Το θέμα σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας, το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών και η αξιοποίηση της Εκκλησιαστικής περιουσίας βρέθηκαν στο επίκεντρο της εισηγήσεως του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου προς τα μέλη της Ιεραρχίας της Εκκλησία της Ελλάδος. Στις 86 σελίδες της εισηγήσεως του ο Αρχιεπίσκοπος ύστερα από μια ιστορική αναφορά στη διαχρονική εξέλιξη των σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας αναφέρθηκε συγκεκριμένα στο σημερινό μοντέλο των σχέσεων αφήνοντας σαφείς αιχμές εναντίον των επιδιώξεων πλήρους διαχωρισμού της Κοινωνίας από την τροφό Εκκλησία.
Επικαλούμενος πρόσφατη δήλωση του Μητροπολίτη Πειραιώς ότι, «τα κόμματα της Αριστεράς με τη γνωστή φιλοσοφικο-κοινωνική βιοκοσμοθεωρία του κομμουνιστικού κοσμοειδώλου όπως γνώρισε τον χωρισμό αυτό ο καταρρεύσας υπαρκτός σοσιαλισμός στο ανατολικό μπλοκ που στην ουσία ήταν διωγμός της θρησκευτικής πίστεως…μιλούν για χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, διάβαζε Έθνους, επικαλούμενοι δήθεν προοδευτικά συνθήματα. Οι αντιλήψεις περι χωρισμού είναι του περασμένου αιώνα που γεννήθηκαν κάτω από μισαλλόδοξο αντιθρησκευτικό και αντικληρικαλιστικό λαϊκιστικό πνεύμα που δεν συμβιβάζεται με τις σημερινές κοινωνικές, πολιτειακές και θρησκευτικές αντιλήψεις».
Η προσωπική μου άποψη, συνέχισε ο Αρχιεπίσκοπος, είναι ότι η Πολιτεία ούτε θέλει, αλλ’ ούτε μπορεί πράγματι να χωρισθεί από την Εκκλησία με όρους Κοινωνίας, όπως δεν μπορεί να χωρισθεί από οποιαδήποτε «γνωστή θρησκεία».
«Η Εκκλησία κατά την άποψή μου δεν πρέπει να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από τον λαό της, γιατί αυτό επιδιώκεται. Εκεί αποβλέπει το εγχείρημα. Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού με ό,τι αυτό σημαίνει. Η Πολιτεία αν το θελήσει και έχει τη συγκατάθεση αυτού του λαού ας το επιχειρήσει τηρώντας βεβαίως τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι της Εκκλησίας και τις σχετικές συμβάσεις», τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος ενώ σε άλλο σημείο επισήμανε ότι, «οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας ούτε είναι, ούτε μπορεί να είναι μια προσωπική ή ιδεολογική υπόθεση εργασίας, αφού είναι υπόθεση ενός λαού και μάλιστα όχι μόνο με μεγάλο ιστορικό βάθος. Όλη αυτή η επιδίωξις είναι ρήξις ιδεών».
«Η Εκκλησία δεν χωρίζεται από τα παιδιά της, Όποιος θέλει αποχωρεί. Όποιος θέλει επιστρέφει» είπε σε άλλο σημείο ο Αρχιεπίσκοπος και αναφερόμενος στους ρόλους των δύο θεσμών, πρότεινε “να καθιερωθεί ο τρόπος “των Διακριτών Ρόλων” που εν μέρει λειτουργεί σήμερα, αλλά των “Καθαρών Διακριτών Ρόλων” με τάση συνεργασίας, όταν το χρειάζεται ο λαός μας”.
Αναφορικά με τα Θρησκευτικά ο Αρχιεπίσκοπος σημείωσε μεταξύ άλλων ότι «ο τρόπος με τον οποίο πρωτοστάτησε η Πολιτεία, τα καινούργια προγράμματα τα οποία εμελέτησα, με έπεισαν ότι δεν πρόκειται για Θρησκευτικά αλλά για μια επιχείρηση αλλοιώσεως της πίστεώς μας».
Πρότεινε δε, «εξ αρχής αντιμετώπιση κάθε αναγκαίας αλλαγής σε συνεργασία πραγματική Εκκλησίας και Πολιτείας όπως προβλέπει το Σύνταγμα και ο Καταστατικός μας Χάρτης».
Στο διάλογο για το μάθημα των Θρησκευτικών ο Αρχιεπίσκοπος – ο οποίος αναφέρθηκε και στο Βαυαρικό μοντέλο – πρότεινε να συμμετάσχουν από την πλευρά της Εκκλησίας, Αρχιερείς ενώ από τα λαϊκά μέλη «να μη συμμετάσχει κανείς από τις μέχρι τώρα δύο συνδικαλιστικές ενώσεις ΠΕΘ και ΚΑΙΡΟΣ».