Απεβίωσε χθες, Τρίτη, σε ηλικία 99 ετών η Χαραλαμπία Διαματάρη έπειτα από σύντομη ασθένεια σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης.
Ο αγαπημένος της σύζυγος Ηρακλής απεβίωσε πριν αρκετά χρόνια.
Η αείμνηστη καταγόταν από το νησί της Λήμνου και ήταν αγαπημένη μητέρα του Αντώνη Διαματάρη, συμβούλου έκδοσης του «Εθνικού Κήρυκα» και της Βέτας Διαματάρη-Παπαδοπούλου, βοηθού εκδότη του «Εθνικού Κήρυκα».
Ηταν επίσης αγαπημένη πεθερά της Λίτσας Διαματάρη και του Ανδρέα Παπαδόπουλου, στοργική γιαγιά της Βανέσσας και του συζύγου της Μάθιου και του Ηρακλή και έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη στη δισέγγονή της Σοφία.
Η οικογένεια Ηρακλή Διαματάρη μετανάστευσε στη Νέα Υόρκη το 1968 με σκοπό τη μόρφωση των παιδιών της, πράγμα που πέτυχαν και για το οποίο και οι δυο τους αισθάνονταν χαρά και υπερηφάνεια.
Τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης ήταν χρόνια δύσκολα, όπως είναι για τον κάθε μετανάστη. Εργάστηκε σε εργοστάσιο παραγωγής ενδυμάτων για αρκετά χρόνια.
Αγαπούσε πολύ την Λήμνο στην οποία περνούσε τα καλοκαίρια της.
Πάντοτε είχε έναν καλό λόγο και μια ευχή να πει σε όλους όσοι έρχονταν σε επικοινωνία μαζί της. Ιδίως στους ανθρώπους του «Εθνικού Κήρυκα» για τον οποίο ήταν πολύ περήφανη.
Ο γιος της, Αντώνης Διαματάρης, μας είπε:
«Είχα την ψευδαίσθηση ότι η μάνα μου θα ζούσε για πάντα. Το γνώριζα βέβαια, ότι κάποτε θα έφευγε αφού ήταν σε πολύ προχωρημένη ηλικία. Οταν όμως έφυγε κατάλαβα ότι δεν ήμουν έτοιμος να το δεχτώ. Το κενό που αφήνει μέσα μου είναι τεράστιο.
Οτι η αδελφή μου κ εγώ την είχαμε μαζί μας για τόσα πολλά χρόνια, μόνο ως δώρο του Θεού μπορεί να εκληφθεί. Μπορεί να ακούγεται ως υπερβολή αυτό που θα πω αλλά είναι αλήθεια: Δεν θα μπορούσαμε να είχαμε καλύτερη μάνα.
Πρώτος έφυγε ο πατέρας μου, δυστυχώς πριν πολλά χρόνια. Ηταν ένας μοναδικός πατέρας, ένας σπάνιος άνθρωπος, ένας άρχοντας. Ενας άνθρωπος της προσφοράς και της θυσίας.
Τώρα χάσαμε και τη μάνα μου. Την φίλη μου, τον μεγαλύτερο οπαδό μου. Τον άνθρωπο που έζησε τη ζωή της για εμάς, τα παιδιά της, την οικογένειά της.
Η μάνα μου ήταν μια γυναίκα δυναμική, φιλόδοξη, με ατσάλινη θέληση, με καθαρό μυαλό που έμεινε εντυπωσιακά ανέπαφο μέχρι την τελευταία της πνοή.
Νοιαζόταν πολύ για τον κόσμο, ιδίως για τους συμπατριώτες μας τους Λημνιούς. ‘Αντών΄ βοήθα όσο μπορείς, παιδί μ’. Κάντο για την ψυχή του μπαμπά’ς ’, μου έλεγε.
Είχε μεγάλους ορίζοντες και μας τους μετέδωσε έξυπνα και με παραδείγματα.
Εξέταζε τη ζωή της. Αναγνώριζε τα λάθη της. Λάτρευε την κόρη της, την νύφη της, τα εγγόνια της, την δισέγγονή της.
Ναι, νόμιζα ότι θα ζήσει για πάντα. Και θα ζήσει για πάντα. Και όσο ζω, θα ζει. Ποτέ δεν θα σταματήσω να ακούω τη φωνή της. Τις συμβουλές της. Ποτέ δεν θα σταματήσω να της μιλώ.
Πάνω από όλα, ποτέ δεν θα σταματήσω να είμαι απέραντα ευγνώμων και στους δύο μου γονείς».