Πρωτοπρ. π. Εμμανουήλ Κλάψη
Στο σύντομο άρθρο μας που δημοσιεύται σ’ ειδικό ένθετο της Εφημεριδας
Καθημερινή (Φεβρουαρίου 12025) έκφραση αγάπης και βαθιάς εκτίμησης προς τον
πολυσέβαστο μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Τιράνων Αναστάσιο, παρουσιάζουμε, όσο είναι
δυνατόν, τη σπουδαία συνεισφορά του στους διαθρησκειακούς διαλόγους και την ενεργό
του συμμετοχή σε κινήσεις και πρωτοβουλίες για την εδραίωση της ειρηνικής και δίκαιης
συνύπαρξης όλων των ανθρώπων, ανεξάρτητα των πολιτιστικών τους καταβολών, της
θρησκευτικής και πολιτιστικής τους ταυτότητας.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος ως επιστήμονας και καθηγητής της Ιστορίας των
Θρησκευμάτων στον Πανεπιστήμιο Αθηνών, μελέτησε ενδελεχώς τις διάφορες
θρησκευτικές κοινότητες τόσο της Αφρικής όσο και της Ασίας με επιτόπιες έρευνες
(Ουγκάντα, Νιγηρία, Καμερούν, Γκάνα, Κένυα, Τανζανία – Ινδία, Ταϊλάνδη, Κεϋλάνη, Σρι
Λάνκα , Μυανμάρ, Κορέα , Ιαπωνία, Κίνα). Γνώρισε τον Ταοϊσμό και τον Κομφουκιανισμό στη
Σιγκαπούρη, Τάυ Πέι, Χόνγκ-Κόνγκ και την Κίνα. Επίσης το Ισλάμ με ταξίδια στον Λίβανο,
Συρία, Ιορδανία, Αίγυπτο, Τουρκία, Πακιστάν, Δυτική Αφρική, Ιράν και με τη διαμονή του
στην Αλβανία ήδη επί 33 χρόνια. Οι αντιλήψεις και περιγραφές των εμπειριών και των γνώσεων
του Αρχιεπισκόπου από την πολύχρονο και επίπονο ενασχόλησή του με τα θρησκεύματα
αποτυπώνεται στον βιβλίο του «Ίχνη από την αναζήτηση του Υπερβατικού. Συλλογή
θρησκειολογικών μελετημάτων».
Οι εμπειρίες και οι γνώσεις που αποκόμισε από την άμεση σχέση του και επιτόπια
μελέτη των άλλων θρησκευμάτων και η θεμελιώδης βεβαιότητά του για την απροϋπόθετη αγάπη
του Θεού προς τον άνθρωπο, διαμορφώνουν την επιλογή του να συμβάλει με τους
διαθρησκειακούς διαλόγους και με τη συνεργασία με τα μέλη άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων
στην εδραίωση της ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας με δικαιοσύνη των διαφόρων
θρησκειών και πολιτισμών. Προς επίτευξη αυτού του σκοπού, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος
συμμετείχε ενεργά ως μέλος της θεολογικής επιτροπής «Διαλόγου με ανθρώπους άλλων
Πίστεων και Ιδεολογιών» και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Θρησκευτικών Ηγετών. Στα πλαίσια
της οικουμενικής του δραστηριότητας διετέλεσε πρόεδρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου των
Εκκλησιών (2006-2013) και Αντιπρόεδρος της Συνελεύσεως των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών
(2003-09) καθώς και Πρόεδρος της Επιτροπής Παγκοσμίου Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού
(1984-91) του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Το 2007 συν ίδρυσε μαζί με άλλους
θρησκευτικούς ηγέτες της Αλβανίας το Διαθρησκειακό Συμβούλιο της Αλβανίας ((IRCA), το
οποίο εκφράζει τη συνειδητή επιλογή των θρησκευτικών ηγετών συνεργασθούν από κοινού για
την ειρηνική και δίκαιη συνύπαρξη και το καλό όλων των ανθρώπων. Η αναγνώριση της
προσφοράς του στη διαθρησκειακή ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία στην Αλβανία
σημειώνεται με εκτίμηση από τους θρησκευτικούς ηγέτες της Αλβανίας. Στη πρόσφατη δήλωσή
τους για την πορεία της υγείας του Αρχιεπισκόπου εκφράζουν «με πίστη και ταπείνωση
προσευχές στον Θεό» να του χαρίσει πλήρη αποκατάσταση υγείας και δύναμη για να συνεχίσει
την αποστολή του για την ειρήνη, την αρμονία και τον διαθρησκειακό διάλογο. Στη ίδια δήλωση
τον θεωρούν «παράδειγμα ειρήνης και ενότητας για την κοινωνία μας» και τονίζουν πως «Η
συμβολή και η έμπνευσή του όσον αφορά την συνεργασία και κατανόηση μεταξύ
θρησκειών αποτελούν μάθημα και οδηγό για όλους μας». Η δήλωση των θρησκευτικών
ηγετών της Αλβανίας για τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο δεν αντανακλά μόνο την προσωπική
τους εκτίμηση και σεβασμό που έχουν για τον Ορθόδοξο Προκαθήμενο αλλά και την
αναγνώριση του πολυσχιδούς ποιμαντικού, πολιτιστικού και φιλανθρωπικού έργου/μαρτυρία της
Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας. Γενικά η Εκκλησία της Αλβανίας αγκαλιάζει και
φροντίζει με παντοίους τρόπους όλους τους ανθρώπους, που για οποιονδήποτε λόγο
χρειάζονται βοήθεια, ανεξάρτητα αν είναι Ορθόδοξοι χριστιανοί ή μέλη των άλλων
θρησκευτικών κοινοτήτων, θρησκευτικά αδιάφοροι ή ακόμη και άθεοι. Με τα προγράμματα
κοινωνικής πρόνοιας και φιλανθρωπίας καθώς επίσης και με τις εκπαιδευτικές και
πολιτιστικές τους δραστηριότητες, η Εκκλησία της Αλβανίας έχει σημαντική ενεργή
παρουσία στην αλβανική κοινωνία.
Η μέριμνα του Αρχιεπισκόπου για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως
θρησκευτικών πεποιθήσεων οδήγησαν μερικούς να του αποδώσουν τον τίτλο
«Αρχιεπίσκοπος των Τιράνων και των Αθέων». Ο Αναστάσιος τον αποδέχεται, γιατί θεωρεί
όλους τους ανθρώπους αδελφούς, ανεξάρτητα με την πίστη και τις επιλογές τους. Ιδιαίτερα
τονίζει:« Η Εκκλησία δεν ζη μόνο για τον εαυτό της. Ζη για όλους τους ανθρώπους» και η
σωτηρία των ανθρώπων, εξαρτάται από τον σεβασμό προς τον άλλον, από τον σεβασμό
προς την ετερότητα. Ο Jim Forest στο βιβλίο του « Η Ανάστασις της Εκκλησίας στην
Αλβανία» προσφέρει ένα ζωντανό παράδειγμα καθημερινής αγάπης τους Αναστασίου για
τους μη Ορθόδοξους. «Για να δώσουμε μόνο ένα παράδειγμα, όταν επισκεφτήκαμε το
μοναστήρι Ardenica, ένα από τα ελάχιστα θρησκευτικά κέντρα που επέζησαν από την
περίοδο του Χότζα με μικρές ζημιές (είχε γίνει τουριστικό ξενοδοχείο): όταν φτάσαμε,
επισκεπτόταν μια ομάδα Αλβανών τουριστών, ένας από τους οποίους πλησίασε τον
Αρχιεπίσκοπο. «Δεν είμαι βαφτισμένος», είπε. «Είμαι μουσουλμάνος. Αλλά θα με
ευλογήσεις;» Ο άνδρας έλαβε όχι μόνο μια θερμή ευλογία, αλλά τού υπενθύμισε ο
Αρχιεπίσκοπος ότι ήταν φορέας της εικόνας του Θεού». Για τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο
πρωταρχικός του σκοπός στην πολυθρησκευτική αλβανική κοινωνία ήταν να συνεισφέρει
στη διατήρηση καλών σχέσεων μεταξύ των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων και αυτό
υπήρξε πρωταρχική μέριμνα της καθημερινής του ζωής του: «ρέπει να μάθουμε να
σεβόμαστε ό ένας τον άλλον και να μην βλέπουμε κανένα σαν εχθρό ακόμη και αυτούς που
δεν πιστεύουν».
Για τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, η θεολογική βάση για τον αμοιβαίο σεβασμό των
θρησκειών και της δίκαιης και ειρηνικής τους συνύπαρξης είναι η πίστη στην απεριόριστη
αγάπη του Θεού για όλη την κτίση και η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι, παρά την αποξένωσή τους
από τον Θεό, συνεχίζουν να είναι αγαπητοί σε Αυτόν ως εικόνα της παρουσίας του στον κόσμο.
Ομοίως, η παραδοχή ότι οι διάφοροι πολιτισμοί και οι θρησκείες, οι οποίες καλλιέργησαν ένα
σύνολο νοημάτων για μεγάλους αριθμούς ανθρώπων με διαφορετικούς χαρακτήρες και
ιδιοσυγκρασίες και για μεγάλες χρονικές περιόδους, έχουν κάτι, ίσως θείον, το οποίο αξίζει
θαυμασμού και σεβασμού, ακόμη και αν συνοδεύεται από πολλά στοιχεία αποθαρρυντικά και
απορριπτέα. Η αποδοχή αυτών των βασικών θέσεων ενθαρρύνει τους ανθρώπους να
αφουγκράζονται ο ένας τον άλλον, να είναι ειλικρινά ανοιχτοί ο ένας στις δημόσιες
τοποθετήσεις του άλλου και στις συμβολικές ερμηνείες της ζωής και να μαθαίνουν πώς
ιστορικές συγκυρίες και διαφορετικές εμπειρίες συνέβαλαν κατά πολύ στη διαμόρφωση των
θρησκευτικών και πολιτιστικών αντιλήψεων. Ο διαθρησκειακός διάλογος και η συνεργασία των
θρησκειών στη δημόσια σφαίρα μπορούν να συμβάλλουν στην κοινή μαρτυρία όλων των
πιστών με βάση την οικουμενική αρχή του Lund (Lund Ecumenical Principle 1952 ), που
προτρέπει τις Εκκλησίες και κατ΄ επέκταση και τις θρησκευτικές κοινότητες να δρουν από
κοινού σε όλα τα ζητήματα ζωής, εκτός από αυτά όπου υπάρχουν μεγάλες διαφορές πίστης και
χρειάζεται να δρουν χωριστά
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος δεν αρνείται τις επιφυλάξεις και την κριτική της
Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στις άλλες θρησκείες ως συστήματα και οργανικές
ενότητες, αλλά επιμένει, κατά το παράδειγμα του Χριστού, στον σεβασμό και την αγάπη
όλων των ανθρώπων, ανεξάρτητα των θρησκευτικών κοινοτήτων που μπορεί να ανήκουν. Ο
λόγος είναι ότι και αυτοί φέρουν το «κατ’ εικόνα Θεού» και διατηρούν την έφεση προς το «
καθ’ ομοίωση». Ο Αρχιεπίσκοπος καθοδηγείται από το παράδειγμα του Ιησού Χριστού που
κινήθηκε μεταξύ ετεροθρήσκων, ευεργετώντας, όπως παρατηρείται στην ιστορία του
εκατόνταρχου και της Χαναναίας και τον θαυμασμό και έπαινο που εξέφρασε για την
αυθόρμητη πίστη και καλοσύνη τους «οὐδέ ἐν τῷ Ἰσραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (Ματθ.
8:10). Συν τοις άλλοις υπενθυμίζει πως «ο Ιησούς χρησιμοποίησε σαν σύμβολο του εαυτού
Του ένα εκπρόσωπο άλλης θρησκευτικής κοινότητος: τον καλό «Σαμαρείτη», το υπόδειγμα
του οποίου παραμένει καθοριστικό: ευργετική διακονία και ειλικρινής σεβασμός για ό,τι
πολύτιμο κάθε άνθρωπος διατηρεί από το ‘κατ’ εικόνα θεού’». Στα πλαίσια μιας
ανυπέρβλητα πολιτιστικής και θρησκευτικής κοινωνίας, οι Χριστιανοί θα πρέπει να
συμπορεύονται σ’ ό,τι δεν αντιστρατεύεται το θέλημα του Θεού και να επιδιώκουν
διαλογικά να κατανοήσουν τις θρησκευτικές διαισθήσεις, που αναπτύχθηκαν σε άλλους
πολιτισμούς με την παρουσία του Πνεύματος. Η μαρτυρία της Εκκλησίας θα πρέπει να
συνεργάζεται σε συγκεκριμένες εφαρμογές του θείου θελήματος, όπως της δικαιοσύνης,
της ειρήνης, της ελευθερίας, τόσο στην παγκόσμια κοινότητα όσο και στο τοπικό επίπεδο.
Αυτή η στάση ζωής εκφράζει απόλυτα, κατά τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, την Ορθόδοξη
αυτοσυνειδησία και ως εκ τούτου «ούτε ανησυχεί, ούτε φοβάται, ούτε επιτίθεται, ούτε
περιφρονεί τους ανθρώπους των άλλων θρησκευτικών πεποιθήσεων».
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος γίνεται πρόδρομος μαζί με λιγοστούς για την εποχή του
χριστιανούς θεολόγους μιας νέας επαναξιολόγησης των άλλων θρησκειών. Στο παρελθόν οι
θεολόγοι μελετούσαν και συνέκριναν το χριστιανισμό με τα άλλα θρησκεύματα από μακρόθεν,
με απώτερο σκοπό να αποδείξουν την ανωτερότητα της δικής τους παράδοσης, συνήθως
αντιπαραβάλλοντας ασύμμετρα τις καλύτερες εκφράσεις των δικών τους παραδόσεων με τις
αδυναμίες και τις αποτυχίες των άλλων. Η έλλειψη διαλόγου, γνώσης και σεβασμού της
θρησκευτικής ετερότητας οδηγούσε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σε λάθος αξιολογήσεις των άλλων.
Σήμερα, ως απάντηση στον όλο και αυξανόμενο και ανυπέρβλητο πλουραλισμό των συγχρόνων
κοινωνιών, οι θρησκείες έχουν αρχίσει μια διαδικασία αναζήτησης των θεολογικών ερεισμάτων
που τούς επιτρέπει να διαλεχτούν και να συνεργαστούν με άλλες θρησκευτικές παραδόσεις, με
απώτερο σκοπό η θρησκευτική πίστη στις διάφορες εκφράσεις της να αποτελεί βάση της
συνεργασίας των θρησκειών σε κοινές προσπάθειες, που προάγουν την ειρηνική και δίκαιη
συνύπαρξη των λαών. Η αυθεντικότητα και η αποτελεσματικότητα αυτού του διαλόγου
εξαρτάται εν πολλοίς από το αν οι συμμετέχοντες στον διάλογο θρησκευτικές κοινότητες
έχουν τη δυνατότητα να αναθεωρήσουν τις προ υπάρχουσες αντιλήψεις πού έχουν, ώστε να
αναπτύξουν μια αντίληψη συμπερίληψης και εκτίμησης της θρησκευτικής ετερότητας, χωρίς
όμως να συμβιβάσουν ή να εγκαταλείψουν τις βασικές αλήθειες που διαμορφώνουν την
ταυτότητά τους. Στα πλαίσια του διαλόγου οι θρησκείες αναζητούν στην ιστορική και
θεολογική τους παράδοση τα στοιχεία εκείνα που τους επιτρέπουν τη μεγαλύτερη δυνατή
συνεργασία τουλάχιστον στη δημόσια σφαίρα.
Στον διαθρησκειακό διάλογο δεν επιτρέπεται, όπως σωστά τονίζει ο Αρχιεπίσκοπος
Αναστάσιος, να υποτιμούμε τη σημασία των δύσκολων προβλημάτων πού διαμορφώνουν
αποκλειστικά την ιδιαιτερότητα των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων. Όλες οι θρησκευτικές
κοινότητες στα πλαίσια του διαλόγου αλληλογνωριμίας και συνεργασίας δεν θα πρέπει «να
αποσιωπούν, αλλά να αποκαλύπτουν με ταπείνωση τις δικές των ιδιαιτερότητες και τις
βαθύτερες πνευματικές εμπειρίες και βεβαιότητες».
Σ’ αυτά τα πλαίσια, όλες οι θρησκευτικές κοινότητες θα έχουν τη δυνατότητα,
βασισμένες στις επιμέρους παραδόσεις των, να είναι φορείς και συν δημιουργοί μιας
περισσότερο ειρηνικής και δίκαιης κοινωνίας. Μια τέτοια συνεργασία προϋποθέτει την
αμοιβαία καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης, καταλλαγής και ειρήνης. Αυτή η συνεργασία
είναι ανέφικτη, χωρίς την αποδοχή της θρησκευτικής ελευθερίας ως βασικού ανθρώπινου
δικαιώματος, το οποίο εγγυάται την ελευθερία συνείδησης. Η αποδοχή της θρησκευτικής
ελευθερίας και ο διαθρησκειακός διάλογος θα μπορούσαν συμβάλουν κατά τρόπο ουσιαστικό
στη θεραπεία της θρησκευτικής βίας και μισαλλοδοξίας και την επικράτηση της ειρήνης.
Φλώριδα, ΗΠΑ, Θεοφάνεια 2025