Του π. Ηλία Μάκου
Μια από τις αγωνίες, βασικές, του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, όταν πρωτοπήγε στην Αλβανία, λίγο μετά την πτώση του αθεϊστικού καθεστώτος, ήταν να βρεθούν άτομα να χειροτονηθούν ιερείς, γιατί είχαν απομείνει λίγοι και γέροντες.
Τελικά στα επόμενα χρόνια, και με τη δημιουργία εκπαιδευτικών δομών, χειροτονήθηκαν πολλοί ιερείς, περίπου 170, ωστόσο υπάρχουν ακόμη ελλείψεις.
Έτσι κάθε χειροτονία στην Εκκλησία της Αλβανίας είναι ένα χαρμόσυνο γεγονός.
Όπως συνέβη και με το νέο διάκονο, νεαρό σε ηλικία, που εισήλθε στον πρώτο βαθμό ιεροσύνης από τα χέρια του Μητροπολίτη Φίερι Νικολάου.
Τολμηρός και ανήσυχος δεν παγιδεύτηκε στην ολιγάρκεια. Άπλωσε τη ματιά του μακρύτερα. Φιλοδόξησε να αγωνιστεί, σε μια Εκκλησία, που έχει ανάγκη από εργάτες.
Και ρίχτηκε με ακράτητο ενθουσιασμό και ορμή στον εκκλησιαστικό αγώνα.
Όποιος καθηλώνει το βλέμμα του στη ματωμένη όψη του Χριστού μας, είναι ικανός να βηματίσει στο ανηφορικό μονοπάτι της ιεροσύνης και της ανυστερόβουλης προσφοράς.
Παίρνει μηνύματα από το Σταυρό. Καλλιεργεί την αγάπη. Κάνει έργο προσωπικό την ποιμαντική αποστολή. Αποδέχεται καρτερικά το μόχθο.
Ο δυνατός, ο πανάγιος και σπλαχνικός δημιουργός και λυτρωτής διαλέγει τα πιστά παιδιά του και τα καλεί στη διακονία της Εκκλησίας του.
Και τους χαρίζει τις συγκλονιστικές στιγμές της κλήσης τους στο ιερατικό έργο, που πραγματοποιήθηκε μέσα σε συνθήκες παράξενες ίσως, και ακατάληπτες για όλους τους “φυλακισμένους” στις στενές εμπειρίες της επίγειας διαδρομής.
Ο Ιησούς Χριστός καθαρίζει και εξαγνίζει τα γήινα ελατήρια. Ανεβάζει την προσωπικότητα και δίνει ευρύ, βαθύ κι αιώνιο περιεχόμενο στην ανθρώπινη ζωή.
Αυτό το μήνυμα, με λόγια και με πράξεις, οφείλουν οι κληρικοί να σκορπίζουν στην κοινωνία.