Του π. Ηλία Μάκου
Ο βίος του Αγίου Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, είναι πασίγνωστος, γιατί καθημερινά θαυματουργεί και σώζει ανθρώπινες ψυχές.
Μπορεί να συκοφαντήθηκε, να φθονήθηκε και να εκδιώχθηκε από άτομα, τα οποία στη συνέχεια μετανόησαν για την αδικία, μάλιστα κλήθηκε να αναλάβει και τον Πατριαρχικό θρόνο Αλεξανδρείας, μετά το θάνατο του Σωφρονίου, αλλά το αρνήθηκε, να περιπλανήθηκε, να πέθανε πάμφτωχος στο νοσοκομείο, αλλά ούτε για μια στιγμή δεν τον εγκατέλειψε η χάρη του Θεού.
Έτσι ανακηρύχθηκε άγιος, πριν ακριβώς 60 χρόνια, στις 20 Απριλίου του 1961, που με τα θαύματά του είναι καθημερινά παρών στη ζωή των πιστών. Η αντοχή του στις κάθε είδους κακουχίες ήταν αξιοθαύμαστη.
Από την Αλεξάνδρεια κυνηγημένος Επίσκοπος, περιφερόμενος ιεροκήρυκας, διευθυντής της Ριζαρείου Εκκηλσιαστικής Σχολής, όπου οι πνευματικοί κόποι του κορυφώνονται και στα χρόνια του η Σχολή γνωρίζει με την πολύμορφη δράση του ημέρες αληθινής δόξας.
Παρ’ όλο το φόρτο του, ψυχικό και σωματικό, μελετούσε συνεχώς και έγραφε ψυχωφέλιμα πονήματα. Όποιος θελήσει να αναδιφήσει τα συγγράμματά του και τις θεολογικές του μονογραφίες θα διαπιστώσει ότι υπήρξε ιεράρχης θερμός, ζηλωτής και μορφωμένος.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, εγκαταστάθηκε στην Αίγινα, όπου οι κάτοικοί της ένιωθαν και νιώθουν τις θαυμαστές παρεμβάσεις του. Εκεί έχτισε και το μοναστήρι, όπου φιλοξενείται ο τάφος του, μέσα στον οποίο κατά καιρούς διαπιστώνεται ότι κινείται.
Αλλά γι’ αυτά, για τα οποία ξεχώρισε και ανταμείφθηκε από το Θεό, ήταν η πραότητά του και η ταπεινότητα του. Δεν θύμωσε με όσους άδικα και τον κατηγόρησαν και τον λιθοβόλησαν και στάθηκαν αιτία να απομακρυνθεί από τη θέση του. Μάλιστα με άνεση τους.
Είχε μια ευλογημένη συνήθεια στη ζωή του. Ανέβαλλε πάντοτε να θυμώνει. Το υψηλό αξίωμα του Επισκόπου, και η φήμη του, που είχε απλωθεί, σε συνδυασμό με τις αρετές του, δεν τον έκαναν να κομπάζει, να βλέπει τους άλλους χαμηλά.
Αντίθετα παρέμεινε πάντοτε ταπεινός, όπως ήταν στα δύσκολα νεανικά του χρόνια, λιτοδίαιτος, σκληραγωγημένος. Επέτρεψε ο Κύριος, και ουκ ολίγες φορές περιφρονημένος.
Καθόλου δεν τον έμελλε. Υπέμενε και υπόφερε τα καμώματα των άλλων, όχι για να τον ανέχονται και εκείνοι, αλλά γιατί είχε φθάσει στην πιο υψηλή βαθμίδα των χαρισμάτων του και δικαιολογούσε τα πάντα στους άλλους από αγάπη.
Η ταπεινωμένη αγάπη του χάριζε τη δύναμη της μακροθυμίας, της υπομονής, της εγκαρτέρησης μπροστά στις ελλείψεις ή στις βλάβες, που του προκαλούσαν οι άλλοι.
Την ταπείνωσή του, συνόδευε μια αληθινή ευγένεια, μια απροσποίητη σοβαρότητα, μια ασκητική αυστηρότητα, ένα ήθος αδιαμφισβήτητο και μια καταδεκτικότητα πρωτόγνωρη.
Αλλά και μια προσευχητική και εξομολογητική διάθεση. Προσεύχονταν και εξομολογούνταν συνεχώς, απόδειξη της βαθιάς μυστηριακής ζωής του. Φτωχός ο ίδιος, βοηθούσε, με τη συνδρομή πιστών, τους φτωχούς.
Επειδή επί χρόνια έμεινε χωρίς να τον δέχονται σε Μητροπόλεις και σε εκκλησιαστικές θέσεις, θεωρείται και προστάτης, εκτός των φτωχών, και των ανέργων. Ό,τι του ερχόταν το μοίραζε αμέσως.
Γι’ αυτό χωρίς δισταγμό διαπιστώνει κανείς ότι έζησε με τον Χριστό και πέθανε με το Χριστό. Σήμερα αμέτρητοι πιστοί, και κυρίως νέοι, τον επικαλούνται.