Του π. Ηλία Μάκου
Το ενδιαφέρον του προς τους πονεμένους δεν ήταν οίκτος και ευσπλαχνία του ανώτερου προς τον κατώτερο, ένας ανθρωποκεντρικός, δηλαδή ανθρωπισμός, αφού και ο ίδιος πονεμένος και καταδιωκόμενος ήταν.
Ήταν καρπός πνεύματος αδελφικότητας και συνείδησης ισότητας. Ήταν πάνω απ’ όλα συνάντηση με τον Αδελφό όλων των Ανθρώπων, τον Χριστό.
Τι και αν είχε πληγές το σώμα του από τα βασανιστήρια, τι και αντυφλώθηκε, τι και αν έχασε νωρίς τη σύζυγό του και μεγάλωνε μόνος του τα παιδιά τι και αν έγινε σε ηλικία 70 ετών Αρχιεπίσκοπος, πάντοτε έβλεπε την Εκκλησία σαν κοινωνία αγίων, σαν κατάσταση σωτηρίας.
Σαν χώρο, στον οποίο η αγάπη δεν επιβάλλεται, αλλά υπάρχει σαν συνεχή αναπνοή, σαν μόνιμο τρόπος ύπαρξης.
Έδειχνε κάθε στιγμή, κάθε δευτερόλεπτο στην πράξη ο όσιος Λουκάς, μόνο η ένωση με τον Θεό κάνει μόνιμα δυνατή την οριζόντια θρησκευτικότητα, την αγάπη.
Όταν μελετά κανείς τον άγιο Λουκά, δεν πρέπει να χάνει από το βλέμμα του την “καμμένη γη”, πάνω στην οποία πεισματικά, κρυβοκλκέβοντας μικρά εδάφη ελευθερίας, άρχιζαν, και με τη δική του συμβολή, να φτρώνουν δενδρύλλια στην πίστη τόσο ανθεκτικά, όσο και τα φυτά των μεγάλων υψομέτρων.
Αυτό, που αποτελούσε τη δύναμή του ήταν η γαλήνη του, απόρροια της εμπιστοσύνης του στο Θεό, που τον αναγεννούσε αέναα μέσα από την τέφρα του του και κατόρθωνε να σφραγίζει με τις αρετές του την μολυσμένη από τον στρατευμένο αθεϊσμό καθημερινότητα.