Παραθέτουμε το κείμενο του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου και το οποίο έχει ήδη κοινοποιηθεί προς τον Αρχιεπίσκοπο και τους Μητροπολίτες.
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Μέ σεβασμό καταθέτω ὁρισμένες παρατηρήσεις καί σκέψεις στό «Σχέδιο ὑλοποίησης τῆς Συμφωνίας Πολιτείας-Ἐκκλησίας», τῆς 12ης Φεβρουαρίου 2019, τό ὁποῖο κατετέθη ἀπό τό Ὑπουργεῖο Παιδείας καί Θρησκευμάτων στά Μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς ἡ ὁποία ἐξονομάστηκε ἀπό τήν Δ.Ι.Σ. τῆς 11 Δεκεμβρίου 2018 κατεξουσιοδότηση τῆς Ι.Σ.Ι. τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018, καί ὕστερα ἀπό τή γνωστοποίηση τοῦ παραπάνω «Σχεδίου» καί διά τῶν ΜΜΕ.
1. Ὁ χαρακτήρας τοῦ «Σχεδίου».
Τό συγκεκριμένο «Σχέδιο» φαίνεται νά ἀποτελεῖ ἀφενός διευκρινιστικό ὑπόμνημα στήν «ἱστορική συμφωνία», ὅπως αὐτοκλήθηκε ἀπό ὁρισμένους, μεταξύ Πρωθυπουργοῦ καί Μακαριωτάτου τῆς 6ης Νοεμβρίου 2018 καί ἀφετέρου ἕνα προπαρασκευαστικό κείμενο μέ βάση τό ὁποῖο θά καταρτισθεῖ ἡ Σύμβαση μεταξύ Πολιτείας καί Ἐκκλησίας ἡ ὁποία μάλιστα θά κυρωθεῖ νομοθετικά.
Πρίν ἀπό τήν κατάθεση τῶν παρατηρήσεων, τῶν ἐπισημάνσεων, τῶν προβληματισμῶν καί τῶν ἐπιφυλάξεών μου, θά ἤθελα νά ἀναφερ-θῶ στό χαρακτήρα αὐτοῦ τοῦ «Σχεδίου», τό ὁποῖο ὅπως ἐπιβεβαιώνε-ται καί ἀπό τό περιεχόμενό του εἶναι ἕνα κείμενο πού ἁπλά περιγράφει προθέσεις καί διατυπώνει εὐχές, χωρίς στιβαρή νομική σκέψη καί ἐγγυήσεις, ἐνῶ σέ καμμία περίπτωση δέν ἀποτελεῖ Σχέδιο νόμου. Ἡ ἀρχική δέσμευση τῆς Κυβέρνησης καί τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων ἦταν ὅτι θά δινόταν Σχέδιο νόμου μέ τήν αἰτιολογική του ἔκθεση στήν Ἐπιτροπή ὥστε νά γνωρίζουμε ἀκριβῶς τό περιεχόμενό του στήν τελική του μορφή καί ἔτσι νά μπορεῖ νά ἀξιολογηθεῖ νομικά. Εἶναι πολύ σημαντικό νά δοθεῖ μαζί μέ τό Σχέδιο νόμου καί ἡ αἰτιολογική ἔκθεση γιατί ἡ συνταγματικότητα τῶν διατάξεων τοῦ σχεδίου νόμου κρίνεται ἀπό τά δικαστήρια λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν πρώτιστα τήν αἰτιολογική ἔκθεση καί στή συνέχει τά Πρακτικά τῆς Βουλῆς.
Γιά μία ἀκόμη φορά, ἡ Κυβέρνηση δέν τήρησε ὅσα μόνη της καί οἰκειοθελῶς ὑποσχέθηκε στήν Ἐκκλησία ὅτι θά τηρήσει. Δίκαια μπορεῖ νά ἀναρωτηθεῖ κάποιος : Γιατί ἡ Ἐκκλησία δέχεται τήν ἀθέτηση τῶν ὑπεσχημένων καί προχώρησε στήν σύγκληση Ἱεραρχίας γιά νά ἐκφράσει ἄποψη «ἐπί τῆς ἀρχῆς» χωρίς νά εἴμαστε σέ θέση νά γνωρίζουμε τό πλῆρες Σχέδιο νόμου μέ τήν αἰτιολογική του ἔκθεση ;
Ἐάν ἡ Κυβέρνηση ἐπιμένει νά μήν τηρεῖ τίς δικές της δεσμεύσεις καί δέν δημοσιοποιήσει Σχέδιο νόμου μέ αἰτιολογική ἔκθεση, δέν πρέπει νά προχωρήσουμε στή λήψη ὁποιασδήποτε ἀπόφασης ἐπί τοῦ «Σχεδίου» πού παρέδωσε τό Ὑπουργεῖο Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων, εἰ μή μόνον στήν ὑπενθύμιση τῆς θέσης μας ὅτι δέν συζητοῦμε ἀλλαγή τοῦ ὑφιστάμενου καθεστῶτος μισθοδοσίας τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων.
Πέραν αὐτῶν, ἐνῶ τό «Σχέδιο» αὐτό συντάχθηκε, ὅπως δηλώνεται, γιά νά δωθοῦν διευκρινίσεις σέ «παρερμηνεῖες» τῆς «ἱστορικῆς συμφωνίας» τῆς 6ης Νοεμβρίου 2018, ἐν τούτοις δέν ἀναιρεῖ καμμία ἀπό τίς «παρερμηνεῖες» ἀλλά ἐπιβεβαιώνει ὅτι κύριος στόχος εἶναι ἡ ἀλλαγή τοῦ ὑφιστάμενου καθεστῶτος μισθοδοσίας. Μάλιστα, δημιουργεῖ νέες ἀσάφειες, νομικά κενά καί ἀρκετά λανθασμένες ἑρμηνευτικές παρεξηγήσεις καί προεκτάσεις, οἱ ὁποῖες δέν βρίσκουν ἔρεισμα οὔτε στή νομική ἐπιστήμη.
Ἐάν πράγματι, ὑπῆρξε μακροχρόνιος διάλογος γιά τήν συνομολόγηση τῆς «ἱστορικῆς συμφωνίας» τότε αὐτός ὁ διάλογος δέν ἀντικατοπτρίζεται στό «Σχέδιο ὑλοποίησης».
Ὁ κορμός τοῦ «Σχεδίου», πέραν τῆς δομῆς του (σύνοψη καί ἀνά-λυση, μέ τίς ἀντίστοιχες ὑποδιαιρέσεις), ἀναφέρεται σέ δύο θέματα, στήν ἀλλαγή τοῦ τρόπου μισθοδοσίας τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησια-στικῶν ὑπαλλήλων καί στόν τρόπο ἀξιοποίησης τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, τά ὁποῖα μάλιστα ὅσο καί ἄν ἡ Κυβέρνηση ὑποστηρίζει ὅτι δέν συνδέονται αἰτιωδῶς μεταξύ τους στό τέλος τά συσχετίζει ἀπόλυτα.
Τό «Σχέδιο» ὁμιλεῖ γιά κύρωση τῆς τελικῆς ἐκδοχῆς πού θά λάβει ἡ «Συμφωνία μεταξύ Πολιτείας καί Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», ἐνῶ ἐπιβεβαιώνεται ὅτι δέν ἀποτελεῖ «Συμφωνία» ἀλλά ἓνα «Σχέδιο ὑλοποίησης». Ὅμως ἡ ὑλοποίηση προϋποθέτει «Συμφωνία». Ὁ Μακαριώτατος ἔχει δηλώσει ἐπανειλημμένα ὅτι δέν ὑπῆρξε «Συμφωνία» ἀλλά «πρόθεση συμφωνίας». Συνεπῶς ἡ Κυβέρνηση ὄχι μόνο δέν τήρησε τήν ὑπόσχεσή της νά δώσει Σχέδιο νόμου στήν Ἐκκλησία ἀλλά ἀγνοεῖ καί τόν ἴδιο τόν Ἀρχιεπίσκοπο ἐπιχειρῶντας νά δημιουργήσει καί νέα τετελεσμένα.
Γιά τό λόγο αὐτό, στήν ἀνάλυση πού ἀκολουθεῖ θά χρησιμοποιηθεῖ γιά λόγους οἰκονομίας τοῦ χρόνου ὁ ὅρος «Σχέδιο ὑλοποίησης» ἐπειδή ἔτσι τιτλοφορεῖται τό κείμενο ἀλλά ὁ συγκεκριμένος τίτλος δέν γίνεται ἀποδεκτός γιατί ὑπονοεῖ τήν ὕπαρξη «Συμφωνίας», γεγονός ἀναληθές. Συνεπῶς ἡ Ἐπιτροπή καί ἡ Ι.Σ.Ι. καλοῦνται νά ἀποφανθοῦν ἐπί ἑνός «Σχεδίου ὑλοποίησης», τό ὁποῖο θά ἀποτελέσει τή βάση μιᾶς «Συμφωνίας», ἡ ὁποία καί θά κυρωθεῖ νομοθετικά. Γεννᾶται λοιπόν τό ἐρώτημα: Ἡ «Συμφωνία» πού θά προέλθει ἀπό τήν ὑλοποίηση τοῦ παρόντος «Σχεδίου» θά τεθεῖ καί πάλι ὑπόψη τῆς Ι.Σ.Ι. πρίν τήν νομοθετική της κύρωση;
Πρόκειται γιά μία «παγίδα», ὡς πρός τή διαπραγματευτική τακτική, ὣστε τό ἀποτέλεσμα πού θά προέκυπτε ἀπό τόν διάλογο Ἐπιτροπῆς Διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας μέ τό Ὑπουργεῖο Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων ἐπί τοῦ συγκεκριμένου «Σχεδίου», θά παρεῖχε «ἄλλοθι» στούς κρατοῦντες τῆς Πολιτείας τελικά νά νομοθετήσουν χωρίς νά χρειάζεται καί ἡ τελική γνώμη-ἔγκριση τῆς ΙΣΙ. Εἶναι γνωστή πλέον ἡ φράση : «ἡ Κυβέρνηση τελικά ἀποφασίζει καί αὐτή μόνο νομοθετεῖ».
Ἡ ΙΣΙ ὃμως ἀνέμενε νά διαλεχθεῖ ἐπί Σχεδίου νόμου καί ὄχι ἐπί «Σχεδίου ὑλοποίησης». Ὁ συντάκτης τοῦ «Σχεδίου» μπερδεύει τά στάδια διαλόγου καί κάνει ἅλματα στή μεθοδό του καί στή σκέψη του, λόγω ἒλλειψης νομικῶν γνώσεων καί ἐμπειριῶν. Περνᾶ ἀπό τήν «ἱστορική συμφωνία» τῆς 6ης Νοεμβρίου 2018 στό «Σχέδιο ὑλοποίησης τῆς Συμφωνίας», θεωρῶντας ὡς δεδομένη τήν «ἱστορική συμφωνία» τῆς 6ης Νοεμβρίου 2018 καί παραθεωρεῖ ἀφενός τήν ἀπόφαση τῆς ΙΣΙ τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018 καί ἀφετέρου τήν ὑποσχετική δέσμευση τοῦ κ. Ὑπουργοῦ, περί καταθέσεως «Σχεδίου νόμου», τό ὁποῖο βέβαια προηγεῖται τοῦ «Σχεδίου ὑλοποίησης».
Ὁ ἀσαφής ὅρος «Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» τί ὑποδηλώνει; Ἕναν προσδιορισμό τοῦ Ν.Π. τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ἐκπροσωπεῖται ἀπό τήν Ι.Σ.Ι., ἐνῶ ἐξαιρεῖ τίς Μητροπόλεις τῆς ἡμιαυτόνομης Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καί οἱ Μητροπόλεις τῆς Δωδεκανήσου; Εἶναι μία Συμφωνία μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, ὅπου ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης καί τῆς Δωδεκανήσου θά ἐξ-αιροῦνται καί δέν θά συμπεριλαμβάνονται στή νομοθετική;
Ἐπιπλέον ἡ νομοθετική κατοχύρωση τῆς «Συμφωνίας» διασφαλί-ζει τή μή ἀλλαγή ἀπό μονομερῆ ἀθέτηση ὅρων τῆς παραπάνω Συμ-φωνίας ἀπό μέρους τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας; Xαρακτηριστική περί-πτωση ἡ σύμβαση τοῦ 1952, ὅπου κανένας ὅρος ἀπό τίς συμβατικές ὑποχρεώσεις τῆς Πολιτείας δέν τηρήθηκε ἔναντι τῶν γενομένων ἀπαλ-λοτριώσεων.
Τό θέμα λοιπόν δέν εἶναι ἡ ἐξασφάλιση τῆς μή μονομεροῦς ἀλλαγῆς τῆς «Συμφωνίας» ἀλλά κατά πόσον θά εἶναι δυνατόν νά τη-ρηθοῦν τά συμφωνηθέντα πού θά συμπεριλαμβάνονται σ’ αὐτήν τήν «Συμφωνία» ἀπό μέρους τῆς έκάστοτε Πολιτείας.
Τέλος τό «Σχέδιο» ὅπως ἔχει συνταχθεῖ ὑπονοεῖ μία «Συμ-φωνία» ἀμφοτεροβαρή μέ τήν ὁποίαν ὑποκρύπτεται ὁ κίνδυνος ἀκυρω-τικῆς προσβολῆς της εἴτε στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας εἴτε στά Εὐ-ρωπαϊκά Δικαστήρια.
2. Ὡς πρός τήν κατοχύρωση καί ἐγγύηση τῆς μισθοδοσίας τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων.
Προτείνεται δημιουργία «Ταμείου Μισθοδοσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» χωρίς νά καθορίζεται ἡ νομική προσωπικότητα τοῦ συγκεκριμένου Ταμείου. Δέν θά ἔχει τήν νομική προσωπικότητα τοῦ Ν.Π.Δ.Δ. ἀλλά τοῦ Ν.Π.Ι.Δ., ὅπως ὁ ΕΛΚΕ τῶν Ἑλληνικῶν Πανεπιστη-μίων, στό ὁποῖο θά καταβάλλεται ἐτησίως «ἡ δαπάνη τῆς μισθοδοσίας τοῦ ἀριθμοῦ τῶν σήμερα μισθοδοτούμενων κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» καί στή συνέχεια, ὃπως ἐπισημαίνει, «ἡ καταβολή τῆς μισθοδοσίας ἐνεργεῖται διά τῆς Ἑνιαίας Ἀρχῆς Πληρωμῶν».
Τό «λογιστικό τέχνασμα» πού προτείνει τό «Σχέδιο ὑλοποίησης» ἐκφράζει μία μεγάλη ἀσάφεια ὡς πρός τήν πορεία πού περιγράφεται : Τό Ἑλληνικό Δημόσιο θά δίνει χρήματα γιά τήν μισθοδοσία τῶν κληρικῶν σέ κάποιο Ν.Π.Ι.Δ. τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό «Ταμεῖο Μισθοδοσίας», τό ὁποῖο θά πληρώνει τούς κληρικούς, οἱ ὁποῖοι πλέον δέν θά ἀνήκουν στούς δημοσίους ὑπαλλήλους («κατά πλάσμα δικαίου δημόσιους ὑπαλλήλους») ἐνῶ τήν μισθοδοσία θά τήν πραγματοποιεῖ ἡ Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῶν, δηλαδή μία ἄλλη ὑπηρεσία τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου!!!
Τελικά ὁ φορέας μισθοδοσίας ποιός θά εἶναι; Τό Ταμεῖο Μισθοδοσίας τῆς Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἤ τό Ἑλληνικό Δημόσιο «διά τῆς Ἑνιαίας Ἀρχῆς Πληρωμῶν»; Ἡ ΕΑΠ θά ἔχει ἁπλά διεκπεραιωτικό ρόλο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι προφανής. Ὁ φορέας καί ὁ ἐγγυητής τῆς μισθοδοσίας θά εἶναι τό Ταμεῖο Μισθοδοσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Δέν θά πρέπει ὅμως νά μᾶς διαφεύγει, ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε ἀλλαγή τοῦ φορέα μισθοδοσίας συνεπάγεται καί ἀλλαγή μισθολογικοῦ καί ἐργασιακοῦ καθεστῶτος.
Αὐτό τό «λογιστικό τέχνασμα» εἶναι ἡ μεγάλη πλάνη τοῦ «Σχεδίου», ἄν καί «παγκόσμια πρωτοτυπία»!!!. Ὑποσημειώνω ἐπίσης τήν διευκρινιστική διατύπωση, ὡς πρός τήν μισθοδοσία μόνον «τοῦ ἀριθμοῦ τῶν σήμερα μισθοδοτουμένων κληρικῶν»!!! Οἱ νέοι κληρικοί δηλώνεται ὅτι θά μισθοδοτοῦνται ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ ἄλλο ἐργασιακό καθεστώς μισθοδοσίας, ἀφοῦ κατά δήλωση τοῦ «Σχεδίου» ὁ ἀριθμός αὐτός (ἐνν. τῶν σήμερα μισθο-δοτούμενων κληρικῶν) θά παραμείνει ἀδιάπτωτος.
Τό «Σχέδιο» ὁμιλεῖ καί γιά διασφάλιση τῶν ὑφισταμένων «ὀργανικῶν» θέσεων τῶν κληρικῶν καί λοιπῶν ὑπαλλήλων τῶν νομικῶν προσώπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος». Ὑφίστανται ὀργανικές θέσεις σήμερα καί ποιός εἶναι ὁ ἀριθμός τους; Πῶς κατενεμήθησαν καί ἀπό ποιόν ;
Στή συνέχεια ἀναφέρομαι σέ συγκεκριμένες ἀσάφειες τοῦ «Σχεδίου» ὡς πρός τή μισθοδοσία τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστι-κῶν ὑπαλλήλων, οἱ ὁποῖες δημιουργοῦν ἀρκετά ἐρωτήματα καί ἐπιβεβαιώνουν ἔλλειψη σοβαρότητας καί ἐπεξεργασίας νομικῆς.
α) Θά ὑπάρχουν «δύο ἤ περισσοτέρων ταχυτήτων» μισθοδο-τούμενοι κληρικοί καί ἐκκλησιαστικοί ὑπάλληλοι; Αὐτοί δηλαδή πού θά μισθοδοτοῦνται ἀπό τήν Πολιτεία καί ἐκεῖνοι πού θά μισθοδοτοῦνται ἀπό τήν Ἐκκλησία; Ἐπιπλέον ποιά θά εἶναι ἡ θέση τῶν μή μισθοδοτού-μενων κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων τῆς «ἐπικρατού-σας Θρησκείας» ἔναντι τῶν λειτουργῶν τῶν ἄλλων θρησκευτικῶν μειονοτικῶν κοινοτήτων, οἱ ὁποῖοι μισθοδοτοῦνται ἀπό τό Ἑλληνικό Δημόσιο (μουφτήδων, ἱεροδιδασκάλων, ἰμάμη). Οἱ παροῦσες θρησκευτικές κοινότητες δέν ἀπώλεσαν ἐκκλησιαστική περιουσία ὅπως ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
β) Τί σημαίνει ὁ ἀσαφής ὅρος «ἀφηρημένη ἀποζημίωση», ὁ ὁποῖος ἀντικατέστησε τόν λίαν ἐπικίνδυνο ὅρο «ἐπιδότηση» τῆς «ἱστορικῆς συμφωνίας» τῆς 6ης Νοεμβρίου 2018, καί ὁ ὁποῖος ὅρος κανένα νομικό περιεχόμενο δέν ἐκφράζει;
Ὡς πρός τήν οὐσία, ἡ «ἀποζημίωση» ἀποτελεῖ μία συγκεκαλυμμένη ἤ ἔμμεση ἐπιδότηση. Μία τοιούτου εἴδους «ἀφηρημένη ἀποζημίωση» ὅμως εἶναι ἀντίθετη πρός κάθε μισθολογικό καί ἐργασιακό κριτήριο.
Δέν προσδιορίζεται οὔτε τό συγκεκριμένο ποσό τῆς ἀποζημίωσης, οὔτε ὁ χρόνος ἀπόσβεσης τῆς ζημιᾶς. Ἐπιπλέον σέ μία ἀπρόοπτη μεταβολή τῶν οἰκονομικῶν καί κοινωνικῶν συνθηκῶν ἤ μέ τό ἐπιχείρημα τῆς μεροληπτικῆς συμπεριφορᾶς ἔναντι ἄλλων, ἐξαιτίας συγκεκριμένης χρηματοδότησης, ἐμφωλεύει ὁ κίνδυνος τῆς μονομεροῦς καταγγελίας τῆς Συμφωνίας–Σύμβασης καί παύση, ὁλική ἤ μερική, τῆς μισθοδοσίας.
Ἐπίσης μία «ἀφηρημένη ἀποζημίωση» ἡ ὁποία συσχετίζεται μέ ἕνα «μή ὑπολογίσημο» χρέος τοῦ Κράτους πρός τήν Ἐκκλησία, καθιστᾶ τήν ἀποζημίωση αὐτή ἄκρως ἐπικίνδυνη ὡς πρός τό μέλλον τῆς μισθοδοσίας καί τοῦ ἐργασιακοῦ καθεστῶτος τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων.
γ) Μέ τήν συγκεκριμένη ρύθμιση ἐργοδότης καθίσταται τό Ν.Π. τῆς Μητροπόλεως ἤ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος Σέ περίπτωση λοιπόν μή καταβολῆς τῆς μισθοδοσίας στούς κληρικούς καί τούς ἐκκλησιαστικούς ὑπαλλήλους ἡ ἀγωγή θά κατατίθεται κατά τοῦ νομικοῦ προσώπου τῆς Μητροπόλεως ἤ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ὄχι κατά τοῦ Ἑλληνι-κοῦ Δημοσίου, ὅπως καί ἡ ὁποιαδήποτε ἀξίωση.
δ) Μέ τόν ὅρο «ἀφηρημένη ἀποζημίωση» ὑποδηλώνεται ὅτι τό Κράτος θά πληρώνει ἕνα ποσό ὡς ἀποζημίωση στήν Ἐκκλησία, τό ὁποῖο θά ἐξισοῦται μέ τό μισθολογικό κόστος, χωρίς ὅμως αὐτό νά σημαίνει ὃτι ἀναγνωρίζεται ὡς μισθοδοσία ἤ ὃτι λογίζεται ὡς μισθός ἀπό μέρους τῆς Πολιτείας.
ε) Ἡ «ἀφηρημένη ἀποζημίωση» ἔστω καί ὑπό τόν τῦπο τῆς «κρατικῆς ἐνίσχυσης» εἶναι ἀμφισβητούμενη ὅταν θεωρεῖται στό πλαί-σιο «ἐπιχειρηματικῶν» δραστηριοτήτων ἀκόμη. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλά-δος δέν ἔχει τέτοιες δραστηριότητες καί ὡς ἐκ τούτου ὑπάρχει ἡ διακινδύνευση ὡς πρός τή συγκεκριμένη μορφή ἀποζημίωσης καί ὡς πρός τήν καταβολή της. Ἡ διασφάλιση τῆς μισθοδοσίας ἐπιτυγχάνεται μόνο μέσῳ τοῦ συστήματος τῆς Ἑνιαίας Ἀρχῆς Πληρωμῶν ἄλλως κινδυνεύουμε ἀπό μία ἐνδεχόμενη ἀπαγόρευση ὡς παράνομης, τῆς «κρατικῆς ἐνίσχυσης» ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς ἀποζημίωση ἀπό τήν Πολιτεία πρός τήν Ἐκκλησία, ἀπό μέρους τῶν Εὐρωπαϊκῶν Δικαστηρίων.
3. Τό θέμα τῶν ἐργασιακῶν σχέσεων καί τῶν ὀργανι-κῶν θέσεων τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων.
α) Τό παρόν «Σχέδιο» εἰσάγει διάκριση καί ἀλλαγή κεκτημένων ἐργασιακῶν δικαιωμάτων κατοχυρωμένων ἤδη ἀπό τό 1945 ἐνῶ μετατρέπει τή μονιμότητα τῶν Κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων, μέ τήν ἔνταξή τους στό Ταμεῖο Μισθοδοσίας Κληρικῶν, σέ συμβασιούχους ἀορίστου ἤ ὁρισμένου χρόνου καί μάλιστα ὑπό τόν τῦ-πον τῆς «Συλλογικῆς Σύμβασης Ἐργασίας».
β) Ἡ κατοχύρωση τῶν ὀργανικῶν θέσεων τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων ἔχει ἐπιτευχθεῖ de facto μέ τήν ἔνταξή τους στό ἑνιαῖο μισθολόγιο καί τήν κατοχύρωση τῶν ἐργασιακῶν τους σχέσεων καί de jure μέ τήν ἀτομική ἐγγραφή τοῦ καθενός κληρικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ ὑπαλλήλου στήν Ἑνιαία Ἀρχή Πλη-ρωμῶν.
Τό ὑφιστάμενο νομικό καθεστώς [ν. 4354/2015, ἄρθρ. 7, § ιε΄, 4235/2014, ἄρθρ. 68 § 1 (4283/2014, ἄρθρ. 17 καί 4386/2016, ἄρθρ. 55 § 2 ) καί 3845/2010, ἄρθρ. 2 § 1β΄ = ΚΥΑ 2/37345/0004/4-6-2010 καί ΕΑΠ 2003486 ΕΞ 2013/5-12-2013] καλύπτει de jure καί de facto τή μισθοδοσία τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων καί κατοχυρώνει τίς ὀργανικές θέσεις τους, ὡς καί τά ἐργασιακά, ἀσφαλιστικά καί συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα. Ἡ νομιμοποίηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ὀργανικῶν θέσεων (8.500 ἤ 10.000) εἶναι ἕνα νομοτεχνικό θέμα, τό ὁποῖο πρέπει ἡ Ἐκκλησία νά ἐπιλύσει ἄμεσα.
γ) Ὑπάρχουν στίς Μητροπόλεις οἱ δυνατότητες ὥστε νά τηρήσουν καί στηρίξουν πλήρως τίς ἀπαιτήσεις τῶν ν. 4354/2015 καί 4472/2017 ἀλλά καί τίς προϋποθέσεις γιά τίς ἀνάλογες διοικητικές καί διαχειριστικές ὑπηρεσίες ; Εἶναι ἕνα ἐρώτημα, τό ὁποῖο πρέπει νά προβληματίσει σοβαρά τήν Ἐκκλησία.
4. Περί τοῦ Ταμείου Ἀξιοποιήσεως Ἐκκλησιαστικῆς Περιουσίας.
α) Στό συγκεκριμένο «Σχεδίο» θεωρῶ ὅτι διευκρινίζεται ὡς ἀμφισβητούμενη περιουσία ἡ διαφιλονικούμενη μετά τό 1952, γιατί γιά τήν πρίν καί μέχρι τοῦ 1952 δέν ὑφίσταται πλέον ἀμφισβητούμενη ὕστερα ἀπό τή ρύθμιση τοῦ ν. 4301/2014 (ἄρθρ. 51 §§ 2,7), ἐνῶ δέν διευκρινίζεται τίποτε γιά τήν περιουσία πού δόθηκε ἀπό τό 1917 ἕως τό 1930.
β) Τί σημαίνει ὁ χρονικός ὁρίζοντας τοῦ 1939 (!!!), ὄχι ὡς πρός τίς ἀναγκαστικές ἀπαλλοτριώσεις, ἀλλά ὡς πρός τίς ἀγροτικές καί ρυμοτομικές ;
γ) Ἀπορία δημιουργεῖ ἡ ἀποσιώπηση τοῦ «Σχεδίου» ὡς πρός τούς ἰδιοκτῆτες τῆς συγκεκριμένης ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, πού εἶναι κυρίως οἱ Ἱερές Μονές καί ἡ Ἀρχιεπισκοπή καί οἱ Μητρο-πόλεις.
Ἡ ὑπογραφή ἔνταξης στό Ταμεῖο Ἀξιοποίησης συνεπάγεται αὐτόματα καί τήν συγκατάθεση κάθε Μονῆς, ὡς ἰδιόκτητη; Εἶναι λοιπόν ἀπαραίτητο νά διευκρινιστεῖ ὃτι δέν παραχωρεῖται ἡ κυριότητα ἀλλά μόνο ἡ χρήση τῆς περιουσίας ἐνῶ ἡ καταβολή μισθωμάτων θά πρέπει νά εἶναι ὑποχρεωτική πρός τίς Μονές. Γιά τόν λόγο αὐτό θά πρέπει νά διασφαλιστεῖ τό ποσοστό συμμετοχῆς τοῦ Δημοσίου θά καταβάλλεται στό Ταμεῖο Ἀξιοποίησης Ἐκκλησιαστικῆς Περιουσίας ὑποχρεωτικά ὥστε νά μήν μεταβιβαστεῖ στό ΤΑΙΠΕΔ ὅπου μπορεῖ τελικά καί νά ἐκποιηθεῖ. Ἄλλως ἡ «Συμφωνία» αὐτή θά καταστεῖ μή ὑλοποιήσιμη καί μή ρεαλιστική ὅπως καί ὃλες οἱ προηγούμενες.
δ) Τέλος εἶναι ἀνάγκη νά προσδιορίσουμε, μέσα ἀπό τήν καταγραφή καί τήν κτηματογράφηση, γιά ποιά καί πόση περιουσία ὁμιλοῦμε, χωρίς ἀφηρημένες ἀναφορές ἤ γενικότητες.
5. Συμπερασματικές προτάσεις.
α) Ἡ Ι.Σ.Ι. πρέπει νά ἐπιστρέψει τό «Σχέδιο ὑλοποίησης» καί νά ζητήσει ἀπό τήν Κυβέρνηση νά τηρήσει τή δέσμευσή της, τήν ἀποστολή δηλαδή Σχεδίου νόμου μέ τήν αἰτιολογική ἔκθεση, τό ὁποῖον θά μελετήσει ἡ Ἐπιτροπή τῆς Ἐκκλησίας καί θά ὑποβάλλει Ἔκθεσηστήν Ι.Σ.Ι.
β) Οἱ δύο ἀναφορές στό συγκεκριμένο «Σχέδιο», ὅτι «ἡ Ἐκκλησία παραιτεῖται ἀπό κάθε περαιτέρω ἀξίωση σχετικά μέ τίς συγκεκριμένες ἀπαλλοτριώσεις καί ἡ Πολιτεία παραιτεῖται ἀπό τήν ἀπευθείας μισθοδοσία τοῦ κλήρου» (σελ. 4) ὡς καί ὅτι «ἡ Πολιτεία παύει νά μισθοδοτεῖ ἡ ἴδια τόν κλῆρο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» (σελ. 9) εἶναι πλήρως ἀντίθετες πρός τήν «κόκκινη γραμμή» τήν ὁποία ἔθεσε ἡ Ι.Σ.Ι. τῆς 16ης Νοεμβρίου 2018, περί μή ἀλλαγῆς τοῦ καθεστῶτος μισθοδοσίας τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων, γιαυτό τό λόγο καί τό παρόν «Σχέδιο» δέν θά πρέπει νά γίνει ἀποδεκτό στο σύνολό του ἀπό τήν Ι.Σ.Ι. τῆς 19ης – 21ης Μαρτίου 2019, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς λόγους τούς ὁποίους ἀνέφερα παραπάνω. Ἂλλωστε τό σημεῖο 15 τῆς «ἱστορικῆς συμφωνίας» τῆς 6ης Νοεμβρίου 2018 αὐτό ὑπ-αγορεύει.
γ) Ἡ Ι.Σ.Ι. πρέπει νά ἐπιμείνει στή διατήρηση τοῦ ὑφιστάμενου ἐργασιακοῦ, ἀσφαλιστικοῦ καί συνταξιοδοτικοῦ καθεστῶτος τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων καί τήν μισθοδοσία τους ἀπό τό Ὑπουργεῖο Παιδείας μέσω τῆς Ἑνιαίας Ἀρχῆς Πληρωμῶν.
δ) Νά ἐπιδιωχθεῖ ἡ νομοθετική κατοχύρωση ὅτι ἡ μισθοδοσία εἶναι ὑποχρέωση τῆς Πολιτείας γιά τήν ἐκκλησιαστική περιουσία τήν ὁποίαν κατέχει καί τῆς ὁποίας ποτέ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν παρεχώρησε τήν κυριότητα.
Ἡ ἀναγνώριση καί ἡ κατοχύρωση αὐτή ὑπό τόν τῦπο τῆς ὑποχρέωσης καί σέ σχέση πρός τή μισθοδοσία τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων δέν πρέπει νά συνδέεται μέ τίς θεσμικές καί συνταγματικές σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἐνῶ ἀποτελεῖ ἕνα σημαντικό βῆμα γιά τόν ἐξορθολογισμό τῶν σχέσεών τους.
ε) Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία τῆς Κρήτης καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Δωδεκανήσου πρέπει νά προχωρήσουν στήν καταγραφή τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ὀργανικῶν θέσεων τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων, νά καταρτισθεῖ τό Μητρῶο κληρικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων ἐνταγμένο στό Μητρῶο τῶν Δημοσίων Ὑπαλλήλων καί νά ἐπιλυθεῖ νομοθετικά ἡ ὑπάρχουσα ἀσυμφωνία μεταξύ τοῦ ὑφιστάμενου ἀριθμοῦ τῶν ὀργανικῶν θέσεων καί ἐκείνου πού θεσπίστηκε τό ἔτος 1945.
στ) Ἡ κτηματογράφηση καί κτηματολόγηση τῆς περιουσίας ὅλων τῶν Ν.Π.Δ.Δ. καί ἐκκλησιαστικῶν ὀργανισμῶν εἶναι ἐπείγουσα ἀνάγκη.
Πάντα ταῦτα καταθέτω εἰς Ὑμᾶς.