You are currently viewing Ο Χαιρετισμός του Πειραιώς Σεραφείμ στην Ημερίδα για την Μεγάλη Σύνοδο

Ο Χαιρετισμός του Πειραιώς Σεραφείμ στην Ημερίδα για την Μεγάλη Σύνοδο

  • Reading time:1 mins read

Ο χαιρετισμός τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιῶς Σεραφείμ στήν ἡμερίδα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» πού διοργανώνεται ὑπό τήν αἰγίδα τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων i) Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, ii)Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων, iii) Γλυφάδας, Ἑλληνικοῦ, Βούλας, Βουλιαγμένης καί Βάρης καί iv) Πειραιῶς στό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας στόν Πειραιᾶ τήν 23η Μαρτίου 2016.

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΜΕ ΘΕΜΑ:

«ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες»

Σεβασμιώτατοι, Σεβαστοί Πατέρες, Ἐλλογιμώτατοι κ. Καθηγητές, Σεβαστό Προεδρεῖο,
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί,
Χαιρετίζω τήν πολύ νευραλγική σημερινή ἡμερίδα, πού διοργανώνουν οἱ Ἱερές Μητροπόλεις Γλυφάδας, Ἑλληνικοῦ, Βούλας, Βάρης καί Βουλιαγμένης, Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων καί ἡ καθ’ ἡμᾶς Πειραιῶς καί Φαλήρου, καθώς καί ἡ Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν, μέ θέμα : «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες».
Ἡ ἰδέα τῆς συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶχε διατυπωθεῖ γιὰ πρώτη φορὰ ἐπισήμως μὲ ἔνα πρῶτο κατάλογο θεμάτων, στὸ «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1923 ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κυρό Μελέτιο Δ´ Μεταξάκη. Τὸ 1930 προωθήθηκε ἀπὸ τὴν ὀνομασθεῖσα «Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπή», ποὺ συνῆλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου, ἡ ὁποία ἑτοίμασε ἕνα πρῶτο κατάλογο θεμάτων τῆς Συνόδου.

Ὅμως, δυσμενεῖς ἱστορικὲς συνθῆκες δὲν ἐπέτρεψαν τὴν σύγκληση τῆς Συνόδου πρὶν καὶ μετὰ τὸν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ἰδιαίτερα μάλιστα, ἐπειδὴ στὶς περισσότερες ὀρθόδοξες χῶρες ἐπεκράτησαν ἀθεϊστικὰ κομμουνιστικὰ καθεστῶτα, τὰ ὁποῖα δυσκόλεψαν τὸ ἔργο καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν ἐκεῖ Ἐκκλησιῶν.
Τὸ θέμα ἐπανέφερε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, ὁ ὁποῖος συνεκάλεσε στὴ Ρόδο τὴν Α´ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τὸ 1961, ἡ ὁποία ἔλαβε ὁριστικὲς ἀποφάσεις γιὰ τὴν προπαρασκευὴ τῆς Συνόδου καὶ κατήρτισε ἕναν εὐρύτατο κατάλογο δέκα θεμάτων, τὰ ὁποῖα μὲ τὶς ὑποδιαιρέσεις τους ξεπερνοῦσαν τὰ ἑκατό.

Ὁ κατάλογος αὐτὸς ἐπικρίθηκε ἔντονα, ἐπειδή καταρτίσθηκε κατὰ τὰ πρότυπα τοῦ καταλόγου θεμάτων τῆς Β´ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, ἡ ὁποία συνερχόταν τὴν ἴδια ἐποχὴ, καὶ ἡ ὁποία ἐπηρέασε τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία. Λόγῳ ἀντιδράσεων καὶ ἐπικρίσεων ὁ εὐρὺς αὐτὸς καὶ ἀντισυνοδικὸς κατάλογος ἀποσύρθηκε καὶ ἀναθεωρήθηκε ἀπὸ τὴν Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1976) τῆς Γενεύης, ἡ ὁποία κατέληξε σὲ δέκα θέματα, ποὺ θεωρήθηκαν ὡς τὰ πιὸ σημαντικὰ πρὸς διαβούλευση καὶ αὐθεντικὴ ἀπόφαση, καί τά ὁποία ἦταν τὰ ἑξῆς : α) Ὀρθόδοξη Διασπορά· β) Τὸ Αὐτοκέφαλο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ· γ) Τὸ Αὐτόνομο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ· δ) Δίπτυχα· ε) Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου καὶ τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα· στ) Κωλύματα γάμου· ζ) Ἀναπροσαρμογὴ τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων· η) Σχέσεις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον· θ) Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις ι) Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴν ἐπικράτηση τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων.
Ἔπειτα συνῆλθαν οἱ Β´ καί Γ΄ Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις τό 1982 καί τό 1986 στὴ Γενεύη. Ἡ Δ´ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη, πάλι λόγῳ δυσκολιῶν καὶ ἀνακατατάξεων, ποὺ ὀφείλονταν κυρίως στὴν πτώση τῶν κομμουνιστικῶν καθεστώτων στὶς Ὀρθόδοξες χῶρες, συνῆλθε τὸν Ἰούνιο τοῦ 2009, δηλ. εἰκοσιτρία ὁλόκληρα ἔτη μετὰ τὴν προηγούμενη!

Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2009 καὶ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2011 συνῆλθε δύο φορὲς στὴ Γενεύη ἡ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ. Τὸν Μάρτιο τοῦ 2014 πραγματοποιήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ πρώτη Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία ἀποφάσισε νά ἐπισπευσθοῦν οἱ προετοιμασίες γιά τήν σύγκληση τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», ὥστε αὐτὴ νὰ συνέλθει, ἐκτὸς ἀπροόπτου, κατὰ τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016, τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς στὸν παλαιὸ ἱστορικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου συνῆλθε καὶ ἡ Β´ Ἁγία καί Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (381).

Συνέστησε δὲ καὶ Εἰδικὴ Διορθόδοξη Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἀνέλαβε νὰ ἀναθεωρήσει ἤ νὰ ἐπικαιροποιήσει ὅσα κείμενα εἶχαν ἑτοιμασθεῖ καὶ νὰ ἑτοιμάσει τὰ ἐναπομείναντα. Ἡ τελευταία Ε´ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη συνῆλθε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2015.
Τέλος, ἀπό 21 ἕως 28 Ἰανουαρίου 2016, συνεκλήθη ἡ δεύτερη Σύναξη τῶν Προκαθημένων στό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης, ἡ ὁποία ἀσχολήθηκε μέ θέματα σχετικά μέ τήν προετοιμασία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καί ἀποφάσισε ὅτι ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» θά πραγματοποιηθεῖ, ἐκτός ἀπροόπτου, στήν Ὀρθόδοξη Ἀκαδημία τῆς Κρήτης ἀπό 16 ἕως 27 Ἰουνίου 2016.

Τά θέματα, πού τελικῶς ἐγκρίθηκαν ἐπισήμως πρός ὑποβολή καί υἱοθέτηση στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο εἶναι τά ἑξῆς ἕξι : α) Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, β) Ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορά, γ) Τό Αὐτόνομον καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, δ) Τό μυστήριον τοῦ γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ, ε) Ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καί ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον, καί στ) Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον.
Μετὰ ἀπὸ τὴν σύντομη αὐτή ἀναφορὰ στὴν μακρὰ ἱστορία ἐνενήντα τριῶν χρόνων καὶ στὴν θεματολογία τῆς Συνόδου, διαπιστώνουμε μετά θλίψεως ὅτι, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν διαδικασία, τήν θεματολογία, τό περιεχόμενο τῶν κειμένων καί ἀπό πολλές δηλώσεις προσώπων, πού κατευθύνουν τή Σύνοδο, ὑπάρχει μεγάλο ἔλλειμα καί μεγαλύτερο κενό ὡς πρός τήν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου καί τὴν Ὀρθοδοξία τῆς Συνόδου.
Ἡ ἀναγνώριση τῶν ἀποφάσεων μιᾶς Συνόδου ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικά ἀπὸ τὸ ἂν αὐτή ἀποτελεῖ αὐθεντικὴ καὶ γνήσια συνέχεια τῶν προηγουμένων συνόδων, τῶν ὁποίων πρέπει νὰ ἀκολουθεῖ πιστὰ τὶς ἀποφάσεις, καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ τὴν ὀρθότητα τῶν δογμάτων καὶ τῶν κανόνων, ποὺ θεσπίζει. Ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής τονίζει χαρακτηριστικά : «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν».
Οἱ οἰκουμενιστές ἀνερυθριάστως καί ἀσυστόλως πάνω στό Ἱερό Σῶμα τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, προβάλλουν καί στηρίζουν ὡς δῆθεν ἀληθῆ διδασκαλία της τόν σατανοκίνητο, μασονοκίνητο καί σιωνιστικό Οἰκουμενισμό. Τό σχέδιό τους, ὅμως, αὐτό ἔχει πρό πολλοῦ ἀποτύχει παταγωδῶς, ὅπως ἀποδεικνύεται ἐν τοῖς πράγμασι.

Ἡ δεινή καί τραγική πραγματικότητα ἀποδεικνύει ὅτι ἡ Οἰκουμενιστική Κίνηση, μέ ἀποκλειστική εὐθύνη τῶν ἰδίων τῶν αἱρετικῶν καί ἑτεροδόξων ἀπό τή μιά, καί τῶν οἰκουμενιστῶν ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι ἀλυσιτελής. Τό μόνο, πού ἐπιτυγχάνεται, εἶναι ἡ σύγχυση καί ὁ συγκρητισμός. Οἱ αἱρετικοί καί ἑτερόδοξοι διακρίνονται για τήν ἔλλειψη εἰλικρίνειας καί μετανοίας, ἐμμένοντες σατανικῶς στήν κακοδοξία.
Ἡ μέν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ συνεχίζει νά ἐμμένει στό παγκόσμιο πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ «Πάπα» τῆς Ρώμης, στή διασάλευση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος καί στήν ἄρνηση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν κτιστή χάρη.

Ἡ δέ αἵρεση τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἐμμένει κι αὐτή στήν εἰκονομαχία, στήν ἄρνηση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ μυστηρίου τῆς Ἀειπαρθένου Θεοτόκου.

Οἱ «χειροτονίες» γυναικῶν στόν ἱερατικό καί ἐπισκοπικό βαθμό καί ἡ θεσμοθέτηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας στόν Προτεσταντικό κόσμο, πού ἀποτελεῖ ἀνατροπή τῆς ἀνθρωπίνης ὀντολογίας καί φυσιολογίας καί καθιερώνει μιά κίβδηλη ἀνθρωπολογία τήν κορωνίδα τῶν ἁμαρτιῶν, καθώς και ἡ ἀναγνώριση τῶν «γάμων» μεταξύ τῶν ὁμοφυλοφίλων, ἀποδεικνύουν ὅτι καθόλου δέν ἐπηρρεάστηκε ἀπό θεολογικούς διαλόγους, οὔτε πλησίασε ἡ αἵρεση καί ἡ ἑτεροδοξία πρός τήν ὀρθόδοξη κατεύθυνση, θεολογία καί ζωή.
Παραλλήλως, ἡ αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, παρά τίς ψευδολογίες τῆς ἐπαίσχυντης συμφωνίας τοῦ Σαμπεζύ τῆς Γενεύης τό 1991, μνημονεύει τούς αἱρεσιάρχες Σεβήρο καί Διόσκορο καί ἀρνεῖται τήν ἐν δυσί φύσεσι Ὀρθόδοξη Χριστολογία, προσθέτουσα καί τίς κακοδοξίες τοῦ Μονοθελητισμοῦ καί τοῦ Μονοενεργητισμοῦ, καθώς καί τίς αἱρέσεις τοῦ Θεοπασχητισμοῦ καί τῆς ἰκανοποιήσεως τῆς Θείας Δικαιοσύνης.
Ἀπόδειξη τῶν τραγικῶν συνεπειῶν τῶν αἱρέσεων καί τοῦ ναυαγίου-ἀδιεξόδου τῶν συγχρόνων οἰκουμενιστικῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων εἶναι ἡ ἐνδυνάμωση τοῦ δαιμονιώδους Ἰσλάμ, μέ τό φρικιαστικό ἰδεολόγημά του περί ὑποταγῆς τῶν πάντων, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ ἕνα συμπίλημα τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τοῦ Ἀπολλυναρισμοῦ, τοῦ Νεστοριανισμοῦ καί τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, πού ἀρνήθηκαν τήν κατ’οὐσίαν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ἀνεκήρυξαν πανηγυρικά τόν Θεό ἀπρόσιτο καί ἀμέθεκτο ἀπό τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί ἑπομένως ἡ ὑποταγή (Ἰσλάμ) πρέπει νά εἶναι ἡ μόνη πνευματική σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπου.
Οἱ χριστιανικοί πληθυσμοί τῶν Κοπτῶν τῆς Αἰγύπτου, τῶν Ἀβυσσηνῶν τῆς Αἰθιοπίας, τῶν Νεστοριανῶν Ἀσσυρίων καί τῶν Ἰακωβιτῶν Μονοφυσιτῶν τῆς Συρίας σφαγιάζονται ἀπό τό πνευματικό τους ἔκγονο, τό Ἰσλάμ, πού οἱ πατέρες τους ἀφρόνως δημιούργησαν μέ τήν σατανική στρέβλωση τῆς Ὀρθοδόξου Χριστολογίας.
Ἡ ἔκφραση τῆς μεγάλης μας ἀνησυχίας γιά τήν ἔκβαση τῆς Συνόδου δικαιολογεῖται καί ἀπό τά παρακάτω γεγονότα.
Ἐν πρώτοις, εἶναι ἡ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῶν συνόδων, κατὰ τὴν ὁποία ἡ προετοιμασία διήρκεσε τόσο πολύ, ἐνενήντα τρία χρόνια! Αὐτὸ δείχνει ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε «εὔλογος αἰτία», οὔτε «ἐπείγουσα ἀνάγκη» γιὰ σύγκληση τῆς Συνόδου, ἀλλὰ ἐξυπηρετοῦνται ἄλλες ἐκκλησιαστικοπολιτικὲς σκοπιμότητες. Διότι, ἂν ὑπῆρχε «ἐπείγουσα ἀνάγκη», ὅπως πάντοτε συνέβαινε στὴν συνοδικὴ παράδοση μὲ τὴν ἐμφάνιση κάποιας αἱρέσεως, σχίσματος ἢ ἄλλης ἐκτροπῆς, αὐτή ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἀμέσως ἐντὸς ὀλίγων μηνῶν ἢ ὀλίγων ἐτῶν.
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιά τήν θεματολογία τῆς Συνόδου. Ἀπό τά ἔξι τελικά θέματα, δύο μόνο ἔχουν τὸν χαρακτήρα τοῦ ἐπείγοντος, τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς καί τό θέμα τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο. Τὰ ὑπόλοιπα θέματα, ὅπως τῆς ἀποστολῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στόν σύγχρονο κόσμο, τῆς Νηστείας καί τῶν Κωλυμάτων τοῦ Γάμου, εἶναι αὐτονοήτως λελυμένα καὶ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ τὴν Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση.

Τό θέμα τῆς Διασπορᾶς θά ἔπρεπε νά διευθετηθεῖ μέ τήν δημιουργία Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Σέ καμία περίπτωση δέν πρέπει νά συνεχιστεῖ τό ἀντικανονικό καί ἀντιεκκλησιαστικό φαινόμενο τῶν πολλῶν Ἐπισκόπων σέ μία ἐπαρχία, οὔτε πρέπει νά παραταθεῖ τό ἡμίμετρο τῶν ἐπισκοπικῶν συνελεύσεων. Τό θέμα τοῦ Αὐτονόμου δείχνει τὶς τάσεις πρωτοκαθεδρίας τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἡγετῶν καὶ θὰ μποροῦσε βέβαια γιὰ λόγους εὐταξίας νὰ διευθετηθεῖ μετὰ ἀπὸ συνεννοήσεις, χωρὶς τὴν αἴσθηση τοῦ κατεπείγοντος.
Ἄλλο προβληματικό σημεῖο τῆς Συνόδου εἶναι ἡ ἄρνηση ἐνεργοῦς συμμετοχῆς ὅλων τῶν Ἐπισκόπων ὅλων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πού δέν ὑπερβαίνουν παγκοσμίως τούς 700, ὅπως γινόταν σὲ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Μέ τόν ἀντιπαραδοσιακό αὐτό τρόπο ἀποφεύγεται ἡ πιθανότητα κάποιοι ἐπίσκοποι νὰ ἀντιδράσουν σὲ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, πού θά εἶναι ἀνατρεπτικὲς τῆς Παραδόσεως, ἢ κάποια Τοπικὴ Ἐκκλησία νὰ ἔχει μεγαλύτερη δύναμη στὴν λήψη τῶν ἀποφάσεων, λόγῳ τοῦ μεγαλυτέρου ἀριθμοῦ ἐπισκόπων.

Αὐτὰ, ὅμως, ἀποτελοῦν ἀνθρώπινες ἰδιοτελεῖς σκοπιμότητες, ξένες πρὸς τά ἁγιοπνευματικὰ κριτήρια, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία θεωρεῖ ὅτι ὁ ἐπίσκοπος κάθε ἐπαρχίας, καὶ τῆς μικρότερης ἀκόμη, ἐκπροσωπεῖ μὲ τὸ ποίμνιό του ἕνα ζωντανὸ μέρος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπουσία του ὄχι μόνο τραυματίζει τὴν ὁλοκληρία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ στερεῖ τὴν δυνατότητα νὰ ἐκφρασθεῖ ἀπὸ ὅλους ἡ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία φαίνεται ὅτι φοβοῦνται οἱ ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν προετοιμασία καὶ σύγκληση τῆς Συνόδου.

Δὲν δικαιολογεῖται ἀπό κανένα κριτήριο, οὔτε ποιμαντικὸ οὔτε ἐκκλησιολογικό, ἡ συμμετοχὴ μόνο εἰκοσιτεσσάρων ἐπισκόπων ἀπὸ κάθε Ἐκκλησία, πρᾶγμα ποὺ προσβάλλει καὶ τὴν ἰσότητα τῶν ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ δημιουργεῖ ἐρωτηματικὰ γιὰ τὰ κριτήρια ἐπιλογῆς τῶν ἐπισκόπων, ποὺ θὰ μετάσχουν.

Μήπως εἶναι μειωμένης ἐπισκοπικῆς εὐθύνης καὶ ἀξίας οἱ ἐπίσκοποι, ποὺ δὲν θὰ μετάσχουν στή Σύνοδο καὶ ποὺ ἀποτελοῦν τὴν μεγάλη πλειονότητα στὶς περισσότερες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες;

Ποιός γνωρίζει καὶ ποιός θὰ μεταφέρει στὴν Σύνοδο τὶς σκέψεις, τὶς ἐκτιμήσεις καὶ τὶς ἀντιδράσεις τῶν ποιμνίων τους; Παρέλκει βεβαίως νά τονισθεῖ τό γεγονός ὅτι στίς Ὀρθόδοξες Συνόδους, ἐκτός τῶν Ἐπισκόπων, συμμετεῖχαν καί κληρικοί κατωτέρων βαθμῶν, ὅπως Καθηγούμενοι, Ἀρχιμανδρῖτες, Ἱερεῖς, Μοναχοί, καθώς ἐπίσης καί ὁ πιστός λαός.

Δέν θά ἦταν καθόλου ὑπερβολή νά λεχθεῖ ὅτι ἡ ἐπικείμενη Σύνοδος θά εἶναι μία Πανορθόδοξη Σύνοδος χωρίς Ὀρθοδόξους.
Παντελῶς ἀμάρτυρη στήν Ὀρθόδοξη παράδοση καί γι’αὐτό ἀπαράδεκτη εἶναι καί ἡ θέση ὅτι κάθε Ἐκκλησία διαθέτει μία ψῆφο. Τό ὀρθόν εἶναι ὅτι κάθε Ἐπίσκοπος διαθέτει μία ψῆφο καί ὅχι κάθε Τοπική Ἐκκλησία.

Παραλλήλως, ἡ ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας κινεῖται κι αὐτή μέσα σέ ἀντιπαραδοσιακά πλαίσια. Ἡ παραδοσιακή τακτική λήψεως ἀποφάσεων σέ μιά Σύνοδο εἶναι ἡ κανονική ἀρχή, πού ὁρίζει ὅτι «ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος κρατείτω» (ΣΤ κανών Α΄ Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου).

Τό πιό ἀνησυχητικό καί σοβαρό εἶναι ὅτι, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν ἐνδελεχῆ μελέτη τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», οἱ ἰθύνοντες ἀποσκοποῦν στήν, μέ πανορθόδοξη συνοδική ἀπόφαση, νομιμοποίηση καί θεσμοθέτηση, ἐπισημοποίηση καί ἐδραίωση τῆς παναιρέσεως τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς ἐπισήμου γραμμῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Βαίνουμε, δηλ. πρός πανορθόδοξη ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος («βαπτισματική θεολογία») καὶ τῆς ἐκκλησιαστικότητας τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν μέ τήν δολία ἐπίκληση τῶν Ἱερῶν Κανόνων Ζ΄ (7ου) τῆς Ἁγίας Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ΡΕ΄ (95ου) τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ἀναφέρονται στήν κατ’ οἰκονομίαν εἰσδοχή τῶν μετανοούντων αἱρετικῶν στήν Ἐκκλησία μετά τήν ἀπόπτυση τῆς κακοδοξίας τους, καί πρός ἀποδοχὴ τῆς προτεσταντικῆς «θεωρίας τῶν κλάδων», τῆς διευρυμένης ἐκκλησιολογίας τῆς Β´ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου περὶ πλήρους καὶ ἐλλιποῦς ἐκκλησιαστικότητος καί τοῦ οἰκουμενιστικοῦ ἐκκλησιολογικοῦ μοντέλου τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», ποὺ οἰκοδομήθηκε τὶς τελευταῖες δεκαετίες καὶ ἐπισημοποιήθηκε στὸν Θεολογικὸ Διάλογο μὲ τοὺς Παπικοὺς στὸ Balamand τοῦ Λιβάνου (1993), ὅπου οἱ ὑπογράψαντες Ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές ἀνεγνώρισαν τὸν Παπισμὸ ὡς Ἐκκλησία μὲ Χάρη, μυστήρια καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή.

Ἔτσι, ἡ μέλλουσα Σύνοδος ἔρχεται σέ σφοδρή σύγκρουση καί ἀντιπαράθεση μέ τήν Ὀρθόδοξη παράδοση δεκαεννέα αἰώνων, κατά τούς ὁποίους ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καί ὅλες οἱ διευρυμένες ἐνδημούσες Σύνοδοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὀνόμαζαν τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό καθαρά καί ξάστερα αἱρέσεις καὶ αἱρετικούς. Καί ἐνῶ αὐτά τά θέματα ἔπρεπε νὰ ἐγγραφοῦν εὐθέως πρὸς συζήτηση καί καταδικαστική ἀπόφαση στὴ Σύνοδο, οἱ Προκαθήμενοι θεσμοθετοῦν τήν κακοδοξία.

Ἡ υἱοθέτηση τῶν παραπάνω αἱρετικῶν οἰκουμενιστικῶν κακοδοξιῶν καί πλανῶν ἀπό τούς οἰκουμενιστές διευκολύνεται, ἐπίσης, καί ἀπό το γεγονός ὅτι τὰ τελευταῖα χρόνια οἱ ἴδιοι οἱ οἰκουμενιστὲς ἀπεμπόλισαν, ἀποχαρακτήρισαν καὶ διέγραψαν τὸν Οἰκουμενικὸ χαρακτῆρα τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», ἡ ὁποία κατ’ἀρχήν εἶχε προγραμματιστεῖ νά συνέλθει μέ ἀξιώσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔστω κι ἂν ὀνομάστηκε Πανορθόδοξη ἤ Ἁγία καί Μεγάλη.

Ἡ μέλλουσα, λοιπόν, «Ἁγία και Μεγάλη Σύνοδος», ἄν πραγματικά ἤθελε νά εἶναι Ὀρθόδοξη Σύνοδος, θά ἔπρεπε νά λάβει τίς ἑξῆς καίριες ἀποφάσεις:
α) Νά ἀναγνωρίσει τίς θεωρούμενες ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους δύο Συνόδους τοῦ ἐνάτου καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς Οἰκουμενικές, δηλ. τήν Η´ ἐπὶ Μ. Φωτίου, τοῦ 879-880, καὶ τήν Θ´ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱ ὁποῖες, κατεδίκασαν ἡ μὲν πρώτη τὸ Filioque καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς αἱρέσεις, ἡ δὲ δεύτερη τὴν περὶ κτιστῆς Χάριτος αἵρεση, ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμό ὡς αἵρεση. Νά ἐπικαιροποιήσει καί ἐπικυρώσει τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1282-1284) διά τῶν ὁποίων ἠκυρώθη ἡ ψευδοένωσις τῆς Λυῶνος καί τῆς Μεγάλης Συνόδου (1484) διά τῆς ὁποίας ἠκυρώθησαν οἱ ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας

β) Νά ἐκλέξει, νά χειροτονήσει καί νά ἐνθρονίσει στό πάλαι ποτέ περίπυστο Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης καί τῆς Δύσεως νέο Ὀρθόδοξο Πάπα Ρώμης, καί Ὀρθόδοξη Ἱεραρχία μή ἀναγνωρίζουσα τόν σημερινό καταληψία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως καί αἱρεσιάρχη κ. Φραγκῖσκο. Ἔτσι, θά λύνονταν τά θέματα τοῦ Παπισμοῦ, τῆς Οὐνίας καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὁρίζουσα ἐπί τέλους τή θέσι τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ ψευδοπετρείου πρωτείου καί τῶν «διδαχῶν» τῶν ψευδοσυνόδων Λυῶνος, Φλωρεντίας, Βατικανῆς Ι καί ΙΙ καθώς καί τή θέσι τοῦ πρώτου στήν Ἐκκλησία.
γ) Νά δημιουργήσει Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες στήν Εὐρώπη, Ἀμερική, Καναδᾶ καί Αὐστραλία, λύουσα τό θέμα τῆς Διασπορᾶς, καί
δ) Νά ἀκολουθήσει τήν Πατερική ὁδό μαχίμου ἐπανευαγγελισμοῦ τῆς Οἰκουμένης, μέ τήν δημιουργία δορυφορικῆς πλατφόρμας γιά τήν Ὀρθόδοξη μαρτυρία σέ 100 γλῶσσες. Μέ τόν τρόπο αὐτό, θά κονιορτοποιοῦσε τίς διαμονικές ψευδοθρησκεῖες καί αἱρέσεις μέ παγκόσμιο λόγο καί πατερική παρρησία, θά ἐδόξαζε τόν Θεό καί θά διεσφάλιζε τόν ἄνθρωπον.
ε) Νά λύση τό ἡμερολογιακό πού διασπᾶ ἀναποδράστως τή λειτουργική ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Πρὸς τὸ παρὸν, μέ τά δεδομένα, πού ἔχουμε, δὲν βλέπουμε πὼς ἡ μέλλουσα Σύνοδος θὰ ἀποτελέσει αὐθεντικὴ καὶ γνήσια συνέχεια τῶν προηγουμένων Συνόδων καὶ πὼς θὰ ἀποφασίσει πατερικὰ καὶ ἁγιοπνευματικά, ἀλλὰ μᾶλλον οἰκουμενιστικὰ καὶ ἐκκοσμικευμένα.

Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐκτιμοῦμε ὅτι θά ἦτο καλύτερον τελικά νὰ μὴ συνέλθει, ὅπως πίστευαν μεγάλοι Ἅγιοι καὶ Γέροντες τῶν καιρῶν μας, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς μὲ εἰδικὰ ὑπομνήματα πρὸς τὴν ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, μέ ὅσα γιὰ ἐνέργειες τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα ἔγραψε, καὶ ὁ ὁσιακῆς βιοτῆς Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, μὲ εἰδικὰ κείμενα περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.
Σέ περίπτωση, ὅμως, πού, ἐξαιτίας τῆς ἀποστασίας, τῆς ἀπιστίας καί τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὁ Τρισάγιος Θεός ἐπιτρέψει τήν σύγκληση τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία θά ἀποφασίσει ἀντικανονικῶς, ἀντιπαραδοσιακῶς καί ἀντορθοδόξως, αὐτή δέν πρόκειται νά γίνει ἀποδεκτή ἀπό τόν Ὀρθόδοξο κλῆρο καί τόν λαό τοῦ Θεοῦ, θά καταγραφεῖ στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ὡς οἰκουμενιστική, ληστρική καί ψευδοσύνοδος, ὅπως ἡ ἐν Ἐφέσω (430), ἡ τῆς Δρυός (403), ἡ τῆς Ἱερείας, ἡ Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-9), ἡ ἐν Λυών (1274), καί οἱ ἀποφάσεις της θά καταστοῦν ἀνίσχυρες ἔστω καί ἄν γράφεται ὅτι θά ἀπολαμβάνουν «πανορθοδόξου κύρους».
Ἐπειδή διατυπώθηκε ἡ ἀθεολόγητος θέση ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας», καί ὅτι «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως», θα πρέπει νά τονισθεῖ ἐμφαντικά ὅτι ἡ Ἀλήθεια δέν εἶναι ἰδεοληψία ἤ ὑποκειμενική προσέγγιση ἤ ζήτημα ἀριθμητικῆς ὑπεροχῆς, ἀλλά ἔνσαρκος πραγματικότητα, πού ὀντοποιεῖται στό πρόσωπο τοῦ τελείου Θεοῦ καί τελείου ἀνθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί ἑπομένως καθίσταται αὐταπόδεικτο τό γεγονός ὅτι ἡ Ἀλήθεια-πρόσωπο Ἰησοῦς Χριστός καί εἷς ἀποτελοῦν τήν πλειοψηφία, ἔστω καί ἄν ἀπέναντι βρίσκονται πολυεκατομμύρια ἄλλων.

Ἐπίσης, ἐν Συνόδῳ βρισκόμαστε μόνο ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κοινωνώντας μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, διότι «ἡ ζωή καί ὁδός Χριστός», ὅπως ψάλλει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, και, ὅπως ὁ ἴδιος διεσάλπισε, «ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή».

Ἑπομένως, ἐν τῇ Ὁδῷ καί ἐν Συν-όδῳ βρισκόμαστε μόνο, κοινωνώντας μέ τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός, καί ὄχι μέ τήν αἵρεση, πού εἶναι ὁ διάβολος.

Σύμφωνα, τέλος, μέ τή διακήρυξη τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τό 1848, «παρ’ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτέ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῶ τῶν Πατέρων αὐτοῦ».

Σεβασμιώτατοι, Σεβαστοί Πατέρες, Ἐλλογιμώτατοι κ. Καθηγητές, Σεβαστό Προεδρεῖο,

Ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί,

Ἡ σημερινή ἡμερίδα εἶναι ὄντως μία ὀρθόδοξη μαρτυρία καί μία ἀποφασιστική ἀπάντηση στά διλήμματα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἡ ἡμερίδα, ἐμπεριστατωμένα, μέ ἐπιστημονικά καί θεολογικά ἐπιχειρήματα, θά καταδείξει τήν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων Του, μέσῳ τῶν ἐξαιρέτων εἰσηγήσεων τῶν ἐκλεκτῶν εἰσηγητῶν.

Κλείνοντας, θά ἤθελα νά ἐκφράσω τά θερμά, ἐγκάρδια καί εἰλικρινή συγχαρητήριά μου καί τίς ὁλόψυχες εὐχαριστίες μου πρός τούς Σεβασμιωτάτους ἀδελφούς, ἅγιο Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο, ἅγιο Γλυφάδας κ. Παῦλο, ἅγιο Γόρτυνος κ. Ἱερεμία, ἅγιο Κυθήρων κ. Σεραφείμ, τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν», τούς ἐλλογιμωτάτους κ. Καθηγητές καί τήν Ἐπιστημονική καί Ὀργανωτική Ἐπιτροπή, γιά τήν ἐμπνευσμένη πρωτοβουλία νά διοργανώσουν τήν πολύ νευραλγική αὐτή ἡμερίδα μέ τή συμμετοχή τόσων ἐκλεκτῶν, σεβαστῶν καί λίαν ἀγαπητῶν εἰσηγητῶν.

Εὐχαριστίες θερμές ὑποβάλλομεν ὡσαύτως καί σέ ὅλους ἐσᾶς πού παρίστασθε θυσιαστικῶς στήν ὁμολογιακή αὐτή μαρτυρία. Ὁ Κύριος ἐγγράφη τήν παρουσία Σας ἐν βίβλῳ Ζωῆς.

Μέ τίς ταπεινές αὐτές σκέψεις εἰς τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ διά τῶν εὐχῶν τῆς Κυρίας Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων καί πάντων τῶν Ἁγίων κηρύσσω ὡς ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τῆς σημερινῆς ἡμερίδος καί εὔχομαι εὐόδωση καί ἐπιτυχία τῶν ἐργασιῶν της.