You are currently viewing Μπορεί να παραιτηθεί ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών;

Μπορεί να παραιτηθεί ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών;

  • Reading time:1 mins read

Υπό Δρος Αναστασίου Βαβούσκου Δικηγόρου Άρχοντος Ασηκρήτη της Μ.τ.Χ.Ε.

Σε συνέντευξη, που έδωσε προσφάτως ο Αρχιεπίσκοπος επί τη συμπληρώσει δεκαπενταετίας στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο, δήλωσε μεταξύ άλλων: «Κοιτάξτε, εμένα και τώρα αν παρουσιαστεί μία ομάδα Αρχιερέων και μου πει «κουραστήκαμε, θέλουμε μία αλλαγή», δεν θα με πείραζε. Τι θα άλλαζε; Αγάπη μπορεί να κάνεις όπου και να ’σαι. Και μάλιστα πιο ελεύθερα. Δεν σε περιορίζει κανείς. Δεν σε εμποδίζει κανείς όπου κι αν είσαι, στο μοναστήρι σου, στο σπίτι σου, μπορεί να κάνεις αγάπη. Αντίθετα, στον Σταυρό μου που κάνω, λέω «Θεέ μου», θέλω να ζήσω, όπως όλοι θέλουν να ζήσουν. Αλλά θέλω να ζήσω και λίγο πιο ελεύθερος. Αν λοιπόν έρχονταν, θα με βοηθούσανε να ζήσω και αυτή την ελευθερία. Δεν έχω πρόβλημα. Ηδη συμπληρώνω 56 χρόνια Διακονίας ως κληρικός».

Οι ανωτέρω δηλώσεις κατά μία άποψη εξελήφθησαν ως προάγγελος παραιτήσεως και προετοιμασίας του εδάφους για την διαδοχή του.

Εγώ προσωπικώς, δεν μπορώ να κάνω «έλεγχο σκοπιμότητας» και να ερμηνεύσω επί της ουσίας τις ανωτέρω δηλώσεις, υποθέτοντας πού αυτές αποσκοπούν. Μπορώ, όμως, να κάνω «έλεγχο νομιμότητας και κανονικότητας» και να σας πω, εάν έχουν νομοκανονικό έρεισμα.

Λοιπόν, το ζήτημα της παραιτήσεως ενός επισκόπου είναι μία από τις παραμέτρους του θεσμού της ισοβιότητας των επισκόπων, δηλαδή της εφ’ όρου ζωής υποχρεώσεως κάθε Μητροπολίτη να διαποιμαίνει την Μητρόπολη, που του έχει εμπιστευθεί η Εκκλησία. Η παραίτηση ως λόγος άρσεως της ισοβιότητας προβλέπεται τόσο στους ιερούς κανόνες όσο και στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ειδικότερα:

Α. Η κανονική νομοθεσία

Από πλευράς Κανονικού Δικαίου, η παραίτηση προβλέπεται στον 16ο κανόνα της Πρωτοδευτέρας, ο οποίος ορίζει : «Διά τας φιλονεικίας τε και ταραχάς, τας εν τή του Θεού εκκλησίᾳ συμβαινούσας, και τούτο ορίσαι αναγκαίον εστι· το, μηδενί τρόπω επίσκοπον καταστήναι εν τή εκκλησία, ης έτι ο προεστώς ζή και εν τή ιδία συνίσταται τιμή, ειμή αυτός εκών την επισκοπήν παραιτήσεται.» Έχουμε, λοιπόν, πρόβλεψη από τους ιερούς κανόνες για εκούσια παραίτηση, δηλαδή παραίτηση που έχει ως γενεσιουργό αιτία την ίδια την βούληση του παραιτουμένου κληρικού, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε εξωγενή επιρροή. Γιατί, όταν λέμε «εκούσια», εννοούμε «εκούσια». Λοιπόν, ένα το κρατούμενο.

Η αποδοχή από τον κανονικό νομοθέτη της εκουσίας παραιτήσεως, ως λόγου άρσεως της ισοβιότητας, φαίνεται καταρχήν να υποδηλώνει μια ασυνέπεια αυτού, σε σχέση με αυτόν τον ίδιο τον θεσμό της ισοβιότητας. Και τούτο, διότι η ισοβιότητα είναι δεδομένη για το Κανονικό Δίκαιο, και κατά συνέπεια δεν νοείται αποδέσμευση του επισκόπου από τον δεσμό αυτό και μάλιστα κατόπιν δικής του επιλογής. Την φαινομενική αυτή αντίφαση σπεύδει να εξαλείψει ερμηνευτικώς ο Θ. Βαλσαμών, ο οποίος στο σχόλιο του υπό τον κανόνα (Σύναγμα, ΙΙ, 699 – 700) υποστήριξε, ότι οι παραιτήσεις επισκόπων θα πρέπει να εγκρίνονται δυσχερώς, και μόνο εάν ο λόγος είναι ανάλογης βαρύτητας με την υποχρέωση διαποιμάνσεως της κληρωθείσης σ’ αυτούς επισκοπής: «εί γάρ δοθή απολυπραγμονήτως παραιτήσεις επισκόπων δέχεσθαι, πλείους των επισκόπων οι αποεπίσκοποι έσονται, διά την των πραγμάτων ανωμαλίαν, όπερ προς μεγάλην ύβριν αφορά της εκκλησιαστικής ευταξίας. Και διά του επιλέξασθαι διαγωγήν μοναδικήν, καθώς και ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος εποίησε, και περί τοιούτων παραιτήσεων λέγει τον κανόνα τούτον διαλαμβάνειν, συντίθεμαι και αυτός».

Τουθ’ όπερ εστί μεθερμηνευόμενον, η υποβολή παραιτήσεως είναι εύκολο να γίνει, η αποδοχή της όμως είναι δύσκολη, διότι θα πρέπει οπωσδήποτε ο λόγος παραιτήσεως να είναι τόσο σοβαρός, ώστε να είναι ανάλογος σε σοβαρότητα με την υποχρέωση διαποιμάνσεως. Δύο, λοιπόν, τα κρατούμενα.

Έτσι, ενώ το «γράμμα» του κανόνα σαφώς επιτρέπει την παραίτηση, αλλά μόνο την εκούσια, η ερμηνεία του Θ. Βαλσαμώνα έρχεται και – επίσης σαφώς – περιορίζει το δικαίωμα παραιτήσεως.

Συμπερασματικώς, κατά τους ιερούς κανόνες, η παραίτηση επισκόπου από την διαποίμανση της επισκοπής του μπορεί να υποβληθεί και να γίνει κατ’ εξαίρεσιν δεκτή, εφόσον:

α) είναι εκούσια, δηλαδή εδράζεται στην ανεπηρέαστη βούλησή του

β) έχει ως αιτία λόγο, ο οποίος είναι εξίσου σοβαρός με την υποχρέωση για ισόβια διαποίμανση της επισκοπής του.

Β. Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος

Κατά τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (άρθρο 34), ως λόγοι, οι οποίοι οδηγούν σε άρση της ισοβιότητας και στην στέρηση της διαποιμάνσεως μιας Μητροπόλεως, αναγνωρίζονται:

α) η αμετάκλητη καταδίκη του ποιμαίνοντος Μητροπολίτη είτε στην ποινή της εκπτώσεως από τον θρόνο είτε σε ισόβια αργία,

β) η εκούσια παραίτησή του λόγω γήρατος ή ασθενείας, που εμποδίζει την εκτέλεση των καθηκόντων του ή για οποιοδήποτε άλλον σοβαρό λόγο και

γ) η υπηρεσιακή ανεπάρκεια.

Εξ αυτών, η αμετάκλητη καταδίκη και η υπηρεσιακή ανεπάρκεια συνιστούν λόγους στερήσεως της διαποιμάνσεως μιας Μητροπόλεως, που δεν εξαρτώνται από την βούληση του Μητροπολίτη, ενώ η παραίτηση λόγω γήρατος ή για λόγους υγείας εξαρτάται αποκλειστικώς από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο Μητροπολίτη. Ειδικότερα, όσον αφορά στην παραίτηση:

Καταρχήν, παραίτηση δύναται να ζητηθεί από τον ενδιαφερόμενο Μητροπολίτη, με επίκληση από τον ίδιο ως λόγων παραιτήσεως την αδυναμία εκτελέσεως των καθηκόντων του λόγω ασθενείας ή γήρατος (άρθρο 34 πργφ. 2, εδάφιο α΄).

Συνεπώς, για αυτού του είδους την παραίτηση απαιτείται:

α) αίτηση από τον ενδιαφερόμενο Μητροπολίτη

β) επίκληση αδυναμίας ασκήσεως καθηκόντων

γ) η αδυναμία αυτή να οφείλεται αποκλειστικώς σε δύο λόγους, ασθένεια ή γήρας. Συνεπώς, άλλοι λόγοι αποκλείονται, ακόμη και διά της ερμηνευτικής οδού.

Η ούτως υποβαλλομένη παραίτηση, επειδή βασίζεται σε αντικειμενικά και αδιαμφισβήτητα εκ της φύσεως τους γεγονότα, γίνεται υποχρεωτικώς δεκτή από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο (άρθρο 34 πργφ.2, εδάφιο β) και οδηγεί σε απαλλαγή του παραιτηθέντος από την διαποίμανση της Μητροπόλεώς του.

Δευτερευόντως, παραίτηση δύναται να ζητηθεί από τον ενδιαφερόμενο Μητροπολίτη και για οποιονδήποτε σοβαρό λόγο (άρθρο 34 πργφ. 2, εδάφιο γ΄).

Συνεπώς, για αυτού του είδους την παραίτηση απαιτείται:

α) αίτηση από τον ενδιαφερόμενο Μητροπολίτη

β) επίκληση σοβαρού λόγου

γ) απόδειξη της σοβαρότητας του λόγου

Η ούτως υποβαλλόμενη παραίτηση, επειδή δεν βασίζεται σε αντικειμενικώς ισχύοντα και αποδεικνυόμενα γεγονότα, εξετάζεται από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο (άρθρο 34 πργφ. 2, εδάφιο γ΄ τέλος) και εάν γίνει δεκτή από αυτήν

κατ’ απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, οδηγεί επίσης σε απαλλαγή του αιτούντος την παραίτηση από τα καθήκοντά του.

Το ζήτημα, τώρα, είναι, ότι στις σχετικές διατάξεις γίνεται αναφορά μόνο στους Μητροπολίτες και όχι και στον Αρχιεπίσκοπο, σε αντίθεση με την πργφ. 1 εδάφιο α΄ του άρθρου 34 (άρση ισοβιότητας λόγω αμετάκλητης καταδίκης σε έκπτωση από τον θρόνο ή ισόβια αργία), όπου γίνεται σαφής μνεία αμφοτέρων, Αρχιεπισκόπου και Μητροπολιτών.

Αυτό σημαίνει, ότι κατά το «γράμμα» των διατάξεων, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών απόλλυται μεν την ισοβιότητα του λόγω αμετάκλητης καταδίκης σε έκπτωση από τον θρόνο ή σε ισόβια αργία (άρθρο 43 πργφ. 1, εδάφιο α΄), δεν απόλλυται όμως αυτήν λόγω παραιτήσεως. Με άλλες λέξεις, κατά το «γράμμα» των διατάξεων του Καταστατικού Χάρτη ο Μακαριώτατος δεν μπορεί να παραιτηθεί ούτε λόγω γήρατος ή ασθενείας, ούτε για οποιονδήποτε σοβαρό τυχόν λόγο.

Νομίζω, ότι θα πρέπει να θεωρήσουμε, πως εδώ υπάρχει ένα νομοτεχνικό λάθος, δηλαδή παρελήφθη εκ παραδρομής η αναφορά στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών για τις περιπτώσεις της παραιτήσεως. Οπότε, για το ενιαίο της ρυθμίσεως θα πρέπει να γίνει ερμηνευτικώς δεκτό, ότι και ο Αρχιεπίσκοπος – υπό την ιδιότητα του Μητροπολίτη Αθηνών – περιλαμβάνεται στους δικαιούχους να υποβάλλουν την εν λόγω αίτηση παραιτήσεως. Το ίδιο λάθος εκ παραδρομής έγινε προφανώς και στον επόμενο λόγο άρσεως της ισοβιότητας, την υπηρεσιακή ανεπάρκεια (άρθρο 34 πργφ. 3), όπου επίσης στο κείμενο της σχετικής διατάξεως δεν αναφέρεται ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.

Έχοντας τα παραπάνω δεδομένα, διαπιστώνουμε ότι για να τεθεί νομίμως θέμα εκούσιας παραιτήσεως του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, θα πρέπει ο ίδιος ο Μακαριώτατος να υποβάλλει σχετική αίτηση, στην οποία:

Α) είτε θα επικαλείται αδυναμία να ασκήσει τα καθήκοντα του λόγω γήρατος ή ασθενείας

Β) είτε θα επικαλείται οποιονδήποτε άλλο σοβαρό λόγο, του οποίου θα πρέπει να αποδεικνύει και την σοβαρότητα.

Και βεβαίως, απαιτείται πάνω απ’ όλα, να την καταθέσει με την βούληση του ελεύθερη, ακεραία και ανεπηρέαστη από οποιαδήποτε επιρροή ή πίεση ή παρότρυνση τρίτου ή τρίτων προσώπων.

Συνεπώς, η διαδικασία που περιέγραψε ο Μακαριώτατος στη συνέντευξή του, δηλαδή πιθανή παραίτηση του ιδίου κατόπιν πιθανής παρεμβάσεως Μητροπολιτών προς τον ίδιο να παραιτηθεί, δεν έχει νομοκανονικό έρεισμα. Και υποτεθείσθω ότι συνέβαινε, θα καθιστούσε άκυρη ως παράνομη την παραίτηση του Μακαριωτάτου, αφού η μόνη παραίτηση που γίνεται δεκτή είναι η εκούσια και αυτή για να είναι έγκυρη χρειάζεται ανεπηρέαστη βούληση του παραιτουμένου.

Εν κατακλείδι, οι δηλώσεις του Μακαριωτάτου ούτε παραίτηση υπονοούσαν ούτε παραίτηση θα μπορούσαν να υπονοήσουν. Οπότε δημιουργήθηκε θέμα εκ του μη όντος.

 

Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος

Δικηγόρος

Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.