Τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας, την οποία ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος αφιέρωσε στην Παναγία, έγιναν στην επέτειο της μνήμης του Αγίου Μώκιου, ο οποίος μαρτύρησε κατά τη διάρκεια των διωγμών του Διοκλητιανού
Το 316 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος κήρυξε τον πόλεμο στον έτερο αυτοκράτορα Λικίνιο, θέτοντας ως στόχο την ενοποίηση στο πρόσωπό του όλων των εξουσιών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από τη στιγμή που ο Κωνσταντίνος είχε λάβει το 306 τον τίτλο του Καίσαρα, φέρθηκε με ευνοϊκό τρόπο έναντι των χριστιανών της αυτοκρατορίας, εμπλεκόμενος μάλιστα και στις εσωτερικές έριδές τους. Αρχικά ο Λικίνιος είχε ενεργήσει υπέρ των χριστιανών, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κωνσταντίνου. Οταν, όμως, εκείνος εκδήλωσε επίθεση εναντίον του, μετέστρεψε την πολιτική του εφαρμόζοντας μια μετριοπαθή σειρά διωγμών, αποπέμποντας τους χριστιανούς από το περιβάλλον του και τις διοικητικές υπηρεσίες και εμποδίζοντας ως έναν βαθμό την τέλεση της χριστιανικής λατρείας.
Τον Ιούλιο του 324, οι στρατοί των δύο αυτοκρατόρων συγκρούστηκαν σε μια μάχη κοντά στον ποταμό Εβρο. Συνειδητοποιώντας ότι αδυνατούσε να νικήσει τον στρατό του αντιπάλου του, ο Λικίνιος υποχώρησε, βρίσκοντας καταφύγιο στο Βυζάντιο. Επειτα από παρέμβαση της ετεροθαλούς αδερφής του Κωνσταντίνου και συζύγου του Λικίνιου, εκείνος χάρισε τη ζωή στον ηττημένο αυτοκράτορα υπό τον όρο να παραιτηθεί όλων των δικαιωμάτων του. Οταν ο Λικίνιος παραιτήθηκε, ο Κωνσταντίνος, ο προστάτης των χριστιανών, παρέμεινε για πρώτη φορά, έπειτα από σχεδόν σαράντα χρόνια, ο μοναδικός άνθρωπος που είχε στα χέρια του όλες τις εξουσίες στην αυτοκρατορία.
Η σημαντικότερη πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου ήταν η ίδρυση νέας πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στη θέση της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου.
Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ο Κωνσταντίνος εισήγαγε μεταρρυθμίσεις στον στρατό και το σύστημα διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας, οι οποίες παρέμειναν σε ισχύ για αρκετούς αιώνες μετά τον θάνατό του. Αναμφίβολα, η σημαντικότερη πρωτοβουλία που ανέλαβε ήταν η ίδρυση της νέας πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στη θέση της αρχαίας ελληνικής πόλης του Βυζαντίου. Σύμφωνα με τον γεωγράφο της αρχαιότητας, Στράβωνα, η πόλη ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους. Επικεφαλής τους ήταν ο Βύζας, από τον οποίο πήρε και το όνομά της η πόλη.
Το Βυζάντιο βρισκόταν σε μια στρατηγικής σημασίας τοποθεσία, στο μεταίχμιο της Ευρώπης και της Ασίας, και περιβαλλόταν από τις τρεις πλευρές από θάλασσα: από τη Θάλασσα του Μαρμαρά, τον Βόσπορο και τον Κεράτιο Κόλπο. Εχοντας κανείς υπό την εξουσία του την πόλη, μπορούσε εύκολα να έχει πρόσβαση τόσο στη Μαύρη Θάλασσα και στον κάτω Δούναβη, όπου και σημειώνονταν συχνά εισβολές ξένων φύλων, όσο και στο Αιγαίο Πέλαγος και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ρώμη, άλλωστε, είχε πλέον συμβολική σημασία, καθώς κανένας αυτοκράτορας από τα μέσα του 3ου αιώνα δεν είχε εγκατασταθεί στην Αιώνια Πόλη.
Στα τέλη του 324 ο Κωνσταντίνος οριοθέτησε τη νέα του πρωτεύουσα, η οποία έλαβε το όνομα Κωνσταντινούπολη. Τη θεμελίωση της πόλης ακολούθησε ένα μεγάλο πολεοδομικό εγχείρημα, αντάξιο του οράματος του αυτοκράτορα για την πρωτεύουσά του, την οποία προίκισε με πολλές και μεγάλες εκκλησίες, δείγμα των προθέσεών του σχετικά με τον δρόμο που όφειλαν να ακολουθήσουν οι διάδοχοί του. Τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας, την οποία ο αυτοκράτορας αφιέρωσε στην Παναγία, έγιναν στις 11 Μαΐου 330 μ.Χ., επέτειο της μνήμης του Αγίου Μώκιου, ο οποίος μαρτύρησε κατά τη διάρκεια των διωγμών του Διοκλητιανού. Επρόκειτο για ακόμα μία προσπάθεια του Κωνσταντίνου να διαφοροποιηθεί από τους προκατόχους του, στηρίζοντας τη στροφή της αυτοκρατορίας προς τον χριστιανισμό.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης
ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ