Η Πατριαρχική Απόδειξη για την εορτή των Χριστουγέννων
Ο επικείμενος εορτασμός του μεγάλου μυστηρίου της θείας Ενανθρωπήσεως σε έναν κόσμο ταραγμένο από ποικίλες απειλές και η αγωνία και ο αγώνας της Εκκλησίας για την προστασία του ανθρωπίνου προσώπου, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης βρίσκονται στο επίκεντρο του Χριστουγεννιάτικου Μηνύματος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου.
«Το «Χριστός γεννάται» ακούεται, δυστυχώς, και πάλιν εις ένα κόσμον πλήρη βιαιοτήτων, επικινδύνων ανταγωνισμών, κοινωνικής ανισότητος και καταπατήσεως των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων», επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ο Οικουμενικός Πατριάρχης και προσθέτει: «Το 2018 συμπληρούνται εβδομήκοντα έτη από την Οικουμενικήν Διακήρυξιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η οποία, μετά από τας φοβεράς εμπειρίας και καταστροφάς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ανέδειξε τα κοινά υψηλά ιδανικά, τα οποία οφείλουν να σέβωνται απαρεγκλίτως όλοι οι λαοί και τα κράτη. Όμως, η αθέτησις της Διακηρύξεως αυτής συνεχίζεται, ποικίλαι δε καταχρήσεις και σκόπιμοι παρερμηνείαι των δικαιωμάτων του ανθρώπου υποσκάπτουν τον σεβασμόν και την πραγμάτωσίν των. Συνεχίζομεν να μη διδασκώμεθα από την ιστορίαν η να μη θέλωμεν να διδαχθώμεν. Ούτε αι τραγικαί εμπειρίαι βίας και η καταρράκωσις του ανθρωπίνου προσώπου, ούτε η διακήρυξις υψηλών ιδανικών, απέτρεψε την συνέχισιν της βίας και των πολέμων, την αποθέωσιν της ισχύος και την εκμετάλλευσιν του ανθρώπου από τον άνθρωπον. Ούτε, βεβαίως, η ισχύς των τεχνικών μέσων και αι εκπληκτικαί κατακτήσεις της επιστήμης, ούτε η οικονομική πρόοδος, έφερον κοινωνικήν δικαιοσύνην και την πολυπόθητον ειρήνην. Τουναντίον, εις την εποχήν μας ο ευδαιμονισμός των κατεχόντων αυξάνεται και η παγκοσμιοποίησις καταστρέφει τους όρους της κοινωνικής συνοχής και ειρήνης».
«Η Εκκλησία», συνεχίζει ο Οικουμενικός Πατριάρχης, «είναι αδύνατον να αγνοήση αυτάς τας απειλάς κατά του ανθρωπίνου προσώπου. «Ουδέν γαρ όσον άνθρωπος ιερόν, ω και φύσεως εκοινώνησεν ο Θεός» . Αγωνιζόμεθα διά τον άνθρωπον, διά την προστασίαν της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, εν επιγνώσει ότι «η όντως ειρήνη παρά Θεού» , ότι το υπέρλογον μυστήριον της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και της κατά χάριν θεώσεως του ανθρώπου αποκαλύπτει την αλήθειαν περί της ελευθερίας και του θείου προορισμού του ανθρώπου».
Σε άλλο σημείο της Πατριαρχικής Απόδειξης, όπως ονομάζεται το Πατριαρχικό Μήνυμα, επισημαίνεται ότι, «αυτή η αλήθεια της εν Χριστώ ζωής, της ελευθερίας ως αγάπης και της αγάπης ως ελευθερίας, είναι ο θεμέλιος λίθος και η εγγύησις διά το μέλλον της ανθρωπότητος. Στηριζόμενοι επ᾿ αυτού του ενθέου ήθους δυνάμεθα να αντιμετωπίσωμεν τας μεγάλας προκλήσεις του παρόντος, αι οποίαι απειλούν όχι μόνον το ευ ζην, αλλά και αυτό τούτο το ζην της ανθρωπότητος».
Καταλήγοντας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης εύχεται από την Ιερή Καθέδρα της Πρωτόθρονης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, «όπως ο σαρκωθείς και συγκαταβάς τω γένει των ανθρώπων Κύριος και Σωτήρ ημών, χαρίζηται εις όλους κατά τον νέον ενιαυτόν της χρηστότητος Αυτού, υγιείαν κατ᾿ άμφω, ειρήνην και την προς αλλήλους αγάπην, διαφυλάττη δε καλώς την Αγίαν Αυτού Εκκλησίαν και ευλογή τα έργα διακονίας αυτής, ίνα δοξάζηται το υπεράγιον και υπερύμνητον όνομα Αυτού».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της Πατριαρχικής Αποδείξεως για την εορτή των Χριστουγέννων:
+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ,
ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ, ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
* * *
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ καὶ πεφιλημένα τέκνα,
Χάριτι Θεοῦ ἠξιώθημεν νὰ φθάσωμεν καὶ πάλιν εἰς τὴν μεγάλην ἑορτὴν τῆς κατὰ σάρκα Γεννήσεως τοῦ Θείου Λόγου, τοῦ ἐλθόντος εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ μᾶς χαρίσῃ τὸ «εὖ εἶναι»1, τὴν ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἀπὸ τὴν δουλείαν εἰς τὰ ἔργα τοῦ νόμου καὶ ἀπὸ τὸν θάνατον, νὰ μᾶς δωρήσῃ δὲ τὴν κατ᾿ ἀλήθειαν ζωὴν καὶ τὴν χαρὰν τὴν μεγάλην, ἣν «οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ἡμῶν»2.
Ὑποδεχόμεθα τὸν «παντέλειον Θεόν»3, τὸν ὁποῖον «ἀγάπη κεκόμικεν εἰς τὴν γῆν»4, ὁ ὁποῖος καθίσταται ἡμῖν «καὶ ἡμῶν αὐτῶν συγγενέστερος»5. Ὁ κενωθεὶς Θεὸς Λόγος συγκαταβαίνει εἰς τὸ πλανηθὲν πλάσμα αὐτοῦ «συγκατάβασιν ἄφραστόν τε καὶ ἀκατάληπτον»6. Ὁ «ἀχώρητος παντὶ» χωρεῖται ἐν τῇ γαστρὶ τῆς Παρθένου, ὁ μέγας ὑπάρχει ἐν σμικροῖς. Τὸ μέγα τοῦτο κεφάλαιον τῆς πίστεώς μας, τὸ πῶς ὁ ὑπερούσιος Θεὸς «ὑπὲρ ἄνθρωπον γέγονεν ἄνθρωπος»7, παραμένει «ἀνέκφαντον» μυστήριον. «Τὸ μέγα τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως μυστήριον, ἀεὶ μένει μυστήριον»8.
Αὐτὸ τὸ ξένον καὶ παράδοξον γεγονὸς «τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν»9, εἶναι τὸ θεμέλιον τῆς κατὰ χάριν θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ
σωτηρία∙ οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»10.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑψίστη σωτηριώδης ἀλήθεια διὰ τὸν ἄνθρωπον. Ἀνήκομεν εἰς τὸν Χριστόν. Τὰ πάντα εἶναι ἡνωμένα ἐν Χριστῷ. Ἐν Χριστῷ ἀναπλάθεται ἡ φθαρεῖσα φύσις μας, ἀποκαθίσταται τὸ κατ᾿ εἰκόνα καὶ ἀνοίγεται εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους ἡ ὁδὸς τοῦ καθ᾿ ὁμοίωσιν. Διὰ τῆς προσλήψεως ὑπὸ τοῦ Θείου Λόγου τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, διὰ τοῦ κοινοῦ θείου προορισμοῦ καὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας θεμελιοῦται ἡ ἑνότης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Δὲν σώζεται ὅμως μόνον ἡ ἀνθρωπότης, ἀλλὰ σύμπασα ἡ κτῖσις. Ὡς ἡ πτῶσις τῶν πρωτοπλάστων συμπαρασύρει ὅλην τὴν πλᾶσιν, οὕτω καὶ ἡ Ἐνανθρώπησις τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀφορᾷ εἰς ὁλόκληρον τὴν δημιουργίαν. «Ἐλευθέρα μὲν ἡ κτῖσις γνωρίζεται, υἱοὶ δὲ φωτὸς οἱ πρὶν ἐσκοτισμένοι»11. Ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς καλεῖ νὰ ἑορτάσωμεν τὴν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν ὡς τὴν «κοινὴν ἑορτὴν πάσης τῆς κτίσεως», ὡς « τὰ σωτήρια τοῦ κόσμου, τήν γενέθλιον ἡμέραν τῆς ἀνθρωπότητος»12.
Τὸ «Χριστὸς γεννᾶται» ἀκούεται, δυστυχῶς, καὶ πάλιν εἰς ἕνα κόσμον πλήρη βιαιοτήτων, ἐπικινδύνων ἀνταγωνισμῶν, κοινωνικῆς ἀνισότητος καὶ καταπατήσεως τῶν θεμελιωδῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Τὸ 2018 συμπληροῦνται ἑβδομήκοντα ἔτη ἀπὸ τὴν Οἰκουμενικὴν Διακήρυξιν τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία, μετὰ ἀπὸ τὰς φοβερὰς ἐμπειρίας καὶ καταστροφὰς τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ἀνέδειξε τὰ κοινὰ ὑψηλὰ ἰδανικά, τὰ ὁποῖα ὀφείλουν νὰ σέβωνται ἀπαρεγκλίτως ὅλοι οἱ λαοὶ καὶ τὰ κράτη. Ὅμως, ἡ ἀθέτησις τῆς Διακηρύξεως αὐτῆς συνεχίζεται, ποικίλαι δὲ καταχρήσεις καὶ σκόπιμοι παρερμηνεῖαι τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου ὑποσκάπτουν τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν πραγμάτωσίν των. Συνεχίζομεν νὰ μὴ διδασκώμεθα ἀπὸ τὴν ἱστορίαν ἢ νὰ μὴ θέλωμεν νὰ διδαχθῶμεν. Οὔτε αἱ τραγικαὶ ἐμπειρίαι βίας καὶ ἡ καταρράκωσις τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, οὔτε ἡ διακήρυξις ὑψηλῶν ἰδανικῶν, ἀπέτρεψε τὴν συνέχισιν τῆς βίας καὶ τῶν πολέμων, τὴν ἀποθέωσιν τῆς ἰσχύος καὶ τὴν ἐκμετάλλευσιν τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον. Οὔτε, βεβαίως, ἡ ἰσχὺς τῶν τεχνικῶν μέσων καὶ αἱ ἐκπληκτικαὶ κατακτήσεις τῆς ἐπιστήμης, οὔτε ἡ οἰκονομικὴ πρόοδος, ἔφερον κοινωνικὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν πολυπόθητον
εἰρήνην. Τοὐναντίον, εἰς τὴν ἐποχὴν μας ὁ εὐδαιμονισμὸς τῶν κατεχόντων αὐξάνεται καὶ ἡ παγκοσμιοποίησις καταστρέφει τοὺς ὅρους τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς καὶ εἰρήνης.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀγνοήσῃ αὐτὰς τὰς ἀπειλὰς κατὰ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. «Οὐδὲν γὰρ ὅσον ἄνθρωπος ἱερόν, ᾧ καὶ φύσεως ἐκοινώνησεν ὁ Θεός»13. Ἀγωνιζόμεθα διὰ τὸν ἄνθρωπον, διὰ τὴν προστασίαν τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς δικαιοσύνης, ἐν ἐπιγνώσει ὅτι «ἡ ὄντως εἰρήνη παρὰ Θεοῦ»14, ὅτι τὸ ὑπέρλογον μυστήριον τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τῆς κατὰ χάριν θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθειαν περὶ τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ θείου προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Ζῶμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ τὴν ἐλευθερίαν, ἐκ Χριστοῦ, ἐν Χριστῷ καὶ εἰς Χριστόν. Εἰς τὸν πυρῆνα αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας ἀνήκει ἡ ἀγάπη, ἥτις «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς»15, ἡ ἀγάπη «ἐκ καθαρᾶς καρδίας»16. Ἐνῶ ὁ αὐτόνομος, ὁ αὐτογνώμων καὶ αὐτάρκης, ὁ αὐτοθεούμενος καὶ αὐτομακαριζόμενος ἄνθρωπος περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτὸν του καὶ τὴν ἀτομικὴν του αὐτάρεσκον εὐδαιμονίαν καὶ βλέπει τὸν συνάνθρωπον ὡς περιορισμὸν τῆς ἐλευθερίας του, ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία ἔχει κατεύθυνσιν πρὸς τὸν ἀδελφὸν, κινεῖται πρὸς τὸν πλησίον, ἀληθεύει ἐν ἀγάπῃ. Τὸ μέλημα τοῦ πιστοῦ δὲν εἶναι ἡ διεκδίκησις δικαιωμάτων, ἀλλὰ τὸ «ποιεῖν τε καὶ πράττειν τὰ δικαιώματα Χριστοῦ»17, ἐν ταπεινώσει καὶ εὐχαριστίᾳ.
Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, τῆς ἐλευθερίας ὡς ἀγάπης καὶ τῆς ἀγάπης ὡς ἐλευθερίας, εἶναι ὁ θεμέλιος λίθος καί ἡ ἐγγύησις διὰ τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος. Στηριζόμενοι ἐπ᾿ αὐτοῦ τοῦ ἐνθέου ἤθους δυνάμεθα νά ἀντιμετωπίσωμεν τὰς μεγάλας προκλήσεις τοῦ παρόντος, αἱ ὁποῖαι ἀπειλοῦν ὄχι μόνον τὸ εὖ ζῆν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ ζῆν τῆς ἀνθρωπότητος.
Τὴν ἀλήθειαν τοῦ «Θεανθρώπου» ὡς ἀπάντησιν εἰς τὸν σύγχρονον «ἀνθρωπο-θεὸν» καὶ πρὸς ἀνάδειξιν τοῦ αἰωνίου προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἐξῇρε καὶ ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη, 2016): «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἔναντι τοῦ συγχρόνου «ἀνθρωποθεοῦ», προβάλλει τόν «Θεάνθρωπον» ὡς ἔσχατον μέτρον τῶν πάντων: «Οὐκ ἄνθρωπον
ἀποθεωθέντα λέγομεν, ἀλλὰ Θεὸν ἐνανθρω-πήσαντα»18. Ἀναδεικνύει δὲ τὴν σωτηριώδη ἀλήθειαν τοῦ Θεανθρώπου καὶ τὸ Σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς τόπον καὶ τρόπον τῆς ἐν ἐλευθερίᾳ ζωῆς, ὡς “ἀληθεύειν ἐν ἀγάπῃ”19 καὶ ὡς μετοχήν, ἤδη ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς τὴν ζωὴν τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ»20.
Ἡ Σάρκωσις τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἡ βεβαίωσις καὶ ἡ βεβαιότης ὅτι τὴν ἱστορίαν, ὡς πορείαν πρός τὴν Βασιλείαν τῶν Ἐσχάτων, κατευθύνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Βεβαίως, ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν Βασιλείαν, ἡ ὁποία δὲν συντελεῖται μακρὰν ἤ ἀνεξαρτήτως τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος, τῶν ἀντιφάσεων καὶ τῶν περιπετειῶν αὐτῆς, ποτὲ δὲν ὑπῆρξεν ἄνευ δυσκολιῶν. Ἐν μέσῳ αὐτῶν ἡ Ἐκκλησία μαρτυρεῖ περὶ τῆς ἀληθείας καὶ ἐπιτελεῖ τὸ ἁγιαστικὸν, ποιμαντικὸν καὶ μεταμορφωτικὸν ἔργον αὐτῆς. «Ἡ γὰρ ἀλήθειά ἐστι τῆς Ἐκκλησίας καὶ στῦλος καὶ ἑδραίωμα…Στῦλός ἐστι τῆς οἰκουμένης ἡ Ἐκκλησία…καὶ μυστήριόν ἐστι, καὶ μέγα, καὶ εὐσεβείας μυστήριον»21.
Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Ἂς συνεορτάσωμεν, εὐδοκίᾳ τοῦ σκηνώσαντος ἐν ἡμῖν Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐν ἀγαλλιάσει καὶ χαρᾷ πεπληρωμένῃ, τὰς ἑορτὰς τοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου. Εὐχόμεθα ἐκ Φαναρίου, ὅπως ὁ σαρκωθεὶς καὶ συγκαταβὰς τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων Κύριος καὶ Σωτὴρ ἡμῶν, χαρίζηται εἰς ὅλους κατὰ τὸν νέον ἐνιαυτὸν τῆς χρηστότητος Αὐτοῦ, ὑγιείαν κατ᾿ ἄμφω, εἰρήνην καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους ἀγάπην, διαφυλάττῃ δὲ καλῶς τὴν Ἁγίαν Αὐτοῦ Ἐκκλησίαν καὶ εὐλογῇ τὰ ἔργα διακονίας αὐτῆς, ἵνα δοξάζηται τὸ ὑπεράγιον καὶ ὑπερύμνητον ὄνομα Αὐτοῦ.
Χριστούγεννα ‚βιζ΄
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρὸς Θεὸν εὐχέτης πάντων ὑμῶν