You are currently viewing Η Απολεσθείσα Ενότητα: Πρωτείο και Οικουμενικότητα

Η Απολεσθείσα Ενότητα: Πρωτείο και Οικουμενικότητα

  • Reading time:4 mins read

Όταν πριν δύο χρόνια ο τότε διευθυντής του περιοδικού Νέα Ευθύνη, Δημήτρης Αγγελής, μου ζήτησε να γράψω ένα μικρό κείμενο με θέμα Προκλήσεις για την Ορθόδοξη Εκκλησία στον 21ο Αιώνα  (ένα τεύχος που φιλοξένησε κείμενα του Οικ. Πατριάρχου, του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, και άλλων κληρικών και στοχαστών) θεώρησα πως η μεγαλύτερη πρόκληση που θα αντιμετώπιζε η Ορθοδοξία  στα επόμενα χρόνια θα ήταν το πρωτεύον, όπως το ονόμασα, πρόβλημα του πρώτου[1]. Η εκτίμησή μου απεδείχθη προφητική.

Η μεγαλύτερη εσωτερική πρόκληση της Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά την γνώμη μου είναι η ενότητά της. Άλλες έξωθεν προκλήσεις, απαιτήσεις των καιρών είτε γεωπολιτικές είτε θεωρητικές, δεν θα μπορέσουν να αντιμετωπισθούν εφ᾽ όσον η Ορθόδοξος Εκκλησία αυτο-αποδυναμώνεται παραμένοντας ένα είδος θρησκευτικής Ομοσπονδίας υποθετικά ισοτίμων Εκκλησιών οι οποίες ομονοούν όχι για να ομολογήσουν αλλά φοβούμενες αλλήλας. Δυστυχώς, εμείς οι Ορθόδοξοι, στην προσπάθειά μας να παρουσιάσουμε μια αδυναμία σε προτέρημά μας, πιστέψαμε πως, σε αντίθεση με την συγκεντρωτική  και πυραμιδοειδή δομή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, απολαμβάνουμε δήθεν μια πιό δημοκρατική (οριζοντίως δομημένη) εκκλησιολογία των κατά τόπους εθνικών Εκκλησιών. Αποφεύγουμε έτσι να ομολογήσουμε πως πίσω από αυτό το πρόσχημα κρύβεται η διάσπαση που επέφερε η άλογη ανακήρυξη αυτοκέφαλων Εκκλησιών με  μοναδικό κριτήριο, αυτό της εθνικότητος και, συνακολούθως, αυτό της γλώσσας. Το ότι πρόκειται πραγματικά περί διάσπασης φάνηκε όταν η Ορθοδοξία ταξίδεψε μαζί με τους μεταναστεύοντες λαούς στην Δυτική Ευρώπη, στην Αμερική και στην Αυστραλία. Εκεί, διαφορετικές εθνικές εκδοχές της Ορθοδοξίας “συν-υπάρχουν” στην ίδια πόλη, διασπώντας την ευχαριστιακή ενότητα της κοινής ομολογίας των πιστών, υπό διαφορετικούς επισκόπους, χάριν του γλωσσικού ιδιώματός τους και της εθνικής καταγωγής τους. Πρόσφατο παράδειγμα ο ιεράρχης του Πατριαρχείου Αντιοχείας Σιλουανός, ο οποίος εξελέγη υπό τον τίτλον του Μπουένος Άϊρες, καίτοι εκεί ήδη εδρεύει κανονικός επίσκοπος, ο Μητροπολίτης Μπουένος Άϊρες Ταράσιος.[2] Όταν ο πρώτος παρευρέθη ως εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Αντιοχείας στην πρόσφατη Σύναξη των Προκαθημένων (Μάρτιος 2014),  και απαίτησε να αναγνωριστεί ως  «ο Μπουένος Άϊρες», οι αξιώσεις του εξηνάγκασαν τον προεδρεύοντα της Συνάξεως Οικουμενικό Πατριάρχη να δώση adhoc μάθημα βασικών αρχών εκκλησιολογίας.[3]

Στην διασπορά, αλλά όμως και στους διαλόγους, τους οποίους διεξάγουν από κοινού οι Ορθόδοξες Εκλησίες με άλλες Χριστιανικές ομολογίες και άλλες Θρησκείες, φάνηκε πως τα προσχήματα της ενότητάς μας δεν επαρκούσαν για να δικαιολογήσουν την προφανή εκκλησιολογική ένδειά μας. Η κοινή λειτουργική πράξη (lex orandi), η κοινή δογματική ομολογία (lex credendi), η κοινή παράδοση των δύο αυτών πηγών, αλλά ακόμα και οι Διορθόδοξες σύνοδοι δεν επαρκούν για να φέρουν το επιθυμητό, δηλαδή, την ουσιαστική ενότητα της Εκκλησίας. Και αυτό γιατί πραγματική ενότητα μπορεί να διασφαλίσει μόνο ο επίσκοπος εκάστης εκκλησιολογικής δομής, δηλαδή, ο πρώτος.

Όπως σε μία πόλη δεν θα θεωρούσαμε ποτέ αρκετή ούτε ικανή για να διασφαλίσει την ενότητα των μελών της Εκκλησίας την κοινή προσευχή τους ή την κοινή πίστη τους, παρά μόνον την επί το αυτό συμμετοχή τους στην ευχαριστιακή σύναξη της οποίας προΐσταται ο μόνος έχων το προνόμιο της προσφοράς της, δηλαδή, ο επίσκοπος, ή, αντ᾽αυτού, ο υπό του επισκόπου και εξ ονόματος του επισκόπου ορισθείς πρεσβύτερος, έτσι και στο επαρχιακό (Μητροπολιτικό) επίπεδο, εγγυητής της ενότητας των τοπικών εκκλησίων είναι ο πρώτος των επισκόπων, ο Μητροπολίτης (κατά την αρχαία τάξι), ή ο Αρχιεπίσκοπος. Μέχρις εδώ, θεωρώ πως συμφωνούμε όλοι και αυτήν την εκκλησιολογική αρχή ομολογεί εν τοις πράγμασι η δομή των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Είναι στο επόμενο, και πιό σημαντικό, επίπεδο όπου φαίνεται το ότι είμαστε ανακόλουθοι και ασυνεπείς προς τις ίδιες μας εκκλησιολογικές αρχές. Διότι, ενώ θεωρούμε τον Πρώτο συνεκτικό στοιχείο της ενότητος της Εκκλησίας (τοπικής ή επαρχιακής) και συνάμα εγγυητή της ενότητός της, ενότητος την οποία φανερώνει και υποστασιοποιεί ο Πρώτος εν τω προσώπω του (και εδώ πρέπει να τονισθεί πως ο Πρώτος δεν μπορεί να είναι ένα απρόσωπο, διαπροσωπικό σύνολο ή μια αφηρημένη έννοια[4]), εντούτοις μόλις μεταφερθούμε στο οικουμενικό επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο της Ορθοδόξου ανά την Οικουμένη Εκκλησίας είμαστε διατεθειμένοι να σκαρφιστούμε οποιαδήποτε άλλη εξυπνάδα η θεολογική μας κατάρτιστη μας επιτρέπει αντί να φανούμε συνεπείς και να ομολογήσουμε την ανάγκη ύπαρξης και εκεί, ιδιαιτέρως εκεί, ενός Πρώτου, όχι απλώς ως συντονιστού των διορθοδόξων σχέσεων (όπως δεν είναι ο επίσκοπος συντονιστής των διαπροσωπικών σχέσεων της τοπικής εκκλησίας), όχι απλώς Πρώτου μεταξύ ίσων, (ούτε Πρώτος μεταξύ ίσων είναι ο επίσκοπος της τοπικής εκκλησίας), αλλά ενός Πρώτου εννοουμένου ακριβώς όπως εννοούμε τον Πρώτο της τοπικής και της επαρχιακής κοινότητος, δηλαδή, κατά την επιτυχημένη έκφραση του Σεβ. Μητροπολίτου Προύσης, ως Πρώτου άνευ ίσων.[5]

Η έκφραση «πρώτος άνευ ίσων» ξένισε τους περισσότερους αναγνώστες του βαρυσήμαντου αυτού κειμένου, αν και δεν εκφράζει παρά το αυτονόητο. Το κείμενο του αγ. Προύσης δεν χρήζει, βεβαίως, της ιδικής μας πενιχράς υποστήριξης. Πλην όμως, ο πρώτος, εφ’εαυτής της εννοιολογικής σημασίας της λέξεως, αποκλείει την ισότητα μεταξύ άλλων. Δεν είναι «ο πρώτος» μονάδα άνευ αξίας ώστε να κατέχει ίση θέση εγγεγραμμένος εντός μιάς σειράς πραγμάτων, αλλά είναι επίθετο τακτικό, δηλωτικό, δηλαδή, τάξεως και ενδεικτικό θέσεως. Αν ο πρώτος είναι ίσος με τον δεύτερον, τότε δεν είναι πρώτος αλλά δεύτερος (και μάλλιστα ένας δεύτερος δεύτερος), απο την άλλη, αν δεν υπάρχει πρώτος δεν υπάρχει συνακόλουθα ούτε δεύτερος. Η ισότητα καταργεί ολόκληρη την τάξη. Άρα εξυπακούεται ότι κανείς πρώτος δεν είναι «μεταξύ ίσων,» αλλά ως πρώτος είναι πάντοτε και εξ ορισμού άνευ ίσων. Βραβεύεται ο πρωτεύσας αθλητής ως πρώτος και όχι ως ίσος με τους συναθλητές του (αν όλοι, όσοι αγωνίζονται σε ένα άθλημα, ήσαν ίσοι μεταξύ τους γιατί τότε δεν βραβεύονται όλοι και δεν λαμβάνουν πάντες το χρυσούν μετάλλιο;) Είναι άραγε τόσο δύσκολο να κατανοήσουμε ότι και μεταξύ των ιεραρχών απαιτείται ιεράρχηση;

Ὡς πρὸς τὴν ἱερωσύνην των, βεβαίως, ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ἴσοι, ἀλλὰ δὲν εἶναι καὶ οὔτε δύνανται νὰ εἶναι ἴσοι ὡς ἐπίσκοποι συγκεκριμένων πόλεων. Οἱ ἱεροὶ κανόνες (ὡς ὁ 3ος τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ 28ος τῆς Δ’ καὶ ὁ 36ος τῆς Πενθέκτης) ἱεραρχοῦν τὰς πόλεις δίδοντες εἰς ἄλλας τὴν Μητροπολιτικὴν ἀξίαν καὶ εἰς ἄλλας τὴν Πατριαρχικήν. Μεταξὺ δὲ τῶν τελευταίων ἱεραρχοῦν καὶ πάλιν, δίδοντες εἰς ἄλλην τὰ πρωτεῖα, εἰς ἄλλην τὰ δευτερεῖα κ.ο.κ.. Δὲν εἶναι ὅλαι αἱ κατὰ τόπους Ἐκκλησίαι ἴσαι κατὰ τὴν τάξιν καὶ κατὰ τὴν ἀξίαν. Εἰς τὸν βαθμὸν καθ’ ὃν ἐπίσκοπός τις δὲν εἶναι ποτὲ ἀπολελυμένως ἐπίσκοπος ἀλλὰ προεστὼς τοπικῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ πάντοτε ἐπίσκοπος συγκεκριμένης πόλεως (τοῦθ’ ὅπερ ἀναπόσπαστον χαρακτηριστικὸν καὶ ὅρος τῆς ἐπισκοπικῆς χειροτονίας), τότε καὶ οἱ ἐπίσκοποι ἱεραρχοῦνται ἀναλόγως (ἤγουν, εἶναι διάφορος ἡ Μητροπολιτικὴ ἀξία τῆς Πατριαρχικῆς, καὶ πάλιν ἄλλη ἡ ἀξία τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων, τῶν κατοχυρωμένων ὑπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ ἄλλη τῶν νεωτέρων Πατριαρχεῖων). Εἰς μίαν τοιαύτην ἱεράρχησιν, εἶναι ἀδιανόητος ἡ μὴ ὕπαρξις πρώτου.[6]

Μια τέτοια τάξη («τάξιν θεολογίας» κατά τον αγ. Γρηγόριο τον Θεολόγο) αντιακατροπτίζεται και στους αποστολικούς καταλόγους που μας διασώζουν τα Ιερά Ευαγγέλια: «Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματά εἰσι ταῦτα· πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ» (Μθ. 10:2). Για τον λόγον αυτόν ως πρώτος της καθ’ όλου εκκλησίας αναγνωρίσθη ο Επίσκοπος Ρώμης. Μετά δε την διακοπή της κοινωνίας με την Ρώμη, το υπούργημα του πρωτείου ασκήθηκε απο την επόμενη αποστολική έδρα στην σειρά της Πενταρχίας, δηλαδή απο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης. Όντως, η αρχαία ονομασία της Κωνσταντινουπόλεως ως Νέας Ρώμης λειτούργησε σχεδόν προφητικώς, αφού έμελλε να γίνει εκείνη η «Ρώμη» των Εκκλησιών της Ανατολής, επέπρωτο δηλαδή να εκπληρώσει τον ρόλο όχι μόνον της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αλλά και της πρωτεύουσας εκκλησίας. Τούτο διαφάνηκε εναργέστερα απο τα προνόμια τα οποία οι ιεροί κανόνες της Δευτέρας και Τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου απέδωσαν στον Κωνσταντινουπόλεως και τα οποία μόνον ως αντίστοιχα με αυτά του Ρώμης θα μπορούσαν να συγκριθούν.

Το γίγνεσθαι της Ιστορίας άλλαξε το γεωπολιτικό χάρτη του Ορθόδοξου κόσμου. Η ανάδειξη της Ρωσίας σε πολιτική δύναμη (πρώτα υπό την Τσαρική αυτοκρατορία και έπειτα ως Σοβιετική υπερδύναμη) δημιούργησε την προσδοκία ενός νέου κέντρου της Ορθοδοξίας με έδρα την Μόσχα. Ωστόσο, το Πατριαρχείο της Μόσχας ουδέποτε είχε ούτε διεθνικό ούτε διεθνή χαρακτήρα. Αντίθετα, ήτο πάντοτε δεμένο με την ιστορία και την μοίρα του Ρωσσικού λαού και επομένως δεν θα μπορούσε να διαδραματίσει τον ρόλου ενός «οικουμενικού» πατριαρχείου. Επιπλέον, η ένδυσις του Μητροπολίτου Μόσχας διά της πατριαρχικής τιμής και αξίας υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Β’ εγένετο υπό την ρήτρα πως ούτος, δηλαδή, ο Μόσχας, «ὡς κεφαλήν καὶ ἀρχήν ἔχῃ τὸν Ἀποστολικόν Θρόνον τῆς τοῦ Κωνσταντίνου πόλεως ὡς καὶ οἱ ἄλλοι Πατριάρχαι».[7] Σαφώς εδώ διαφαίνεται η ύπαρξις πρώτου ανάμεσα και σε αυτά τα πρεσβυγενή πατριαρχεία, πολλώ δε μάλλον εις τα υπ’αυτού του Οικουμενικού Θρόνου προσφάτως ανυψωθέντα «πατριαρχεία.» Παρομοίως δε απευθύνεται ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γαβριήλ ο Γ’ προς τον Αλεξανδρείας Γεράσιμον ελέγχοντας τις υπό του τελευταίου εισαχθείσες λειτουργικές καινοτομίες και υπενθυμίζοντάς του ότι «παρὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου τὸ ποιητέον, ὅστις πρὸς τοῖς ἄλλοις προνόμιον κέκτηται διευθετεῖν καῖ ῥυθμίζειν τὸ ἀπανταχού χριστιανικόν πλήρωμα εἰς τὰ ὀρθὰ τῆς Ἐκκλησίας δόγματά τε καὶ διατάγματα καὶ τὰς ἐξ ἀρχῆς παραδόσεις καὶ ἐπιβλέπειν δριμύτερον ἐπὶ τοὺς παρεκτρεπομένους τῶν ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων τε καί παραδόσεων.»[8]

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ως τίτλος, θεσμός, και εκκλησιαστική διακονία δεν μπορεί παρά να συνιστά για τον εκκοσμικευμένο άνθρωπο το εξής παράδοξο: αν «Οικουμενικός» τότε πώς «Κωνσταντινουπόλεως» και αν «Κωνσταντινουπόλεως» τότε πώς «Οικουμενικός»; Το παράδοξο, λοιπόν, φαίνεται να συνίσταται στην σύζευξη δύο, αλληλοαποκλειόμενων όπως θα προέτρεχε κανείς να διακηρύξει, προσδιορισμών: της οικουμενικότητας και της εντοπιότητας. Δίχως, όμως, την συγκεκριμενοποίηση της οικουμενικότητας (προσδιοριζόμενης στις γεωγραφικές και ιστορικές συντεταγμένες της πρωτεύουσας πόλεως της Χριστιανικής Οικουμένης) δεν θα μπορούσε κανείς να ελπίσει στην ταυτόχρονη υπέρβαση του συγκεκριμένου, και άρα στην διάσωση του διεθνικού και διαπολιτισμικού στοιχείου. Μια οικουμενικότητα που θα έμενε απροσδιόριστη δεν θα αποτελούσε παρά ου-τοπία. Από την άλλη, εντοπιότητα ανυπέρβατη και κλειστή δεν θα συνιστούσε παρά ασφυκτικό τοπικισμό. Θα μπορούσαμε, συνεπώς, να πούμε πως η διακονία του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ενσαρκώνει τη φιλοσοφική εκείνη αρχή που δεν αναγνωρίζει κάποια υπερβατικότητα (transcendence) δίχως τη συνακόλουθη ενθαδικότητα (immanence), και, τούμπαλιν, συνδέει άρρηκτα το ενθάδε με την εκστατική δυνατότητα της υπέρβασης. Έτσι, επομένως, ούτε Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως μπορεί ποτέ να υπάρξει που δε θα  είναι Οικουμενικό, αλλά ούτε Οικουμενικό Πατριαρχείο θα μπορούσε να λέγεται αν δεν υποστασιοποιείτο συνάμα ως Κωνσταντινουπόλεως.

Η ιστορική αποστολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως είναι ακριβώς αυτός ο ρόλος: της διάσωσης, δηλαδή, και της διακήρυξης αυτού του παραδόξου, όπου διαβλέπει στο συγκεκριμένο το παγκόσμιο, στο άτομο το πλήρωμα, στον ένα την αξία των πολλών, ή μάλλον, κατά τον Kierkegaard, του άπειρου. Εδώ συναντάμε την αλήθεια της Ευαγγελικής αριθμητικής η οποία αντιστέκεται και προσβάλλει την λογική του κόσμου, της αριθμητικής, δηλαδή, που αναδεικνύει το ένα απωλεσθέν πρόβατο ίσο και ισάξιο, αν όχι και υπέρτερο, με τα άλλα εννενήντα εννέα (Ματθ. 18:12, Λουκ. 15:4). Για την Εκκλησία, όπως και για την αλήθεια, το πλήθος των αριθμών δεν δημιουργεί ισχύ, ούτε κατοχυρώνει δικαιώματα.[9]

Επειδή, λοιπόν, για διαφόρους λόγους, η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν έχει ακόμα αποδεχτεί την διακονία ενός Πρώτου στο τρίτο και υψηλότερο επίπεδο της εκκλησιολογικής δομής της είναι καταδικασμένη να παραμείνει μια εκκλησία τοπική και επαρχιακή (αφού μέχρι εκεί φτάνουν οι δομές της). Πλήν όμως, οι σημερινές προκλήσεις δεν είναι προκλήσεις μόνον ή κυρίως προκλήσεις της ενορίας ή μιάς συγκεκριμένης επαρχιακής εκκλησίας, αλλά προβλήματα που αφορούν την Εκκλησία ως σύνολο, προβλήματα που άπτονται της ομολογίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν γένει. Σε αυτά τα προβλήματα η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν μπορεί να πάρει θέση και δεν μπορεί να αρθρώσει λόγο, και δεν μπορεί να το κάνει αυτό διότι δεν έχει αντιμετωπίσει την εγγενή δομική αδυναμία της ελλείψεως ενός Πρώτου που θα διασφάλιζε την ενότητά της στο παγκόσμιο επίπεδο.

Αν ποτέ στο οικουμενικό επίπεδο της δομής της Εκκλησίας γινόταν ανεκτή οποιαδήποτε απρόσωπη αρχή ή διαπροσωπικό όργανο ως υποκατάστατο του προσώπου του Πρώτου τότε, για λόγους συνέπειας, θα έπρεπε να επιτρέψουμε και στο τοπικό επίπεδο, αυτό των κατά τόπους επισκοπών, την ίδια ανεκτικότητα και άρα να απαλλαγούμε απο τον βαθμό του επισκόπου, αφελώς ίσως πιστεύοντας, μάλλον δε και κακοδοξόντας, πως ένα συλλογικό όργανο—ίσως αυτό των πρεσβυτέρων, ίσων φυσικά μεταξύ τους—θα εξασφάλιζε σωτηριώδη ενότητα και άρα την ταυτότητα της Εκκλησίας. Καθίσται, συνεπώς, αδιαμφισβήτητη αλήθεια πως η έννοια του Πρώτου, και μάλιστα ενός Πρώτου ενσαρκωμένου σε συγκεκριμένο πρόσωπο,είναι έννοια αναφαίρετη στην παράδοση και τη θεολογία της Εκκλησίας.

Αρνείται και η Τουρκία την οικουμενικότητα του Πατριάρχου αλλά η άρνησή της είναι έμμεση ανακήρυξη, διότι αν η οικουμενικότητα του Πατριάρχου ήταν απλό γράμμα, ψιλός τίτλος θα την αναγνώριζε διότι δεν θα κόστιζε, τώρα όμως που κοστίζει (έχοντας συνέπειες που κανείς αντιλαμβάνεται) δυσκολεύεται να την αναγνωρίσει.  Ούτε όμως η Ελλάδα, η οποία τύποις αναγνωρίζει την Οικουμενικότητα του Πατριάρχου, δεν αισθάνεται άνετα με ό,τι ο τίτλος συνεπάγεται. Και  απο πότε; Απο την ανακήρυξη του έθνους-κράτους. Διότι είναι ίδιον των ανθρωπίνων καταστάσεων, είναι, δηλαδή, ανθρώπινο τα σχήματα του κόσμου τούτου να φοβούνται ότι τους θυμίζει πως παρέρχονται (Α Κορ. 7:31). Η οικουμενικότητα σημαίνει κάτι το υπερεθνικό και αυτό είναι κάτι που μας υπερβαίνει και στον βαθμό που μας ξεπερνά κάτι που μας απειλεί.  Ο υπερεθνικός χαρακτήρας της οικουμενικότητας δεν είναι σημείο της ιστορίας, όπου η ανάγκη της επιβίωσης μας οδηγεί στην συσπείρωση γύρω απο τέτοιους πυρήνες ταυτότητας όπως η εντοπιότητα και το έθνος. Η οικουμενικότητα, όπως και το πρωτείο (και να που οι δύο τούτες έννοιες συνδέονται) είναι σημεία των εσχάτων και όχι των καιρών. Το να μπορέσει να τα αποδεχθεί κανείς απαιτείται το θάρρος της αυθυπέρβασης.

Θεωρείται ο περι πρωτείου λόγος ως αγών εγωϊστικός. Τουναντίον. Η άρνησις του πρωτείου είναι εγωϊστική, διότι αρνούμαι να αναγνωρίσω τον άλλον ως πρώτον εξ αιτίας της παράλογης επιθυμίας μου να είμαστε όλοι πρώτοι, να είμαι και εγώ πρώτος (ιδού η αλήθεια τουprimusinterpares). Και αφού δεν μπορώ και εγώ να είμαι πρώτος τότε δεν επιτρέπω ούτε στον άλλον το πρωτείο. Δεν του το αναγνωρίζω, όχι γιατί με κόπτει ο εγωϊσμός του άλλου—μήν τυχών και γίνει εκείνος εγωϊστής—όσο με νοιάζει μην πληγωθεί ο δικός μου εγωϊσμός. Αυτή είναι η πραγματική αιτία στην διαμάχη περί του πρώτου.[10]

 


 

 

[1] Παντελεήμων Μανουσάκης, “Το Πρωτεύον Πρόβλημα του Πρώτου” Νέα Ευθύνη, τ. 15 (Ιανουάριος 2013), σελ. 65-67.

 

 

[2] Τούτο δεν είναι παράξενο αν σκεφτεί κανείς ότι κατά την Θεία Λειτουργία που ετελέσθη στο Αντιοχειανό Καθεδρικό Ναό στο Brooklyn της Νέας Υόρκης (Αγ. Νικόλαος) τηνΚυριακή, 21 Οκτωβρίου 2012, οΠατριάρχηςΙγνάτιοςφημίστηκεως “the most reverend and most holy Father, Patriarch of Antioch, the Great City of God. Syria, Cilicia, Arabia, Mesopotamia and all the East. Europe, the Americas, Australia, New Zealand, the Philippines and all the West. Father of Fathers, Shepherd of Shepherds, master of masters, and Thirteenth of the Holy Apostles…” Η εισπήδηση στις κανονικές δικαιοδοσίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά και ο σφετερισμός της παραδοσιακής φήμης του Πατριάρχου Αλεξανδρείας υποδηλώνουν πάγια πολιτική και πρακτική του Πατριαρχείου Αντιοχείας (το οποίο διεμαρτυρήθη εντόνως για το ανακύψαν θέμα του Κατάρ έναντι του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων).

 

 

[3] www.amen.gr/article17146

 

 

[4] Έχω αναλύσει αλλού το επιχείρημα αυτό, βλ. το άρθρο μου “Primacy and Ecclesiology: The State of the Question” in Orthodox Constructions of the West, επιμέλεια Αριστοτέλης Παπανικολάου και Γεώργιος Δημακόπουλος (New York: Fordham University Press, 2013), σελ. 229-239.

 

 

[5] Ελπιδοφόρου Λαμπρυνιάδου, Μητροπολίτου Προύσης, Primus sine Paribus: Απάντησις εις το περί πρωτείου κείμενον του Πατριαρχείου Μόσχας, www.patriarchate.org/documents/primus-sine-paribus-elpidophoros-lambriniadis

 

 

[6] Ibid.

 

 

[7] Συνοδικός Τόμος (Χρυσόβουλλον) του 1590, Πατριαρχικά Έγγραφα, τομ. Γ, επιμέλεια αρχιμ. Καλλινίκου Δελικανή (Κωνσταντινούπολις, Πατριαρχικόν Τυπογραφείον, 1905), σελ. 25.

 

 

[8] Συνοδικό Γράμμα του 1702, Πατριαρχικά Έγγραφα, op. cit., τομ. Β, σελ. 15.

 

 

[9] Βλ. σχετικώς το άρθρο μου (στα αγγλικά) “The Primacy of Constantinople” στο www.amen.gr/article16063 (29 Νοεμβρίου 2013).

 

 

[10] Ευχαριστώ τους συναδέλφους μου αρχιμ. Δωρόθεον Κιούσην και αρχιμ. Αθηναγόραν Σουπουρτζήν για την συμβολή τους στην ανάπτυξη των ιστορικών και κανονικών παραμέτρων την έννοιας του πρωτείου, όπως εκτίθενται συνοπτικά στο παρόν άρθρο. Τα όποια λάθη είναι φυσικά δική μου ευθύνη.