Του π. Ηλία Μάκου
Μετα την ανακοίνωση των βάσεων φάνηκε η καθοδική πορεία της εισαγωγής υποψηφίων στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες.
Από τους υποψηφίους, που έδιναν για πρώτη φορά φέτος, υπήρξαν 2 επιτυχόντες στο Πρόγραμμα Ιερατικών Σπουδών της Ανωτάτης Εκκηλσιαστικής Ακαδημίας Αθηνών (8.753 μόρια).
Από το 10% των υποψηφίων των Γενικών Λυκείων σειρά 2019 εισήχθησαν 2 άτομα στο Πρόγραμμα Ιερατικών Σπουδών της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών (7.775 μόρια) και 2 άτομα στο ίδιο Πρόγραμμα της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης (5.632 μόρια).
Από το 10% των υποψηφίων των Γενικών Λυκείων σειρά 2020 εισήχθησαν 1 άτομο στο Πρόγραμμα Ιερατικών Σπουδών της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών (6.139 μόρια) και 1 άτομο στο ίδιο Πρόγραμμα της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης (1320 μόρια).
Στα στοιχεία αυτά αντικατοπτρίζεται η αποκαρδιωτική κατάσταση στην εκκλησιαστική εκπαίδευση, όπου χρειάζονται όχι πρόχειρες παρεμβάσεις, αλλά μια ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Η εκκλησιαστική εκπαίδευση έχει μεγάλη σημασία, όχι μόνο γιατί καταρτίζει εξειδικευμένα στελέχη, που μπορούν να αξιοποιηθούν από την Εκκλησία.
Αλλά κυρίως, γιατί οφείλει να διδάσκει τη σύζευξη του ήθους της πίστης με την επιστήμη, της θεωρίας με την πράξη, του νου με την καρδιά, του στιγμιαίου με το αιώνιο.
Το συνδυασμό Ορθοδοξίας και ζωής, ανθρώπινου και θείου. Η εκκλησιαστική εκπαίδευση είναι η αφετηρία της ανάδειξης της αλήθειας ότι η αρμονία μεταξύ του ανθρώπου και του Δημιουργού Του καταξιώνει το άτομο και την κοινωνία.
Γι’ αυτό η αναβάθμισή τους, έστω και αυτών των δύο, Αθηνών και Κρήτης, που θα απομείνουν από την ακαδημαϊκή περίοδο 2022-2023, είναι μονόδρομος, αν και η άποψή μας είναι ότι και οι τέσσερις Εκκλησιαστικές Ακαδημίες είναι απολύτως και απαραιτήτως χρήσιμες για στελέχωση του ποιμαντικού, κοινωνικού και πολιτιστικού έργου της Εκκλησίας.