σφαλμάτων ψυχικῶν ἀνάκρισιν, ἕως ὁποῦ μήτε
αὐτὰ τὰ κανονικὰ δύναται νά ζητῇ ἀπὸ τοὺς ἐν αὐτοῖς∙ διότι ὅλοι οἱ ἱερωμένοι,
ὁποῦ εἰς τὰ τοιαῦτα Μοναστήρια, καὶ Ἐκκλησίας, καὶ εὐκτήρια, εὑρίσκονται, εἶναι,
καὶ ὀνομάζονται Πατριαρχικοί, καὶ ὑπόκεινται εἰς τὸν Πατριαρχικὸν ἔξαρχον».
Και επειδή θέλω να είμαι ειλικρινής απέναντι σας, σας διαβεβαιώνω, ότι
οποιαδήποτε ομοιότητα των προεκτεθέντων με τα τεκταινόμενα στην Εκκλησία της

Κρήτης γύρω από το θέμα τών εκεί πατριαρχικών σταυροπηγίων δεν είναι
συμπτωματική ή τυχαία. Το αντίθετο, είναι δεδομένη, καθόσον σ’ αυτήν αφορούν.

Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος
Δικηγόρος
Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.