Άρθρο του Ηλία Τουτούνη
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μετά από πολλές προδοσίες, ενέδρες και εχθρικά βόλια από τις άπειρες άνισες μάχες που έδωσε, κατάφερε να επιβιώσει και ν’ αναδειχθεί ως, ο οραματιστής, ο πρωτεργάτης και ο Αρχιστράτηγος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ακόμη και μετά την απελευθέρωση, επανειλημμένα αντιμετώπισε την απειλή του θανάτου, όταν πέρασε έξι μήνες φυλακισμένος στο υγρό και σκοτεινό κελί του φρουρίου στο Ναύπλιο και όταν παρά λίγο να δεχθεί την λαιμητόμο (καρμανιόλα), όπου τον είχαν καταδικάσει οι δικαστές της κυβερνήσεως του Κωλέττη. Άφησε τα εγκόσμια, απολαμβάνοντας την Ελευθερία της Ελλάδας, μετά από φυσικό θάνατο στις 4 Φεβρουαρίου 1843 στο σπίτι του στην Αθήνα, ανώδυνα, ειρηνικά και ανεπαίσχυντα, από εγκεφαλική συμφόρηση[1].
Πριν κλείσει για πάντα τα μάτια του, επιθυμούσε να ιδεί την χαρά του παιδιού του Κολίνου (Κωνσταντίνου), όπου τον είχε σπουδάσει και τον ετοίμαζε για την πολιτική. Ενώ, είχε χαλάσει το συμπεθεριό με την κόρη του Κανέλλου Δεληγιάννη, τρεις ημέρες πριν τον θάνατό του, τον πάντρεψε την 1ην Φεβρουαρίου 1843 με την πλουσιότατη εγγονή του άλλοτε ηγεμόνα της Βλαχίας, πρίγκιπα Γιάννη Καρατζά. Την βραδιά, του θανάτου του, ήτο προσκεκλημένος στον Βασιλικό χορό του Παλατιού. Εκεί χόρεψε, έφαγε και ήπιε περισσότερο απ’ ότι συνήθιζε, μετά τον χορό επέστρεψε πανευτυχής σπίτι του, το όποιο βρισκόταν πολύ κοντά στο Παλάτι, την σημερινή Βουλή των Ελλήνων.
Κατά τις τέσσερις ώρα της νύκτας έπαθε εγκεφαλική συμφόρηση κατά τον ύπνο. Δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε να μιλήσει, και μετά βίας ανέπνεε. Αμέσως προσκλήθηκαν και επενέβησαν οι καλύτεροι γιατροί της εποχής, όμως δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο απ’ το να παρατείνουν τις στιγμές του. με διάφορες πρακτικές και ιατρικές επεμβάσεις εκείνης της εποχής τον φλεβοτόμησαν και του έβαλαν βδέλλες (αφαίμαξη), χιόνι στην κεφαλή, καταπλάσματα από σιναπόσπορο στα πόδια, και άλλα γιατροσόφια, αλλά όμως ήταν αδύνατον να τον γλιτώσουν. Η τελευταία του κουβέντα ήταν αυτή προς το παιδί του τον Γενναίο:
-«Σου αφήνω τόσους φίλους, όσα φύλλα έχουν τα κλαριά, και φρόντισε να τους φυλάξεις».
Στις 11:00 το πρωί στις 4 του Φλεβάρη 1843, ο Γέρος του Μοριά, άφησε την πρόσκαιρη ζωή, για να περάσει στους αθανάτους.
Η είδηση του θανάτου του, συγκλόνισε ολόκληρη την Ελλάδα. Ο κόσμος σταμάτησε τις δουλειές του, έκλεισαν τα μαγαζιά και συνέρρεαν στην οικία του στρατηγού. Μέσα στο πλήθος του κόσμου ήσαν παλιοί φίλοι, εχθροί, συναγωνιστές πάρα πολλοί Αρκάδες και γενικά αρκετοί Μοραΐτες. Τον έντυσαν με την στολή του αντιστράτηγου, του έζωσαν το σπαθί, που είχε, όταν πρωτοξεκίνησε από την Σκαρδαμούλα (Καρδαμύλη Μάνης) για τον αγώνα, του φόρεσαν τσαρούχια και τον απίθωσαν στην κάσα βάζοντας κάτω από τα πόδια του μια τούρκικη σημαία. Του έβαλαν πλάι την περικεφαλαία του και τις σπαλέτες της στολής που φορούσε στα Επτάνησα. Από την άλλη μεριά τον θώρακα[2].
Την ώρα της αναγγελίας του θανάτου του, συνεδρίασε το συμβούλιο της Επικρατείας. Ο Ρήγας Παλαμήδης μ’ ένα λόγο γεμάτο βαθιά συγκίνηση, γύρεψε να λυθεί αμέσως η συνεδρίαση. Το σώμα, δέχθηκε την πρόταση και έσπευσε αμέσως στο σπίτι του Γέρου, να συλλυπηθεί τους συγγενείς του. Το υπουργικό συμβούλιο έκανε το πρόγραμμα της κηδείας και όρισε τριήμερο δημόσιο πένθος.
Η νεκρική πομπή κατέβηκε από την οδό Έρμου, και μπαίνοντας στην οδό Αίολου έφτασε στον ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου εψάλη ή νεκρώσιμη ακολουθία. Γύρω από την νεκροφόρα κατά την πορεία της προς την Αγία Ειρήνη ήσαν: Ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας Κουντουριώτης, ο Αντιστράτηγος Τσώρτς, ο Υποστράτηγος Τζαβέλας, ο Υποστράτηγος Παναγιώτης Γιατράκος, οι Συνταγματάρχες Δημητράκης Πλαπούτας και Ιωάννης Μακρυγιάννης, οι σύμβουλοι επικρατείας Δεληγιάννης και Παλαμήδης. Επίσης ακολουθούσαν οι επώνυμοι της εποχής και πλήθος κόσμου. Ήταν τόσος ο λαός πού όταν ή αρχή της πομπής έμπαινε στην Εκκλησία, ή ουρά της πομπής δεν είχε μπει ακόμα στην αρχή της Έρμου.
Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε μία μεγάλη μορφή των γραμμάτων της εποχής, ο εκκλησιαστικός ρήτορας και συγγραφέας Κων. Οικονόμου των εξ’ Οικονόμων. Αμέσως μετά την νεκρώσιμη ακολουθία, η σωρός και ο κόσμος κατευθύνθηκαν προς το Α΄ νεκροταφείο. Αργά- αργά, η πομπή περνάει μπροστά από το παλάτι και φθάνει τέλος στο φρεσκοσκαμμένο μνήμα.
– Έλληνες! αρχίζει με τρεμουλιαστή φωνή και μάτια πλημμυρισμένα δάκρυα ο Σούτσος:
Ανήρ Μέγας Τελεύτησε!
Ήχος κανονιών τέλος σκεπάζει τα λόγια του, τα κλάματα και τις φτυαριές των χωμάτων, ήχος γνώριμος κι αγαπητός στον άντρα που στάθηκε από τις μεγαλύτερες μορφές της αρχής του δέκατου ενάτου αιώνα.
Τα οστά του Κολοκοτρώνη ευρίσκονται στην Τρίπολη από τις αρχές του αιώνος μας. Πριν, ευρίσκοντο στην Αθήνα στο Α΄ Νεκροταφείο, αλλά ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατόπιν αιτήματος των Αρκάδων, φρόντισε για την μεταφορά τους στην Τρίπολη, συνοδεύοντας μάλιστα ο ίδιος την μεταφορά τους, αποδίδοντας έτσι τιμή στον ελευθερωτή του Γένους μας. Το 1971 στην πλατεία του Άρεως Τριπόλεως, στήθηκε ανδριάντας του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Και από το 1993, τα οστά, ευρίσκονται στην βάση του μνημείου αυτού, σε ειδική κρύπτη.
Το μνημείο απεικονίζει τον Γέρο του Μοριά, καβάλα πάνω σε άλογο. Και στο δημοτικό τραγούδι των Κολοκοτρωναίων, απεικονίζεται ή γενιά του, περήφανη, να μετακινείται, συνεχώς ευρισκόμενη πάνω σε άλογο.
«…καβάλα παν’ στην Εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρνουν αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι,
και δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν…»
.
1. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ
Ένα πουλάκι ξέβγαινε, ’πο μέσα την Αθήνα,
μέρα και νύχτα περιπατεί, νύχτα και μέρα τρέχει,
στην Κόρθο κάνει κολατσιό και στ’ Άργος μεσημέρι,
στ’ Ανάπλι πήγε κι έκατσε, στης φυλακής την πόρτα.
Φυλακισμένοι το ρωτούν, κατάδικοι του λένε:
– Πες μας, πουλί, πουλάκι μου, κάνα καλό χαμπέρι!
– Παιδιά, σα με ρωτήσατε, απόκριση σας δίνω,
συννεφιαστήκαν τα βουνά κι οι κάμποι μαραθήκανε,
Κολοκοτρώνης πέθανε, στο γάμο του Κολίνου.
(Ιωάννης Κ. Μπέττας, «Σταυραετός της Ελευθερίας και η λαϊκή μούσα», Συλλογή Χ. Γ. Ηλιόπουλου, Δόριζα Μαντινείας, σελ. 46, Αρκαδία 1996)
.
2. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ
Ένα πουλάκι ξέβγαινε, μέσ’ από την Αθήνα,
νύχτα και μέρα περιπατεί, πετάει μέρα νύχτα,
στην Κόρινθο γευμάτισε και στ’ Άργος δειλινίζει
και μέσα στην Τριπολιτσά, στη μέση της πλατείας,
τα γράμματα διάβαζαν, κι οι εφημερίδες λένε,
Κολοκοτρώνης πέθανε, στο γάμο του Κολίνου.
Το βράδυ τρωγόπινε, στου βασιλιά το μπάλο.
Το θάνατό του γνώρισε, που θελε ν’ αποθάνει
και του Γενναίου μίλησε και του Γενναίου λέγει:
– Που είσαι Γενναίε, στρατηγέ; Κολίνο σπουδασμένε!
Ελάτε, πάρτε την ευκή, με τριγυρίζει ο Χάρος.
– Σώπα πατέρα, μην το λες, μη λες πως θα πεθάνεις,
κι έχουμ’ οχτρούς και χαίρονται και φίλους και λυπόνται.
– Ελάτε πάρτε την ευκή και να είσθε μονιασμένοι,
φιλήστε και τ’ αγγόνια μου, που να ’χουν την ευκή μου!
(- Θεόδωρος Γεν. Κολοκοτρώνης, «Περί στρατιωτικής ανατροφής, Ο αυτός εν Ραμπαγά, σελ. 64, 1882».
– Αντώνης Ι. Νικολόπουλος, «Μηνιαίος νέος κόσμος» φιλολογικό περιοδικό, τεύχος Γ΄, σελ. 177, αρ. 73, Ιούνιος 1934)
.
3. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ
– Εσύ πουλί των Αθηνών, πουλάκι της Αθήνας,
για δε μας λες τι γίνεται, μέσα εις την Αθήνα;
Πολλά κανόνια πέφτουνε και θλιβερά βροντάνε,
πολλοί άνθρωποι φαίνονται, πολλ’ είναι μαζωγμένοι.
Μην είναι εθνική γιορτή, μην είν’ του βασιλέως;
– Κολοκοτρώνης πέθανε και πάνε να τον θάψουν.[3]
(Γιάννης Βλαχογιάννης, «Οι κλέφτες του Μοριά», σελ. 266, Αθήνα 1935)
[1]Τα συμπτώματα πού μας παραδίδουν οι ιστορικοί της εποχής, δείχνουν ότι ο Κολοκοτρώνης πέθανε από εγκεφαλικό, είτε αιμορραγικό είτε θρομβωτικό. Ό Κολοκοτρώνης ήταν 73 ετών, τα αγγεία του εγκεφάλου του – με την φθορά του χρόνου – θα είχαν πάθει σκλήρυνση (αρτηριοσκλήρυνση), δηλαδή θα ήταν σκληρά, άκαμπτα και εύθραυστα, και δεν θα άντεχαν σε μεγάλη αύξηση της αρτηριακής πιέσεως.
[2] Αυτή η πολεμική εξάρτυση του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, βρίσκεται σήμερα στα Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών, όπου και μεταφέρθηκε, μετά την εκταφή των οστών με σκοπό την ανακομιδή τους εις την Τρίπολη.
[3] Στις 10 Οκτωβρίου 1930 τα οστά του διακομίσθηκαν στο Μνημείο των Προκρίτων, δίπλα στην πλατεία Άρεως της Τρίπολης, για να τοποθετηθούν αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1993, σε ειδική κρύπτη στη βάση του ανδριάντα του, που τον αναπαριστά πάνω στο άλογό του και που αναγέρθηκε στο κάτω μέρος της πλατείας.
Πηγή: Αντρώνι