Στην Ιερά Μητρόπολη Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου στα πλαίσια του εορτασμού της 100ετηρίδος της βρέθηκε την Κυριακή 29η Σεπτεμβρίου, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ.Ιερώνυμος Β΄. Ο Μακαριώτατος αναγορεύθηκε στην πόλη της Καβάλας, επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Φυσικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Κατά την ομιλία του ο Αρχιεπίσκοπος ανέπτυξε με έναν μοναδικό τρόπο που κράτησε το ήδη κουρασμένο ακροατήριο σε εγρήγορση,την σχέση Θεολογίας και Φυσικών Επιστημών. Πρόκειται για ένα μνημειώδες κείμενο, όπου με συνοπτικό και εύληπτο τρόπο απαντώνται υπαρξιακά προβλήματα και αναλύεται η σχέση της επιστήμης με την Θεολογία. Ο Μακαριώτατος κάνοντας μία ιστορική αναδρομή απαριθμεί τις απόψεις περί κοσμογονίας υπό το πρίσμα της επιστήμης. Είναι γνωστή η ευρυμάθεια του Αρχιεπισκόπου, φυσικά η θεολογική του κατάρτιση, αλλά και η φιλοσοφική του σκέψη, η οποία συχνά μας εκπλήσσει για την ολοκληρωμένη άποψη που έχει περί ζωής.
Συμπερασματικά καταλήγει στην ομιλία του, την οποία παραθέτουμε αυτούσια, ότι «δεν υπάρχει θέμα σύγκρουσης και διαμάχης μεταξύ σοβαρής επιστήμης και μιας σοβαρής θρησκευτικής παράδοσης ή τουλάχιστον της Ορθόδοξης θεολογίας… Δεν υπάρχει σύγκρουση, εφ’ όσον η θεολογία ασχολείται κυρίως με το ποιός δημιούργησε τον κόσμο και ποιος είναι ο προορισμός του κόσμου…». Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, κατέληξε ο Αρχιεπίσκοπος «ο κόσμος είναι μία διαρκής έκπληξη από την δημιουργία του. Ο κόσμος καλείται διαρκώς, μέσω του Χριστού και της Εκκλησίας Του, να κινηθεί προς την ολοκλήρωσή του. Αυτό θα συμβεί με την οριστική του μεταμόρφωση στα Έσχατα. Τότε η ύλη και το σώμα δεν θα υπόκεινται στην φθορά και στον θάνατο… Πιστεύω πως, αν αντιληφθούν (σ.σ.οι επιστήμονες) έτσι τον κόσμο, θα αποκατασταθεί η ιερότητα της φύσεως, που έχει εκλείψει. Έτσι θα συμβάλουν, όχι μόνο ως άνθρωποι, αλλά και ως επιστήμονες, στο δημιουργικό σχέδιο του Θεού, από τον οποίο δεν εξαιρείται η Κτίσις, η φύση, η ύλη».
Να συγχαρούμε τον Αρχιεπίσκοπο για το σπουδαίο αυτό μνημειώδες κείμενο στο οποίο θα άξιζε να ανακοινωθεί σε ένα ακόμη πιο διευρυμένο και καταρτισμένο ακροατήριο. Απέδειξε ότι οι άνθρωποι της Εκκλησίας μας και μάλιστα οι Ταγοί μας έχουν πλήρη επίγνωση της ζωής και του κόσμου και μπορούν να ανταποκριθούν σε κάθε πρόκληση ή πρόσκληση που τους απευθύνεται!
Σ.Μ.Τ.
Παραθέτουμε ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας του Μακ. Αρχιεπισκόπου
ΟΜΙΛΙΑ
τῆς Α.Μ. τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν
καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου,
κατὰ τὴν τελετὴν ἀναγορεύσεως αὐτοῦ
εἰς ἐπίτιμον διδάκτορα τοῦ Τμήματος Φυσικῆς
τοῦ Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
ἐν Καβάλᾳ, τὴν Κυριακὴν 29ην Σεπτεμβρίου 2024
«Ὁ κόσμος ὡς ἔκπληξη»
Σεβασμιώτατε εκπρόσωπε της Α. Θ. Π. Άγιε Μιλήτου,
Σεβασμιώτατοι ἀδελφοί,
κ. Υπουργέ,
Ἐλλογιμώτατε κ. Πρύτανη,
Ἐλλογιμώτατε κ. Κοσμήτορα,
Ἐλλογιμώτατε κ. Πρόεδρε,
Ἐλλογιμώτατοι κ. Καθηγηταί,
ἐκλεκτοὶ παρόντες
Θὰ ἤθελα ἐγκαρδίως νὰ σᾶς εὐχαριστήσω γιὰ τὴν πρόσκληση
καὶ τὴν ὑψηλὴ τιμὴ τῆς ἀπονομῆς τοῦ τίτλου τοῦ ἐπιτίμου
διδάκτορος τοῦ Τμήματος Φυσικῆς τῆς Σχολῆς Θετικῶν
Ἐπιστημῶν τοῦ Δημοκριτείου Πανεπι-στημίου Θράκης.
Ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας μου, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ
ἀσχοληθῶ μὲ κάτι ἄλλο πέρα ἀπὸ τὴ σχέση θεολογίας καὶ
φυσικῶν ἐπιστημῶν.
2
Ὁ ὅρος Φυσικὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν ὅρο φύση. Παραπέμπει
σὲ αὐτὸ ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε μὲ τὶς αἰσθήσεις μας καὶ ὁ
λαὸς ἀποκαλεῖ κόσμο.
Τί ἔχει νὰ πεῖ ἕνας ἐπίσκοπος, ἐν τέλει τί ἔχει νὰ πεῖ ἡ
Ἐκκλησία, σὲ μία πανεπιστημιακὴ σχολή, ποὺ ἀσχολεῖται μὲ
τὸν μακρόκοσμο καὶ τὸν μικρόκοσμο τῶν Φυσικῶν
Ἐπιστημῶν, δηλαδὴ μὲ τὴν ὕλη;
Κι ὅμως, ἡ Θεολογία κατ’ ἐξοχὴν ἀσχολεῖται μὲ τὴν ὕλη.
Βεβαίως, σὲ ἄλλη βάση καὶ σὲ ἄλλη προοπτική.
Ἡ ὑψίστη σημασία τῆς ὕλης γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
προκύπτει μόνο καὶ μόνο ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ δεύτερο
πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὁ Χριστός, ἔλαβε σάρκα, ὕλη.
Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, εἶναι θεμελιῶδες τὸ γεγονὸς ὅτι
«ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο». Ἡ Σάρκωση ἔχει κεντρικὴ θέση
στὴν ἁγία Γραφή, τὴ θεολογία καὶ τὴ Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ὕλη, στὴν πορεία τῆς ἱστορίας,
ἔλαβε ποικίλες μορφές: ἀπὸ τὴ θεοποίηση τῆς ὕλης ἕως τὴν
πλήρη ἀπο-ιεροποίησή της. Ἀπὸ τὴν ὑπερ-εκτίμησή της ἕως
τὴν πλήρη ὑποτίμησή της στὰ νεωτερικὰ καὶ τὰ
μετανεωτερικὰ χρόνια.
Γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ κάποιος ἐπιστημονικὰ καὶ σφαιρικὰ σὲ
αὐτὰ τὰ ζητήματα, πρέπει νὰ εἶναι γνώστης καὶ τῆς
φιλοσοφίας καὶ τῆς ἱστορίας.
Στὸν δικό μας πολιτισμό, ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα,ἡ ὕλη, καὶ
εὐρύτερα ἡ φύση, ὑπῆρξε ἀπὸ τὰ ἀγαπημένα θέματα.
Ξεκινώντας από τὴ μυθολογία, ἀπὸ τὸν Ὅμηρο καὶ τὸν
Ἡσίοδο, στὴν ἀρχὴ θεωρήθηκε ὡς δεδομένο μόνο τὸ Χάος,
ἀπὸ τὸ ὁποῖο γεννήθηκε ἡ Γῆ.
3
Αὐτοὶ ὅμως, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ἔθεσαν τὸ πρόβλημα τῆς
ἀρχῆς καὶ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου σὲ ἐπίπεδο
φιλοσοφικό, ἦταν οἱ Ἴωνες φυσικοὶ φιλόσοφοι τοῦ 6ου αἰώνα
π.Χ. Ἀναζήτησαν τὴ λειτουργία τῆς φύσεως καὶ ἔθεσαν τὸ
μεγάλο ἐρώτημα: «Πῶς ὑπάρχει ὁ κόσμος;», θέτοντας ἔτσι τὶς
βάσεις τῆς κοσμολογίας.
Ἡ τάση νὰ ἀναχθεῖ ἡ προέλευση τοῦ κόσμου σὲ μία
πρωταρχικὴ δύναμη, σὲ ἕνα πρωταρχικὸ στοιχεῖο ἢ ὑλικό,
ἀποτελεῖ οὐσιαστικὴ πλευρὰ τῆς πρώιμης φιλοσοφικῆς
σκέψης.
Ὅπως μᾶς λέει ὁ Ἀριστοτέλης, πρῶτος ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος
«[…] θεώρησε ὅτι πίσω ἀπὸ τὰ συνεχῶς μεταβαλλόμενα
φαινόμενα ὑπάρχει μία ἀρχή», μία φύσις, μία οὐσία, ἀπὸ τὴν
ὁποία προῆλθαν καὶ συνίστανται τὰ πάντα. Αὐτὴ ἡ ἀρχή, γιὰ
τὸν Θαλῆ, εἶναι τὸ ὕδωρ.
Ὁ Ἀναξίμανδρος ἀπέδωσε τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου στὸ ἄπειρο,
ἐνῶ ὁ Ἀναξιμένης θεώρησε πὼς ὁ κόσμος προέρχεται ἀπὸ τὸν
ἀέρα. Ὁ Ξενοφάνης θεώρησε ὡς γενεσιουργὸ ὕλη τοῦ κόσμου
τὸ χῶμα.
Ὁ Πυθαγόρας καὶ οἱ πυθαγόρειοι φιλόσοφοι προχωροῦν γιὰ
πρώτη φορὰ σὲ μία μαθηματικὴ ἐξήγηση τοῦ κόσμου καὶ
εἰσάγουν τὴν ἔννοια τῶν ἀριθμῶν. Ἡ πυθαγόρεια «μονάς»
εἶναι τὸ πρωταρχικό «Ὄν», ἡ πηγὴ ἀπὸ ὅπου ὅλα ξεκίνησαν.
Ὁ Ἡράκλειτος θεώρησε πὼς αἰτία τοῦ κόσμου εἶναι τὸ πῦρ.
Ὁ Παρμενίδης ἀναζητεῖ τὴν ἑνότητα τοῦ κόσμου στό «ἕν»,
ποὺ συνέχει ὅλο τὸν κόσμο. Παρουσιάζοντας τὰ φαινόμενα
ὡς ὄντα, εἰσάγει στὸ ἔργο του Περὶ Φύσιος τὴν ἔννοια τοῦ
4
εἶναι. Ἔτσι γεννιέται ὁ κλάδος τῆς φιλοσοφίας ποὺ
ὀνομάζεται Ὀντολογία.
Τέλος ὁ Δημόκριτος, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου φέρει τὸ
Πανεπιστήμιό σας, θεωρεῖ πὼς ὁ κόσμος εἶναι φτιαγμένος
ἀπὸ ἄτομα καὶ κενό. Τὸ ἄτομο εἶναι ἡ πιὸ μικρὴ μονάδα τῆς
ὕλης. Ἡ περίφημη ἀτομικὴ θεωρία τοῦ Δημοκρίτου λέγει ὅτι
τὰ ἄτομα δὲν εἶναι ὁρατά, γιατὶ εἶναι πολὺ μικρά. Εἶναι ὅμως
αἰώνια, ἀναλλοίωτα, ἄφθαρτα καὶ ἄπειρα.
Μὲ τὸν Πλάτωνα, τὸ κέντρο τῆς φιλοσοφίας μετατοπίζεται
στὴ γνωστὴ θεωρία τῶν Ἰδεῶν, μὲ κυρίαρχη τὴν Ἰδέα τοῦ
ἀγαθοῦ. Σύμφωνα μὲ τὸν Πλάτωνα, ὁ αἰσθητός, ὁ φυσικὸς
δηλαδὴ κόσμος, διακρίνεται ἀπὸ τὸν ὑπεραισθητό –
ὑπερφυσικὸ κόσμο τῆς νόησης καὶ τῆς ἀλήθειας. Ὁ Πλάτων,
θεωρώντας τὸν αἰσθητὸ ὑλικὸ κόσμο κατώτερο καὶ τὴν ὕλη
δεσμευτικὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, εἰσήγαγε ἕναν δυϊσμό.
Ὁ Ἀριστοτέλης, στὸ ἔργο του Φυσικὰ διατυπώνει τὴ θεωρία
περὶ ἐντελέχειας. Εἶναι ἡ δύναμη ποὺ δίνει μορφὴ στὴν ὕλη
καὶ ὁδηγεῖ τὰ ὄντα στὴν ὁλοκλήρωση τῆς κατάστασής τους.
Δέχεται τὴν ὕπαρξη μιᾶς ὀντότητας, πλήρως ἀπαλλαγμένης
ἀπὸ κίνηση καὶ ὕλη, τὴν ὁποία ὀνομάζει ἄλλοτε «θεὸ» καὶ
ἄλλοτε «κινοῦν ἀκίνητον».
Ἀπὸ τὴ συντομότατη αὐτὴ ἀναδρομή, ἀντιλαμβανόμαστε πὼς
ὅλες αὐτὲς οἱ ἀπαντήσεις ἔχουν ὡς κοινὸ χαρακτηριστικὸ ὅτι
ἐκλαμβάνουν κάτι ὡς δεδομένο ἐκ τῶν προτέρων. Ἔπειτα
ἀναζητοῦν τὸν τρόπο λειτουργίας τοῦ κόσμου.
Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα κύλησαν αἰῶνες. Ἔχουν μεσολαβήσει
πολλά, ἔχουμε μάθει πολλά, ἀλλὰ ἀκόμη δὲν ἔχουμε
συμφωνήσει στὴν προέλευση τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ καὶ δὲν ἔχει
ἀποκρυπτογραφηθεῖ πλήρως ὁ τρόπος λειτουργίας τῆς
5
φύσεως. Κυρίως ὅμως δὲν ἔχει ἀπαντηθεῖ ἀκόμη, μὲ τρόπο
ἐπιστημονικὰ ἀπόλυτο, ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη ἀρχή, ἀπὸ τὴν
ὁποία προῆλθε ὁ κόσμος.
Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες ξεκινοῦν ἀπό «Κάτι», ποὺ ἀξιωματικὰ
τὸ δέχονται ὡς αὐθύπαρκτο καὶ αἰτία τοῦ κόσμου. Αὐτὸ τό
«Κάτι» ὅμως, ὅταν ἐξ ὁρισμοῦ δέχονται ὅτι ὑπάρχει,
λαμβάνει διαστάσεις θεϊκοῦ τύπου.
Σχετικὰ μὲ τὸ πῶς ξεκίνησε ὁ κόσμος, ἀσχολοῦνται διάφορες
σύγχρονες θεωρίες. Ὅπως: ἡ ἐπικρατοῦσα θεωρία τῆς
μεγάλης ἐκρήξεως καὶ ἡ σχετικὴ μὲ αὐτὴν θεωρία τῆς
σκοτεινῆς ὕλης καὶ ἐνέργειας, ἡ θεωρία τοῦ σύμπαντος –
φυσαλίδα, ἡ κοσμολογία τῆς συνεχοῦς δημιουργίας κ.λπ.
Ἡ ὕπαρξη περισσοτέρων τῆς μιᾶς θεωριῶν, ἀφοῦ βρίσκονται
σὲ διαδικασία ἀπόδειξης, ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀδυναμία ὁρισμοῦ
μιᾶς κοινῶς ἀποδεκτῆς ἀρχῆς. Ὅλες αὐτὲς οἱ θεωρίες
λαμβάνουν ὡς δεδομένο ὅτι τυχαῖα, «αὐθόρμητα», ξεκίνησε ὁ
κόσμος. Ἡ τυχαιότητα ἐδῶ λαμβάνει κῦρος ἀξιώματος.
Βεβαίως, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἐμμέσως ἀποκλείουν μία αἰτία
ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο, ποὺ νὰ δημιούργησε τὴν ἀρχικὴ ἐκκίνησή
του.
Μὲ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου ἀσχολοῦνται παλαιόθεν καὶ οἱ
θρησκεῖες. Βεβαίως, τὸ θεῖο δὲν γίνεται ἀντιληπτὸ μὲ τὸν ἴδιο
τρόπο ἀπὸ ὅλες.
Μία ἀπὸ τὶς παλαιότερες ἀναφορές τῆς δημιουργίας εἶναι
αὐτὴ ποὺ περιγράφεται στὴ Γένεση, τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς
ἁγίας Γραφῆς. Ἡ ἁγία Γραφὴ ἀποκαλύπτει, μὲ ἕναν
συγκεκριμένο τρόπο, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Τριάς, ποὺ δημιουργεῖ
σταδιακὰ τὸν κόσμο. Ἡ σημασία τῆς τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ,
6
ὅτι δηλαδὴ εἶναι τρία Πρόσωπα, ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι
κοινωνικός. Τὰ τρία Πρόσωπα βρίσκονται σὲ διαρκῆ
κοινωνία μεταξύ Τους.
Ἡ ἁγία Γραφή, σχετικὰ μὲ τὸν κόσμο, ἐνδιαφέρεται νὰ
ἀπαντήσει ὄχι στὸ ἐρώτημα τί εἶναι ὁ κόσμος, ἀλλὰ ποιός
ἔφτιαξε τὸν κόσμο.
Ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας θεωροῦσε, λιγότερο ἢ περισσότερο,
αἰώνιο τὸν κόσμο. Ὅμως, σύμφωνα μὲ τὴν ἁγία Γραφή, ὁ
κόσμος προῆλθε, ὄχι τυχαῖα, ἀπὸ τὸ μηδέν.
Σαφῶς καὶ τὰ παραπάνω δὲν μποροῦν νὰ βεβαιωθοῦν, μὲ
ἕναν αὐστηρῆς μεθοδολογίας ἐπιστημονικὸ τρόπο. Γιατὶ στὴν
ἀνθρώπινη λογικὴ εἶναι ἀκατάληπτος ἕνας Θεὸς ποὺ εἶναι
αὐθύπαρκτος.
Βεβαίως, ἂν ἀποδεικνυόταν ἐπιστημονικὰ ἡ ὕπαρξη τοῦ
Θεοῦ, τότε ὁ Θεὸς θὰ ὑπέκειτο στὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Τότε
δὲν θὰ ἦταν Θεός, ἀλλὰ εἴδωλο. Ὁμοίως ἀκατανόητη εἶναι
καὶ ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου ἐκ τοῦ μηδενός.
Ὁ τρόπος λοιπὸν ποὺ τοποθετούμαστε ἀπέναντι στὴν αἰτία
τοῦ κόσμου ἔχει συγκεκριμένες κοσμολογικὲς καὶ ὑπαρξιακὲς
συνέπειες γιὰ τὸν τρόπο ποὺ θὰ προσεγγίσουμε τὸν κόσμο καὶ
τὴν ὕλη.
Ὁ κόσμος ὅμως, γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία, δὲν εἶναι οὔτε
αἰώνιος, ἀλλὰ οὔτε τυχαῖος.
Γιὰ μᾶς, ὁ κόσμος δὲν δημιουργήθηκε αὐθόρμητα. Εἶναι
δημιούργημα ἑνὸς πολὺ συγκεκριμένου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὁ
Ὁποῖος ὑπάρχει, ὅπως σᾶς ἀνέφερα, μὲ ἕναν τρόπο
προσωπικό, ὡς ἀγάπη καὶ ὡς ἐλευθερία. Θέλει καὶ
δημιουργεῖ. Ὅ,τι δημιουργεῖ εἶναι ἀναφορικό, ὑπόκειται
7
δηλαδὴ στὴν κλήση καὶ τὴν προοπτικὴ τῆς κοινωνίας. Μία
προοπτική, ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν τὴν ἱκανοποιεῖ, ἀλλὰ δὲν
μπορεῖ νὰ τὴν ἀναιρέσει.
Ὁ κόσμος δημιουργήθηκε προκειμένου ὁ Θεὸς νὰ γίνει
ἄνθρωπος. Αὐτὸ θὰ πραγματοποιεῖτο μὲ τὴν πρόσληψη τῆς
ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Θεό, στὸ πρόσωπο τοῦ
Υἱοῦ.
Αὐτὸ λοιπὸν ἐπιφέρει καὶ ἄλλες ὑπαρξιακὲς συνέπειες. Ὁ
Θεὸς εἶναι Ἄκτιστος, ὁ κόσμος κτιστός. Ὁ κόσμος καὶ ἡ
φύση, ὡς κτιστά, εἶναι φορεῖς τῆς φθορᾶς καὶ τῆς θνητότητας,
ἀφοῦ δὲν δημιουργήθηκαν ἀπὸ μόνα τους. Ἀλλὰ ὁ κόσμος
δημιουργήθηκε γιὰ νὰ μὴν πεθάνει ποτέ, γιὰ νὰ ζήσει αἰώνια.
Αὐτὸ θὰ συνέβαινε, ἂν ὁ ἄνθρωπος βρισκόταν σὲ διαρκῆ
σχέση μὲ τὸν Θεό.
Ἡ πρόσληψη τοῦ κόσμου, τῆς φύσεως, ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν εἶχε
ἑπομένως ὡς στόχο τὴν κατάργηση τοῦ ὑλικοῦ, ἀλλὰ τὴν
κατάφαση τῆς ἀξίας του, μὲ τὴν πρόσληψή της ἀπὸ τὸν Υἱό.
Σὲ αὐτὴ τὴ βάση, δὲν ὑφίσταται χάσμα. Δὲν ὑπάρχει
σύγκρουση μεταξὺ Θεοῦ καὶ κόσμου, πνεύματος καὶ ὕλης. Ἡ
μετέπειτα διάκριση μεταξὺ ὑπερφυσικοῦ καὶ φυσικοῦ
πρωτολογικὰ ἦταν ἀνύπαρκτη.
Ὅλος ὁ κόσμος ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν Θεὸ Δημιουργὸ καὶ
ταυτόχρονα ὅλα τὰ ὄντα ἀλληλοεξαρτῶνται μεταξύ τους. Μὲ
βάση τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία, δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ἡ
Δημιουργία χωρὶς τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ ἡ ὕλη χωρὶς τὸν
ἄνθρωπο καὶ ὁ ἄνθρωπος δίχως τὴν ὕλη.
Ἡ φύση ἔχει προκαθορισμένο τρόπο λειτουργίας. Σὲ ἕναν
βαθμὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος εἶναι καὶ
8
ἐλεύθερος, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι μπορεῖ νὰ ἀρνεῖται τὸ δεδομένο
τῆς ὑπάρξεώς του. Χάρη στὴν ἐλευθερία του, ὁ ἄνθρωπος
δημιουργεῖ πολιτισμό, κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἡ φύση,
γιατὶ ἡ φύση δὲν ἔχει ἐλευθερία.
Ὅμως, ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ φύση, μὲ βάση τὴν
Ὀρθόδοξη θεολογία, διαταράχθηκε με τὸ προπατορικὸ
ἁμάρτημα, ὅταν δηλαδὴ διαταράχθηκε ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου
μὲ τὸν Θεό.
Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα δὲν εἶναι κάποια ψυχολογικοῦ ἢ
δικανικοῦ τύπου κατάσταση. «Πρόκειται στὴν οὐσία του γιὰ
τὴν ἄρνηση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι
δημιουργήθηκε ἀπὸ κάποιον ἄλλον», ὅπως λέγει ἕνας
σύγχρονος θεολόγος.
Ἡ παρουσία τοῦ Ἄλλου εἶναι ταυτόχρονα ἕνα δῶρο, μία
πρόκληση καὶ ἕνας περιορισμός – πειρασμὸς γιὰ τὸν
ἄνθρωπο. Ὅπως καὶ ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση μέχρι ἑνὸς
σημείου.
Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία, ἐξ αἰτίας τοῦ προπατορικοῦ
ἁμαρτήματος, προέκυψε μία πολυκύμαντη σχέση ἀνθρώπου
καὶ φύσεως. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «οἴδαμεν γὰρ
ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν».
Γι’ αὐτό, οἱ βασικὲς σχέσεις, ποὺ συνάπτει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ
φύση μετὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, περιορίζονται σὲ δύο:
1. Στὴν ἀρχὴ ὁ ἄνθρωπος ὑποτάχθηκε ἀπὸ φόβο στὴ φύση,
ὅπως φαίνεται στὴν εἰδωλολατρία.
2. Ἔπειτα, προϊόντος τοῦ χρόνου, ὁ ἄνθρωπος προσπάθησε
νὰ τὴν καταλάβει, νὰ τὴν ἑρευνήσει, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ θέλει
νὰ τὴν δαμάσει ἢ καὶ νὰ τὴν ὑποτάξει.
9
Ἡ προπατορικὴ πρόσκληση, νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος
διαχειριστὴς τῆς φύσεως καὶ ὄχι ἰδιοκτήτης, δὲν ὑλοποιήθηκε
ποτὲ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, παρὰ μόνον ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο.
Ἔτσι, ὅπως γνωρίζετε, ὁ ἄνθρωπος στοὺς προνεωτερικοὺς
πολιτισμοὺς ἵσταται μὲ φόβο ἔναντι τῆς φύσεως. Ἀπὸ τοὺς
νεωτερικοὺς χρόνους καὶ ἐντεῦθεν, ἀρχίζει ἡ ἀφαίρεση ἀπὸ
τὴ φύση τῆς ἱερότητας, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος
μπορεῖ νὰ συμπεριφέρεται ὑπεροπτικά, κυριαρχικὰ καὶ
ἐξουσιαστικά.
Σὲ αὐτὴ τὴ συμπεριφορὰ συνέβαλε ὁ μεσαιωνικὸς δυτικὸς
σχολαστικισμὸς καὶ τὰ κινήματα τοῦ Οὑμανισμοῦ καὶ τοῦ
Διαφωτισμοῦ. Φιλοσοφικὲς ζυμώσεις αἰώνων ἔγιναν
περισσότερο ἐμφανεῖς ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς Ἀναγέννησης καὶ
ἐξελίσσονται συνεχῶς μέχρι σήμερα.
Ὁ δυτικὸς χριστιανισμός, ἐπηρεασμένος ἀπὸ μία
προβληματικὴ ἀνάγνωση τοῦ Ἀριστοτέλους, ὅπως αὐτὴ
συστηματοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη, ἔφθασε στὸ
σημεῖο νὰ ὑπερτονίσει τὴ λογική, τὴ σκέψη καὶ τὴ γνώση.
Εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ συνοψίσει ὁ Καρτέσιος στὴν πασίγνωστη
φράση: «cogito ergo sum» (σκέπτομαι, ἄρα ὑπάρχω).
Ἡ ἀπόλυτη προτεραιότητα τῆς λογικῆς καὶ τῆς γνώσης
ἐπηρέασε τὰ πάντα: Θεὸ καὶ κόσμο καὶ τὴ μεταξύ τους σχέση.
Αὐτὸς ὁ ὑπερτονισμὸς τῆς λογικῆς καὶ τῆς γνώσης σημαίνει
ὅτι, ἂν κάτι δὲν ἀποδεικνύεται λογικά, δὲν ὑπάρχει. Ἔτσι
προέκυψαν οἱ περιώνυμες ἀποδείξεις περὶ ὑπάρξεως τοῦ
Θεοῦ στὸν Μεσαίωνα.
Ὁ υπερτονισμὸς τῆς λογικῆς συνέβαλε σημαντικὰ στὴν
ἐπιστημονικὴ ἔκρηξη ποὺ ἀκολούθησε, ἀφοῦ ἡ ἐπιστήμη
στηρίζεται στὴ γνώση, στὴν παρατήρηση, στὴν ἀπόδειξη.
10
Ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα, ἀβάσιμης οὐσιαστικά,
«σύγκρουσης» μεταξὺ θρησκείας καὶ ἐπιστήμης προέκυψε
ἀπὸ τὴ μετάβαση ἀπὸ τὸ γεωκεντρικὸ σύστημα στὸ
ἡλιοκεντρικὸ μοντέλο. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ ἡλιοκεντρικοῦ
μοντέλου, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπὸ τὸν Κοπέρνικο καὶ τὸν
Γαλιλαῖο, ἀμφισβητήθηκε ἡ μέχρι τότε παγιωμένη ἀντίληψη
περὶ τοῦ κόσμου, μὲ τὴν ὁποία εἶχε ταυτισθεῖ καὶ ὁ δυτικὸς
χριστιανισμός.
Ἡ μεσαιωνικὴ δυτικὴ χριστιανικὴ παράδοση βίωσε τὴν νέα
ἑρμηνεία γιὰ τὸ πῶς λειτουργεῖ καὶ ἐξελίχθηκε ὁ κόσμος ὡς
ἐπίθεση καὶ ἀμφισβήτηση τοῦ ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ της, ἀλλὰ καὶ
τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεοῦ. Ἐξ οὗ καὶ ὁ Γαλιλαῖος θεωρήθηκε
αἱρετικός, καταδικάστηκε καὶ φυλακίστηκε ἀπὸ τὴ δυτικὴ
Ἐκκλησία.
Βεβαίως, ὅπως ἀκροθιγῶς θὰ ἀναφέρουμε παρακάτω, καὶ ἀπὸ
τὴν πλευρὰ τῶν ἐκπροσώπων τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν,
προϊόντος τοῦ χρόνου, ἐμφανίστηκε μία μηδενιστικὴ
ἀπόρριψη γιὰ καθετὶ ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἀποδειχθεῖ λογικὰ
ἢ πειραματικά.
Ἡ κυριάρχηση τῆς λογικῆς σηματοδοτεῖ τὴν ἀπομάκρυνση
ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ τῆς ἁγίας Γραφῆς. Στὴν ἁγία Γραφὴ
δὲν δίνονται λεπτομέρειες γιὰ τὴ λειτουργία τοῦ κόσμου,
πέρα ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Δημιουργὸς καὶ ἡ αἰτία τῆς
δυναμικῆς τοῦ κόσμου. «Εἶπε καὶ ἐγενήθησαν».
Ἔτσι, π.χ., εἴτε ἡ γῆ κινεῖται εἴτε δὲν κινεῖται, αὐτὸ δὲν
ἐπηρεάζει τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἄμεσα τοὐλάχιστον, οὔτε
τὴν πίστη ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ αἰτία ὑπάρξεως τοῦ κόσμου. Δὲν
ἔχει καμμία ἀξία θεολογικὴ ἂν κινεῖται ὁ ἥλιος πέριξ τῆς γῆς
ἢ ἡ γῆ πέριξ τοῦ ἡλίου. Ἀλλὰ σημασία ἔχει, ἂν ἐκεῖνο τὸ ὂν
11
ποὺ κινεῖται, ἐτέθη σὲ κίνηση λόγῳ τῆς πρωταρχικῆς ἐντολῆς
τοῦ Θεοῦ.
Ἑνὸς Θεοῦ ποὺ εἶναι τό «κινοῦν ἀκίνητον», ὅπως λέγει ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Γι’ αὐτὸ ὁ Τριαδικὸς Θεὸς δὲν
δημιουργεῖ ὄντα στατικά. Πέρα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔθεσε
ἐνδοκοσμικὰ τὰ ὄντα σὲ κίνηση, προσκαλεῖ ὁλόκληρο τὸ
σύμπαν «νὰ κινηθεῖ πρὸς ἕναν συγκεκριμένο στόχο καὶ
προορισμό, διαμέσου τοῦ ἀνθρώπου».
Αὐτὴ ἡ κίνηση εἶναι πάντοτε προσανατολισμένη πρὸς
Κάποιον ἔξω ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν κόσμο. «Διαφορετικὰ δὲν θὰ
ἦταν κίνηση, ἀλλὰ αὐτοκίνηση». Ἡ ἐντολὴ γιὰ κίνηση καὶ ὁ
προσανατολισμὸς πρὸς Κάποιον ἐκτὸς τοῦ κόσμου διατηρεῖ
τὰ ὄντα τοῦ κόσμου σὲ σχέση ἁρμονίας καὶ ἀλληλοσεβασμοῦ.
Ἀλλὰ δίνει καὶ νόημα στὰ ὄντα τοῦ κόσμου.
Βεβαίως, προϊόντος τοῦ χρόνου, ἡ ἀνακύψασα σύγκρουση
μεταξὺ θρησκείας καὶ ἐπιστήμης δὲν καταλάγιασε, ἀλλὰ
ἐντάθηκε. Ὁ δυτικὸς κόσμος ὁδηγήθηκε σὲ ἀκρότητες,
κυρίως ἀπὸ τὴν πίεση τῆς παπικῆς θεοκρατίας καὶ αὐθεντίας.
Πρῶτα – πρῶτα, διασπάσθηκε ὁ ἴδιος ὁ δυτικὸς
χριστιανισμός. Ἀναπτύχθηκαν ἑκατέρωθεν φανατισμοί, ποὺ
ὁλοένα καὶ περισσότερο ἐντείνονταν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ
ἐπιζητεῖται ἡ ἀπώθηση τοῦ λόγου καὶ τῆς παρουσίας τῆς
Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν δημόσιο βίο.
Ἡ οὐσία τοῦ Διαφωτισμοῦ ἔγκειται στὴν ἀπόρριψη κάθε
αὐθεντίας καὶ τὴ θεοποίηση τῆς προόδου. Θεώρησε ἀληθινὸ
μόνον ὅ,τι ὑπόκειται στὸν ἔλεγχο τοῦ ὀρθοῦ λόγου καὶ
ἀποδεικνύεται. Ἔτσι, ἀπώθησε τὸν Θεὸ στὸν χῶρο τοῦ
ὑπερφυσικοῦ.
12
Ἡ ἀνθρώπινη γνώση, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὸ βάρος κάθε
αὐθεντίας, θέλησε νὰ ἐρευνήσει τὴν προέλευση καὶ τὸ
μυστήριο τῆς ζωῆς, χωρὶς κανέναν περιορισμό. Ἀλλὰ γιὰ νὰ
γίνουν ὅλα αὐτά, ἔπρεπε προηγουμένως νὰ ἀναδειχθεῖ «τὸ
τεράστιο δυναμικὸ τῆς φυσικῆς ἐπιστήμης γιὰ τὴν ἀνάπτυξη
τῆς τεχνολογίας […], ἡ ἀνωτερότητα τοῦ ἀνθρώπινου λόγου
καὶ τῆς ἐπιστημονικῆς μεθόδου».
Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα οἱ ἐντάσεις μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ
Ἐπιστήμης νὰ συνεχίζονται. Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, ἐμφανίστηκε
καὶ ἡ ἀθεΐα. Ἀπὸ τὴν παγανιστικὴ πρόσληψη τῆς φύσεως, ὁ
νεωτερικὸς ἄνθρωπος πέρασε στὴν ἀποιεροποίησή της.
Στὴ νεωτερικὴ φιλοσοφικὴ σκέψη τῆς Δύσεως συνέβαλαν καὶ
οἱ ἀντιλήψεις τῆς προτεσταντικῆς Μεταρρύθμισης, ἡ ὁποία
προωθοῦσε τὴν ἀξία καὶ ἠθικὴ τοῦ ἀτόμου, τὴν ἀτομικὴ
σωτηρία. Εἰσήγαγε τὸν σκοπὸ τοῦ κέρδους καὶ τοῦ ὀφέλους,
τὴ θεοποίηση τῆς ἐργασίας. Ἀκολούθως, κυριάρχησε ὁ
καπιταλισμὸς μὲ μοναδικὸ σκοπὸ τὸ κέρδος καὶ τὴν
κατανάλωση. Ἔτσι φθάσαμε στὴ σημερινὴ παγκοσμιοποίηση
καὶ τὴν κυριαρχία τῶν ἀγορῶν.
Ὅλα αὐτὰ φανερώνουν τὴν κυριαρχία τῆς
αὐτοαναφορικότητας.
Μὲ τὴν πάροδο ὅμως τοῦ χρόνου, οἱ ἰδέες τοῦ Διαφωτισμοῦ,
ἡ ἀπολυτοποίηση τῆς γνώσης καὶ τῆς παιδείας, δὲν ἔφεραν
τὴν πρόοδο ποὺ προσδοκοῦσαν. Ἀπέτυχαν νὰ ἐκπληρώσουν
πλήρως τοὺς στόχους τους.
Ἡ ἐπιστήμη δὲν χρησιμοποιήθηκε μόνο θετικά, ἀλλὰ καὶ
ἀρνητικά. Ἀποκορύφωμα ἡ ἀτομικὴ βόμβα, ποὺ κατέστρεψε
τὴ Χιροσίμα καὶ τὸ Ναγκασάκι.
13
Σήμερα, δὲν ἔχουμε τόσο ἐμφανεῖς συγκρούσεις μεταξὺ
θεολογίας καὶ ἐπιστήμης, γιὰ πολλοὺς καὶ ποικίλους λόγους.
Θὰ ἔλεγα ὅτι «ἡ ρευστότητα τῆς ἐποχῆς ἀδυνατίζει κάθε τάση
καὶ διάθεση γιὰ σύγκρουση, διότι τὸ τωρινὸ δὲν θὰ ὑπάρχει
αὔριο». Ὅ,τι σήμερα ὑφίσταται, αὔριο θὰ ἔχει γίνει παρελθόν.
Καθετὶ τὸ παραδοσιακὸ ὑποτιμᾶται καὶ διαρκῶς ἐξασθενεῖ.
Ὁ δυτικὸς χριστιανισμός, στὴν προσπάθειά του νὰ
ἀντιμετωπίσει τὶς ἀλλαγές, ἐκκοσμικεύτηκε ἀκόμη
περισσότερο. Ἡ κοσμικότητα προσπαθεῖ νὰ ἀπορροφήσει
κάθε ἔννοια μοναδικότητας καὶ διαφορᾶς. Δὲν ἀντέχει νὰ μὴν
κατέχει κάτι.
Ἡ κοινωνία ἀποχρωματίζεται θρησκευτικά. Ἡ Ἐκκλησία, γιὰ
πολλούς, εἶναι ἀπαραίτητη μόνο γιὰ τὸ κοινωνικό της ἔργο.
Ὁ σύγχρονος δυτικὸς πολιτισμὸς γίνεται ὁλοένα καὶ
περισσότερο αὐτοαναφορικὸς καὶ φίλαυτος. Ἀπαλλάχθηκε
ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ
ξαναφτιάξει μόνος του τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὁ σύγχρονος
ἄνθρωπος προτάσσει τὸ ἀτομικό του ἐγώ.
Ἀπὸ τὴ μεσαιωνικὴ θεοκρατία ὁδηγηθήκαμε στὴν
ἀνθρωποκρατία. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸν ὑπεράνθρωπο τοῦ Νίτσε
καὶ πλέον στὸν σύγχρονο «μετάνθρωπο» τῆς τεχνολογίας.
Οἱ θρησκεῖες ἔχουν εὐθύνη. Ὅσο ὅμως οἱ θρησκεῖες
ἐκκοσμικεύονται, ὅσο γίνονται μέρος τοῦ κόσμου, τόσο
ὑποχωροῦν τὰ κριτήρια καὶ κάθε δυνατότητα καλόπιστης
ἀξιολόγησης ὅλων τῶν νέων τάσεων.
Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία, Θεὸς καὶ κόσμος βρίσκονται σὲ
κοινωνία πλέον μέσῳ τοῦ Θεανθρώπου. Ὅ,τι δὲν κατάφερε ὁ
ἄνθρωπος, τὸ κατάφερε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ.
14
Δὲν ὑπάρχει θέμα σύγκρουσης καὶ διαμάχης μεταξὺ σοβαρῆς
ἐπιστήμης καὶ μιᾶς σοβαρῆς θρησκευτικῆς παράδοσης, ἢ
τοὐλάχιστον τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας. Ἀπαντοῦν σὲ
διαφορετικὰ ἐρωτήματα, στὸν βαθμὸ ποὺ ἡ ἐπιστήμη γνωρίζει
τὰ ὅριά της, τὰ ἐνδοκοσμικά, καὶ ἡ θεολογία δὲν
ἀντιλαμβάνεται τὸν κόσμο στατικά, ἀλλὰ δυναμικά.
Δὲν ὑπάρχει σύγκρουση, ἐφ’ ὅσον ἡ θεολογία ἀσχολεῖται
κυρίως μὲ τὸ ποιός δημιούργησε τὸν κόσμο καὶ ποιός εἶναι ὁ
προορισμὸς τοῦ κόσμου, χωρὶς νὰ μπαίνει σὲ λεπτομέρειες. Ἡ
δὲ ἐπιστήμη καλεῖται νὰ μελετᾶ τὴ δομὴ καὶ τὸν τρόπο
λειτουργίας τοῦ κόσμου, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνεται τὸν ἑαυτό
της ὡς ἰδιοκτήτη. Ἄλλο ἡ Δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ ἄλλο ἡ
λειτουργία του.
Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία, τὸ νόημα τοῦ κόσμου δὲν
βρίσκεται στὸν ἴδιο τὸν κόσμο. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος
μετέφερε τὸ νόημα τοῦ κόσμου στὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό. Ἀλλὰ
ὁ ἑαυτός του, ὡς θνητός, δὲν μπορεῖ νὰ δώσει νόημα. Ἡ
ἔλλειψη νοήματος παρατηρεῖται περισσότερο στὶς προηγμένες
καὶ ἀνεπτυγμένες κοινωνίες, γιατὶ εἶναι περισσότερο
ἀτομοκεντρικές.
Καμμία ἀνθρώπινη πρόοδος, ὣς τὴν ὥρα, δὲν ἔχει χαρίσει
βέβαιο νόημα ζωῆς, οὔτε στὴν ἐποχή μας, ἡ ὁποία
χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ ρευστότητα καὶ τὸν συγκρητισμὸ σὲ
κάθε ἐπίπεδο : θεσμῶν, φυλῶν, κοινωνίας, φύλων, ὁρίων. Τὸ
ἀνικανοποίητο, ἡ σύγχυση καὶ τὸ ἀδιέξοδο αὐξάνονται σὲ ὅλα
τὰ ἐπίπεδα τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, ἀλλὰ καὶ στὶς σχέσεις
ἀνθρώπου καὶ περιβάλλοντος.
Ἡ χριστιανικὴ ἀσκητικὴ ἔρημος φαντάζει περισσότερο
κοινωνικὴ ἀπὸ τὴν ἐρημία τῶν πόλεων. Δὲν ὑπάρχει διέξοδος
15
χωρὶς ἀσκητικὴ πρόσληψη τῆς φύσεως καὶ τοῦ συνανθρώπου,
ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Μία τέτοια ὅμως προσέγγιση σήμερα φαντάζει ὡς ὄνειρο
θερινῆς νυκτός. Στὴν ἐποχὴ τῆς ψηφιακῆς, εἰκονικῆς, ἄυλης
πραγματικότητας, τὰ ὅρια τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου ἔχουν
ἀναιρεθεῖ. Στὴν ἐποχή μας μεσουρανεῖ ὄχι ἡ ἱκανοποίηση τῶν
πραγματικῶν ἀναγκῶν, ἀλλὰ τῶν εἰκονικῶν καὶ ψευδῶν.
«Πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης
ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται». Ζοῦμε σὲ μία ἐποχή,
ποὺ ἡ ἀνθρώπινη σωματικὴ συμμετοχὴ διαρκῶς
συρρικνώνεται καὶ ἀποψιλώνεται. Αὐτὸ γίνεται μέσῳ τῆς
τυραννικῆς κυριαρχίας πλέον παντοῦ τῶν ἐφαρμογῶν τῆς
τεχνολογίας καὶ τοῦ τεχνικοῦ πνεύματος. Ὅλα κινοῦνται πιὰ
σὲ μία ἀσώματη, ἀβαρῆ ἀντίληψη τῶν ὄντων καὶ τῶν
πραγμάτων. Ὅλα εἶναι πλέον πληροφορία καὶ ἐνέργεια. Ὅλα
τείνουν στὸ ἄυλο.
Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὁ κόσμος εἶναι μία διαρκὴς
ἔκπληξη ἀπὸ τὴ δημιουργία του. Ὁ κόσμος καλεῖται διαρκῶς,
μέσῳ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, νὰ κινηθεῖ πρὸς
τὴν ὁλοκλήρωσή του. Αὐτὸ θὰ συμβεῖ μὲ τὴν ὁριστική του
μεταμόρφωση στὰ Ἔσχατα. Τότε ἡ ὕλη καὶ τὸ σῶμα δὲν θὰ
ὑπόκεινται στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο.
Αὐτά, νομίζω, ἔχει νὰ καταθέσει ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία στοὺς
ἐκπροσώπους τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν. Πιστεύω πώς, ἂν
ἀντιληφθοῦν ἔτσι τὸν κόσμο, θὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἱερότητα
τῆς φύσεως, ποὺ ἔχει ἐκλείψει. Ἔτσι θὰ συμβάλουν, ὄχι
μόνον ὡς ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐπιστήμονες, στὸ
δημιουργικὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν ἐξαιρεῖται ἡ
Κτίσις, ἡ φύση, ἡ ὕλη. Σᾶς εὐχαριστῶ θερμά.