You are currently viewing «ἐσπλαγχνίσθη..   μή κλαῖε…ἐπεσκέψατο…»

«ἐσπλαγχνίσθη.. μή κλαῖε…ἐπεσκέψατο…»

  • Reading time:1 mins read
  Κυριακή Γ’ Λουκά
   Μπροστά στόν ἀβάσταχτο πόνο μιᾶς μάνας, πού θρηνεῖ μέ σπαραξικάρδιες κραυγές τό μονάκριβο παιδί της, βρίσκεται ὁ Κύριος. Σ᾿ αὐτήν τήν τραγική κατάσταση τῆς ἀνθρωπίνης θλίψεως ἡ θεϊκή Του ἀγάπη δέν μένει ἀπαθής. Προσφέρει τήν χαρά καί ἀπαλύνει τόν πόνο ἐκείνης τῆς χήρας, ἡ ὁποία συνοδεύει στόν τάφο ὅ,τι πολυτιμότερο καί πιό ἀγαπημένο εἶχε σ᾿ αὐτην τήν ζωή.
 Ποιός, ἄραγε, μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ, ὅτι ἡ ζωή μας εἶναι ἕνας δρόμος χωρίς στενοχωρίες καί θλίψεις, γεμάτος τρυφή καί χαρά;
 Ἐνεοί παρατηροῦμε, ὅτι προβλήματα ἀνθρωπίνως δυσεπίλυτα, δυσχέρειες, ἀσθένειες, θάνατοι συνθέτουν ὡς ἄλλες ἀνηφόρες καί κατηφόρες τήν ἐν πολλοῖς κακοτράχαλη πορεία τῆς ἀνθρωπότητος. Καταστάσεις, ὁπωσδήποτε, τραγικές καί δύσκολες, πού ἀναντιλέκτως ἀφαιροῦν τό χαμόγελο ἀπ᾿ τά πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων καί τό ἀντικαθιστοῦν μέ τά δάκρυα καί τό κλάμα. Ἰδιαιτέρως ἡ ἀπώλεια προσφιλῶν προσώπων, ὄχι ἁπλῶς φέρνει δάκρυα θλίψεως καί στεναγμοῦ, ἀλλά πολλάκις γίνεται αἰτία ἀπογνώσεως κυρίως γιά τούς «μή ἔχοντας ἐλπίδα».
     Εἶναι ἀνθρώπινο καί ἀπολύτως δικαιολογημένο νά κλαίει κανείς, ὅταν ὁ πόνος διαπερνᾶ τό κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ του. Ὅμως, πάνω καί πέρα ἀπ᾿ ὅλα τά ἀνθρώπινα εἶναι -ἤ θά ἔπρεπε νά εἶναι- ἡ προσωπική σχέση ἐμπιστοσύνης πού οἰκοδομεῖ ὁ καθένας μας μέ τόν Ἰησοῦ. Ἄς θυμηθοῦμε, ὅτι κι Ἐκεῖνος δάκρυσε ἐνώπιον τοῦ τάφου τοῦ νεκροῦ, ὡς ἐκείνη τήν στιγμή, φίλου του Λαζάρου. Τό ῥῆμα πού χρησιμοποιεῖ στήν διήγησή του ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής «ἐσπλαγχίσθη» εἶναι ἀποδεικτικό τῆς θεϊκῆς συμπαθείας. Ὁ Ἴδιος μακάρισε τούς πενθοῦντας «ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται». Δέν δημιούργησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο νά εἶναι περίλυπος καί νά κλαίει. Τόν δημιούργησε νά ζεῖ τήν ἀτέρμονη χαρά καί εὐφροσύνη τῆς κοινωνίας μαζί Του. Ἡ λανθασμένη χρήση τοῦ θεοσδότου δώρου τῆς ἐλευθερίας ἔκανε τόν ἄνθρωπο περίλυπο, διότι τόν ἀπομάκρυνε ἀπό τήν ὄντως Χαρά καί τήν ὄντως Ζωή, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Χριστό.
     Καί ἐνῷ τά πάντα φαίνονται σκοτεινά καί μαῦρα, ἀναθάλλει καί πάλι ἡ ἐλπίδα τῆς χαρᾶς, διότι «ἐπεσκέψατο ὁ Θεός τόν λαόν Αὐτοῦ». Ἡ παρουσία Του ἔρχεται νά διασκεδάσει κάθε θλίψη καί στενοχωρία. Ἡ προτροπή του πρός τήν χήρα∙ «μή κλαῖε» εἶναι τρόπον τινά ἀποκάλυψη τῆς θεϊκῆς Του παντοδυναμίας καί ἀποτελεῖ ἐπιβεβαίωση τῶν ὅσων θά ἐπακολουθήσουν. Καταργεῖ μ᾿ ἕναν λόγο Του (καί καταργεῖ ἀργότερα διά παντός μέ τόν σταυρικό Του θάνατο καί τήν Ἀνάστασή Του) τόν ἔσχατο ἐχθρό τῆς ἀνθρωπότητος τόν θάνατο. Καί τότε τό πάφλασμα τοῦ κλάματος, τήν οἰμωγή καί τό ἀναφιλητό τῆς ρομφαίας τοῦ θανάτου, διαδέχεται ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Παύει ὁ θρῆνος. Παύουν ὁ κλαυθμός καί ὁ ὀδυρμός. Καί ἡ χαρά θρονιάζεται μέσα στίς ψυχές τῶν συνοδευόντων τήν νεκρική πομπή.
      Τά τρία ῥήματα πού χρησιμοποιεῖ ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς: «ἐσπλαγχνίσθη, μή κλαῖε, ἐπεσκέψατο», καταδεικνύουν τήν τρυφερότητα, τήν στοργή, τήν συμπάθεια, τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου πρός τήν κορωνίδα τῆς δημιουργίας του∙ τόν ἄνθρωπο. Κάθε κίνηση καί ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία καταγράφεται μέσα στά εὐαγγελικά κείμενα, δέν περιορίζεται χρονικά «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», ἀλλ᾿ ἐπεκτείνεται διαχρονικά σέ ὁλάκερη τήν ἱστορική πορεία τῆς ἀνθρωπότητος. Συνεπῶς, ὅσα ἐκτυλίσσονται στήν Ναῒν ἀφοροῦν καί σέ μᾶς.
      Τί σημαίνει ἄραγε «ἐπεσκέψατο ὁ Θεός τόν λαόν αὐτοῦ»;
      Δέν εἶναι ἔκφραση ἐνθουσιώδους θαυμασμοῦ καί ἀποκύημα βιώσεως  πρωτοφανοῦς γεγονότος, ὅπως ἐν προκειμένῳ ἡ Ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν. Εἶναι ἡ ἐμπειρική ὁμολογία ὅσων ἐπιποθοῦν τόν Θεό στήν ζωή τους καί αἰσθάνονται  τήν παρουσία Του ὡς σωτηρία, χαρά καί ἐλπίδα.
      Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὁ Κύριος ἔρχεται συνεχῶς στήν ζωή μας. Εἶναι «ὁ ὢν, ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος». Εἶδε τήν ἀνθρωπότητα νά εὑρίσκεται «ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου», τήν «ἐσπλαγχνίσθη» καί μέ τήν ἔνσαρκο οἰκονομία Του «ἀταπεινώτως ἐταπείνωσε τό ἀταπείνωτόν Του ὕψος» καί «ἐπεσκέψατο» αὐτήν. «Ἐπεσκέψατο», προκειμένου νά συναντήσει τήν κλαίουσα ἀνθρωπότητα, νά ἀποσπογγίσει μέ τό μανδήλιο τῆς κενώσεώς Του τόν ποταμό τῶν δακρύων της, νά τῆς ἀπευθύνει ἐκεῖνο τό ἐλπιδοφόρο «μή κλαῖε» καί νά τῆς προσφέρει  τήν χαρά καί τήν ἐλπίδα.
      Προσφιλεῖς ἀδελφοί,
      Ἐπαφίεται σέ μᾶς ἄν θά κατανοήσουμε τῆς θείας ἐσπλαγχνίας τό μέγεθος, ἄν θά ἀντιληφθοῦμε τήν θεϊκή ἐπίσκεψη καί ἄν θά ἀφουγκρασθοῦμε τήν Κυριακή προτροπή «μή κλαῖε». Καί τότε πράγματι θά δυνάμεθα μετά παρρησίας νά  ὁμολογοῦμε, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι «ἡ Ζωή, ἡ Χαρά καί ἡ Ἀνάστασις ἡμῶν» Ἀμήν!
            Ἀρχιμ. Νήφων Συριανός
       Ἱεροκήρυξ-Γεν.Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος   Ἱερᾶς Μητροπόλεως         Γλυφάδας