You are currently viewing Εμπρός στην ιστορία…

Εμπρός στην ιστορία…

  • Reading time:1 mins read

Ανατρέχοντας στην ιστορική συνάντηση των Ιεροσολύμων το 1964, ενόψει της συνάντησης Πάπα Φραγκίσκου και Πατριάρχη Βαρθολομαίου γράφει ο Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος

Πως γράφεται ιστορία; Πως φθάνουμε σε ένα γεγονός που θα καταγραφεί ως ιστορικό και θα αποτελέσει σημείο αναφοράς, όχι μόνο για εκείνους που το έζησαν ή καλύτερα το δημιούργησαν, αλλά και για τις επόμενες γενεές; Ανατρέχοντας στην πρόταση-πρόσκληση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου προς τον νεοεκλεγμένο στο θρόνο του Αγίου Πέτρου Επίσκοπο της Ρώμης Πάπα Φραγκίσκο, τον Μάρτιο του 2013, να επισκεφθούν τα Ιεροσόλυμα επί τη συμπληρώσει πενήντα ετών από τη συνάντηση των προκατόχων τους, Αθηναγόρα και Παύλου, τον Ιανουάριο του 1964, την αμεσότητα της αποδοχής της και την σε σύντομο σχετικά χρόνο οργάνωσή της επίσκεψης, θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε και να καταγράψουμε τα γεγονότα αλλά και τις επιπτώσεις που είχε στη ζωή των δύο Εκκλησιών, Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, το ιερό εκείνο προσκύνημα επιχειρώντας κατ’αυτό τον τρόπο και την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Είναι πάντως προφανές πως η επικείμενη επίσκεψη και η οργάνωσή της δεν συνάντησε τις δυσκολίες, ουσιαστικές και πρακτικές, που αντιμετώπισαν οι ταγοί της Εκκλησίας το μακρινό 1963, όταν το πρωί της 6ης Δεκεμβρίου ο χοροστατών στον πανηγυρίζοντα ναό του Αγίου Νικολάου στο Τζίμβαλι του Βοσπόρου, Πατριάρχης Αθηναγόρας, αξιοποιώντας την, προ δύο ημερών, αναγγελία του Πάπα Παύλου να επισκεφθεί «… την Παλαιστίνην […] κατά τον προσεχή Ιανουάριο»[1] πρότεινε όπως: «… επί τη ιερά ταύτη πορεία της Αυτού Αγιότητος, συνηντώντο εν τη Αγία Πόλει Σιών πάντες οι προκαθήμενοι των Αγίων του Χριστού Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, και των τριών ομολογιών, ίνα εν κοινή συντριβή πνεύματος και καρδίας […] καινήν και ευλογημένην εν πνεύματι ενότητος οδόν διανοίξωσι»[2]. Αν και η πρότασή για τη συμμετοχή όλων των προκαθημένων, όπως θα δούμε, δεν ευοδώθηκε υπήρξε ωστόσο η απαρχή μιας πορείας προσέγγισης η οποία πενήντα χρόνια αργότερα θα έφερνε και πάλι στην Αγία Γη τους διαδόχους των τότε προκαθημένων. Το ιστορικό πλαίσιο της συνάντησης Η αρχή της δεκαετίας του 1960 βρήκε τις δύο Εκκλησίες, Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική, σε μια εσωτερική κινητικότητα προϊόν μιας αργής αλλά σταθερής πορείας που βρισκόταν σε ολοκλήρωση. Δύο γεγονότα θα σημάδευαν τη χρονική εκείνη περίοδο: για τη μεν Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η σύγκληση της β΄ Βατικανής Συνόδου, τον Οκτώβριο του 1962, για τη δε Ορθόδοξη, η σύγκληση δύο Πανορθόδοξων Διασκέψεων [1961, 1963], από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, γεγονός μοναδικό για τα χρονικά της εποχής. Αν και σε πρώτη ανάγνωση τα γεγονότα αυτά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ανεξάρτητα, η δυναμική τους εντούτοις ήταν τέτοια ώστε λειτούργησαν κατά τρόπο καθοριστικό αλληλοεπιδρώντας το ένα στο άλλο, καθώς οι εσωτερικές διεργασίες προέβλεπαν ανοίγματα και προς την άλλη πλευρά. Χαρακτηριστική ήταν η στάση του τότε διακόνου και καθηγητή της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, Μητροπολίτη Μύρων Χρυσόστομου Κωνσταντινίδη, ο οποίος εντρυφώντας στα της β΄ Βατικανής Συνόδου ζητήματα, σχολίαζε σε άρθρο του: «Εις την τεινομένην δεξιάν φιλίας και συνεργασίας δεν θα αντιταχθή βεβαίως παλάμη κλειστή»[3]. Άμεση ήταν η αντίδραση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην ανακοίνωση του Πατριάρχη Αθηναγόρα, η οποία επιφόρτισε τον πατέρα Pierre Duprey να παράσχει «δια ζώσης φωνής απάσας τας απαιτουμένας πληροφορίας»[4] σχετικά με το ταξίδι του Πάπα αλλά και να ενημερωθεί για την πρωτοβουλία του Πατριαρχείου αναφορικά με την ανταπόκριση των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ο αναγνώστης κατανοεί προφανώς πως ο περιορισμένος χώρος ενός άρθρου δεν επιτρέπει την λεπτομερή καταγραφή των διπλωματικών διεργασιών που προκλήθηκαν από την πρωτοβουλία των δύο προκαθημένων, τόσο σε εκκλησιαστικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Επισημαίνεται ωστόσο πως από πλευράς Πατριαρχείου άρχισε πάραυτα ένας έντονος γύρος ανταλλαγής απόψεων με τους επικεφαλής των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών σχετικά με την δυνατότητα υλοποίησης της πρότασης του Πατριάρχη Αθηναγόρα για συνάντηση όλων των αρχηγών των Εκκλησιών Δύσης και Ανατολής. Η μόνη, ανοιχτά θετική, αντίδραση ήταν εκείνη του πατριάρχη Αντιοχείας Θεοδοσίου, ο οποίος την χαρακτήρισε ως «το όνειρο κάθε χριστιανού»[5] , ενώ ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Βενέδικτος, στο κλίμα του οποίου θα λάμβανε χώρα η συνάντηση δήλωνε, μετά από μια έντονα σκεπτικιστική στάση, ότι σε αυτήν διέβλεπε «…την έμπνευση της Θείας Πρόνοιας η οποία οδηγεί τους χριστιανούς προς την Ένωση…»[6]. Διστακτική, ωστόσο όχι απαραίτητα αρνητική, ήταν και η αντίδραση του Πατριάρχη Μόσχας Αλεξίου καθώς και του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου, αν και ο πρώτος προέβαλλε κόλλημα υγείας για τη μη συμμετοχή του. Ανάλογη ήταν η στάση των προκαθημένων της Ανατολικής Ευρώπης. Η μεγαλύτερη ωστόσο αντίδραση προήρθε από την Εκκλησία της Ελλάδος η οποία εξέφρασε ανοιχτά την πλήρη αντίθεσή της σε ένα τέτοιο εγχείρημα με οξύτατες δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Χατζησταύρου από τη μια πλευρά και την αντίδραση διακεκριμένων θεολόγων της εποχής, όπως του Αμίλκα Αλιβιζάτου και Δημητρίου Τσάκωνα, οι οποίοι υπερθεμάτιζαν την πρόταση του πατριάρχη Αθηναγόρα[7]. Σημειώνεται δε, πως η αντιπαράθεση αυτή, η οποία δεν ξέφυγε της προσοχής του διεθνούς Τύπου, διήρκησε επί μακρό χρονικό διάστημα[8]. Έτσι, λόγω του περιορισμένου χρονικού διαστήματος -απέμενε λιγότερο από μήνας για την ολοκλήρωση των προετοιμασιών- αλλά και της μη δυνατότητας άμεσης κάμψης των δισταγμών των Ορθοδόξων προκαθημένων, η συνάντηση περιορίστηκε μόνο μεταξύ του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και του Πάπα. Άμεσες ωστόσο ήταν και οι αντιδράσεις σε πολιτικό επίπεδο. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει της προσοχής πως η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου βρίσκεται επί τουρκικού εδάφους. Για να κατανοηθούν δε καλύτερα τα γεγονότα εκείνης της εποχής υπενθυμίζουμε την όξυνση του κυπριακού ζητήματος ακριβώς το Δεκέμβριο του 1963 γεγονός που ώθησε την Άγκυρα να βλέπει με καχυποψία μια διεθνή προβολή του Πατριαρχείου[9]. Αν φέρουμε δε στη μνήμη μας τα γεγονότα που ακολούθησαν καθ’ όλο το 1964 για τον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, κατανοούμε ακόμη περισσότερο ποιο ήταν το πλαίσιο στο οποίο πραγματοποιήθηκε η συνάντηση των δύο προκαθημένων. Για την επιτυχία της έπρεπε να ληφθούν υπόψη πολλοί παράγοντες, όπως ήταν οι ισορροπίες με τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες το κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ των οποίων έπρεπε να παραμείνει αδιατάρακτο, οι σχέσεις με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο καθώς και οι ισορροπίες με την Τουρκική Δημοκρατία και τη Διεθνή Κοινότητα καθώς η επίσκεψη λάμβανε χώρα στην άκρως ευαίσθητη πολιτικά περιοχή της Μέσης Ανατολής με το Ισραήλ, την Ιορδανία και την ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης να βρίσκονται σε μια εξαιρετικά λεπτή πολιτική κατάσταση. Στη Γη των Πατέρων Σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα, η συνάντηση των δύο θρησκευτικών ηγετών πραγματοποιήθηκε αργά το απόγευμα της Κυριακής 5 Ιανουαρίου 1964 στο μέγαρο της Αντιπροσωπείας της Αγίας Έδρας[10] στα Ιεροσόλυμα. Μια μακρά σειρά αρχιερέων του θρόνου, μεταξύ των οποίων ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος, ο Θυατείρων Αθηναγόρας, ο Ηλιουπόλεως και μετέπειτα Χαλκηδόνος Μελίτων, ο Μύρων και μετέπειτα Εφέσου Χρυσόστομος, ο Ροδοπόλεως Ιερώνυμος συνόδευσαν τον πατριάρχη. Οι δύο προκαθήμενοι κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου εισήλθαν στο οίκημα. «Ελύθηκε σιωπή αιώνων και εγκαινιάζεται η αφετηρία μιας νέας χριστιανικής πορείας»[11] ήταν τα πρώτα λόγια του Πατριάρχη Αθηναγόρα μετά την ολοκλήρωση της κατ’ιδίαν συνάντησης. Στη συνέχεια, μετά την εκφώνηση του «Πάτερ Ημών» στην λατινική και ελληνική γλώσσα, ο Πάπας Παύλος προσέφερε στον Πατριάρχη ένα βαρύτιμο χρυσό Άγιο Ποτήριο και στους συνοδούς του αναμνηστικά μετάλλια. Κατά την ανταπόδοση της επίσκεψης την επομένη, 6 Ιανουαρίου 1964, ο Πάπας, επικεφαλής τριαντακονταμελούς συνοδείας, διαπίστωνε: «Αι οδοί, αι άγουσαι προς την ενότητα, μακραί και υπό πολλών δυσκολιών εσπαρμέναι εισί […] το γεγονός όμως τούτο-της συναντήσεως- μαρτυρεί τη θέλησιν […] της υπερεκπηδήσεως των διχογνωμιών και της άρσεως των επιπροσθούντων κωλυμάτων […] Αι διχογνωμίαι, αι αφορώσαι εις την διδασκαλίαν, την λειτουργίαν και την εκκλησιαστικήν τάξιν, εξετασθήσονται καλώς εν ευκαίρω χρόνω και τόπω […] ό,τι δε νυν έστι δυνατόν, και δέον ίνα γένηται, τούτο έστι, αύξησις της αδελφικής αγάπης, της κινουμένης προς το ευρίσκειν νέας οδούς προς δράσιν […] Ταύτης της αγάπης σημείον και δείγμα έστιν ο ασπασμός της ειρήνης, ον, ευδοκία του θεού, επετράπη ημίν δούναι αλλήλοις εν ταύτη τη αγιωτάτη Γη…»[12]. Ο διεθνής αντίκτυπος Είναι δύσκολο να κατανοηθεί σήμερα, στην εποχή της ραγδαίας πληροφόρησης ο επικοινωνιακός αντίκτυπος της επίσκεψης. Τα μεγέθη είναι σαφώς μη συγκρίσιμα. Αρκεί και μόνον η αναφορά στην εμβρυακή κατάσταση της τηλεόρασης για να γίνουν κάπως καλύτερα αντιληπτά. Επίσης θα πρέπει να τονιστεί και μια άλλη, μη αμελητέα κατάσταση. Το γεγονός δηλαδή ότι ήταν η πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία που Πάπας ταξίδευε εκτός Ιταλίας, και έμπαινε σε αεροπλάνο. Αλλά και η πρώτη φορά που πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ταξίδευε στους Αγίους Τόπους. Το γεγονός από μόνο του λάμβανε διαστάσεις μυθικές και αυτό γίνεται καλύτερα κατανοητό αν κάποιος διεξέλθει τον διεθνή Τύπο. Παραμονές της συνάντησης το σύνολο του βρετανικού Τύπου αναφερόταν με θετικά σχόλια στη σημασία και στη σπουδαιότητα του γεγονότος. Χαρακτηριστικά η εφημερίδα Daily Telegrafh εστίαζε στην θρησκευτική και όχι πολιτική διάσταση της επίσκεψης, ενώ ο εβδομαδιαίος Economist υπενθύμιζε ότι η τελευταία συνάντηση Πάπα και Πατριάρχη είχε λάβει χώρα το 1439 σε μια απέλπιδα προσπάθεια θεραπείας του σχίσματος. Στο ίδιο έντυπο γινόταν λόγος για τις εργασίες της Πανορθόδοξης Διάσκεψης που είχε πραγματοποιηθεί στη Ρόδο λίγους μήνες πριν έχοντας ουσιαστικά αποτελέσει το έναυσμα για την προσέγγιση των δύο Εκκλησιών. Η καθολική εφημερίδα Catholic Herald έκανε λόγο για «ανεκτίμητες επιπτώσεις» από τη συνάντηση των δύο ηγετών[13]. Ο ιταλικός Τύπος, κάλυψε εκτενέστατα, την επίσκεψη του Πάπα στα Ιεροσόλυμα λόγω και του πρωτόγνωρου, όπως ειπώθηκε, γεγονότος της εξόδου του από τη χώρα. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ιταλίας Segni επικεφαλής κλιμακίου υπουργών προέπεμψε τον επίσκοπο της Ρώμης ενώ πλήθη πιστών τον υποδέχτηκαν κατά την επιστροφή του από τα Ιεροσόλυμα. Επί ημέρες ο ιταλικός Τύπος κάλυψε, λεπτομερώς την επίσκεψη του Ρωμαιοκαθολικού προκαθημένου δίνοντας έμφαση στη συνάντησή του με τον πατριάρχη Αθηναγόρα. Πρωτοσέλιδα η Corriere della Sera αναφέρθηκε στη συνάντηση των Ιεροσολύμων αναλύοντας τις ιστορικές διαφορές Ορθοδοξίας και Καθολικισμού επισημαίνοντας πως ακριβώς λόγω αυτών των διαφορών «η συνάντηση στα Ιεροσόλυμα θα μπορούσε να έχει ανέλπιστα αποτελέσματα»[14]. Δύο ημέρες αργότερα σε υπέρτιτλο «με τη μέγιστη εγκαρδιότητα» και τίτλο «Η συνάντηση του Παύλου Στ’ και του Πατριάρχη Αθηναγόρα» τονιζόταν πως «ο Πάπας αποχαιρέτισε τον Πατριάρχη λέγοντάς του στο επανιδείν»[15] . Ήδη από τις 2 Ιανουαρίου η εφημερίδα La Stampa σημείωνε σε πρωτοσέλιδη ανάλυσή «το νόημα της επίσκεψης στους Αγίους Τόπους», ενώ στις 3 Ιανουαρίου ενημέρωνε τους αναγνώστες της για την ιεραρχική δομή της Ορθόδοξης Εκκλησίας[16]. Το ενδιαφέρον του ιταλικού Τύπου για την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει προηγούμενο καθώς καθημερινά έβλεπαν το φως της δημοσιότητας άρθρα τα οποία αναφερόταν σε αυτήν. Έτσι, στις 4 Ιανουαρίου, γινόταν λόγος, πάντα στην La Stampa, για τη συμβολή του Angelo Roncalli –του πάπα Ιωάννη ΚΓ΄, προκατόχου του Παύλου Στ’- ως απεσταλμένου κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου στην Τουρκία και την Ελλάδα[17]. Η απολύτως επιτυχής έκβαση της συνάντησης Πάπα και Πατριάρχη διαφαινόταν σε δημοσίευμα της ίδιας εφημερίδας η οποία στις 8 Ιανουαρίου επισήμαινε πως «Στο Βατικανό δεν χρησιμοποιείται πλέον ο όρος ‘διαχωρισμένη’ για την Ορθόδοξη Εκκλησία».[18] Ανάλογα σχόλια συναντάμε στον αμερικανικό, γαλλικό και γερμανικό Τύπο. Με τίτλο «Το ταξίδι του Πάπα στην Παλαιστίνη αξιολογήθηκε ως θριαμβευτικό από τις Ηνωμένες Πολιτείες», η ιταλική εφημερίδα IL Messaggero σε ειδικό πλαίσιο μετέφερε τα σχόλια των New York Times και New York Herald Tribune. Επίσης σε αναφορά στον γαλλικό Τύπο τονιζόταν «το έντονο ενδιαφέρον του γαλλικού Τύπου για το ταξίδι του Πάπα», επισημαινόταν πως σύμφωνα με «Γάλλους παρατηρητές η πιο ενδιαφέρουσα πλευρά του ταξιδίου στους Αγίους Τόπους ήταν η συνάντηση με τον Πατριάρχη Αθηναγόρα». Στο ίδιο μήκος κύματος και ο γερμανικός Τύπος τόνιζε πως «Γερμανοί παρατηρητές επισήμαναν πως πρόκειται για μια ουσιαστικά ειρηνική αποστολή και ότι οι πλευρές που ενώνουν τις Εκκλησίες είναι περισσότερες από εκείνες που τις χωρίζουν»[19]. Δεν θα ήταν υπερβολή αν ισχυριζόμαστε πως η διεθνής κοινότητα είχε εκείνες τις ημέρες στραμμένο το ενδιαφέρον της στα Ιεροσόλυμα. Αυτό αποδεικνύεται και από τα συγχαρητήρια μηνύματα της Βασίλισσας της Αγγλίας Ελισάβετ, του Προέδρου των ΗΠΑ Τζόνσον, του Βασιλιά της Ιορδανίας Χουσεΐν και άλλων ηγετών. Θα αναλογιστεί κάποιος, και δικαίως βέβαια, πως αξιολογήθηκε η συνάντηση των Ιεροσολύμων στην Τουρκία, έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Υπενθυμίζεται πως η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε το 1964, τη μαύρη χρονιά για τον ελληνισμό της Τουρκίας, με το κυπριακό να βρίσκεται σε νέα έξαρση. Σε αυτό το πλαίσιο η Άγκυρα δεν αξιολόγησε θετικά την επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη στα Ιεροσόλυμα αλλά και το διεθνές ενδιαφέρον που υπήρξε γύρω από αυτήν. Το κέντρο του πολιτικού βάρους έπεφτε σε άλλα θέματα ζωτικότερης γι’ αυτήν σημασίας. Αυτό διαφαίνεται εμφανώς, όταν στους μήνες που ακολούθησαν την επίσκεψη σειρά δημοσιευμάτων θα προσπαθήσει να διαστρεβλώσει το μήνυμά της, σε τέτοιο σημείο ώστε να κατηγορηθεί ο πατριάρχης ότι εμφανίστηκε «με βυζαντινή στολή», προφανώς κάνοντας αναφορά στην ένδυση του πατριάρχη με τα αρχιερατικά του άμφια για την τέλεση της θείας λειτουργίας[20]. Πενήντα χρόνια αργότερα Πενήντα χρόνια μετά την ιστορική εκείνη συνάντηση τίποτα, ή ελάχιστα πράγματα, παραμένουν ίδια τόσο σε πολιτικό, θρησκευτικό, πολιτισμικό ή άλλο επίπεδο. Αρκεί να επισημανθούν, ως ένα ελάχιστο παράδειγμα, οι αλλαγές που επέφερε το 1989 με την πτώση του σιδηρού παραπετάσματος στις Ορθόδοξες Εκκλησίες στην Ανατολική Ευρώπη . Παραμένει ωστόσο ίδια, αν όχι επιτακτικότερη, η ανάγκη προσέγγισης και συνέχισης του διαλόγου μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Η ιστορία απέδειξε πως παρά τις όποιες δυσκολίες, ενδογενείς ή εξωγενείς, ο οικουμενικός διάλογος είχε θετικό αντίκτυπο και συνάντησε την αποδοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας των ιεραρχών αλλά και του ποιμνίου των Εκκλησιών. Καθοριστική σε αυτό ήταν η σταθερή, ισχυρή στάση και θέληση του Οικουμενικού Πατριαρχείου το οποίο συνέβαλε ουσιαστικά στην προώθηση και εξέλιξή του. Συνάγεται, εκ των ανωτέρω, ότι σε μια άκρως κρίσιμη περίοδο το Φανάρι δεν δίστασε να σταθεί, επί ίσοις όροις, δίπλα σε μια πανίσχυρη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Το Πατριαρχείο κλήθηκε να επιλέξει μεταξύ του απομονωτισμού και της εξωστρέφειας. Επέλεξε τη δεύτερη επιβάλλοντας την στο διεθνές προσκήνιο. Κεντρικός καρπός αυτής της θέλησης υπήρξε η κοινωνία με την άλλη πλευρά, και η κάλυψη του κενού της απομόνωσης. Έως το 1964 ο κόσμος της Δύσης σχεδόν αγνοούσε ή γνώριζε ελάχιστα για την Ορθοδοξία. Το ίδιο μπορεί να υποστηριχτεί και για τους πληθυσμούς της Ανατολής για την καθολικισμό. Από το 1964 και μετά τα πράγματα αλλάζουν ουσιαστικά. Η αταλάντευτη θέση για επικοινωνία και διάλογο με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ακολουθήθηκε σταθερά και από τους διαδόχους του Αθηναγόρα, πατριάρχες Δημήτριο και Βαρθολομαίο. Είναι πλέον χαραγμένο στην ιστορία το γεγονός πως ο πατριάρχης Βαρθολομαίος, διαβλέποντας προφανώς στο πρόσωπο του Πάπα Φραγκίσκου τη δυνατότητα μιας περαιτέρω ενδυνάμωσης του διαλόγου, προσκάλεσε τον νεοεκλεγέντα ποντίφικα να επισκεφθούν τους Αγίους Τόπους. Υπό αυτές τις συνθήκες, απομένουν λίγες μέρες για να ανοίξει μια καινούργια σελίδα στο κεφάλαιο που ονομάζεται Οικουμενικός Διάλογος…