You are currently viewing Απαντήσεις τού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως για το θέμα τής Ουκρανίας. ☑️Συνέντευξη του Οικουμενικού Πατριάρχη στην εφημερίδα «Πολιτικά»

Απαντήσεις τού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως για το θέμα τής Ουκρανίας. ☑️Συνέντευξη του Οικουμενικού Πατριάρχη στην εφημερίδα «Πολιτικά»

  • Reading time:3 mins read

Παρακάτω δημοσιεύουμε σε ελληνική μετάφραση όπως ακριβώς δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα η συνέντευξη:

Παναγιώτατε, σας ευχαριστούμε για το χρόνο σας και την ευγενή σας πρόθεση να δώσετε στους αναγνώστες των «Πολιτικών» απαντήσεις σε πολύ ευαίσθητα θέματα, τα οποία χαρακτηρίζουν τις θέσεις της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο, και συγκεκριμένα – όπως το γνωρίζετε καλά και το αισθάνεσθε – απαντήσεις στις πολύ ενδιαφέρουσες ερωτήσεις για την Εκκλησία της Ουκρανίας.

Θα παραδεχτούμε ότι στο Σερβικό κοινό η εξήγησή σας για την κατάσταση αυτή αλλά και τα επιχειρήματά σας δεν έχουν παρουσιαστεί σε ικανοποιητικό βαθμό. Εν αντιθέσει προς αυτό, η άποψη και στάση της Ρωσικής Εκκλησίας επαναλαμβάνεται συνεχώς στα Σερβικά μέσα ενημέρωσης και οι αναγνώστες είναι πλήρως εξοικειωμένοι με αυτά.

Με αυτή τη συνέντευξη δράττομαι της ευκαιρίας να ξεκαθαρίσουμε τις θέσεις και τις πρόσφατες ενέργειές σας.

Σε αυτή τη συνέντευξη θα θέλαμε να ξεκινήσουμε με κάποια γενικά θέματα και έπειτα να περάσουμε σε πιο συγκεκριμένες ερωτήσεις.

Πώς θα περιγράφατε τη θέση της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο; Ποιος είναι ο ρόλος σας ως Οικουμενικού Πατριάρχη; Έχω στο μυαλό τον Σέρβο θεολόγο StojanGosevic, ο οποίος κάποτε διατύπωσε την άποψη ότι «αν δεν υπήρχε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θα έπρεπε να το δημιουργήσουμε». Θα μπορούσε να υπάρξει Ορθοδοξία χωρίς το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης;

Κατ’ αρχάς, να σας ευχαριστήσω για τον κόπο σας και τη μέριμνά σας να επισκεφθείτε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να μας δώσετε, μέσω αυτής της συνεντεύξεως, τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε με τον ευσεβή κλήρο και το φιλόχριστο Σερβικό λαό.

Η θέση της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο δεν είναι διαφορετική από αυτήν που ήταν κατά τα προηγούμενα χρόνια, αρχής γενομένης από το υπερώο της Πεντηκοστής. Μπορεί σήμερα να έχουμε νέα δεδομένα, κοινωνικά, επιστημονικά κ.λπ., αλλά ο προορισμός και η αποστολή της Εκκλησίας δεν άλλαξαν. Η Εκκλησία είναι η Κιβωτός της σωτηρίας και της αληθείας, όπως την απεκάλυψε ο Τριαδικός Θεός στον κόσμο. Είναι ο χώρος όπου τελεσιουργείται η μεταμόρφωση του ανθρώπου και επιτυγχάνεται η ένωσή του με τον Θεό.

Η Εκκλησία, δηλαδή, είναι «η Βασιλεία του Θεού» στον κόσμο. Όλα τα άλλα που βλέπουμε σήμερα, τα οποία μπορεί να εντυπωσιάζουν και να προκαλούν θαυμασμό, όπως έργα φιλανθρωπίας, πολιτισμού, κοινωνικά, ακαδημαϊκά ή και αναπτυξιακά, όσο σημαντικά κι αν φαίνονται, δεν παύουν να είναι παρεπόμενα του βασικού σκοπού και προορισμού της Εκκλησίας. Και φυσικά δεν μπορούν με τίποτα να αντικαταστήσουν τον κυρίαρχο και πρωταρχικό μυστηριακό και σωτηριολογικό χαρακτήρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.

Όσον αφορά τώρα στο ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στον κόσμο και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, θα προτιμούσα, αντί να αναπτύξω μία απάντηση, να προτρέψω όλους τους καλούς σας αναγνώστες να ανατρέξουν στην εκκλησιαστική ιστορία, στους Ιερούς Κανόνες, στην Πατερική μας διδασκαλία και στην Ιερά Παράδοση και εκεί θα διαπιστώσουν ποιος είναι ο ρόλος και η ευθύνη του Οικουμενικού και Αποστολικού Θρόνου. Εμείς, ως ταπεινοί διάκονοι και συνεχιστές του Αποστόλου Ανδρέα, δεν κάνουμε τίποτε παραπάνω από αυτό που οι Ιεροί Κανόνες μάς κληροδότησαν.

Η φράση αυτή του γνωστού Σέρβου θεολόγου Stojan Gosevic επαληθεύεται από την πράξη των Οικουμενικών Συνόδων και την Παράδοση της Εκκλησίας μας. Ό,τι είναι και ό,τι έχει το Οικουμενικό Πατριαρχείο το οφείλει στην Εκκλησία. Δεν είμαστε μια αυτοδημιούργητη οντότητα αλλά μια ύπαρξη που προέκυψε αγιοπνευματικώς.

Ο κόσμος δείχνει να είναι πλήρως παγκοσμιοποιημένος. Επηρεάζει αυτή η παγκοσμιοποίηση την Ορθοδοξία, δηλαδή την ουσία και την συνοχή της; Από την άλλη πλευρά, μήπως η γενική ρευστότητα όλων των αξιών εξωθεί κάποιες ορθόδοξες κοινότητες να μεταλλαχθούν σε γκέτο;

Η παγκοσμιοποίηση είναι ένα φαινόμενο που οι σύγχρονοι μελετητές το ταυτίζουν κυρίως με τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη. Κάποιοι θεολόγοι το ταυτίζουν και με την εκκοσμίκευση.

Πρόκειται ουσιαστικά για την απελευθέρωση όλων των σύγχρονων κοινωνικών παραμέτρων, όπως για παράδειγμα της οικονομίας, της επικοινωνίας, του πολιτισμού, του εμπορίου, τα οποία αναπάντεχα και ασύδοτα διαχέονται εκτός συνόρων. Όταν όλα αυτά λαμβάνουν χώρα στον τόπο που τα δημιούργησε ή τα αφομοίωσε με το δικό του τρόπο, τότε μιλούμε για ταυτότητα λαών, όταν όμως όλα αυτά προβάλλονται ως ιδανικά και επιχειρείται η επιβολή τους σε άλλους λαούς, τότε μιλούμε για παγκοσμιοποίηση.

Η παγκοσμιοποίηση μέσα στην Εκκλησία μεταμορφώνεται σε οικουμενικότητα εν Χριστώ. Όπως είπαμε, ενώ η παγκοσμιοποίηση φαίνεται να είναι μια τάση που ομαδοποιεί τα πάντα, η οικουμενικότητα, αντίθετα, σέβεται και τιμά την ταυτότητα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε λαού αλλά και κάθε προσώπου χωριστά και συγκεκριμένα. Έτσι η Ορθόδοξη Εκκλησία γενικώς, και το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο ειδικώς, δεν επιδιώκουν να μετατρέψουν την ποικιλία των χαρισμάτων των λαών της οικουμένης σε κάτι ομοιογενές και ομοιόμορφο, το οποίο θα διοικείται από μία αρχή, θα διέπεται από μία νοοτροπία και θα ακολουθεί συγκεκριμένη πολιτισμική και εθνική γραμμή.

Η Εκκλησία μας κινείται επί τη βάσει της ελευθερίας, της αγάπης και της ενότητας, εν τη ποικιλία των χαρισμάτων και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών. Ωστόσο, αυτό που δημιουργεί πρόβλημα στην Εκκλησία αλλά και στην προσωπική μας ζωή είναι η εκκοσμίκευση που προέρχεται από την παγκοσμιοποίηση. Η σύγχρονη τάση εκκοσμικεύσεως δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μορφή παγκοσμιοποιήσεως, που επιδιώκει όλα να τα ρευστοποιήσει και να τα προσαρμόσει σε συγκεκριμένες εθνικές ή πολιτισμικές ιδεολογίες.

Όταν αυτό συμβαίνει στο χώρο της Εκκλησίας, τότε επηρεάζεται η συνοχή της αλλά όχι η υπόστασή της. Άλλο είναι η προσοικείωση ενός έθνους προς την Ορθοδοξία και άλλο η αντίληψη ότι η Εκκλησία αποτελεί αποκλειστική ιδιοκτησία κάποιου έθνους ή ορισμένων εθνών. Ο σεβασμός και η διατήρηση της ταυτότητάς μας είναι φυσικό και αναγκαίο. Το να περιορίζουμε όμως τον Χριστό σε συγκεκριμένα εθνικά πλαίσια, αυτό καταλήγει τελικώς στην άρνησή Του.

Το να προτάσσουμε, επίσης, το έθνος έναντι της Εκκλησίας μοιραία οδηγεί στην άρνηση της υπόστασης της Εκκλησίας και του οικουμενικού της χαρακτήρα.Όταν, επομένως, ξεφεύγουμε από τα όριά μας, όπως τα έχουν καθορίσει οι Πατέρες της Εκκλησίας, και προσπαθούμε να επιβάλουμε παντού το δικό μας, δηλαδή τα δικά μας χαρακτηριστικά και τη δική μας ταυτότητα, τότε δυστυχώς δημιουργούμε μιας μορφής «γκέτο» όπως λέτε.

Θα ήθελα να προχωρήσω σε πιο ευθείες ερωτήσεις, ελπίζοντας ότι δεν θα σας πειράξει η ειλικρίνεια και η αμεσότητά μου. Για περισσότερο από έναν αιώνα το θέμα της αυτοκεφαλίας βασάνιζε την ενότητα την Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Θα μπορέσει να βοηθήσει η οργάνωση αυτή, που αποκαλείτε «νέα δομή της εκκλησίας» στην Ουκρανία, στην αποφυγή της διεύρυνσης αυτής της αντιδικίας; Στις ομάδες των πρώην σχισματικών, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν γύρω από τους Φιλάρετο Denisenkoκαι Μακάριο Maletic, προσφέρετε όχι μόνο συγχώρηση αλλά και «ανταμοιβή» για την συμπεριφορά τους. Έχετε σκεφτεί, Παναγιώτατε, πόσο θα επηρεάσει η απόφαση για την παροχή της αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας τη θέση (τον αγώνα και τα δεινά) των ορθοδόξων στην χώρα αυτή και ότι η Ορθοδοξία μπορεί να χάσει πιο πολλούς πιστούς από αυτούς που είχε προβλέψει το Οικουμενικό Πατριαρχείο;

Όπως πολύ σωστά το λέτε, το ζήτημα της αυτοκεφαλίας βασάνιζε την Ουκρανία για περισσότερο από έναν αιώνα. Αν πάμε δε παλαιότερα, θα διαπιστώσουμε ότι υπήρχαν έντονες και συντονισμένες προσπάθειες ανεξαρτητοποιήσεως του Κιεβινού λαού, του κλήρου, των μοναχών και της τοπικής Ιεραρχίας από την εκκλησιαστική χειραγώγηση του Πατριαρχείου Μόσχας.

Αυτές οι προσπάθειες ξεκίνησαν ήδη από το 1325, τότε δηλαδή που μεταφέρθηκε μόνιμα η έδρα της Μητροπόλεως Κιέβου στη Μόσχα, οι οποίες είναι καταγεγραμμένες στην ιστορία και πλέον δεν αμφισβητούνται. Υπήρξαν ακόμη αρκετές προσπάθειες αυτοκεφαλίας κατά το παρελθόν, οι οποίες τελικώς δεν ευοδώθηκαν. Πιστεύουμε ότι ο Θεός το κάθε πράγμα το οικονομεί στην ώρα του.

Έτσι και για την Ουκρανία ήρθε η ώρα του Θεού. Σχετικά με το αν η δοθείσα αυτοκεφαλία τελικώς θα βοηθήσει στο θέμα της ενότητας, είμαστε βέβαιοι ότι η χορήγησή της ήταν μια απαραίτητη προϋπόθεση. Μέχρι χθες το μεγαλύτερο μέρος του Ουκρανικού λαού ήταν εκτός Εκκλησίας. Αυτό ήταν κάτι που μας πονούσε. Γι’ αυτό, κατά το παρελθόν, είχαμε κάνει αρκετές προσπάθειες για τη θεραπεία αυτού του προβλήματος.

Για παράδειγμα, με πρωτοβουλία μας είχαμε συστήσει μεικτή επιτροπή με Ιεράρχες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Πατριαρχείο Μόσχας, προκειμένου να βρούμε μια λύση. Τελικώς, η επιτροπή αυτή δεν λειτούργησε σχεδόν ποτέ με υπαιτιότητα του Πατριαρχείου Μόσχας κι έτσι το πρόβλημα συνεχώς διογκωνόταν.

Κάποιοι χρησιμοποιούσαν τον χαρακτηρισμό του σχισματικού και έτσι ανάπαυαν τη συνείδησή τους ότι όλα είναι εντάξει. Όταν, όμως, κάποιος αδελφός μας χαρακτηρίζεται ως σχισματικός ή αιρετικός, πολλώ δε μάλλον όταν ένας ολόκληρος λαός εκατομμυρίων ανθρώπων ευρίσκεται εκτός κανονικής Εκκλησίας με την αιτιολογία του σχίσματος, τότε καλούμαστε επειγόντως και άνευ ουδεμιάς καθυστερήσεως σε πνευματική και αποστολική αφύπνιση, διότι «ει πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη» (Α´ Κορ. 12, 26).

Για κάποιους η ύπαρξη του σχίσματος στην Ουκρανία ήταν η καλύτερη δικαιολογία, για να εγκαταλείψουν τον ευσεβή αυτό λαό, αποποιούμενοι τις ευθύνες τους ενώπιον του Θεού και της ιστορίας.

Για μάς, όμως, ήταν ένα κίνητρο και μια κλήση από το Θεό να βρούμε λύσεις σωτηριώδεις και ενωτικές, προκειμένου να επανεντάξουμε το λαό αυτό στην αγιαστική χάρη της Εκκλησίας. Αυτό που κάναμε, επομένως, ήταν το αποστολικό μας χρέος και αυτό το οποίο έπραξαν οι Άγιοι και θεοφόροι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίοι δημιουργούσαν συνεχώς τις προϋποθέσεις, ασκώντας απεριόριστη εκκλησιαστική οικονομία, για να ενταχθούν οι εκτός Εκκλησίας στους κόλπους της.

Με αυτό το πνεύμα θα ήθελα να δείτε και το θέμα της ενότητας. Δεν πρόκειται για «ανταμοιβή» των Ιεραρχών Φιλαρέτου και Μακαρίου, όπως αναφέρετε στο ερώτημά σας. Το θέμα της Ουκρανίας δεν πρέπει να το προσωποποιούμε. Τα πρόσωπα κάποια στιγμή φεύγουν από αυτό τον κόσμο. Αν η όλη υπόθεση αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τα δύο αυτά πρόσωπα, να είστε σίγουρος ότι η Εκκλησία θα είχε λειτουργήσει διαφορετικά.

Σήμερα, εξαιτίας της αγάπης του Χριστού και της ενότητας της Εκκλησίας, στα πρόσωπα αυτά αναγνωρίστηκε μόνο η Αρχιεροσύνη και όχι η θέση που κατείχαν. Θα μπορούσαμε να μιλούμε για αποκατάσταση, αν το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε αποδεχθεί τον Φιλάρετο ως Πατριάρχη και τον Μακάριο ως Μητροπολίτη Λβίβ. Αυτό όμως δεν συνέβη. Το θέμα λοιπόν της Ουκρανίας θα πρέπει να το δούμε σφαιρικά, εκκλησιολογικά και σωτηριολογικά.

Πάνω από τα πρόσωπα και τα εθνικά συμφέροντα προέχει η θεραπεία του προβλήματος. Σήμερα όλος ο ορθόδοξος λαός της Ουκρανίας ανήκει στην κανονικότητα. Υπάρχει η προϋπόθεση της ενότητας και της μετοχής στο κοινό ποτήριο. Τώρα, αν κάποιοι δεν το δέχονται αυτό, θα πρέπει να διερωτηθούν ποιοι διασπούν την ενότητα.

Όπως γνωρίζετε, κυκλοφορούν πολλές αντιφατικές πληροφορίες για το Ουκρανικό ζήτημα στα μέσα ενημέρωσης. Κάποιοι άνθρωποι βλέπουν τις κινήσεις σας ως πατρικά εμπνευσμένες, ενώ άλλοι σαν μια έκφραση φιλοδοξίας για εξουσία και σαν μια πρόθεση που θα οδηγήσει σε μια «ωμή παραβίαση του Κανονικού Δικαίου». Έχετε σκεφτεί την τραυματισμένη πνευματική υπόσταση της Ανατολική Ευρώπης μετά την κομμουνιστική περίοδο και αν υπάρχουν επήρειες των επεκτατικών αμερικανικών ιδεών στις κινήσεις σας; Πριν από κάποια χρόνια, με την παρουσία των επικεφαλής όλων των Ορθοδόξων εκκλησιών, υποσχεθήκατε ότι δεν θα παρέμβετε καθόλου στα προβλήματα των εκκλησιών στην Ουκρανία, γιατί αυτό αποτελεί ένα εσωτερικό θέμα της Ρωσικής Εκκλησίας. Όπως μάθαμε από κορυφαίους θεολόγους της Κωνσταντινουπόλεως, τα πρωτεία δεν προϋποθέτουν τη δομή πυραμίδας στην Εκκλησία αλλά τη συμφωνία του ενός με τους πολλούς, σύμφωνα με τον 34ο κανόνα των Αγίων Αποστόλων, ο οποίος αναφέρει ότι ο πρώτος δεν κάνει τίποτα χωρίς στην σύμφωνη γνώμη των πολλών (εννοώντας την σύνοδο).

Παρακολουθούμε κι εμείς, όσο μας επιτρέπουν οι πολλές μας υποχρεώσεις, τα διάφορα δημοσιεύματα για το Ουκρανικό και πολλές φορές αισθανόμαστε θλίψη για την παραπληροφόρηση και την παραποίηση της αληθείας.

Παρά ταύτα, πιστεύουμε ότι τελικά η αλήθεια νικά. Αυτή επικρατεί και διαλάμπει. Με το πέρασμα του χρόνου θα φανούν οι προθέσεις της Μητρός Εκκλησίας και εμού προσωπικώς, οι οποίες ήταν καθαρά εκκλησιολογικές, κανονικές και σωτηριολογικές.

Ασφαλώς δεν τίθεται θέμα εξουσιαστικής επιβολής ή εκφράσεως φιλοδοξίας ή, ακόμη χειρότερα, για «ωμή παραβίαση του Κανονικού Δικαίου», όπως το θέτετε στο ερώτημά σας. Η Ουκρανία απέκτησε την αυτοκεφαλία της. Δεν προστέθηκε τίποτα περισσότερο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ούτε και στον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Δεν υπήρξε κάποιο κίνητρο ιδιοτέλειας ή υστεροβουλίας. Απλώς κάναμε το εκκλησιαστικό μας καθήκον. Η χάρις του Θεού μάς αξίωσε να διακονούμε την πρώτη θέση της Ορθοδοξίας για σχεδόν τριάντα χρόνια. Από δω και πέρα δεν περιμένομε τίποτε το ανθρώπινο και κοσμικό.

Επικαλούμαστε καθημερινά τη χάρη και το έλεος του Θεού στη ζωή μας και στην Εκκλησία μας. Επομένως, δεν ισχύουν τα όσα γράφονται και λέγονται περί φιλοδοξιών και εξουσιαστικών παρεμβάσεων.

Ούτε φυσικά υπήρξαν πιέσεις από συγκεκριμένα κράτη για την αυτοκεφαλία της Ουκρανίας. Οφείλω, όμως, να σας βεβαιώσω ότι αρκετοί αρχηγοί κρατών συνεχάρησαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την απόφασή του αυτή. Άλλοι με επιστολές και άλλοι με δημόσιες δηλώσεις. Όταν ένα κράτος επαινεί μια απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δεν σημαίνει ότι αυτό το κράτος την καθόρισε.

Η Εκκλησία μας λειτουργεί ελεύθερα και απαλλαγμένη από εξωτερικές παρεμβάσεις και κοσμικές πιέσεις. Όσον αφορά τώρα κάποιες παλαιότερες δηλώσεις μας περί μη παρεμβάσεως στην Ουκρανία, όντως επί τη βάσει των τότε συνθηκών και δεδομένων είχαμε λάβει αυτή την απόφαση.

Όμως, στην πορεία τα δεδομένα άλλαξαν. Πέραν του ότι η Μόσχα για 30 χρόνια δεν κατάφερε να κάνει τίποτα, παρά μόνο να μεγεθύνει το χάσμα μεταξύ του Ουκρανικού λαού, έχουμε τις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην Ουκρανία μετά την κατάληψη της Κριμαίας το 2014.

Παράλληλα, έχουμε τις αποφάσεις του Ουκρανικού Κοινοβουλίου υπέρ της αυτοκεφαλίας και το αίτημα της Ουκρανικής Κυβερνήσεως για εκκλησιαστική ανεξαρτησία. Και το βασικότερο είναι ότι υπήρξαν αιτήματα από τους Μητροπολίτες Φιλάρετο και Μακάριο για επανεξέταση των περιπτώσεών τους. Αυτό στην πράξη της Εκκλησίας έχει συμβεί πολλές φορές και κανονικώς ορίζεται ως «έκκλητος προσφυγή».

Κάθε ορθόδοξος επίσκοπος, που καταδικάζεται από την Εκκλησία του και θεωρεί ότι έχει αδικηθεί, έχει το δικαίωμα, επί τη βάσει των Ιερών Κανόνων 9ου και 17ου της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, να προσφεύγει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και να ζητά την επανεξέταση της υποθέσεώς του.

Όταν, κατόπιν, το Οικουμενικό Πατριαρχείο μελετά συνοδικώς τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί εναντίον αυτών των επισκόπων, δεν «παρεμβαίνει ωμά» στα όρια άλλων Εκκλησιών, όπως λένε κάποιοι, αλλά επιτελεί αυτό που τού υπαγορεύουν οι Ιεροί Κανόνες. Αν ανατρέξετε στην εκκλησιαστική μας ιστορία, θα βρείτε άπειρα παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων, δηλαδή αρχιερέων και άλλων κληρικών, που θεώρησαν ότι αδικήθηκαν από την τοπική τους Σύνοδο και προσέφυγαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Η μελέτη λοιπόν και επίλυση του Ουκρανικού ζητήματος έγινε και με αυτό το δεδομένο της υπάρξεως της εκκλήτου προσφυγής. Ασφαλώς και έχουμε υπόψη μας τον 34ο Κανόνα των Αγίων Αποστόλων, αλλά ο κανόνας αυτός αναφέρεται στους επισκόπους εκάστου έθνους, οι οποίοι θα πρέπει να αναγνωρίζουν ως κεφαλή τον πρώτο τους και να μην πράττουν τίποτε άνευ της γνώμης του και, αντίστοιχα, ο πρώτος εκάστου έθνους να μην πράττει δίχως τη γνώμη των επισκόπων του.

Ο κανόνας αυτός επιχειρεί να διασφαλίσει την ενότητα και την ομόνοια στην τοπική Εκκλησία. Δεν είναι κανόνας που αφορά τις σχέσεις των κατά τόπους Εκκλησιών αλλά την εσωτερική διακυβέρνηση μιας τοπικής Εκκλησίας. Επομένως, δεν αναφέρεται στη σχέση του Οικουμενικού Πατριάρχη με τις λοιπές Εκκλησίας.

Οι σχέσεις αυτές και η θέση του Κωνσταντινουπόλεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία καθορίστηκαν από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο και παγιώθηκαν από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνος. Όσοι γνωρίζουν Κανονικό Δίκαιο και όσοι μελετούν τους Ιερούς Κανόνες γνωρίζουν πολύ καλά ποια είναι η θέση και η ευθύνη του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχη στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Πρόσφατα το Οικουμενικό Πατριαρχείο δημοσίευσε το έγγραφο με το οποίο καταδεικνύεται ότι με την απόφαση του 1686 η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως δεν παραχώρησε εδάφη της Μητροπόλεως Κιέβου στο Πατριαρχείο Μόσχας, αλλά μόνο την άδεια της χειροτονίας του Μητροπολίτη Κιέβου. Αυτό το έγγραφο ήταν πραγματικά ασυνήθιστο, γιατί για πρώτη φορά δόθηκε η αίσθηση ότι το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως παρουσίαζε κάποιο κανονικό επιχείρημα. Στην αναταραχή της Ουκρανίας υπήρχε μια ερώτηση: Το γεγονός ότι στο Πατριαρχείο Μόσχας δεν δόθηκε ποτέ τόμος σε σχέση με την Ουκρανία, μπορεί να αναιρέσει 300 και πλέον χρόνια πατρικής φροντίδας του Πατριαρχείου Μόσχας γι’ αυτή την χώρα;

Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποιο κανονικό κείμενο, δηλαδή κάποιος Πατριαρχικός Τόμος ή Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη παραχωρήσεως της Μητροπόλεως Κιέβου στο Πατριαρχείο Μόσχας.

Τα έγγραφα είναι ξεκάθαρα και οι επιστολές του Πατριάρχη Διονυσίου, που εστάλησαν το 1686, είναι σαφέστατες. Όχι μόνο δεν παραχωρούν τη Μητρόπολη Κιέβου στον Μόσχας αλλά και θέτουν ως βασική προϋπόθεση ότι ο εκάστοτε Κιέβου θα συνεχίσει να μνημονεύει τον Κωνσταντινουπόλεως, ως την κανονική του αρχή.

Όσοι έχουν στοιχειώδη εκκλησιολογική και κανονική γνώση αντιλαμβάνονται ότι δεν θα ήταν δυνατόν να παραχωρηθεί η Μητρόπολη Κιέβου στον Μόσχας, αλλά ο Μητροπολίτης Κιέβου θα συνέχιζε να μνημονεύει τον Κωνσταντινουπόλεως. Δυστυχώς το Πατριαρχείο Μόσχας κατήργησε μονομερώς την συμφωνία αυτή.

Έπαψε το μνημόσυνο του Κωνσταντινουπόλεως, διότι γνώριζε ότι αυτό ήταν το ορατό σημείο της κανονικής δικαιοδοσιακής αναφοράς της Μητροπόλεως Κιέβου στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης, είναι γνωστό ότι πριν από την αποστολή των γραμμάτων του Πατριάρχη Διονυσίου οι Ρώσσοι αδελφοί μας είχαν επιχειρήσει να χειροτονήσουν Μητροπολίτες Κιέβου, αλλά πάντοτε εύρισκαν αντιδράσεις από τον κλήρο και το λαό της Μικράς Ρωσίας, που με κανένα τρόπο δεν ήθελε υπαγωγή στη Μόσχα. Μάλιστα, ο Πατριάρχης Μόσχας Νίκων (1652-1658) αντικανονικώς είχε ιδιοποιηθεί τον τίτλο του Πατριάρχη «της Μεγάλης, της Μικράς και της Λευκής Ρωσίας», γεγονός που απεδείκνυε το επεκτατικό πνεύμα που τους είχε κυριεύσει.

Όμως, τα κείμενα του 1686 δεν είναι τα πρώτα κανονικά κείμενα που παρουσίασε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως λέτε στην ερώτησή σας. Αν ανατρέξετε στο Τόμο παραχωρήσεως αυτοκεφαλίας στην αδελφή Εκκλησία της Πολωνίας, το 1924, θα διαπιστώσετε ότι γίνεται ειδική αναφορά στη Μητρόπολη Κιέβου.

Γράφει συγκεκριμένα το Τόμος της Πολωνίας ότι η απόσπαση της Μητροπόλεως Κιέβου και η προσάρτησή της στην Εκκλησία της Μόσχας δεν συνετελέσθη σύμφωνα με τις κανονικές διατάξεις. Δηλαδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, 238 χρόνια μετά, δεν έπαυσε να υπενθυμίζει αυτή την αντικανονική κατάληψη της Μητροπόλεως Κιέβου από τον Πατριάρχη Μόσχας.

Βεβαίως, το καθεστώς αυτό ίσχυε για 300 και πλέον χρόνια. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι επήλθε κανονικότητα. Δεν υπάρχει κάποιος κανόνας που να μας λέει ότι η αμαρτία και η αντικανονικότητα με την παρέλευση των ετών κανονικοποιούνται και θεραπεύονται. Από όσο ξέρουμε μάλιστα, «το εξ αρχής ανυπόστατον ου βεβαιούται τη χρονίᾳ παραδρομή».

Είναι κάποιοι που υποστηρίζουν ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπήκε σε μια ξένη εκκλησιαστική δικαιοδοσία και παρεχώρησε αυτοκεφαλία. Έχει τέτοιο δικαίωμα ή προνόμιο η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως να επεμβαίνει αυτοβούλως όπου θέλει και κυρίως σε εδάφη άλλων Εκκλησιών; Γιατί, εν τοιαύτη περιπτώσει, το Αυτοκέφαλο δεν χορηγήθηκε μετά από συνεννόηση με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες;

Από όσα αναφέραμε προηγουμένως, αντιλαμβάνεστε ότι δεν μπήκαμε σε ξένη εκκλησιαστική επαρχία. Είχαμε παραχωρήσει την άδεια της χειροτονίας του Μητροπολίτου Κιέβου στον Πατριάρχη Μόσχας, κι αυτό με συγκεκριμένες προϋποθέσεις που δεν έγιναν σεβαστές από την πλευρά της Ρωσσίας. Εισπηδήσεις και υπερόριες παρεμβάσεις το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν έκανε ποτέ στην ιστορία του.

Δεν έχουμε επεκτατικές τάσεις. Σας προτρέπω να μελετήσετε την εκκλησιαστική ιστορία από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο και μετά. Θα διαπιστώσετε ότι η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως συνεχώς μειώνεται και ελαττώνεται.

Παράλληλα, διαβάστε και τις αποφάσεις της Συνόδου που έλαβε χώρα στο Ναό της Παναγίας της Παραμυθίας εδώ στην Κωνσταντινούπολη το 1593. Η Σύνοδος αυτή καθόρισε τα όρια του νεοσύστατου τότε Πατριαρχείου Μόσχας.

Μελετήστε αν τα όρια αυτά που καθόρισαν οι Άγιοι Πατέρες είναι τα ίδια με τα σημερινά της αδελφής Εκκλησίας της Ρωσίας. Τίθεται λοιπόν ένα ερώτημα εδώ: Μπορεί η κάθε Εκκλησία αυτοβούλως να επεκτείνει τα όριά της και μάλιστα εις βάρος κάποιας άλλης; Εμείς ως Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν κάναμε καμία παρέμβαση. Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, το ζήτημα της Ουκρανίας ήταν χρονίζον. Δεν αποφάσισε ξαφνικά η Μητέρα Εκκλησία να ασχοληθεί με ένα ανύπαρκτο πρόβλημα.

Το ότι κάποιοι είχαν εξοικειωθεί με την ιδέα του σχίσματος και αδιαφορούσαν για το τεράστιο εκκλησιαστικό πρόβλημα που υπήρχε, αυτό δεν μας απαλλάσσει της ευθύνης για την επίλυσή του. Όσον αφορά στην χορήγηση αυτοκεφάλου σε συνεννόηση με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες, αυτό δεν έγινε, διότι δεν αποτελεί παράδοση στην Εκκλησία μας.

Όλοι οι Τόμοι Αυτοκεφαλίας που έχουν παραχωρηθεί στις νεοπαγείς Αυτοκέφαλες Εκκλησίες (Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Αθηνών, Βαρσοβίας, Τιράνων και Πρέσοφ) έχουν παραχωρηθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δίχως να υπάρξει κάποια συνεννόηση και κάποια συνεργασία σε πανορθόδοξο επίπεδο.

Και πραγματικά προκαλεί εντύπωση το ότι οι Εκκλησίες που έλαβαν τον Τόμο της αυτοκεφαλίας τους μόνο με την υπογραφή του Κωνσταντινουπόλεως, σήμερα διερωτούνται πώς είναι δυνατόν το Οικουμενικό Πατριαρχείο να χορηγήσει μονομερώς Τόμο Αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία.

Η απάντηση είναι σαφής: με τον ίδιο τρόπο και την ίδια διαδικασία που παρεχώρησε την εκκλησιαστική ανεξαρτησία σε όλες τις νεοπαγείς Εκκλησίες.

Όπως γνωρίζετε, η Σύνοδος της Σερβικής Εκκλησίας δήλωσε ότι δεν θα υπάρξει κοινωνία με τους Φιλάρετο Denisenko και Μακάριο Maletic. Μετά την παροχή της αυτοκεφαλίας, δεν είναι σίγουρο ότι οι δύο σχισματικές ομάδες στην Ουκρανία ενώθηκαν και δεν συνεχίζουν να αντιμάχονται η μία την άλλη, ενώ και ο Φιλάρετος Denisenko καταδεικνύει ανοιχτά ότι δεν σχεδιάζει να σεβαστεί υποσχέσεις και επιχειρήματα. Δυο ερωτήματα εγείρονται λοιπόν: Είχατε το δικαίωμα να άρετε ή να μειώσετε τον εκκλησιαστικό αποκλεισμό και να δεχθείτε σχισματικούς, καταδικασμένους από άλλους επισκόπους; Υπάρχει τρόπος ο Φιλάρετος να διατηρήσει τον τίτλο του πατριάρχη και μπορείτε να κάνετε εσείς κάτι γι’ αυτό; Επικριτές των αποφάσεων σας ισχυρίζονται ότι o Φιλάρετος πηγαίνει σε διάφορα μέρη και λειτουργεί με τα πατριαρχικά διακριτικά, ενώ έχει συμφωνηθεί ότι δεν θα το κάνει αυτό, και παρουσιάζεται σαν «πατριάρχης», έχοντας μειώσει τον ρόλο του αρχιεπισκόπου Επιφανίου σε αυτόν κάποιου «υπουργού εξωτερικών». Με εξέπληξε η εκλογή του νεαρού Επιφανίου από τους Ουκρανούς, ο οποίος προέρχεται από την «παράταξη» του Φιλάρετου, στις 15 Δεκεμβρίου 2018, και από το Συμβούλιο Ενότητας της ίδια μέρας, ως επικεφαλής της Εκκλησίας της Ουκρανίας, και όχι του Συμεών, του μητροπολίτη της κανονικής Ουκρανικής Εκκλησίας.

Δεν υπάρχουν πια σχισματικοί στην Ουκρανία, διότι η Εκκλησία τους αποκατέστησε. Κι εμείς θεωρούμε μεγάλη ευλογία της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος το ότι τόσα εκατομμύρια ανθρώπων εισήλθαν και πάλι στην κανονικότητα.

Αν μάλιστα ανατρέξετε στα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, θα δείτε ότι αυτό που έπραξε η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι μια καινούργια και πρωτοφανής πράξη. Η αγωνία των Πατέρων μας ήταν να δημιουργούν πάντοτε τις προϋποθέσεις για ενότητα και επανένταξη στην Εκκλησία. Έχοντας ενώπιόν τους τα χείριστα δεδομένα, προσπαθούσαν να εξάγουν το βέλτιστο αποτέλεσμα.

Σχετικά λοιπόν με το ερώτημά σας αν μπορούσαμε να κάνουνε αυτή την αποκατάσταση, σας απαντώ ευθέως: ασφαλώς και μπορούσαμε, αφού μάλιστα δεν υπήρχαν και δογματικές διαφορές. Ήδη προηγουμένως αναφερθήκαμε στον 9ο και 17ο Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που δίδουν το δικαίωμα στον Οικουμενικό Πατριάρχη να μεριμνά για τέτοια θέματα.

Το δικαίωμα αυτό ή μάλλον τη μεγάλη αυτή εκκλησιαστική ευθύνη δεν την ανακαλύψαμε εμείς, αλλά την παραλάβαμε. Και οι Άγιοι Πατέρες που τη θέσπισαν, γνώριζαν καλά γιατί το έκαναν.

Όσον αφορά στον Φιλάρετο, η Εκκλησία τον αναγνωρίζει ως πρ. Μητροπολίτη Κιέβου. Τώρα στα εσωτερικά της Εκκλησίας της Ουκρανίας δεν επιθυμούμε να παρέμβουμε, αν δεν μας το ζητήσουν. Επομένως, για μας υπάρχει πρ. Μητροπολίτης Φιλάρετος.

Πατριάρχης Κιέβου δεν υπάρχει και δεν υπήρχε ποτέ. Αλλά και πάλι πιστεύω ότι δεν πρέπει να προσωποποιούμε το ζήτημα. Δεν είναι όλη η Ουκρανία ο Φιλάρετος.

Κάποιοι άνθρωποι ισχυρίζονται συχνά ότι ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ως «Πάπας της Ανατολής», θεωρεί ότι δεν υπάρχει κανένας στον οποίον πρέπει να δώσει εξηγήσεις ή να επικυρώσει τις αποφάσεις του, γιατί η εξουσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως πηγάζει από τις Οικουμενικές Συνόδους. Πολλοί πιστεύουν ότι ο καινούριος τόμος της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας δεν είναι αποδεκτός, λόγω θεολογικών ιδεών και κατασκευών που ενυπάρχουν σε αυτόν, ειδικά αυτών στους οποίους αναφέρεται ότι εσείς είστε η κεφαλή αυτής της Εκκλησίας. Κατά κάποιον τρόπο, το κοινό έχει αποκομίσει την αίσθηση ότι είστε κατά των Σλάβων. Πρόσφατα είχατε αναφέρει ότι «οι αδελφοί μας οι Σλάβοι δεν αποδέχονται το προβάδισμα της μητρός Εκκλησίας». Τι εννοούσατε με αυτό;

Δεν υπάρχει «Πάπας της Ανατολής» στη συνείδηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ασφαλώς στη δική μας σκέψη και ταπεινή διακονία. Ο εκάστοτε Οικουμενικός Πατριάρχης δεν λειτουργεί μονομερώς και αυτοβούλως, αλλά συνεργάζεται και συναποφασίζει με την Αγία και Ιερά Σύνοδο.

Είναι, όμως, γεγονός το ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι έχουν δώσει ευθύνες και υποχρεώσεις στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως που δεν έχουν οι άλλες Εκκλησίες. Κι αυτό δεν έχει ανατεθεί στη Μητέρα Εκκλησία από μία Οικουμενική Σύνοδο ή με ένα μόνο Κανόνα.

Δεν πρόκειται, επομένως, για σύμπτωση ή για συναφειακή συγκυρία των καιρών εκείνων. Υπάρχουν πολλοί Ιεροί Κανόνες και αρκετές αποφάσεις Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων που επιβεβαιώνουν τα προνόμια αυτά.

Την πραγματικότητα αυτή δεν μπορούμε να την αλλάξουμε εμείς, ούτε και έχουμε τέτοιο δικαίωμα. Τα προνόμια αυτά του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν σχετίζονται με κάποια κοσμική εξουσία αλλά με μια πνευματική διακονία και ευθύνη.

Πρόκειται για ένα υψηλό, εκκλησιαστικό και πνευματικό έργο. Έχοντας την εμπειρία της διακονίας στον Πατριαρχικό Θρόνο για τρεις σχεδόν δεκαετίες, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ο σταυρός του εκάστοτε Κωνσταντινουπόλεως είναι το πρωτείο του.

Τους Σλάβους τους αγαπώ και εκτιμώ την ευλάβειά τους και την πίστη τους. Το ότι, όμως, κάποιοι εξ αυτών δεν αποδέχονται το προβάδισμα της Μητρός Εκκλησίας, αυτό είναι γεγονός. Δεν επηρεάζει, ωστόσο, αυτή τους η άρνηση την αγάπη μας προς αυτούς.

Τους αγαπούμε και θα συνεχίσουμε να τους αγαπούμε. Μην ξεχνάτε ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο χορήγησε Τόμο Αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία, που είναι Σλαβικός λαός. Δεν θα δίναμε τέτοια προνόμια, αν δεν τους αγαπούσαμε. Εξάλλου, ο απλός Σλαβικός λαός πολλές φορές μας έχει δείξει την αγάπη του και το σεβασμό του.

Ο Τόμος που δόθηκε στην Ουκρανία δεν είναι, επίσης, ένα κείμενο, που δημιουργήθηκε για να επιβεβαιώσει τα προνόμια του Κωνσταντινουπόλεως. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα κείμενο κανονικό και τεχνικό, το οποίο ακολουθεί την παράδοση της Μητρός Εκκλησίας.

Δεν αναγράφεται τίποτε στον Τόμο της Ουκρανίας που δεν συμπεριλαμβάνεται σε άλλους Τόμους. Αυτό το οποίο θέτετε περί του ότι «ο Κωνσταντινουπόλεως είναι κεφαλή της Εκκλησίας», γράφεται ακριβώς και στον Τόμο που δόθηκε στον Μόσχας το 1590.

Πολλά στοιχεία, επίσης, του Τόμου της Ουκρανίας υπάρχουν και στον Τόμο της Αυτοκεφαλίας της Σερβίας. Δεν πρόκειται για καινούργιο κείμενο επομένως.

Απλώς οι παλαιότεροι ελάμβαναν τον Τόμο και ευχαριστούσαν τον Θεό, δεν είχαν δε καμία δυσκολία να δεχθούν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει Πρώτο. Σήμερα κάποιοι μελετούν τον Τόμο της Ουκρανίας μεμονωμένα και όχι με καλή διάθεση.

Ωστόσο, το κείμενο αυτό δεν αποτελεί ένα ξένο ή ένα καινούργιο κείμενο ως προς τους Τόμους των υπολοίπων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Υπάρχει ενότητα, συνάφεια και συνέχεια. Έτσι λειτουργεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Έχει ειπωθεί ότι, ιστορικά μιλώντας, οι αυτοκεφαλίες παραχωρούνταν μόνο σε περιοχές οι οποίες ήταν συμπαγείς επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αληθεύει αυτό; Επίσης, μπορούν τα εδαφικά σύνορα και η πολιτική δομή μια περιοχής να είναι ένα μέτρο της θρησκευτικής αποφασιστικότητας και των αρμοδιοτήτων της Εκκλησίας;

Όπως προαναφέρθηκε, όλες οι αναγνωρισμένες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες έλαβαν την αυτοκεφαλία τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όχι διότι αυτές ανήκαν κάποτε στη δικαιοδοσία του, αλλά διότι η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, επί τη βάσει των Ιερών Κανόνων, έχει την υπερόρια εξουσία και το δικαίωμα να επιλαμβάνεται θεμάτων άλλων τοπικών Εκκλησιών.

Αυτό το οποίο λέγεται, ότι δηλαδή κάθε τοπική Εκκλησία μπορεί να χορηγήσει αυτοκεφαλία σε κάποια εδαφική περιοχή της δικαιοδοσίας της, δεν ισχύει κανονικώς και μία τέτοια τακτική δεν επικράτησε ποτέ στην συνείδηση και την πράξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Προφανώς λέγεται από κάποιους, διότι θέλουν να μειώσουν το ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Αυτό, όμως, δεν εκφράζει την εκκλησιαστική πραγματικότητα. Το Πατριαρχείο Γεωργίας, για παράδειγμα, δεν ήταν ποτέ στη δικαιοδοσία μας. Όμως από την Κωνσταντινούπολη έλαβε την αυτοκεφαλία και την Πατριαρχική αξία.

Σχετικά με τις γεωπολιτικές μεταβολές και τα εδαφικά σύνορα και το κατά πόσο επηρεάζουν τις εκκλησιαστικές αποφάσεις, η πράξη της Εκκλησίας μάς διδάσκει ότι οι αλλαγές αυτές δεν καθορίζουν τις αποφάσεις της, αλλά, ναι, κάποιες φορές, τις επηρεάζουν.

Πιο συγκεκριμένα, μία από τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση αυτοκεφαλίας είναι και η συγκρότηση του κράτους. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όποτε υπάρχει συγκρότηση κράτους δίδεται και αυτοκεφαλία.

Απαιτούνται και άλλες προϋποθέσεις κανονικές και εκκλησιαστικές. Η Εκκλησία της Σερβίας απέκτησε την αυτοκεφαλία της, όταν απέκτησε και γεωγραφική κρατική οντότητα και ο ηγεμόνας της Σερβίας, το 1879, μαζί με την τοπική Ιεραρχία ζήτησαν την εκκλησιαστική τους ανεξαρτησία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Η Σερβία, όμως, είχε και όλες τις άλλες εκκλησιαστικές και πνευματικές προϋποθέσεις. Δεν απέκτησε την αυτοκεφαλία της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο μόνο λόγω της κρατικής δομής και συστάσεώς της.

Ως πρωτόθρονη Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε την ισχυρότερη σύνδεση μετά της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία έχει αρκετά διαφορετικά σύνορα χωρών εντός των εδαφών της. Αντι-εκκλησιαστικές και νέο-κομουνιστικές δομές, οι οποίες πολλές φορές υποστηρίζονται άκριτα από τις τοπικές αρχές, προσπαθούν να υποστηρίξουν την αυτοκεφαλία πολλών μικρών περιοχών, όπως η ΠΓΔ Μακεδονίας και το Μαυροβούνιο. Τι θα είχατε να πείτε στους Σέρβους της ΠΓΔ Μακεδονίας και του Μαυροβουνίου; Επίσης, φτάνουν οι αρμοδιότητες σας μέχρι την Σλοβενία, όπως ισχυρίζονται τα μέσα ενημέρωσης; Ο Milutin Stancic, ένας πιστός από την Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αχρίδας (της οποίας επικεφαλής είναι ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης, ο οποίος υπάγεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας) θα ήθελε να ρωτήσει κάτι παρόμοιο: «Έχετε σκοπό να χωρίσετε τον Τόμο που δώσατε στην Εκκλησία της Σερβίας, με τον οποίο η Εκκλησία της ΠΓΔ Μακεδονίας ανήκει στην αρμοδιότητα της πρώτης;». Υπάρχει περίπτωση να πάρετε κάποια άλλη απόφαση;

Δυστυχώς, στο σημείο αυτό υπάρχει μεγάλη παραπληροφόρηση. Ταυτίζουν την περίπτωση της Ουκρανίας με τα Σκόπια και το Μαυροβούνιο και αυτό γίνεται τεχνηέντως, διότι θέλουν να στρέψουν την Εκκλησία της Σερβίας εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Μάλιστα, από όσο μπορούμε να γνωρίζουμε, πολλοί Ιεράρχες της Σερβικής Εκκλησίας κρατούν αποστάσεις από την Ουκρανία, φοβούμενοι ότι αυτό που έγινε εκεί θα επαναληφθεί στο Μαυροβούνιο και στην Αχρίδα.

Αλλά σας διαβεβαιώνουμε ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Η Εκκλησία της Σερβίας είχε συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια. Όταν η κρατική υπόσταση της Σερβίας επεκτάθηκε, οι Σέρβοι αδελφοί μας απευθύνθηκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και ζήτησαν την εκκλησιαστική υπαγωγή των νέων εδαφών αυτών στη δικαιοδοσία τους.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο απάντησε θετικά και εκχώρησε τα εδάφη αυτά με Τόμο, κάτι το οποίο δεν συνέβη με την Εκκλησία της Ρωσίας η οποία κατεπάτησε εδάφη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δίχως να έχει λάβει κάποια κανονική εκχώρηση.

Η διαφορά, λοιπόν, με την Ουκρανία, κανονικώς και εκκλησιολογικώς, είναι ότι η Ρωσία εισπήδησε και κατέλαβε τη Μητρόπολη Κιέβου, χωρίς ποτέ να της έχει παραχωρηθεί, ενώ η Σερβία ό,τι έχει της ανήκει κανονικώς και εκκλησιολογικώς.

Αυτό σημαίνει ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν πρόκειται να αλλοιώσει το καθεστώς της Εκκλησίας της Σερβίας και τα όριά της, δίχως να υπάρξει συνεννόηση και συνεργασία.

Ποτέ το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν παρεμβαίνει στα όρια των άλλων Εκκλησιών, παρά μόνο εάν υπάρχει σχετικό αίτημα και μείζων εκκλησιαστική ανάγκη. Σχετικά με τα δημοσιεύματα της Σλοβενίας, τα οποία υπέπεσαν στην αντίληψή μας, λυπούμαστε, διότι ακριβώς εξυπηρετούν συγκεκριμένες σκοπιμότητες.

Προτρέπουμε τους ενδιαφερομένους να αναγνώσουν το Τόμο Αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας, για να διαπιστώσουν εκεί ότι η νεοσύστατη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας δεν έχει κανένα κανονικό δικαίωμα επί των Ουκρανών εκτός του Ουκρανικού κράτους.

Οι Ουκρανοί πιστοί που ευρίσκονται στα εδάφη συγκροτημένων και αναγνωρισμένων Εκκλησιών υπάγονται στους κατά τόπους Επισκόπους και οι Ουκρανοί της Διασποράς υπάγονται, σύμφωνα με τον 28ο Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Έτσι οι Ουκρανοί της Πολωνίας υπάγονται στον Μακαριώτατο Αδελφό κ. Σάββα και αντιστοίχως οι Ουκρανοί της Σλοβενίας υπάγονται στον τοπικό Επίσκοπο του Πατριαρχείου Σερβίας.

Δεν υπάρχει καμία περίπτωση η νεοσύστατος Εκκλησία της Ουκρανίας να στείλει επισκόπους εκτός των ορίων της. Αυτό, λοιπόν, που δημοσιεύθηκε περί εγκαταστάσεως επισκόπων στη Σλοβενία είναι ψευδές.

Ακόμα, πολλοί ισχυρίζονται ότι η σημερινή Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας έχει μεγαλύτερη αυτονομία από την Μόσχα, από αυτήν που έχει η αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας από την Κωνσταντινούπολη. Πιστεύετε ότι, αντί της συνήθους και αναμενόμενης αυτοκεφαλίας, παραχωρήσατε στους Ουκρανούς λιγότερα προνόμια και ανεξαρτησία από αυτά που απολαμβάνει η κανονική Εκκλησία της Ουκρανίας υπό το πατριαρχείο Μόσχας;

Η αυτοκεφαλία που δόθηκε στην Ουκρανία είναι ολοκληρωμένη και δεν έχει καμία διαφορά από αυτήν που έλαβαν οι λοιπές νεοπαγείς Αυτοκέφαλες Εκκλησίες.

Στον ορθόδοξο κόσμο, ανά τους αιώνες, ο Θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως έπαιξε συντονιστικό ρόλο ανάμεσα στις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Πώς μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο και σήμερα; Ποιο είναι το μέλλον αυτού το θέματος;

Όντως το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκλήθη κατά το παρελθόν με αίσθημα ευθύνης να συντονίσει αλλά και να αποφασίσει για διορθόδοξα θέματα.

Θα συνεχίσει την αποστολή του και την πορεία του μέσα στην ιστορία, έχοντας ρόλο συντονιστικό και αποφασιστικό, ανάλογα βεβαίως με τις περιστάσεις και τα δεδομένα των καιρών. Όπως προσφυώς ελέχθη τελευταία, η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως είναι «άρχουσα και πάσχουσα».

Το Φανάρι είναι κενούμενον και καινοποιούν. Εμείς ζούμε αυτές τις δύο ιδιότητες του Οικουμενικού Θρόνου.

Το Πατριαρχείο μας έχει ένα μυστηριακό χαρακτήρα, που δεν αρέσει και δεν αναπαύει τους ανθρώπους των οποίων οι πόθοι και οι οραματισμοί εδράζονται επί της αριθμολαγνείας, της μεγαλομανίας της στενής λογικής και της κοινοτυπίας των υλικών συγκινήσεων. Γι’ αυτό δυσκολεύονται να μας κατανοήσουν όσοι είναι εγκλωβισμένοι στη ματαιότητα και στην εκκοσμίκευση.

Εδώ, στην Πρώτη Εκκλησία, επιτελέστηκε μυστήριο μέγα, το οποίο υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική και κατανοείται μόνο υπό το πρίσμα της πίστεως και της συνεργίας του ουρανού και της γης.

Εδώ θεμελιώθηκε η αρχή των δογμάτων, από εδώ ξεκίνησε η θεολογία, εδώ κατεγράφη η σοφία των Πατέρων μας, εδώ πραγματοποιήθηκαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι, εδώ στοιχειοθετήθηκε η αρχή των Ιερών Παραδόσεών μας, εδώ θεσπίστηκαν οι Ιεροί Κανόνες, εδώ βιώθηκε και άνθησε ο μοναχισμός, εδώ οργανώθηκε ο εκχριστιανισμός των λαών και εδώ ευλογήθηκε η εκκλησιαστική υπόσταση όλων των νεοπαγών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, μεταξύ αυτών και της Σερβίας.

Όλος αυτός ο πολύτιμος και πλούσιος αμητός καθορίζει την πατριαρχική μας πορεία, όπως καθόρισε την πορεία των αοιδίμων προκατόχων μας, και είμαι βέβαιος ότι θα εμπνεύσει και την πορεία των διαδόχων μας.

Με αυτά που μας κληροδότησε η Ορθόδοξη Εκκλησία πορευόμαστε για τη δόξα του Χριστού, την ενότητα των Εκκλησιών και τη σωτηρία των ανθρώπων. Με τη χάρη του Θεού, έτσι κινηθήκαμε και η επιθυμία μας είναι έτσι και να τελειώσουμε.

Η ημερήσια Σερβική εφημερίδα «Πολιτικά» εκδίδεται στο Βελιγράδι. Ιδρύθηκε το 1904 από το Vladislav F. Ribnikar, είναι η παλιότερη εφημερίδα που βρίσκεται ακόμα σε κυκλοφορία και θεωρείται ως η Σερβική εφημερίδα με την καλύτερη διαχρονική επίδοση.