You are currently viewing Η Οσιακή Κοίμηση της Γερόντισσας Ανδριανής

Η Οσιακή Κοίμηση της Γερόντισσας Ανδριανής

  • Reading time:2 mins read

Υπό του Αρχιμ. Δημητρίου Καββαδία

Τα χαράματα της Κυριακής 5ης Ιανουαρίου 2020, εκοιμήθη εν Κυρίω σε βαθύτατο γήρας η Μοναχή Ανδριανή, Καθηγουμένη της Ιστορικής Ιεράς Μονής Αγίου Ανδρέου Μηλαπιδιάς Κεφαλληνίας.

Η μακαριστή Γερόντισσα γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1931 στο χωριό Ανδριολάτα Πόρου Κεφαλληνίας. Υπήρξε γόνος πτωχής πολύτεκνης οικογενείας. Οι γονείς της Γεράσιμος-Ανδρέας Ανδρεόλας και Φερενίκη Παπαδημάτου απέκτησαν οχτώ παιδιά. Η Γερόντισσα ήταν το τέταρτο παιδί τους. Υπήρξαν άνθρωποι καλωσυνάτοι και ευσεβείς. Ο πατέρας ήταν ο τσοπάνης της μεγάλης ανδρικής Μονής της περιφέρειας Πόρου Κεφαλληνίας, της Ιεράς Μονής Γενεσίου της Θεοτόκου Άτρου, η οποία μονή διακρινόταν για τους πνευματικούς της μοναχούς και το αυστηρό Τυπικό που ακολουθούσε. Η Μονή αυτή κτισμένη τον 8ο αιώνα στα δυσπρόσιτα βουνά του Πόρου και σε υψόμετρο 760 μέτρων, ανέθρεψε πνευματικά τις γύρω περιοχές. Οι κάτοικοι των πέριξ χωρίων ζουν με την ενθύμηση της αγιωσύνης του Ηγουμένου Κλήμεντος Φωκά, οσιακής μορφής της τοπικής Εκκλησίας στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, διηγούμενοι τα θαυμαστά σημεία και τις εμφανίσεις του.

Σε αυτό το πνευματικό περιβάλλον ανατράφηκε πνευματικά η οικογένεια Ανδρεόλα με ευχαριστία στην Παναγία για το τίμιο ψωμί που έτρωγαν στο μοναστήρι. Ιδιαιτέρως ευχαριστούσε τον Θεό η μικρή Αδαμαντία όπως ήταν το βαπτιστικό όνομα της Γερόντισσας γιατί το περιβάλλον της Μονής λειτουργούσε ευεργετικά στην ψυχή της και ξυπνούσε μέσα της τον πόθο της αφιέρωσης. Δεν έτυχε παιδείας διότι στην περιφέρεια δεν λειτουργούσαν δημοτικά. Στο δημοτικό σχολείο του χωρίου Ξενόπουλο (σε απόσταση μιάμιση ώρας με τα πόδια) πήγε λίγο μεγαλύτερη, αλλά δυστυχώς φοίτησε μόνο λίγους μήνες στην πρώτη δημοτικού και αυτό διότι λόγω της κήρυξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και των βομβαρδισμών που έκαναν οι Ιταλοί στην περιοχή, ανεστάλη η λειτουργία του σχολείου.

Ωστόσο προσπαθούσε να καλύπτει τα κενά της, συλλαβίζοντας την Αγία Γραφή και το ψαλτήρι που είχε στην ποδιά της και μελετώντας λίγο-λίγο διάφορα πνευματικά βιβλία που προμηθευόταν από το μοναστήρι.

Καταφύγιό της ήταν το εξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στα Ανδριολάτα καθώς και το Μοναστήρι της Άτρου. Άναβε τα καντήλια, θυμίαζε, έψαλλε και το πνεύμα της ανέβαινε τους ουράνιους θόλους δίπλα στην Παναγία και τους αγαπημένους της Αγίους.

Καθισμένη σ’ένα βραχάκι προσέχοντας τα αρνάκια της Μονής, να διαβάζει, την θυμόταν και ο προτελευταίος Ηγούμενος της Μονής, Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Μικελάτος που άδραξε την ευκαιρία να της μιλήσει για την αξία και την ανωτερότητα της μοναχικής ζωής. «Εσύ παιδί μου δεν είσαι γι’αυτό τον κόσμο, εσύ είσαι γεννημένη με προορισμό να γίνεις μοναχή».

Ήταν μόλις ένδεκα ετών όταν είδε στο χωριό του Πόρου να περνά έφιππη πάνω στο μουλάρι της, η μοναχή Αθανασία Κεκάτου, οικονόμος της Ιεράς Μονής Εσταυρωμένου Πεσσάδας. Καθισμένη σε μια πολύχρωμη κουρελού και φορτωμένη με διάφορα προϊόντα ζητείας για το μοναστήρι της, έδινε στην Αδαμαντία μια εικόνα που είχε αποδράσει από τα Γεροντικά που διάβαζε. Από τότε σκέφτηκε να γίνει μοναχή και μετά από λίγο καιρό ξεκίνησε κρυφά από τους δικούς της για την Μονή του Εσταυρωμένου. Η απόσταση ήταν περίπου 10 με 12 ώρες με τα πόδια. Αδύνατη καθώς ήταν, εξαντλήθηκε γρήγορα και παρέμεινε κοιμώμενη στο κελλί επί επτά ημέρες. Στα διαλλείματα του ύπνου της άκουγε την Ηγουμένη Βερονίκη να λέει ότι στο μοναστήρι δεν κρατούν άρρωστα παιδιά. Έτσι επέστρεψε στην οικογένειά της.

Όμως η φλόγα του θείου έρωτα έκαιγε το είναι της και προσευχόταν έντονα να την αξιώσει ο Θεός να γίνει μοναχή. Περίμενε το θείο κάλεσμα ακόμη τέσσερα χρόνια ώσπου ο πνευματικός της και Ηγούμενος της Μονής Άτρου, Αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Διαμαντάτος, την πήρε για το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέου. Φεύγοντας από το πατρικό της, την ρώτησε η μητέρα της: «Για πού ξεκίνησες να πας παιδί μου;». Εκείνη της απάντησε ταπεινά: «Αγαπάω τον Χριστό και πάω να σώσω την ψυχή μου». Γι’αυτό πάντοτε αισθανόταν μέσα της έντονο τον έλεγχο από την απάντηση που έδωσε στην μητέρα της και πάντοτε

αγωνιζόταν με ιδιαίτερη επιμέλεια για τη σωτηρία της ψυχής της με το φόβο μήπως κολαστεί και στην άλλη ζωή λογοδοτήσει στην μητέρα της.

Έτσι με την έγκριση των δικών της και την συνοδεία του πνευματικού της έφτασε στο μοναστήρι και έβαλε μετάνοια ως δόκιμη μοναχή στις 12 Δεκεμβρίου 1946 εις ηλικίαν 15 1/2 ετών. Ηγουμένη της Μονής ήταν η μοναχή Αναστασία Παυλάτου, μοναχή πνευματική και έμπειρη, η οποία με αγάπη και στοργή την κατέταξε στην αδελφότητα της Μονής.

Κατ’εκείνα τα χρόνια υπήρχε στην τοπική εκκλησία, ο «κανονισμός της προσηλώσεως» για τους μοναχούς και τις μοναχές. Έπρεπε δηλαδή οι δόκιμοι για να εγγραφούν στην Μονή και να γίνει η κουρά τους να αφιερώσουν στην Μονή χρηματικό ποσό ή άλλη περιουσία για την συντήρησή τους. Η προσήλωση ήταν σοβαρή πράξη που γινόταν με την συγκατάθεση «της μελλούσης αποκαρήναι» και ομολογείτο από την ίδια την δόκιμη και τους συγγενείς της. Προσφερόταν λοιπόν στην Μονή κτήματα, ρουχισμός, χρήματα, δηλ. η «προίκα της καλόγριας» που καταγράφονταν στον κώδικα της Μονής. Έτσι επεκράτησε ο όρος «προσήλωση» που θύμιζε την επί του Σταυρού προσήλωση του Χριστού. Για να θυμούνται όλοι ότι και η δόκιμη προσηλώθηκε, σταυρώθηκε στην Μονή με όλα της τα υπάρχοντα και εισήλθε στην Μονή χωρίς ιδιοκτησία, χωρίς πλούτο, χωρίς θέλημα.

Η Αδαμαντία ήταν όμως γόνος πτωχής οικογένειας. Που θα βρισκόταν το ποσό της δικής της προσήλωσης; Ο πατέρας της δέχτηκε με πολλή χαρά την απόφαση της κόρης του και με περισσότερη χαρά να δουλέψει και δεύτερη δουλειά σε ξένα κοπάδια για να προικίσει την κόρη του που θα την έδινε για νύμφη του Χριστού. Έτσι δούλεψε τέσσερα χρόνια για να καταθέσει το ανάλογο ποσό.

Την Κυριακή λοιπόν της Ορθοδοξίας, στις 26 Φεβρουαρίου του 1950, στο παλαιό Καθολικό της Μονής, τελέσθηκε από τον τότε Μητροπολίτη Γερμανό (Ρουμπάνη) η ρασοφορία της Αδαμαντίας οπότε και έλαβε το μοναχικό όνομα «Ανδριανή». Το όνομα δηλαδή του προστάτη της Μονής Αγίου, το οποίο ποτέ (όπως μαρτυρείται από τους κώδικες της Μονής) δεν είχε δοθεί σε άλλη αδελφή της Μονής.

Η μέρα ήταν βροχερή. Στο Μοναστήρι έφθασε για να λειτουργήσει μαζί με τον Δεσπότη και ο Ιερέας Νικόλαος Γαρμπής (γνωστός με το παρωνύμιο παπά-Τσάρλεστος) που συνόδευε το

Κατηχητικό Σχολείο Θηλέων του Ιερού Ναού Παναγίας Σισσιώτισσας Αργοστολίου. Μεταξύ των μικρών μαθητριών ήταν και η Αικατερίνη-Αναστασία Παπαδάτου (Καββαδία), μητέρα του γράφοντος, η οποία ενθυμείται έντονα την ημέρα και διηγείται με ενθουσιασμό την τελετή ρασοφορίας της αδελφής Ανδριανής.

Από την πρώτη μέρα εισόδου της στον Ιερό χώρο η αδελφή Ανδριανή αγάπησε εκ βάθους καρδίας τον Άγιο Ανδρέα και το πανέμορφο μοναστήρι του και παραδόθηκε σε αυτή την αγάπη εκ βάθους καρδίας.

Η Μονή του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου ιδρύθηκε την Βυζαντινή εποχή. Αναφέρεται ως Μονή στο Πρακτικό της Λατινικής Επισκοπής Κεφαλληνίας από το 1264. Τους αιώνες που ακολούθησαν ερημώνεται και επανιδρύεται το έτος 1579, όταν τρεις κατά πνεύμα αδελφές η Βενεδίκτη, η Λεοντία και η Μαγδαληνή, καταγόμενες από την πρώτη πρωτεύουσα της Κεφαλονιάς, τον Μεσαιωνικό Δήμο του Κάστρου, αγοράζουν το κτήμα στο οποίο προϋπήρχε το ερειπωμένο μονύδριο επ’ονόματι του Αποστόλου Ανδρέου και εγκαθίστανται εκεί με σκοπό να μονάσουν. Ταχύτατα αναπτύσσεται γυναικείο κοινόβιο στο οποίο προσέρχεται να μονάσει κατά θαυμαστό τρόπο (διάσωση από ναυάγιο) το έτος 1639 η Ελληνορουμανίδα Πριγκίπισσα Ροζάνη μετονομασθείσα σε Ρωμύλα μοναχή, θυγατέρα του Πρωτοσπαθάριου της Μολδοβλαχίας Πέτρου Βοεβόδα. Εκτός από τη μεγάλη περιουσία της, κινητή και ακίνητη, αφιερώνει στην Μονή έναν ανεκτίμητο πνευματικό θησαυρό προερχόμενο από την Μονή Δοχειαρίου του Αγίου Όρους: το ιερό λείψανο εκ του δεξιού ποδός (πέλμα) του Αποστόλου Ανδρέου. Το πέλμα, απεξαρθρωμένο από τον αστράγαλο, φέρει κανονικά επάνω του την σάρκα του Αγίου, το αίμα του απεξηραμμένο, καθώς επίσης είναι εμφανής η οπή από το καρφί της σταυρώσεως του Αγίου. Η δε ευωδία του είναι χαρακτηριστική και εξαιρετικά έντονη. Έκτοτε η Μονή λειτουργεί αδιάκοπα ως Γυναικεία Κοινοβιακή.

Η Μονή του Αγίου Ανδρέου ανέκαθεν αποτελούσε κέντρο πνευματικού ενδιαφέροντος για το νησί. Λόγο των θαυμάτων του Αγίου και της καλής της πνευματικής τάξεως είχε πάντοτε καλή φήμη και σταδιακά απέκτησε και ικανή κτηματική περιουσία. Στην Μονή έγιναν μοναχές γυναίκες προερχόμενες από διάφορες αρχοντικές οικογένειες του νησιού οι οποίες διεκρίθησαν για την αρετή τους, την συμβολή τους

στα εκκλησιαστικά δρώμενα και τις κοινωνικές δραστηριότητες του νησιού και την επίδοσή τους στα γράμματα και τις τέχνες.

Με το μοναστήρι συνδέθηκαν σημαντικές μορφές της τοπικής Εκκλησίας που ωφελήθηκαν πνευματικά και ακολούθως ευεργέτησαν με το πέρασμά τους την Μονή.

Στον 20ο αιώνα το στίγμα τους στην Μονή άφησαν οι αυτάδελφοι Ιερομόναχοι εφημέριοι και πνευματικοί της Μονής Βασίλειος και Δημήτριος Λουκάτος ως και η αδελφή τους Αναστασία μοναχή που διετέλεσε Ηγουμένη επί δύο περιόδους (1900-1905 και 1922-1930). Αυτοί υπεστήριξαν το μοναστήρι και διαχειρίστηκαν σοφά τα διάφορα διοικητικά και περιουσιακά θέματα του Μοναστηριού και κατέλιπαν πνευματικά θεμέλια στον εσωτερικό βίο της Μονής. Αλλά και η διάδοχη κατάσταση με τον Αρχιμανδρίτη Δανιήλ Μιγγάρδη (γόνο της κτιτορικής οικογενείας του μοναστηριού) και τις ηγουμένες Ροζάνη Αγγελάτου και Αναστασία Παυλάτου αύξησαν την φήμη του ιερού σκηνώματος και συνέτειναν στην πνευματική ανάδειξη της Μονής.

Σ’αυτό το ωραίο πνευματικό περιβάλλον προστέθηκε ως μοναχή η αδελφή Ανδριανή. Ολοπρόθυμα παραδόθηκε στην προσευχή και την υπακοή, εργαζόμενη με όλη την ορμή της νεανικής της ηλικίας στα διάφορα διακονήματα του μοναστηριού. Τηρούσε την υπακοή αναντίρρητα αποδεχόμενη μέσα στην ψυχή της ότι η εντολή του Θεού εκφραζόταν από τον λόγο της Γερόντισσάς της Αναστασίας. Έτσι αγάπησε το μοναστήρι και αγαπήθηκε από όλους για τον σεμνό βίο της και τον υπάκουο χαρακτήρα της. Η ζωή της ως υποτακτικής, έγινε ύμνος ευχαριστίας στο Θεό που την έφερε να Τον διακονήσει στο άγιο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέου. Η αναπνοή της ήταν οι ακολουθίες της Μονής καθώς και η εκπλήρωση των εντολών της Ηγουμένης.

Με την ταπείνωσή της κέρδισε την εμπιστοσύνη της αδελφότητος έτσι ώστε να την εκπροσωπεί και στις εκτός Μονής δύσκολες υποθέσεις. Εργαζόταν άοκνα όπου και όπως μπορούσε καλύπτοντας τα κενά από τα διακονήματα και των άλλων μοναχών. Έτρεχε γρήγορα στον κάμπο του μοναστηριού για να ανεβάσει με κανάτια το πόσιμο νερό στα κελλιά των αδελφών και αυτό αναντίρρητα όσες φορές κι αν το ζητούσε η Ηγουμένη. Ακόμη και όταν είχε περάσει τα ογδόντα της χρόνια έσπευδε μέσα στο κρύο και την βροχή να σημάνει τις καμπάνες στην ώρα που είχε ορίσει η Μονή για την έναρξη του όρθρου, στις 04.00

π.μ. Παρέμενε δηλαδή ακούραστος εργάτης του Μοναστηριού μέχρι και την ύστατη στιγμή και με αρρώστια και με γεράματα κ.ά.

Εργοχειρούσε στον αργαλειό υφαίνοντας και προσευχόμενη μέχρι την ώρα της πρωινής ακολουθίας. Βοηθούσε στον ναό, στα μαγειρεία, στις αυλές, στους κήπους, όπου της έδιναν εντολή, αρκεί να έδινε την εντολή έστω και με τα μάτια η Ηγουμένη. Γι’αυτό έλεγε αργότερα ότι όταν ο μοναχός προσπαθήσει να αναπαύσει δια της υπακοής του τον Γέροντά του, βιώνει εντός του τον Παράδεισο.

Την άνοιξη του 1952 μετέβη στην Αθήνα με πυώδεις αμυγδαλές και χειρουργήθηκε στην Πολυκλινική. Στην Εκκλησία του ιδρύματος γνώρισε τον ιερέα του ναΐσκου του Αγίου Γερασίμου, τον Γέροντα Πορφύριο στον οποίο εξομολογήθηκε. Εκείνος την τόνωσε πνευματικά και της απεκάλυψε το πρόβλημα με την όρασή της που έμελλε να την βασανίσει μερικές δεκαετίες αργότερα.

Στις 11, 12 και 13 Αυγούστου 1953 η Κεφαλονιά όπως και τα γύρω νησιά Ζάκυνθος και Ιθάκη γνώρισαν την καταστροφική μανία του εγκέλαδου. Ώρα αποδείπνου στο Μοναστήρι και οι αδελφές υπό το ιλαρό φως των καντηλιών διαβάζουν τους χαιρετισμούς του Αγίου Σπυρίδωνος τιμώντας το θαύμα διασώσεως της νήσου Κερκύρας από την πολιορκία των Αγαρηνών. Οι αλλεπάλληλες σεισμικές δονήσεις του τριημέρου και οι επόμενες επί επτάμηνο μετασεισμικές πλήττουν το ιστορικό μοναστήρι που ακολουθεί σιωπηλά τη μοίρα του νησιού. Οι μοναχές γίνονται «πρόσφυγες» στα προαύλια της Μονής και συνεχίζουν τα καθήκοντά τους διαδοχικά στα αντίσκηνα, τα ξύλινα παραπήγματα και τα τσιμεντένια κελλιά που έχτισε ο στρατός.

Η αδελφή Ανδριανή έτρεχε ακούραστα όλη την ημέρα με την ευλογία της Ηγουμένης της πότε για προμήθειες στην αγορά, πότε για τα μετόχια, πότε για την επιστασία των εργασιών ανεγέρσεως, πότε για την διάθεση εργοχείρων κτλ. ώστε να συντομεύσει ο χρόνος στέγασης της αδελφότητος.

Ενθυμούμενη αυτά τα χρόνια αργότερα, τα χαρακτήριζε χρόνια ευλογημένα που τα βιούσε εν υπακοή υπό την σκέπην του Αγίου Ανδρέου.

Στις 7 Απριλίου 1963 εκάρη σταυροφόρος (ήτοι μικρόσχημος) υπό του Μητροπολίτου Ιεροθέου (Βουή). Κατά τα επόμενα χρόνια ο Γενικός

Αρχιερατικός Επίτροπος της Μητροπόλεως, Πρωτοπρεσβύτερος, Κωνσταντίνος Γκέλης, συντάσσει το νέο μοναχολόγιο της Μονής όπου καταγράφει την μαρτυρία της τότε Ηγουμένης Αναστασίας υπέρ της αδελφής Ανδριανής, βάσει της οποίας αιτείται την απόκαρσή της εις μεγαλόσχημον μοναχήν.

Διαβάζουμε λοιπόν στο «70ο Πρακτικόν» της 3ης Δεκεμβρίου 1969: «Η Οσιωτάτη Ηγουμένη εισηγείται όπως καρή εις Μεγαλόσχημον Μοναχήν η ήδη μικρόσχημος τοιαύτη Ανδριανή Ανδρεόλα του Γερασίμου, ήτις χαρακτηρίζεται δια την αφοσίωσίν της προς τον Θεόν, υπακοήν, εργατικότητα και πολλών ετέρων χριστιανικών χαρισμάτων. Αύτη δε ως γνωστόν προσήλθε τη ημετέρα Ιερά Μονή προς εγκαταβίωσιν εκ μικράς ηλικίας και ήτις πολλάς υπηρεσίας προσέφερε και προσφέρει εις την Ιεράν Μονήν μας με πνευματικήν πυξίδα αυτής το λόγιον του Κυρίου: «εί τις θέλει πρώτος είναι, έσται πάντων έσχατος και πάντων διάκονος» (Μάρκ. θ΄, 35).

Η αδελφότης δε της Ιεράς Μονής δι’ημών εις εκδήλωσιν της ευγνωμοσύνης, αφ’ενός μεν δια την πνευματικήν ανταπόκρισιν της ανωτέρω Μοναχής, αφ’ετέρου δε προς ενίσχυσιν αυτής εις τον περαιτέρω πνευματικόν της αγώνα και ίνα μη αύτη αναλωθή υπό ενδεχομένων διαβολικών ρευμάτων, οφείλει δια λήψεως σχετικής αποφάσεως να καταστήσει ενήμερον τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Κεφαλληνίας κύριον Προκόπιον, έχοντα την ευθύνην, της διακυβερνήσεως των ψυχών ημών περί του προτεινομένου θέματος….

Το Ηγουμενοσυμβούλιον ακούσαν …….. εύχεται εις την ανωτέρω μοναχήν όπως συνεχίση εργαζομένη αόκνως πνευματικώς προς δόξαν Κυρίου και κληρονομίαν της αιωνίου και μακαρίας ζωής».

Έτσι στην κατανυκτική αγρυπνία που τελείται προς τιμήν της Αγίας Θεοπρομήτορος Άννης στο νέο Καθολικό του μοναστηριού, η αδελφή Ανδριανή κείρεται μεγαλόσχημος υπό του Μητροπολίτου Προκοπίου (Μενούτη) λαμβάνουσα το τιμητικόν όνομα προς τιμήν των δύο Αγίων Ανδρεάννα (δηλ. Ανδριανή και Άννα), χάριν όμως ευφωνίας εξακολουθεί να προσφωνείται Ανδριανή. Η λήψη του Αγίου Σχήματος για την αδελφή Ανδριανή σημαίνει αυξημένα πνευματικά καθήκοντα και περισσότερη διακονία. Συμπαρίσταται λοιπόν στο αγαπημένο της μοναστήρι έργω και λόγω, κερδίζοντας τον σεβασμό και την εκτίμηση του λαού του Θεού.

Η ηγουμενική διακονία της Γερόντισσας Αναστασίας έχει φθάσει στο τέλος της λόγω γήρατος και ασθενειών που της επιβάλουν σιωπηρά την παραίτησή της. Τις εκλογές διενεργεί ο Μητροπολίτης Σπυρίδων (Καλαφατάκης) στις 8 Ιουλίου 1985 οπότε και αναδεικνύεται με την πλειοψηφία των ψηφισασών αδελφών νέα Ηγουμένη η αδελφή Ανδριανή, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά της εν φόβω Θεού, εφοδιασμένη με την ευχή και ευλογία της προκατόχου της Γερόντισσας Αναστασίας η οποία υπήρξε η μακροβιότερη Ηγουμένη του παλαίφατου μοναστηριού (1944-1985). Με την αναγγελία του αποτελέσματος της εκλογής, η Γερόντισσα Αναστασία έζησε την επί γης αποκατάσταση του μοναστηριού ευχαριστώντας τον Θεό και τον Άγιο Ανδρέα και για αυτή τους την ευεργεσία. Ένα μήνα αργότερα, την Τετάρτη 8 Αυγούστου 1985, η Γερόντισσα Αναστασία ευχαριστημένη από την πορεία της Μονής, παρέδωσε ειρηνικά την ψυχή της στον Κύριο της δόξης.

Η αδελφή Ανδριανή έχοντας ως πολύτιμο εφόδιό της τα 39 χρόνια που έζησε ως υποτακτική στο μοναστήρι, ρίχτηκε στα νέα της καθήκοντα με δύναμη και όρεξη για δουλειά. Πέρα από τη λειτουργική ζωή της Μονής η οποία της έδινε τα απαραίτητα εφόδια για τον αγώνα της καθημερινότητας, συνέχισε την παντοειδή συμπαράστασή της στην αδελφότητα για την οποία ήταν πάντοτε μητρική και προστατευτική. Προέβη σε διάφορα έργα ανακαινίσεως και αναδείξεως της Μονής. Ανεστήλωσε τα εξωκλήσια Αγίου Νικολάου Σκαρδαμπέλη και Αγίων Παρασκευής και Αικατερίνης καθώς και του Ιερού Καθίσματος (Μετοχίου) της Παναγίας «ο Γλυκασμός των Αγγέλων» στα Κοκκύλια. Ευτρέπισε τα υπάρχοντα κελλιά, το Ηγουμενείο και τον αύλειο χώρο. Με την συνδρομή των αδελφών ανήγειρε το εκθετήριο και τον ξενώνα της Μονής ο οποίος σήμερα και μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 2015 φιλοξενεί στις εγκαταστάσεις του το Δημοτικό Γηροκομείο. Η σφραγίδα του έργου της τέθηκε το 1988 όταν λειτούργησε για πρώτη φορά στο αναστηλωμένο παλαιό Καθολικό της Μονής το Εκκλησιαστικό Βυζαντινό Μουσείο στο οποίο έκτοτε εκτίθενται τα διασωθέντα από τους σεισμούς του 1953 αναπαλαιωμένα κειμήλια του μοναστηριού, ενώ το 2002 εγκαινίασε το νέο διόροφο κτίριο του Μουσείου στο οποίο εκτίθενται και άλλα κειμήλια από ναούς και Μονές του νησιού.

Η Γερόντισσα Ανδριανή διακρίθηκε από το εις πάντας ανεξαιρέτως πνεύμα της αγάπης και της φιλοξενίας και αυτό όχι μόνο

όταν το μοναστήρι είχε πλησμονή αγαθών αλλά και από τότε που έπρεπε να διαθέσει την ατομική της λιγοστή μερίδα για τον ελάχιστο αδελφό. Μέσα στο μοναστήρι περπατούσε ακούραστα πολλά «χιλιόμετρα» για να εξυπηρετήσει τους προσκυνητές της Μονής ανοίγοντας το Καθολικό της Μονής και το Μουσείο. Πάντα έβαζε στο χέρι ένα δωράκι-ευλογία και περνούσε όλους στο Ηγουμενείο για το κέρασμα που πλούσια προσέφερε, ακόμη και φαγητό για τους νηστικούς. Όταν κερνούσε κι ας ήταν στενοχωρημένη από τα διάφορα προβλήματα του μοναστηριού, άκουγε με προσοχή τα ξένα προβλήματα που της εμπιστεύονταν, σημειώνοντας τα ονόματα των πασχόντων ή τεθνεώτων για λειτουργία, παράκληση, προσευχή. Για όλους πάντα είχε ένα χαμόγελο ή λίγα δάκρυα να μοιραστεί για να στηρίξει τις πονεμένες και κουρασμένες ψυχές. Έπαιρνε μέσα της το κάθε πρόβλημα κοκκίνιζε το πρόσωπό της και έκλαιγε σιωπηλά συμμετέχοντας σε όλο τον πόνο που της εξέθεταν.

Ήταν απαράβατη στις μοναχικές της αρχές. Εθλίβετο για πολλά πράγματα που συνιστούσαν κατάπτωση στο ιδεώδες του σημερινού μοναχισμού. Στενοχωριόταν να βλέπει μοναχές να γυρίζουν εκτός Μονής ή να συγχρωτίζονται με νέους μοναχούς ή να πηγαίνουν σε προσκυνήματα με ιδιωτικά αυτοκίνητα με παρέες κοσμικών. Δεν της άρεσε η εξεζητημένη εξωτερική περιβολή των μοναχών με γυαλιστερά υφάσματα ή να φορούν οι μοναχές τα διακριτικά της μεγαλοσχήμου στο δρόμο ή την αγορά και σε κοινή θέα. Θλιβόταν όταν διαλύονταν Μονές ή έδιωχναν τον πνευματικό τους ή τον κατηγορούσαν λέγοντας ότι η Μονή χωρίς πνευματικό είναι ακυβέρνητο καράβι καταδικασμένο να βυθιστεί. Την στενοχωρούσε να φορούν οι μοναχές διαφανείς κάλτσες, να κρατούν κινητό και να παίζουν ολημερίς με τα κουμπιά του. Θεωρούσε αδιανόητη πρακτική για μοναχές τα μέσα δικτύωσης όπως και το να ασχολούνται οι Μονές με παραγωγή πιστοποιημένων βιολογικών προϊόντων που διατίθενται ηλεκτρονικά στο εμπόριο. Ήθελε τον μοναχισμό να τον χαίρονται οι μοναχοί και οι μοναχές έτσι όπως τον γνώρισε στο ξεκίνημά της: λιτό και απλό με σκοπό την προσδοκία συνάντησης με τον Νυμφίο Χριστό. Της έκανε κακή εντύπωση οι μοναχοί κατά την νεκρώσιμο να ψάλλονται ακάλυπτοι στο πρόσωπο. Το θεωρούσε άσχημο να τους φιλούν στο πρόσωπο και τέλος να θάβονται με φέρετρο σαν τους κοσμικούς. Το να ασχολούνται οι μοναχοί με δογματικά θέματα το θεωρούσε μάταιο διότι όσοι το ίδιο έπραξαν στο παρελθόν παρεξέκλιναν και το αρνήθηκαν. Επίσης της

φαινόταν αδιανόητο οι μοναχοί να διδάσκουν από έδρας και σε συνέδρια όντας σε πνευματική διάσταση ή σε ανυπακοή προς τον πνευματικό ή τον δεσπότη τους.

Το φρόνημά της ήταν καθαρώς εκκλησιαστικό. Επί των ημερών της η Μητρόπολη άλλαξε 7 Επισκόπους προς τους οποίους ανεξαιρέτως εκδήλωνε τον έμπρακτο εν υπακοή σεβασμό της. Πάντοτε συμβουλεύονταν τους πνευματικούς έχοντας βαθιά μέσα της ριζωμένο ότι «θα κάνουμε υπακοή σε ό,τι πει ο Δεσπότης διότι η ψυχή του τα βλέπει όλα και τα παρακολουθεί∙ χωρίς να του τα πούμε, τον πληροφορεί το Άγιο Πνεύμα και στενοχωρείται με την διαγωγή μας».

Κατ’ουσίαν είχε απαλό χαρακτήρα και όντας αισιόδοξη, ήξερε να διαλύει τα νέφη της στενοχώριας των άλλων. Ο λόγος της ήταν εμπλουτισμένος με διάφορα αγιογραφικά και πατερικά χωρία και διηγήσεις εκ του Γεροντικού. Διέθετε την σοφία του απλού λαού διανθίζοντας τον λόγο της με διάφορα αποφθέγματα της καθημερινότητας όπως:

§ Τον δουλευτή σου πλήρωσε και ψυχικό μην κάνεις.

§ Όποιος δεν εμίλησε, ποτέ του δεν μετάνοιωσε.

§ Μην απελπίσεις άνθρωπο με την δική σου γνώση γιατί δεν ξέρεις ο Θεός, τι έχει να του δώσει.

§ Τον ανόητο κι αν συμβουλεύεις, κρύο σίδερο δουλεύεις, κ.ά.

Εκείνο που χαρακτήριζε το μοναχικό της ήθος ήταν η αρετή της αφάνειας. Αφανώς βοηθούσε, συμπαραστεκόταν, νουθετούσε, ήταν παρούσα όταν έπρεπε χωρίς να πάρει κανείς είδηση την παρουσία της. Γι’αυτό και αντιπαθούσε την προβολή και διαφήμιση καθώς και την επιδειξιομανία και τις ταπεινολογίες ονομάζοντάς τα «αναμμένα κάρβουνα στο κεφάλι των καλογέρων».

Για το ηγουμενικό αξίωμα έλεγε χαρακτηριστικά:

«Η Ηγουμένη πρέπει να ικανοποιεί όλων τις επιθυμίες και να θεραπεύει τα θελήματα»

«Η Ηγουμένη είναι η υπηρέτρια της Μονής και των αδελφών. Πρέπει πάντοτε να αγαπά, να καλύπτει, να συγχωρεί»
«Οι αδελφές έχουν μια Γερόντισσα ενώ η Ηγουμένη έχει όλες τις αδελφές Γερόντισσές της να υπακούει»

«Η Ηγουμένη είναι το γαϊδουράκι του Μοναστηριού. Πάνω στο σαμάρι της έρχεται η κάθε αδελφή και φορτώνει τα υλικά της: άλλη φορτώνει πέτρες, άλλη ξύλα, άλλη σιδεριές, άλλη μπάζα. Και η Ηγουμένη υποχρεούται με λυγισμένα γόνατα κοιτώντας τον ουρανό να πάει να βρει τόπο να τα πετάξει. Κι αν είναι ψέματα και συκοφαντίες, δίνε Χριστέ μου δύναμη μέχρι το τέλος».

Διήλθε την ταπεινή και αφανή ζωή της με προσευχή, μελέτη και θεία λατρεία, προσευχομένη και νηστεύουσα, στηρίζοντας το λαό του Θεού με έργα φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης, υλικής και πνευματικής. Μέχρι τέλους παρέμενε εργαζόμενη ακατάπαυστα για το μοναστήρι.

Την τελευταία πενταετία, συνεπεία φλεβικής ανεπάρκειας και αποκόλλησης του αριστερού της ματιού, δεν μπορούσε να δουλεύει όπως εκ νεότητος έπραττε. Έτσι καθόταν στο ναό να υποδέχεται τους προσκυνητές, να τους ακούει και να τους ξεκουράζει ψυχικά. Προσπαθούσε με το κομποσκοίνι και τα βιβλία της Εκκλησίας να γεμίζει όσα κενά από τις διακονίες της είχε. Έτσι μέχρι την δύση του ηλίου διάβαζε παρακλήσεις και ψαλτήρι. Η αλλαγή φαινόταν στο ηλιοκαμένο πρόσωπό της που τώρα πλέον γλυκύ και ιλαρό φανέρωνε κάτι άλλο: την προσδοκία συνάντησης με τον Νυμφίο της ψυχής της Ιησού Χριστό.

Μέσα στο λιγοστό φως της Εκκλησίας με το ένα μόνο μάτι, μελετούσε και έψαλλε ζητώντας μέσα της την γαλήνη και το έλεος της Θείας Χάριτος να την σώσει και να την εξαγιάσει. Και παρόλες τις δυσκολίες της καθημερινότητάς της, με την αντοχή στους πόνους και την νοσηλεία στο Νοσοκομείο, υπέμενε αγόγγυστα μέχρι την ύστατη στιγμή. Πολλή προσευχή, λίγο φαγητό και νερό και σιωπή, θύμιζε πάντοτε σε όλους την ισόβια άθλησή της: ανοχή ατελείωτη, υπομονή ιώβεια, αγάπη χωρίς όρια…

Το τέλος της ήρθε γαλήνιο και ήρεμο μετά από ολιγόωρη νοσηλεία στο Νοσοκομείο Αργοστολίου και με μόνο μια ανάσα περί ώραν 00.20 π.μ. της Κυριακής 5ης Ιανουαρίου 2020 επί τη εορτή της παραμονής των Θεοφανείων του Χριστού και μνήμη της Οσίας Συγκλητικής, της διδασκάλου του Γυναικείου Μοναχισμού.

Είχε εισέλθει στο 89ο έτος της ζωής της, το 74ο έτος εγκαταβιώσεώς της στην Μονή και το 35ο έτος της ηγουμενικής της διακονίας. Από παιδικής ηλικίας αφιερωμένη στον Χριστό (και προ της εισόδου της στην Μονή) και επί τρία τέταρτα του αιώνα η αληθινή νύμφη Του!…..

Το λείψανό ζεστό και εύκαμπτο (παρά το κρύο της χειμωνιάτικης ημέρας) με ελαφρύ μειδίαμα στο πρόσωπο, κατετέθη ευθύς αμέσως προς προσκύνησιν στο Νέο Καθολικό της Μονής όπου και διαβάστηκε στις 16.00 μ.μ. «η εξόδιος ακολουθία εις μοναχούς» στην οποία προεξήρχε ο Μητροπολίτης του νησιού, συμπαραστατούμενος από ιερείς του νησιού. Εκτός της συνοδείας της, παρευρέθηκαν και μοναχές από τις άλλες γυναικείες Μονές της νήσου και πλήθος κόσμου. Η ταφή της έγινε στο κοινοτάφιο όπου είχε ενταφιαστεί και η αγαπημένη της Γερόντισσα Αναστασία Παυλάτου, προσδοκώντας από κοινού την έγερση εν τη ημέρα της Κρίσεως.

Η μνήμη αυτής έστω αιωνία και άληστος!