Του Κυριάκου Κυριαζόπουλου
Καθηγητή (επ.) του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ., δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω και θεολόγου
Ο ομότιμος καθηγητής της Εκκλησιαστικής Σχολής στη Θεολογική Σχολή του ΕΚΠΑ κ. Βλάσιος Φειδάς – ο οποίος φαίνεται να είχε επεκταθεί, εκτός του γνωστικού του αντικειμένου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας (ενόσω ήταν εν ενεργεία, ενώ τώρα είναι συνταξιούχος) και στο Κανονικό Δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, χωρίς να είναι, εξ όσων γνωρίζω και όπως τούτο προκύπτει από τα γραφόμενά του, νομικός (αν είναι νομικός, ας μας παρουσιάσει το πτυχίο Νομικής του, αλλά από τα γραφόμενά του, επαναλαμβάνω, δεν προκύπτει ότι είναι νομικός) – δημοσίευσε σε ιστότοπο, ένα ατεκμηρίωτο άρθρο συκοφαντικής επίθεσης εναντίον μου.
Σημειωτέον ότι για να υπηρετήσει το Κανονικό Δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν αρκεί κάποιος να είναι θεολόγος, αλλά πρέπει να είναι και νομικός, όπως άλλωστε ήταν και οι μεγάλοι Βυζαντινοί νομικοί και κανονολόγοι.
Διότι οι ιεροί κανόνες και οι κανονικές διατάξεις χρειάζονται και θεολογική ερμηνεία και νομική ερμηνεία, εννοείται αμερόληπτη, διότι μόνο με την αμεροληψία εξασφαλίζεται η επιστημονική έρευνα που αποβλέπει στην επιστημονική αλήθεια, μια έννοια ζητούμενη στη σημερινή εποχή.
Το συγκεκριμένο άρθρο του κ. Βλάσιου Φειδά αποβλέπει στην προσωπική συκοφαντική μου δυσφήμηση με χαρακτηρισμούς πονηρίας – καλό θα ήταν γι’ αυτόν να αφήσει κατά μέρος αυτές τις πονηρίες, που είναι συνηθισμένες στο χώρο της κατεστημένης θεολογίας και της θεσμικής εκκλησιαστικής διοίκησης, γιατί σε μένα δεν πιάνουν! – χωρίς καθόλου επιστημονικά επιχειρήματα, πράγμα το οποίο αυτο-εκθέτει δημοσίως τον συγγραφέα του συγκεκριμένου άρθρου.
Και τούτο για το λόγο ότι «αμάρτησα» (δηλαδή έχουμε αναβίωση της Ιεράς Εξετάσεως;), επειδή έγραψα την επιστημονική μου μελέτη με θέμα «Επίπλαστη ‘οικονομία’ κυβερνητικής απαίτησης και απόφασης», που δημοσιεύθηκε στη Romfea.gr (https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/36294-epiplasti-ekklisiastiki-oikonomia-kubernitikis-apaitisis-kai-apofasis), με την οποία απέδειξα ότι ήταν εσφαλμένη η άποψη του Αρχιεπισκόπου, στη γνωστή συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό Antenna, ότι συνιστούσε επίπλαστη (προσποιητή) οικονομία η υποστήριξή του στην κυβερνητική πολιτική της απαγόρευσης της ελευθερίας της λατρείας (με τις δύο πρώτες κοινές υπουργικές αποφάσεις).
Κάνει λάθος ο κ. Φειδάς ότι είμαι νομικός εκ θεολόγων. Αντιθέτως, είμαι θεολόγος εκ νομικών.
Επίσης, το συγκεκριμένο άρθρο του κ. Βλάσιου Φειδά αποβλέπει προφανέστατα στην υποστήριξη του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Β΄, ο οποίος διατύπωσε την εσφαλμένη, από πλευράς Κανονικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου, άποψη, ότι η εκ μέρους του υποστήριξη της κυβερνητικής πολιτικής της απαγόρευσης της ελευθερίας της λατρείας (με τις δύο πρώτες κοινές υπουργικές αποφάσεις των Υπουργών Παιδείας – Θρησκευμάτων και Υγείας) συνιστά δήθεν περίπτωση εκκλησιαστικής «οικονομίας», ενώ, από επιστημονικής πλευράς, συνιστά περίπτωση «επίπλαστης» (δηλαδή προσποιητής) ψευδο-οικονομίας, όπως απέδειξα στην ανωτέρω επιστημονική μου μελέτη με θέμα «Επίπλαστη ‘οικονομία’ κυβερνητικής απαίτησης και απόφασης». Ως γνωστόν, η εσφαλμένη αυτή άποψη του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Β΄ υποστηρίχθηκε στη γνωστή συνέντευξή του στον τηλεοπτικό Σταθμό «Antenna» και απευθυνόταν στο εκκλησιαστικό τηλεοπτικό κοινό των Μητροπολιτών και των λοιπών κληρικών, προκειμένου να μη διατυπώνουν αντίθετες προς τον Αρχιεπίσκοπο (που υποστηρίζει την κυβερνητική πολιτική) απόψεις στο ζήτημα της αντισυνταγματικής και αντίθετης προς το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων απαγόρευσης της ελευθερίας της λατρείας και του αναγκαστικού κλεισίματος των Ναών και Μονών.
Βέβαια, η συγκεκριμένη υποστήριξη του κ. Φειδά προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, φαινομενικά αν και όχι πραγματικά (λόγω παντελούς ελλείψεως επιστημονικών επιχειρημάτων στο συγκεκριμένο άρθρο του κ. Φειδά), από άποψη επιδιωκόμενων επιχειρημάτων, θα εξυπηρετούσε τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο στην «εξουδετέρωση» των αντίθετων προς αυτόν απόψεων των Μητροπολιτών, αλλά ο σκοπός αυτός δεν επιτυγχάνεται, αλλά αποτυγχάνει παταγωδώς.
Ο κ. Φειδάς, διαβάζοντας, λοιπόν, την ανωτέρω μελέτη μου για την εσφαλμένη άποψη του Αρχιεπισκόπου για τη δήθεν οικονομία της υποστήριξής του προς την κυβερνητική πολιτική της απαγόρευσης της ελευθερίας της λατρείας (με κοινές υπουργικές αποφάσεις), και τις δύο άλλες κατωτέρω αναφερόμενες μελέτες μου για την αντισυνταγματική και αντίθετη προς το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων κυβερνητική απαγόρευση της ελευθερίας της λατρείας (με κοινές υπουργικές αποφάσεις) υπό καθεστώς έκτακτης δημόσιας ανάγκης, και μη βρίσκοντας κανένα επιστημονικό επιχείρημα για να τις αντικρούσει, κατέφυγε στις εξής πονηρίες, τις οποίες απογυμνώνω με τις επόμενες εννιά (9) παρατηρήσεις μου:
1 – Ο κ. Φειδάς χαρακτηρίζει την ανωτέρω επιστημονική μου μελέτη ως «λιβελλογραφικό και υβριστικό δημοσίευμα», επειδή η εν λόγω μελέτη μου απέδειξε ότι ήταν επιστημονικά εσφαλμένη η άποψη του Αρχιεπισκόπου για την δήθεν «οικονομία» υποστήριξης της κυβερνητικής πολιτικής της αντίθετης προς το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων πλήρους απαγόρευσης της ελευθερίας της λατρείας (με τις δύο πρώτες κοινές υπουργικές αποφάσεις,), όπως απέδειξα με τις εξής μελέτες μου που δημοσιεύθηκαν στη Ρομφαία:
Α – Η προσωρινή απαγόρευση της λατρείας, για την προστασία της υγείας, παραβιάζει τη θρησκευτική ελευθερία (https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/35960-i-prosorini-apagoreusi-tis-latreias-gia-tin-prostasia-tis-ugeias-parabiazei-ti-thriskeutiki-eleutheria).
Β – Γιατί η Κυβέρνηση επιμένει να παραβιάζει την ελευθερία της λατρείας και γιατί ο Αρχιεπίσκοπος την υποστηρίζει; (https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/36207-giati-i-kubernisi-epimenei-na-parabiazei-tin-eleutheria-tis-latreias-kai-giati-o-arxiepiskopos-tin-upostirizei).
Πριν ο κ. Βλάσιος Φειδάς υποστηρίξει τον Αρχιεπίσκοπο και δυσφημήσει συκοφαντικά εμένα, όφειλε να απαντήσει ενδελεχώς στα ανωτέρω δύο (2) νομικά επιστημονικά άρθρα μου, και όχι όπως πράττει στο ανωτέρω άρθρο του με τρόπο που αποδεικνύει ότι δεν είναι νομικός. Αυτά τα δύο επιστημονικά μου άρθρα αποτελούν προϋποθέσεις του ορθού ή του εσφαλμένου της άποψης του Αρχιεπισκόπου για την εν λευκώ υποστήριξη εκ μέρους του της κυβερνητικής πολιτικής απαγόρευσης της ελευθερίας της λατρείας, αντί της συνταγματικής και διεθνούς νομιμότητας του περιορισμού της ελευθερίας της λατρείας με υγειονομικά μέτρα, έστω και αν αυτή η κυβερνητική πολιτική έρχεται σε αντίθεση προς το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υπό καθεστώς της de facto δημόσιας έκτακτης ανάγκης, την οποία έχει επιβάλλει η Κυβέρνηση, όπως πράγματι συμβαίνει. Αλλά ο κ. Φειδάς δεν απάντησε στα ανωτέρω δύο νομικά επιστημονικά μου άρθρα, διότι δεν μπορεί να απαντήσει νομικά, εξαιτίας του γνωστικού του αντικειμένου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας (ενόσω ήταν εν ενεργεία, αφού τώρα είναι συνταξιούχος), δεδομένου ότι (εξ όσων γνωρίζω) δεν είναι νομικός και τούτο δεν προκύπτει από τα γραφόμενά του.
2 – Ο κ. Φειδάς δεν αποδεικνύει τον ισχυρισμό του, με βάση το Κανονικό και το Εκκλησιαστικό Δίκαιο, ότι δήθεν επικρίνω «αφελώς και ακρίτως» την, κατά την άποψή του «σπουδαία εξ επόψεως Εκκλησιαστικού δικαίου ‘δήλωση’» του Αρχιεπισκόπου στον Antenna.
3 – Ο κ. Φειδάς απαξιώνει δυσφημιστικά, χωρίς να το αποδεικνύει με βάση το Κανονικό και το Εκκλησιαστικό Δίκαιο, τους διαφωνούντες με την άποψη του Αρχιεπισκόπου Μητροπολίτες με τη φράση «εκτός από ελάχιστες ιδεοληπτικές ή ιδιοτελείς διαφωνίες ορισμένων αρχιερέων».
4 – Ο κ. Φειδάς δεν αποδεικνύει τον ισχυρισμό του, με βάση το Κανονικό και το Εκκλησιαστικό Δίκαιο, γιατί «η σημαντική αυτή ‘δήλωση’» του Αρχιεπισκόπου είναι η αυθεντική έννοια τόσο της ομόφωνης κανονικής παραδόσεως, όσο και της διαχρονικής εκκλησιαστικής πράξεως για τα όρια της εφαρμογής της εκκλησιαστικής οικονομίας», δήθεν για να αποφευχθούν από εμένα «οι κανονικές, αλλά και οι επικίνδυνες συνταγματικές συγχύσεις» μου.
Συγκεκριμένα, ο κ. Φειδάς, χρησιμοποιώντας γενικούς και αφηρημένους αφορισμούς, ανεπίτρεπτους για την επιστήμη, δεν αποδεικνύει, με βάση το Κανονικό και το Εκκλησιαστικό Δίκαιο, τα εξής:
– Γιατί η συγκεκριμένη δήλωση του Αρχιεπισκόπου είναι η αυθεντική έννοια της ομόφωνης κανονικής παραδόσεως. Επειδή τη δήλωση για την δήθεν οικονομία την έκανε ο Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος επέχει θέση αυθεντίας (όπως οι δογματικές αποφάνσεις του Πάπα), κατά τον κ. Φειδά;
– Γιατί η συγκεκριμένη δήλωση του Αρχιεπισκόπου είναι η αυθεντική έννοια της διαχρονικής εκκλησιαστικής πράξεως για τα όρια της εφαρμογής της εκκλησιαστικής οικονομίας; Επειδή τη δήλωση για την δήθεν οικονομία την έκανε ο Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος επέχει θέση αυθεντίας (όπως οι δογματικές αποφάνσεις του Πάπα), κατά τον κ. Φειδά;
5 – Η έλλειψη επιστημονικών επιχειρημάτων από τον εκκλησιαστικό ιστορικό κ. Φειδά μεταβάλλεται, αναρμοδίως (επειδή εκείνος είναι πρωτίστως εκκλησιαστικός ιστορικός και ο υπογράφων το παρόν άρθρο είμαι πρωτίστως νομικός), σε συστάσεις προς εμένα το νομικό να αποφύγω τις κανονικές και επικίνδυνες συνταγματικές συγχύσεις.
Πώς ο κ. Φειδάς γράφει, στο ανωτέρω άρθρο του, απόψεις τις οποίες δεν αποδεικνύει επιστημονικά, για να υποστηρίξει μια εσφαλμένη επιστημονικά άποψη του Αρχιεπισκόπου για την δήθεν οικονομία, στηριζόμενος αποκλειστικά στο γεγονός ότι διατέλεσε στο παρελθόν καθηγητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, προσπαθώντας να προσποριστεί κύρος από την προηγούμενη θέση του και όχι από επιστημονικά επιχειρήματα;
Χωρίς να έχει κανένα επιστημονικό επιχείρημα για να αντικρούσει τη νομική επιστημονική μου άποψη για την εσφαλμένη άποψη του Αρχιεπισκόπου για την δήθεν οικονομία – αφού, αν είχε, θα το ανέφερε – ομιλεί για δήθεν δική μου κανονική σύγχυση, επειδή αντέκρουσα, ως εσφαλμένη από επιστημονικής πλευράς, την ανωτέρω άποψη του Αρχιεπισκόπου για την δήθεν οικονομία.
Χωρίς να είναι νομικός (εξ όσων γνωρίζω και εξ όσων προκύπτει από τα γραφόμενά του) και χωρίς να έχει νομικά επιστημονικά επιχειρήματα – αφού υπήρξε στο παρελθόν καθηγητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, και τώρα είναι συνταξιούχος – πώς γράφει για δήθεν επικίνδυνες συνταγματικές μου συγχύσεις; Δεν υπάρχει λογική συνοχή σε ένα τέτοιο ισχυρισμό.
απαιτεί από τη νομική επιστήμη στη νομική ερμηνεία της να ακολουθεί την κυβερνητική πολιτική, αντί να απαιτεί από την κυβέρνηση να ακολουθεί τη νομική ερμηνεία της νομικής επιστήμης. Πλήρης αντιστροφή της επιστημονικής λογικής.
Γιατί ο κ. Φειδάς – αντί της επιστημονικής επιχειρηματολογίας για την έννοια και την επιτρεπτή ή μη επιτρεπτή χρήση της οικονομίας στα επιμέρους θέματα (δόγμα, λατρεία, ηθική, διοίκηση), την οποία επιχειρηματολογία σαφώς δεν διαθέτει όπως προκύπτει από το συγκεκριμένο κείμενό του – αντικαθιστά την επιστημονική επιχειρηματολογία για την οικονομία με την αντιεπιστημονική δεσποτοκρατική αντίληψη για την οικονομία, γράφοντας τα εξής: «η προφανώς αβάσιμη και σαφώς εσφαλμένη επικίνδυνη σύγχυση, ότι δήθεν η Οικονομία προσδιορίζει τα όρια της Εκκλησίας και όχι βεβαίως ότι η Εκκλησία (δηλαδή οι δεσποτάδες ή, πιο εκλεπτυσμένα, οι Μητροπολίτες) ασκεί πάντοτε και ορίζει αυτοδικαίως τα καθιερωμένα όρια της εκκλησιαστικής οικονομίας, κατά την άσκησή της μάλιστα στους ευλαβείς πιστούς»;
Δηλαδή ο κ. Φειδάς, με άλλα λόγια, λέγει ότι δεν έχει καμία σημασία η επιστημονική θεμελίωση του θεσμού της οικονομίας (π.χ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου Κοτσώνη Α΄, Προβλήματα της «Εκκλησιαστικής Οικονομίας», Αμίλκα Αλιβιζάτου, Η Οικονομία, Ευαγγέλου Ματζουνέα, Εκκλησιαστικό Δίκαιο – Οικονομία, Σπύρου Τρωιάνου, Εκκλησιαστικό Δίκαιο – Οικονομία), αλλά σημασία έχει μόνο το τί θέλουν οι δεσποτάδες (πιο εκλεπτυσμένα, οι Μητροπολίτες, ένας από τους οποίους είναι και ο Αρχιεπίσκοπος, έχοντας επιπλέον και τις ιδιότητες του προέδρου της Διαρκούς Συνόδου και της Συνόδου της Ιεραρχίας).
Γιατί ο κ. Φειδάς αναμειγνύεται σε νομικά θέματα δημόσιας έκτακτης ανάγκης, τα οποία είναι δύσκολα ακόμη και για νομικούς, τα οποία δεν γνωρίζει (όπως τούτο σαφώς προκύπτει, για όλους τους νομικούς, από τα γραφόμενά του), επεκτεινόμενος από την Εκκλησιαστική Ιστορία – την οποία δίδασκε όταν ήταν εν ενεργεία – επί παντός του επιστητού;
6 – Δεν γνωρίζει, ως μη νομικός (όπως τούτο προκύπτει από τα γραφόμενά του), ο κ. Φειδάς – και παρά ταύτα θέλει να έχει αναρμόδιο αναπόδεικτο και εσφαλμένο επικριτικό λόγο – από νομικής απόψεως τί σημαίνει το καθεστώς της δημόσιας έκτακτης ανάγκης (public emergency).
Δεν γνωρίζει, ως μη νομικός (όπως τούτο προκύπτει από τα γραφόμενά του), ο κ. Φειδάς – και παρά ταύτα θέλει να έχει αναρμόδιο αναπόδεικτο και εσφαλμένο επικριτικό λόγο – το συνταγματικό δίκαιο και ειδικότερα το δίκαιο των συνταγματικών δικαιωμάτων.
Δεν γνωρίζει, ως μη νομικός (όπως τούτο προκύπτει από τα γραφόμενά του), ο κ. Φειδάς – και παρά ταύτα θέλει να έχει αναρμόδιο αναπόδεικτο και εσφαλμένο επικριτικό λόγο – το διεθνές δίκαιο και ειδικότερα το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Δεν γνωρίζει, ως μη νομικός (όπως τούτο προκύπτει από τα γραφόμενά του), ο κ. Φειδάς – και παρά ταύτα θέλει να έχει αναρμόδιο αναπόδεικτο και εσφαλμένο επικριτικό λόγο – ποιά ανθρώπινα δικαιώματα επιτρέπεται από το Σύνταγμα και από το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων να απαγορεύονται και ποιά να περιορίζονται κάτω από καθεστώς έκτακτης δημόσιας ανάγκης (public emergency).
Δεν γνωρίζει, ως μη νομικός (όπως τούτο προκύπτει από τα γραφόμενά του), ο κ. Φειδάς – και παρά ταύτα θέλει να έχει αναρμόδιο αναπόδεικτο και εσφαλμένο επικριτικό λόγο – ότι το δικαίωμα της ζωής είναι διαφορετικό από την ελευθερία της λατρείας, ότι προστατεύονται εξίσου χωρίς καμία προτεραιότητα, ότι κανένα δεν είναι ανώτερο και κανένα δεν είναι κατώτερο από το άλλο, ούτε σε καιρό επιδημίας.
Δεν γνωρίζει, ως μη νομικός (όπως τούτο προκύπτει από τα γραφόμενά του), ο κ. Φειδάς – και παρά ταύτα θέλει να έχει αναρμόδιο και εσφαλμένο αναπόδεικτο επικριτικό λόγο – ότι η ελευθερία της λατρείας, υπό καθεστώς έκτακτης δημόσιας ανάγκης, δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων να απαγορεύεται, αλλά επιτρέπεται μόνο η άσκησή της να περιορίζεται σύμφωνα με τους νόμιμους περιορισμούς του Συντάγματος και των διεθνών συμβάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για την προστασία της δημόσιας υγείας, με περιοριστικά και όχι απαγορευτικά υγειονομικά μέτρα.
Δεν γνωρίζει, ως μη νομικός (όπως τούτο προκύπτει από τα γραφόμενά του), ο κ. Φειδάς – και παρά ταύτα θέλει να έχει αναρμόδιο αναπόδεικτο και εσφαλμένο επικριτικό λόγο – για τη νομική θεωρία και νομολογία του συνταγματικού και διεθνούς δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία.
Δεν γνωρίζει, ως μη νομικός (όπως τούτο προκύπτει από τα γραφόμενά του), ο κ. Φειδάς – και παρά ταύτα θέλει να έχει αναρμόδιο αναπόδεικτο και εσφαλμένο επικριτικό λόγο – για τη σχέση γένους και είδους μεταξύ της ελευθερίας της συνάθροισης και της ελευθερίας της λατρείας, ούτε για το ότι η ελευθερία της συνάθροισης μπορεί να απαγορευθεί, ενώ η ελευθερία της λατρείας μπορεί μόνο να περιοριστεί υπό καθεστώς δημόσιας έκτακτης ανάγκης, για την προστασία της δημόσιας υγείας, με αποτέλεσμα να είναι ακατανόητα και ασυνάρτητα, από λογικής και νομικής απόψεως, αυτά που ισχυρίζεται. Επί του θέματος αυτού γράφει τα εξής ακατανόητα και ασυνάρτητα:
«γ΄. Η άκριτη ταύτιση του θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας με το παρεπόμενο δικαίωμα των πιστών να συνέρχονται ελευθέρως και ακωλύτως στις λατρευτικές τους συνάξεις, συμφώνως μάλιστα προς το άρθρο 13 του ισχύοντος Συντάγματος, η οποία όμως παραθεωρεί ή αθετεί αυθαιρέτως ότι στο άρθρο αυτό αφ’ ενός μεν το κύριο συνταγματικό δικαίωμα είναι ο σεβασμός της θεμελιώδους αρχή της «θρησκευτικής ελευθερίας», μία από τις πτυχές της οποίας είναι και η «ελευθερία της λατρείας», αφ’ ετέρου δε ότι ο εύλογος σεβασμός της προστασίας της ζωής του ανθρώπου υπήρξε πάντοτε το ύψιστο δικαίωμα, μεταξύ των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου, σε όλες τις Διεθνείς Διακηρύξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Ειλικρινά, αν ένας φοιτητής της Νομικής έγραφε αυτή την ακατανόητη και ασυνάρτητη φράση, δεν θα είχε επιτυχές εξεταστικό αποτέλεσμα.
7 – Ο κ. Φειδάς, χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένες ιστορικές περιπτώσεις (για τις οποίες υποτίθεται ότι θα μπορούσε να το κάνει ως εκκλησιαστικός ιστορικός), αλλά έχοντας γενικές αναφορές «στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, στον Ιωάννη Καποδίστρια κ.α.», ισχυρίζεται ότι σε περίπτωση μολυσματικών ασθενειών οι κληρικοί και οι λαϊκοί δήθεν κλείνονταν στα σπίτια τους και δεν προσέρχονται στους Ναούς.
Ο κ. Φειδάς, αν και είναι εκκλησιαστικός ιστορικός, δεν γνωρίζει ότι ο κ. Αναστάσιος Βαβούσκος, διδάκτορας Νομικής, δικηγόρος και άρχοντας ασηκρήτης, ανέτρεψε την άποψη του καθηγητή κ. Άρη Χατζή ότι ο Καποδίστριας είχε δήθεν κλείσει τους ναούς στην περίπτωση μιας μολυσματικής νόσου που εμφανίστηκε επί ημερών του (https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/36176-anoixti-epistoli-peri-kapodistria-ieron-naon-kai-antigrafon).
Πώς ο κ. Φειδάς ούτε ακόμη χωρίς ιστορική τεκμηρίωση προβάλλει τέτοιους ιστορικούς ισχυρισμούς, σαν τους ανωτέρω γενικά και αόριστα αναφερόμενους από αυτόν;
Ως προς τις γενικές και αόριστες αναφορές του σε δήθεν ιστορικές περιπτώσεις εγκλεισμού των κληρικών και των λαϊκών στα σπίτια τους σε περιόδους θανατηφόρας επιδημίας, πρέπει να επισημανθούν τα εξής:
Α. Ο κ. Φειδάς, αν και θεολόγος, αγνοεί, ως μη όφειλε, το Λόγο του Θεού τόσο για την αιτία της θανατηφόρας επιδημίας όσο και για τη θεραπεία αυτής της επιδημίας από τον πραγματικό Ιατρό αληθινό Θεό.
Το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης Παραλειπομένων Β΄ αναφέρει ότι μια επιδημία (είτε φυσική είτε τεχνητή ως προϊόν βιολογικού πολέμου) είναι παιδαγωγική τιμωρία του Θεού προς τα μέλη της Εκκλησίας που αποστατούν και αμαρτάνουν, είτε είναι άρχοντες (εκκλησιαστικοί και πολιτικοί) είτε αρχόμενοι. Συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο 7 και στους στίχους 12-14, του ίδιου αγιογραφικού βιβλίου, περιέχεται ο Λόγος του Θεού για το θέμα της εκάστοτε θανατηφόρας επιδημίας, ως εξής:
«Και ώφθη Κύριος τω Σαλωμών την νύκτα και είπεν αυτώ. (…) [Και τότε παρουσιάστηκε ο Κύριος στον Σολομώντα τη νύκτα και είπε σε αυτόν.]
Εάν συσχώ τον ουρανόν και μη γένηται υετός, και εάν εντείλωμαι τη ακρίδι καταφαγείν το ξύλον, και αποστείλω θάνατον εν τω λαώ μου, [Αν κλείσω τον ουρανό και δεν πέφτει βροχή, και αν διατάξω τις ακρίδες να καταφάγουν τα δέντρα, και αν στείλω θανατηφόρα επιδημία στο λαό μου]
και εάν εντραπή ο λαός μου εφ’ ούς επικέκληται το όνομά μου επ’ αυτούς, και προσεύξωνται και ζητήσωσι το πρόσωπόν μου και αποστρέψωσιν από των οδών αυτών των πονηρών, και εγώ εισακούσομαι εκ του ουρανού και ίλεως έσομαι ταις αμαρτίαις αυτών και ιάσομαι την γην αυτών [και αν ο λαός μου, στον οποίο έχω θέσει το όνομά μου, ταπεινωθεί και προσευχηθεί και ζητήσει το πρόσωπό μου και αφήσουν τις πονηρίες τους (αποστασίες και αμαρτίες), τότε και εγώ θα εισακούσω την προσευχή τους από τον ουρανό και θα συγχωρήσω τις αμαρτίες τους και θα θεραπεύσω τη χώρα τους].
Δηλαδή μια θανατηφόρα επιδημία επιβάλλεται από τον αληθινό Θεό στα μέλη της Εκκλησίας που είναι πολίτες μιας χώρας, ως παιδαγωγική τιμωρία για τις αποστασίες και τις αμαρτίες των αρχόντων (εκκλησιαστικών και πολιτικών) και των αρχομένων. Η θανατηφόρα επιδημία θεραπεύεται από τον αληθινό Θεό, υπό τις εξής προϋποθέσεις: 1) ο λαός (στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί άρχοντες), όλος μαζί και όχι ατομικά ο καθένας, να ταπεινωθεί ενώπιον του αληθινού Θεού και να μη λατρεύουν ψευτο-θεούς, π.χ. του τύπου του Ντεϊσμού ή Αφηρημένου Θεού, 2) ο λαός (στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί άρχοντες), όλος μαζί και όχι ατομικά ο καθένας, να προσευχηθεί προς τον αληθινό Θεό και να ζητήσει το πρόσωπό Του για την απαλλαγή της χώρας τους από τη θανατηφόρα επιδημία, 3) ο λαός (στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί άρχοντες), όλος μαζί και όχι ατομικά ο καθένας, να μετανοήσουν ειλικρινά για τις αποστασίες και τις αμαρτίες τους.
Σημειωτέον ότι: Α. Ο όρος «αποστασίες» σημαίνει ότι ο λαός (στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί άρχοντες) λάτρεψαν όχι τον αληθινό Θεό, αλλά ψευτο-θεούς, πίσω από τους οποίους – κατά την ιουδαιο-χριστιανική παράδοση – κρύβεται ο Σατανάς. Και Β. Το να προσευχηθεί ο λαός (στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί άρχοντες) και να ζητήσουν το πρόσωπό Του σημαίνει το να προσευχηθούν μέσα στους Ναούς. Διότι το πρόσωπο του Θεού, το λεγόμενο «κατενώπιον της δόξης Του», στη μεν Παλαιά Διαθήκη βρισκόταν όπου ήταν η Κιβωτός της Διαθήκης και όταν αυτή τοποθετήθηκε στο Ναό τον οποίο έκτισε ο Βασιλιάς Σολομών, τότε το πρόσωπο του Θεού (το κατενώπιον της δόξης Του) ήταν τα Άγια των Αγίων, όπου μια φορά το χρόνο έμπαινε ο Αρχιερέας. Στη δε Καινή Διαθήκη το πρόσωπο του Θεού (ή το κατενώπιον της δόξης Του) είναι η θέση μπροστά στην Αγία Τράπεζα, όπου στέκεται ο ιερέας όταν τελεί τη Θεία Λειτουργία. Γι’ αυτό το λόγο κανένας άντρας, πλην του ιερέα που λειτουργεί, δεν μπορεί να περάσει από εκείνη τη θέση, αλλά όσοι βρίσκονται στο Ιερό, περνούν από τη μια πλευρά του στην άλλη πίσω από την Αγία Τράπεζα (βλ.. Ράνιας Γάτου, Πάμε Ανάσταση; (https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/36414-pame-anastasi).
Β. Ο κ. Φειδάς, αν και θεολόγος, αγνοεί, ως μη όφειλε, την Παράδοση της Εκκλησίας στο θέμα της θανατηφόρας επιδημίας, η οποία Παράδοση εκφράζεται και με το Μέγα Ευχολόγιο (εκδοτικός οίκος «ο Αστήρ»).
Κατά τη Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η πίστη, η αγάπη και η ελπίδα στο Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, στον Θεάνθρωπο Χριστό, και η αγάπη προς τον πλησίον, προβλέπουν τη χρήση, στη συλλογική και δημόσια λατρεία της Εκκλησίας, άρα με την παρουσία των πιστών – εννοείται: όσων δεν έχουν προσβληθεί από τη μολυσματική ασθένεια και τηρούν τα προβλεπόμενα υγειονομικά μέτρα που αρμόζουν σε αυτήν την περίσταση – κατά το Μέγα Ευχολόγιο (του εκδοτικού οίκου «Αστήρ»):
1 – Του Κανόνα εις την Αγία Τριάδα και εις πάντας τους Αγίους εις απειλήν λοιμικής ασθενείας (σε ήχο πλάγιο του δ΄, κατά το «Αρματηλάτην Φαραώ»), ο οποίος είναι διατυπωμένος σε πληθυντικό αριθμό, διότι ψάλλεται από τους ψάλτες ως εκπροσώπους όλης της Εκκλησίας επί παρουσία των μελών της Εκκλησίας (σελ. 543-547),
2 – Της Ευχής εις Λοιμικήν Νόσον, η οποία είναι επίσης διατυπωμένη σε πληθυντικό αριθμό, διότι απαγγέλλεται από τον Ιερέα ως εκπρόσωπο όλης της Εκκλησίας, επί παρουσία των μελών της (σελ. 548-553). Είναι μια ευχή δημόσιας εξομολογήσεως και μετανοίας αρχόντων και αρχομένων. Δεν νοείται ευχή μετανοίας ακόμη και ιδιωτικής, χωρίς τη φυσική παρουσία του μετανοούντος που γονατίζει στο πετραχήλι του πνευματικού.
3 – Της ενδεικτικά αναφερόμενης 39ης Ομιλίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (PG 151, 485496, ΕΠΕ, τομ. 10ος, σελ. 490-509), η οποία εκφωνήθηκε σε λιτανεία που έγινε για την τότε ασυνήθη και γενική πληγή του θανάτου (σε επιδημία). Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ως Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, δεν προέτρεψε τους πιστούς της Θεσσαλονίκης, να κλειστούν στα σπίτια τους για να μην μολυνθούν από την επιδημία, αλλά τους κάλεσε στη λιτανεία στην οποία προεξήρχε με αφορμή την επιδημία που ξέσπασε τότε, και με αφορμή την οποία εκφώνησε τη συγκεκριμένη Ομιλία του.
Και ο Κανόνας και η Ευχή θεωρούν ως αιτία της εκάστοτε μολυσματικής ασθένειας τις γενικευμένες, ανεξομολόγητες αμαρτίες των μελών της Εκκλησίας – εξυπονοουμένων και των αμαρτιών των μη μελών της που διαπράχθηκαν κατά παράβαση του νόμου της συνειδήσεως – και καλούν σε ειλικρινή μετάνοιά τους, προκειμένου να μη μολυνθούν από τη νόσο, να θεραπευθούν και να μη πεθάνουν αν ήδη μολύνθηκαν.
Ορισμένοι ύμνοι του ανωτέρω Κανόνα μας δίνουν μια ποιητική αίσθηση της αγωνίας της μολυσματικής ασθένειας και της ανάγκης αποφυγής της ή θεραπείας από αυτήν, όπως κατωτέρω:
«Εις πέλαγος αχανές, ασθενειών περικείμεθα, και λοιμικής συμφοράς, χειμάζει τα κύματα. Κυβερνήτα Κύριε, βοηθείας χείρα, επεκτείνας νυν διάσωσον» (1ος ύμνος της 6ης ωδής).
«Φλογίζει η κάμινος αμέτρων πόνων, και κατακαίει με, πυρετού λοιμικής με, η φλόξ απαύστως η αναιδέστατος. Αλλά τη δρόσω του ελέους σου, Σώτερ ανάψυξον ψάλλοντα, Ευλογητός ο Θεό ο των Πατέρων ημών» (1ος ύμνος της 7ης ωδής).
«Οδυνηρώς στενάζομεν, από κλίνης οδύνης ημών, και από λοιμώδους ασθενείας κράζομεν, προς σε τον φιλάνθρωπον. Τα της καρδίας όμματα, νυν αναπετώντες, την υγείαν αιτούμεν. Επίσκεψαι ημάς Σώτερ, και ανάστησον ψάλλειν, Λαός υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας (1ος ύμνος της 8ης ωδής).
Ορισμένα αποσπάσματα της ως άνω Ευχής είναι χαρακτηριστικά των αιτίων της μολυσματικής ασθενείας και των θεολογικών προϋποθέσεων αποφυγής της, όπως κατωτέρω:
«… τας θείας σου εντολάς ταύτας παραβάντες, και των ορέξεων ημών και των θελημάτων οπίσω γενόμενοι, πάσαν αμαρτίαν επιμελώς καθ’ εκάστην διενεργούμεν, καταλαλιάν, βλασφημίαν, μνησικακίαν, επιορκίαν, ψευδολογίαν, αισχρολογίαν, δόλον, έριν, φθόνον, και πάσαν αθέμιτον αισχρουργίαν φυσικήν τε και παρά φύσιν, και ήν ουδέ εν αλόγοις ζώοις εστίν ευρείν, ταύτην ασεβέστατα καινοτομούμεν».
«Εξέλιπον εν ματαιότητι αι ημέραι ημών, της βοηθείας της σης γεγυμνώμεθα, … τη κακία παλαιωθέντες, … πάντες εξεκλίναμεν, άμα ηχρειώθημεν, ουκ έστιν ο συνιών, ουκ έστιν έως ενός, Ιερείς και λαός εξέστημεν επί το αυτό». Προσοχή! Η Ευχή αναφέρεται στις αμαρτίες και των Ιερέων και του λαού, ως αιτιών της μολυσματικής νόσου, και ο Ιερέας την διαβάζει εξ ονόματος και επί παρουσία και των λοιπών Ιερέων και του λαού.
«Σήμερον περιίσταται τοις πατράσι και ταις μητράσι χορός παίδων, χορός υιών, χορός άλλων συγγενών και συνήθων, ως στενοχωρείσθαι τας οικίας τω πλήθει, συναγομένων εν οίς τε κατά φατρίας και συγγενείας. Και αύριον, άπαιδες, έρημοι, ελεεινοί, περιηρημένοι, και ώσπερ ηκρωτηριασμένοι τα καιριώτατα, και αθρόως την ελπίδα πάσαν αποβαλλόμενοι και της ζωής και του γήρως, και της διαδοχής της εις έπειτα γενεάς, και πάντων ομού των φυσικών, και των φιλτάτων, και των αναγκαιοτάτων στερούμενοι».
«Εξεπλάγημεν ουν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τω μεγέθει της αφορήτου ταύτης συμφοράς και της μάστιγος. Και μικρού εξέστημεν εαυτών, και απορία και αμηχανία περιέσχεν ημάς, και φόβος και τρόμος ανεκδιήγητος ήλθεν εφ’ ημάς, και εκάλυψεν ημάς σκιά θανάτου, και απειρήκαμεν και απεγνώκαμεν παντάπασιν».
«Και το δη χείριστον, ότι ουδέ διάραι τα όμματα ημών εις τον ουρανόν, ουδέ ανοίξαι το στόμα ημών, και εύξασθαι ενώπιόν σου τολμώμεν οι τάλανες, τω κέντρω του συνειδότος πληττόμενοι. Αλλά τα έργα ημών τα πονηρά, και πάσης ακαθαρσίας ανάμεστα, προ οφθαλμών έχοντες, αισχύνη τα πρόσωπα καλυπτόμενοι, αναξίους εαυτούς της σης βοηθείας και της σης αντιλήψεως κρίνομεν, τούτο μόνον, συντετριμμένοι και τεταπεινωμένοι, και κατησχυμμένοι βοώντες προς σε τον αγαθόν Θεόν. Δίκαιος εί, Κύριε, και δικαία η κρίσις σου κατά πάντα, ά επήγαγες ημίν…αλλά και ταύτην την καθ’ ημών επιφερομένην μάστιγα, φιλάνθρωπον πλέον, ή δικαίαν είναι ομολογούμεν… Αντίθες την άβυσσον των οικτιρμών σου τω πλήθει των ημετέρων κακών. Σοί μόνω αμαρτάνομεν, Κύριε, αλλά και σοί μόνω λατρεύομεν… Δέξαι, φιλάνθρωπε, την κοινήν ταύτην συντριβήν ημών, και καρδιακόν πόνον, ως εδέξω…». Προσοχή! Ο Ιερέας, εξ ονόματος των πιστών που πρέπει να είναι παρόντες, ικετεύει ρητά τον Άγιο Τριαδικό Θεό να δεχθεί την κοινή συντριβή και τον κοινό καρδιακό πόνο για τις αμαρτίες όλων μας, δηλαδή την κοινή μετάνοια όλων των μελών της Εκκλησίας.
Στην 39η Ομιλία του ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Ας αντιληφθούμε λοιπόν, αδελφοί, και από αυτό το πλήθος και το μέγεθος των αμαρτημάτων μας, ας επιστραφή ο καθένας από τα σαρκικά του φρονήματα και ας στραφή προς τον Κύριο. Ας μετανοήσωμε από ψυχή, ας απομακρυνθούμε από την πονηρή συνήθεια και την αμαρτητική γνώμη, για να σταματήσωμε τη θεία οργή και την μετατρέψωμε σε έλεος. Ας ιατρεύσωμε την κακία μας, για να μην καταστραφούμε από την κακία».
«Είναι λοιπόν φοβερό πράγμα ο θάνατος, είτε επερχόμενος είτε αναμενόμενος, αλλά είναι πολύ φοβερώτερο το να μη επιστρέφωμε από τις αμαρτίες μας. Διότι τούτο εδώ μεν αυξάνει την τιμωρία, κι’ έπειτα από εδώ παραπέμπει στα ατελείωτα κολαστήρια, που είθε να μη λάβη κανείς μας πείρα αυτών. Αν δηλαδή τα εδώ δεινά φαίνωνται αφόρητα, ενώ παρέρχονται και μόνο το σώμα εγγίζουν, τί είναι εκείνα, που μαζί με το σώμα τιμωρούν και την ψυχή και δεν παρουσιάζουν ποτέ προσδοκία απαλλαγής; Αλλά ας μετανοήσωμε εμείς, αδελφοί, κι’ ας επιστρέψωμε δεικνύοντας τη μετάνοια με έργα και λόγια, και ας προσπέσωμε στον Θεό με συντετριμμένη καρδιά, λέγοντας προς αυτόν, «Κύριε, να μη μας ελέγξης στο θυμό σου μήτε να μας παιδεύσης στην οργή σου» (Ψαλμ.37, 1), αλλά μεταχειρίσου μας σύμφωνα με το έλεός σου και όχι όπως αξίζομε».
«Διότι ‘επιστρέψατε προς εμέ κι’ εγώ θα επιστρέψω προς σας, λέγει ο Κύριος, και δεν πρόκειται να ενθυμούμαι πλέον τις αμαρτίες σας»’ (Ζαχ. 1, 3), εάν εμείς πάντως ή αποφύγωμε αυτές ανεπιστρέπτως ή εξιλεώσωμε το θείο δι’ εξομολογήσεως και μετανοίας με έργα που ισοσταθμίζει τα παραπτώματά μας, εξευμενίζοντάς το για μας με την ενεργό ταπείνωση. Έτσι θα μπορέσωμε, με την ανοχή της φιλανθρωπίας του Θεού που αναπληρώνει τις ελλείψεις μας, να απαλλαγούμε τώρα μεν από αυτήν τη θεία οργή και από αυτόν τον πρόωρο και γενικό θάνατο και την δι’ αυτού πανωλεθρία, στον μέλλοντα δε αιώνα να επιτύχωμε την αθάνατη ζωή…»
(βλ. Προβλήματα της από 1-4-20 απόφασης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, (https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/36251-problimata-tis-apo-1420-apofasis-tis-diarkous-ieras-sunodou).
8 – Γιατί ο κ. Φειδάς δεν αποδεικνύει, με βάση το Κανονικό και Εκκλησιαστικό Δίκαιο και με βάση τη Θεολογία, τον ισχυρισμό του ότι δήθεν η «Εκκλησία» (δηλαδή οι δεσποτάδες και οι παπάδες, ή, επί το λεπτότερον, οι επίσκοποι και οι ιερείς) έχουν «καθιερωμένο κανονικό δικαίωμα» να τελούν τη θεία λειτουργία σε μεγάλες εορτές ακόμη και χωρίς τη συμμετοχή των λαϊκών, όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι για την προστασία της ζωής τους; Επειδή το λέει ο κ. Φειδάς, που υπήρξε στο παρελθόν καθηγητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και τώρα είναι συνταξιούχος και γι’ αυτό δεν χρειάζεται να αποδείξει αυτόν τον ισχυρισμό του;
9 – Γιατί ο κ. Φειδάς δεν αποδεικνύει, με βάση το Κανονικό και Εκκλησιαστικό Δίκαιο και με βάση τη Θεολογία, τους ισχυρισμούς του 1) ότι δήθεν αρκεί για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας η συμμετοχή μόνο του ιερέα και του ψάλτη και δεν είναι απαραίτητη η συμμετοχή των λαϊκών, και 2) ότι ο ιερέας, όταν τελεί τη Θεία Λειτουργία, δεν εκπροσωπεί τον λαό, αλλά τον επίσκοπό του;
Σημειωτέον ότι η άποψη του κ. Φειδά ότι ο λαός είναι εκκλησιολογικώς και κανονικώς αμελητέα ποσότητα και ότι ο ιερέας, κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, εκπροσωπεί τον επίσκοπο και όχι τον λαό ενώπιον του Μεγάλου Αρχιερέα Χριστού, είναι η γνωστή οικουμενιστική άποψη της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας που έχει στο επίκεντρό της τον επίσκοπο και όχι τον Χριστό.
Ο κ. Φειδάς κάνει λάθος όταν ταυτίζει το Εκκλησιαστικό Δίκαιο της Νομικής Σχολής με το Κανονικό Δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με το οποίο κατ’ επέκταση και παρεμπιπτόντως ασχολήθηκε, επειδή το κύριο γνωστικό του αντικείμενο -ενόσω ήταν εν ενεργεία – εκείνο ήταν της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Διότι το Εκκλησιαστικό Δίκαιο στη Νομική Σχολή περιλαμβάνει τους εξής τρεις (3) πυλώνες: 1) Θρησκευτικά ανθρώπινα δικαιώματα, όπως προστατεύονται από το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, 2) Σχέσεις του κράτους με τα θρησκεύματα και τους κοσμοθεωρητικούς οργανισμούς. Και 3) Εσωτερικά δίκαια των θρησκευμάτων και των κοσμοθεωρητικών οργανισμών, ένα από τα οποία είναι και το Κανονικό Δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συνεπώς, το Κανονικό Δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτελεί ένα πολλοστημόριο του αντικειμένου του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής.
Στο τέλος του άρθρου του, ο ομότιμος (συνταξιούχος) καθηγητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας κ. Βλάσιος Φειδάς, ξεπερνώντας κάθε όριο επιστημονικής μετριοφροσύνης, αποφαίνεται «αλάνθαστα» ότι ο καθηγητής (επ.) του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης Κυριάκος Κυριαζόπουλος δεν γνωρίζει το γνωστικό του αντικείμενο του Εκκλησιαστικού Δικαίου (το οποίο αντικείμενο του Εκκλησιαστικού Δικαίου γνωρίζει μόνον ο εν λόγω συνταξιούχος καθηγητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας). Και τούτο διότι ο καθηγητής (επ.) του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης Κυριάκος Κυριαζόπουλος απέδειξε ότι ήταν εσφαλμένη η άποψη του Αρχιεπισκόπου ότι συνιστά δήθεν οικονομία η υποστήριξή του προς την κυβερνητική πολιτική της απαγόρευσης της ελευθερίας της λατρείας (με τις δύο πρώτες κοινές υπουργικές αποφάσεις).
Και αυτήν την απόδειξη δεν μπόρεσε να την ανατρέψει ο κ. Φειδάς, και γι’ αυτό επιδίδεται στους ανωτέρω αναφερόμενους δυσφημιστικούς χαρακτηρισμούς εναντίον μου και χρησιμοποιεί ακατανόητες και ασυνάρτητες φράσεις τόσο από λογικής όσο και από νομικής απόψεως, όπως εκείνες που επισημάνθηκαν ανωτέρω. Τόσο οι νομικοί όσο και οι μη νομικοί καλούνται να συγκρίνουν το εν λόγω άρθρο του κ. Φειδά με τα τρία (3) προηγούμενα άρθρα μου στα οποία γίνεται αναφορά στο παρόν άρθρο μου, για να συνάγουν τα συμπεράσματά τους και να αντιληφθούν τη σκοπιμότητα της εναντίον μου απρόκλητης επιθέσεως από τον κ. Φειδά με ψευδο-επιστημονικό πρόσχημα.
Είμαι ανοικτός σε οποιαδήποτε πραγματική επιστημονική συζήτηση με επιχειρήματα, σε σχέση με τις επιστημονικές μελέτες τις οποίες δημοσιεύω. Εξάλλου, ο σκοπός της επιστήμης είναι η επιστημονική συζήτηση με επιχειρήματα, και όχι με παπικές αποφάνσεις και συκοφαντικές επιθέσεις. Η αντίκρουση του ανωτέρω άρθρου του κ. Φειδά ήταν πάρα πολύ εύκολη υπόθεση, διότι δεν είχε καθόλου επιχειρήματα.
Είναι πραγματικά άχαρο να χάνω χρόνο να απαντώ στο ανωτέρω άρθρο του κ. Φειδά, το οποίο δεν πληροί στοιχειώδεις επιστημονικές προϋποθέσεις, δεδομένου ότι δεν ανοίγει επιστημονικό διάλογο με επιστημονικά επιχειρήματα, αλλά συνιστά συκοφαντική επίθεση παπικού χαρακτήρα (πρώην ex cathedra και τώρα οριστική πράξη δογματικής απόφανσης, κατά τον ισχύοντα Κώδικα Κανονικού Δικαίου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας του 1983) σε βάρος εμού που δεν τον γνωρίζω καν προσωπικά. Θα ήταν παραγωγικότερο να επιδίδομαι σε επιστημονική συγγραφή, αξιοποιώντας τον χρόνο τον οποίο έχασα γράφοντάς το.
Εξάλλου, ο Αρχιεπίσκοπος δεν κέρδισε τίποτε, και πάντως έχασε, σε σχέση με την εξουδετέρωση των αντίθετων προς την πολιτική του Μητροπολιτών από την, χωρίς επιστημονικά επιχειρήματα, υποστήριξή του από τον κ. Φειδά, με υπερτονισμό της, πριν τη συνταξιοδότησή του, θέσης του καθηγητή της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στη Θεολογική Σχολή Αθηνών.
ΠΗΓΗ: romfea.gr