Του π. Ηλία Μάκου
Κατά την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού σε όλες τις εκκλησίες της Αρχιεπισκοπής Τιράνων και των Μητροπόλεων Κορυτσάς, Βερατίου, Αργυροκάστρου, Φίερι και Ελμπασάν, χτύπησαν χαρμόσυνα οι καμπάνες και οι πιστοί προσήλθαν με ευλάβεια, με ενθουσιασμό και χαρά.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας μπορεί να καυχάται ότι γεύθηκε σε δυνατή δόση στα σύγχρονα χρόνια τη δύναμη του Σταυρού.
Αν και για πολλά χρόνια ήταν σταυρωμένη, εντούτοις με κέντρο της το Σταυρό, αναστήθηκε.
Αν και ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος αντιμετώπισε ποικίλες δυσκολίες, κουβαλώντας στην ψυχή του το Σταυρό του Χριστού, τα κατάφερε και τον ύψωσε ως λαμπερό σύμβολο της αναγεννημένης Ορθοδοξίας στην Αλβανία.
Για λίγες στιγμές σίγησε στο μέσα των πιστών
κάθε άλλη σκέψη και αφοσιώθηκαν στο «πανσεβάσμιο Ξύλο», ομολογώντας όσα του οφείλουν.
Και είδαν με της ψυχής τους τα μάτια τους μάρτυρες να καίγονται σαν λαμπάδες. Να κατακρεουργούνται σαν τα πρόβατα. Και ξαφνικά παρέλασε μπροστά τους μια νικηφόρα στρατιά αγωνιστών με λάβαρο το Σταυρό.
Και άκουσαν με τα αυτιά της ψυχής τους να βγαίνει από μέσα τους μια βαθιά φωνή: «Σταυρέ, βοηθήσέ με».
Και προσπάθησαν να μετρήσουν πόσες φορές τους βοήθησε ο Σταυρός του Κυρίου. Αλλά σταμάτησαν το μέτρημα, γιατί ήταν αμέτρητες οι φορές. Μέσα στα αφρισμένα κύματα της ζωής, όταν προς αυτόν σήκωσαν τα βλέμματά τους, έλαβαν ενίσχυση.
Και αποφάσισαν, ναι το αποφάσισαν, να είναι ο βίος τους ένας συνεχής ύμνος στο Σταυρό της αγάπης.